Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Παπισμός και ο Οικουμενισμός κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς ΑΚΤΙΝΕΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ 2015
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ  ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ  ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ
ΙΟΥΣΤΙΝΟ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἱερώτατοι συμπρεσβύτεροι Πατέρες,
ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές
καί εὐσεβεῖς ἀδελφοί χριστιανοί
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως.
1. Σᾶς εὔχομαι τό νέο ἔτος 2015 νά σᾶς εἶναι εὐλογημένο ἀπό τόν Θεό καί νά ἐκπληρωθοῦν οἱ πόθοι σας γιά τό συμφέρον τῶν οἰκογενειῶν σας καί τῆς πατρίδος μας γενικότερα.
Σάν Ἐπίσκοπός σας ἀγωνιῶ περισσότερο νά εἶναι ἡ πίστη σας στόν Θεό δυνατή καί στερεή, ὥστε καμμία αἱρετική ψευδοδιδασκαλία νά μή μπορεῖ νά σᾶς τήν κλονίσει. Ὅταν ἡ πίστη μας στόν Θεό εἶναι σωστή καί δυνατή, τότε θά νοιώθουμε μέσα μας τήν Χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού θά τήν παίρνουμε ἀπό τήν προσευχή σ᾽ Αὐτόν, καί θά ἀντιμετωπίζουμε νικηφόρα ὅλες τίς δυσκολίες καί ὅλους τούς πειρασμούς τῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, πάνω ἀπ᾽ ὅλα σᾶς εὔχομαι νά εἶναι δυνατή καί ἀκλόνητη ἡ πίστη σας στόν Θεό καί αὐτήν τήν πίστη, πού τήν πήρατε σάν ἱερή «προίκα» ἀπό τούς γονεῖς σας καί τούς παπποῦδες σας, νά τήν δώσετε καί ἐσεῖς σάν «προίκα» ἱερή στά δικά σας παιδιά καί ἐγγόνια.
2. Ποιά εἶναι ἡ πίστη μας στόν Θεό; Εἶναι ἡ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ, ἡ μόνη ἀληθινή πίστη. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν ἤμασταν κάτω ἀπό τήν Τουρκιά, μᾶς ἔλεγε στά κηρύγματά του: «Νά χαίρεστε καί νά εὐφραίνεστε, γιατί γεννηθήκατε Ὀρθόδοξοι. Ὅλες οἱ πίστες εἶναι ψεύτικες καί μόνον ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ἀληθινή»! Μά αὐτήν τήν ἀληθινή πίστη, ἀδελφοί χριστιανοί, ὅπως παλαιότερα, ἔτσι καί σήμερα, βάλθηκαν μερικές σατανικές δυνάμεις, πού μᾶς ἔρχονται κυρίως ἀπό τήν Δύση, νά μᾶς τήν θολώσουν καί νά μᾶς τήν μπερδέψουν μέ τίς ἄλλες ψεύτικες πίστες, γιά ἀγάπη τάχα μέ ὅλους τούς λαούς. «Οἰκουμενισμός» λέγεται τό φαινόμενο αὐτό καί εἶναι ἡ μεγαλύτερη αἵρεση τῶν αἰώνων. Εἶναι «παναίρεση», γιατί μέσα της ἔχει ὅλες τίς ψεύτικες διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν.
Θά μέ ἔχετε ἀκούσει πολλές φορές ὅτι στά κηρύγματά μου, τά γραπτά καί τά προφορικά, ἐλέγχω τακτικά τόν Παπισμό καί τόν Οἰκουμενισμό, γιατί συγγενεύουν αὐτά τά δύο καί τό ἕνα τρέφει τό ἄλλο. Μάθετε, παρακαλῶ, τήν ἀλήθεια, πού σάν ποίημα θέλω νά τήν λέτε: «Ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση καί ὁ οἰκουμενισμός παναίρεση»! Μακρυά ἀπό αὐτά τά δυό, γιατί κινδυνεύει ἀπό αὐτά ἡ πίστη μας.
Πολλοί ὅμως, κουρασμένοι ἀπό τίς διαμάχες τῶν λαῶν, σκέπτονται ὅτι καλό θά εἶναι νά παύσουν οἱ διχασμοί ὡς πρός τά «πιστεύω» τοῦ καθενός, καί ἔτσι λοιπόν αὐτοί βλέπουν μέ καλό μάτι τίς στενές ἐπικοινωνίες καί συμπροσευχές τῶν ἰδικῶν μας μέ τούς αἱρετικούς. Λυπούμεθα πραγματικά γιά τόν ἀκατήχητο λαό μας, πού δέν γνωρίζει τήν ἀλήθεια τῶν δογμάτων τῆς πίστης του, γιατί τότε μόνο θά νοοῦσε τά ψέματα τῶν αἱρέσεων· ἀλλά λυπούμεθα πολύ περισσότερο καί πονοῦμε γιά μερικούς δικούς μας μεγαλοσχήμονας κληρικούς, οἱ ὁποῖοι δέν θεωροῦν τόν Παπισμό καί τόν Οἰκουμενισμό ὡς αἱρέσεις καί συμπροσεύχονται λοιπόν ἐλεύθερα μέ τούς παπικούς ἐναγκαλιζόμενοι τόν Πάπα μέ περισσή ἀγάπη, προσφωνῶντας τον μάλιστα καί «ἁγιώτατο ἀδελφό». Ἀλλά ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τό μοσχοβολητό λουλούδι πού λέγεται «ἁγιότητα» φύεται μόνο στά χώματα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ποτέ ἔξω ἀπό αὐτήν.
3. Ἐπειδή τά ἀντιπαπικά καί ἀντιοικουμενιστικά κηρύγματά μας δέν ἀρέσουν στούς φιλοπαπικούς καί οἰκουμενιστές, θέλω, ἀδελφοί μου χριστιανοί, γιά στηριγμό καί γιά ὁπλισμό δικό σας, τό φετινό ἡμερολόγιο τῆς Μητροπόλεώς μας νά τό ἀφιερώσω σέ ἕναν ἅγιο καί σοφό στήν θεολογία πατέρα, τόν τελευταίως ἀνακηρυχθέντα ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Σερβίας, τόν ὅσιο πατέρα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, καί νά παραθέσω λοιπόν στό ἡμερολόγιο αὐτό, ὀλίγα ἀλλά δυνατά λόγια του γιά τά θέματα πού ἔθιξα: Γιά τόν Παπισμό καί τόν Οἰκουμενισμό. Ἔτσι θά φανεῖ καί ὅτι οἱ φιλοπαπικοί καί οἰκουμενιστές μέ ὅσα λέγουν καί πράττουν ἐναντιώνονται πρός τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
4. Ὁ ὅσιος Πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς (1894 - †1979), ὁ ἀνακηρυχθείς περί τά τελευταῖα ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς ἅγιος (29/4/2010), ἔγραψε πολλά βιβλία, βιβλία ποτισμένα ἀπό τήν βιβλική καί τήν πατερική θεολογία καί τά ὁποῖα μοσχοβολοῦν ἀπό τό ἄρωμα τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Μερικά, ὀλίγα μόνο, ἔχουν μεταφραστεῖ στήν ἑλληνική γλώσσα. Εὐχαριστοῦμε πολύ τούς μεταφραστές, εὐχόμαστε χρυσό στεφάνι νά τούς δώσει ὁ Χριστός στήν Βασιλεία Του γιά τόν κόπο τους, ἀλλά ἐκφράζουμε τήν θερμή παράκλησή μας νά μεταφράσουν στήν ἑλληνική γλώσσα καί τά ὑπόλοιπα βιβλία του, γιατί θά ὠφεληθοῦν πολύ ἀπό τήν ἀνάγνωσή τους οἱ ἑλληνόφωνες χριστιανοί. Ἰδιαίτερα παρακαλοῦμε νά μεταφραστοῦν στήν ἑλληνική γλώσσα τά δύο μεγάλα ὀγκώδη βιβλία του ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ καί Ο ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ, ἀπό τόν ὁποῖο θά μάθουμε καί ἁγίους τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀγνώστους σέ ᾽μᾶς.
Συνιστῶ, ἀγαπητοί, νά ἀποκτήσετε τά δύο βιβλία τοῦ ἁγίου πατρός, τά μεταφρασθέντα στήν ἑλληνική, τό πρῶτο, «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος», καί τό δεύτερο, «Ὀρθόδοξος Ἐκ­κλησία καί Οἰκουμενισμός».
(α) Στό βιβλίο του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος ἀρχίζει τόν θεολογικό του λόγο μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς παραθέτει δέ ὡραία θεολογία ὁ ἱερός πατήρ σχετικά μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἰδική του, ἀλλά τήν ρούφηξε ἀπό τήν μελέτη τῶν ἁγίων πατέρων μας. Ἀπό τά γραφόμενα τοῦ ἱεροῦ πατρός θέλω νά παραθέσω ἐδῶ μερικά σχετικά μέ τόν λόγο περί «διῃρημένης Ἐκκλησίας». Καί θέλω νά τό κάνω αὐτό, γιατί ὁ αἱρετικός αὐτός λόγος, ἀκουσθείς στόν χῶρο μας πρό ὀλίγων ἐτῶν ἀπό ἱερατικά χείλη, ἐσκανδάλισε ψυχές. Πρόκειται περί μεγάλης πλάνης καί αἱρέσεως, γιατί ἡ ἰδέα τῆς «διῃρημένης Ἐκκλησίας» προσβάλλει τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦστε, ἀδελφοί: Κατά τόν πατέρα Ἰουστῖνο Πόποβιτς ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τόν Χριστό. Αὐτό πραγματικά εἶναι ἡ Ἐκκλησία: «Ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ὅπως τό εἶπε ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος.
«Τό πᾶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ – λέγει ὁ πατήρ Ἰουστῖνος – προέρχεται ἀπό τόν Χριστόν καί ὑπάρχει ἐν τῷ Χριστῷ· ὅλος ὁ Χριστός εἶναι μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί ὁλόκληρος ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέσα Του». «Εἰς ὅλην τήν καθολικότητά της ἡ Ἱερά Παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός οὗτος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός».1
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία Του, ὅταν λέγει κάποιος γιά «διῃρημένη Ἐκκλησία» εἶναι ὡς νά διαιρεῖ τό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό Ὁποῖο εἶναι Ἕνα, γιατί μία εἶναι ἡ ὑπόστασή Του. Γι᾽ αὐτό:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδιαίρετος, ὅπως καί τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου», λέγει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.2
(β) Οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι πρῶτα ἀνῆκαν στήν Ἐκκλησία καί ἦταν μέλη αὐτῆς, ἀλλά ἔπειτα δέχθηκαν τήν πλάνη τῆς αἵρεσης, ἀποκόπηκαν πλέον ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δέν ἀνήκουν πιά σ᾽ αὐτήν. Προσοχή: Δέν διαιρέθηκε ἡ Ἐκκλησία μέ τήν προσχώρηση μερικῶν, λίγων ἤ πολλῶν, μελῶν της στήν πλάνη, καί δέν ἀποτέλεσαν αὐτοί οἱ πλανηθέντες πάλι Ἐκκλησία, ὁμοία πρός τήν ἀρχική. Γιατί, ὅταν μιλοῦμε γιά «διῃρημένη Ἐκκλησία», ὡς νά λέγουμε αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή μέ τήν «διαίρεση» ἔχουμε δύο ὅμοια μέρη. Ἀλλ᾽ ἄς ἀκούσουμε τί λέγει ὁ ὅσιος Γέροντας πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς:
«Κατά τήν ἑνιαίαν στάσιν τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μόνον μία, ἀλλά καί μοναδική, διότι ὁ εἷς καί μοναδικός Θεάνθρωπος, ἡ Κεφαλή Της, δέν δύναται νά ἔχῃ πολλά σώματα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί μοναδική, διότι εἶναι τό Σῶμα τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὀντολογικῶς ἀδύνατος ὁ χωρισμός τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦτο ποτέ δέν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνον χωρισμός ἀπό τήν Ἐκκλησίαν. Κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου δέν διαιρεῖται ἡ Ἄμπελος, ἀλλά μόνον τά ἑκουσίως ἄκαρπα κλήματα ἐκπίπτουν καί ξηραίνονται ἀπό τήν ἀείζωον Ἄμπελον (πρβλ. Ἰωάν. 15,1-6). Ἐκ τῆς μιᾶς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἰς διαφόρους καιρούς ἀπεσχίσθησαν καί ἀπεκόπησαν οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι κατά συνέπειαν ἔπαυσαν νά εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί σύσσωμοι τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματός Της. Τοιοῦτοι ἦσαν πρῶτον οἱ Γνωστικοί, κατόπιν οἱ Ἀρειανοί καί Πνευματομάχοι, ἔπειτα οἱ Μονοφυσίται καί Εἰκονομάχοι καί τέλος οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάνται καί Οὐνίται καί ὅλη ἡ ἄλλη αἱρετική καί σχισματική λεγεών».3
Λοιπόν:
«Ἡ Ἐκκλησία πράγματι εἶναι ὁλόκληρος (ἄρα ὄχι διῃρημένη) πεπληρωμένη ἀπό τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, καθ᾽ ὅτι αὕτη εἶναι τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου” (Ἐφ. 1,23)».4
(γ) Ἀπό τά παραπάνω φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ αἱρετικοί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, δέν ἀποτελοῦν Ἐκκλησία καί ἑπομένως δέν ἔχουν Μυστήρια:
«Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατυπωθεῖσα ὑπό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων, ὑπό τῶν ἁγίων Συνόδων, περί τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: αἱ αἱρέσεις δέν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε δύνανται νά εἶναι Ἐκκλησία. Διά τοῦτο δέν δύνανται αὗται νά ἔχουν ἅγια Μυστήρια».5
«Ἕνεκα τούτου, συμφώνως πρός τό φρόνημα τῆς Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί συμφώνως πρός ὁλόκληρον τήν ὀρθόδοξον Παράδοσιν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξιν ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν, οὔτε θεωρεῖ αὐτά ὡς μυστήρια, ἕως ὅτου προσέλθῃ τις διά τῆς μετανοίας ἐκ τῆς αἱρετικῆς “ἐκκλησίας”, δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Μέχρις ὅτου δέ μένει τις ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, μή ἡνωμένος μετ᾽ αὐτῆς διά τῆς μετανοίας, μέχρι τότε εἶναι οὗτος διά τήν Ἐκκλησίαν αἱρετικός καί ἀναποφεύκτως εὑρίσκεται ἐκτός τῆς σωτηριώδους Κοινωνίας = communio. Διότι “τίς μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος;” (Β´Κορ.6,14)».6 
(α) Τό τί εἶναι τό δόγμα τῶν Καθολικῶν περί τοῦ «ἀλαθήτου» τοῦ Πάπα, τό λέγει καθαρά ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁμολογῶντας ἀπό τήν ἀρχή ὅτι θά ὁμιλήσει μέ τήν γλώσσα τῆς εἰλικρινείας:
Τό 1870 μέ τήν Α´ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ ἐθέσπισαν τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα. «Ἔκτοτε τό δόγμα αὐτό ἀπέβη τό κεντρικόν δόγμα τοῦ παπισμοῦ. Διά τοῦτο ἐπί τῶν ἡμερῶν μας εἰς τήν Β´ Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τόσον ἐπιμόνως καί ἐπιδεξίως συνεζητήθη καί ὑπεστηρίχθη τό ἀπαραβίαστον καί τό ἀναλλοίωτον αὐτοῦ τοῦ δόγματος. Τό δόγμα τοῦτο ἔχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι᾽ ὅλην τήν τύχην τῆς Εὐρώπης, μάλιστα δέ διά τούς ἀποκαλυπτικούς καιρούς της, εἰς τούς ὁποίους ἔχει ἤδη εἰσέλθει. Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί ἀνθρωπισμοί ἀπέκτησαν τό ἰδεῶδες καί τό εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης. Τό εὐρωπαϊκόν οὑμανιστικόν πάνθεον ἀπέκτησε τόν Δία του. Ἡ εἰλικρίνεια εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς Ἀληθείας: Τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρίας καί τοῦ πολυθεϊσμοῦ».
«Διά τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου, σφετερισθείς ὑπέρ ἑαυτοῦ, δηλαδή ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλην τήν ἐξουσίαν καί τά δικαιώματα, πού ἀνήκουν μόνον εἰς τόν Θεάνθρωπον Κύριον, ὁ πάπας αὐτοανεκηρύχθη εἰς τήν πραγματικότητα Ἐκκλησία ἐν τῇ Παπικῇ ἐκκλησίᾳ, καί ἔγινεν ἐν αὐτῇ τά πάντα ἐν πᾶσι. Ἰδιόμορφος παντοκράτωρ. Διά τοῦτο τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα ἀπέβη τό κεντρικόν δόγμα (svedogmat) τοῦ παπισμοῦ. Καί ὁ πάπας δέν δύναται νά τό ἀποκηρύξῃ μέ κανένα τρόπον, ἕως ὅτου θά εἶναι πάπας τοῦ οὑμανιστικοῦ παπισμοῦ».7
(β) Μέ τό δόγμα τοῦ «ἀλαθήτου» τοῦ πάπα, καί μόνο μέ αὐτό, οἱ παπικοί θεωροῦνται κομμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἰδού πῶς ὁ ἅγιος Πόποβιτς στηρίζει ὡραῖα καί δυνατά τήν ἀλήθεια αὐτή:
Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. «Ἐκεῖ ὅπου ἀντικαθιστοῦν Αὐτόν μέ ἄνθρωπον, ἔστω μέ τόν λεγόμενον ἀλάθητον, ἐκεῖ ἀποκόπτεται τό σῶμα ἀπό τήν Κεφαλήν καί ὡς ἐκ τούτου ἐκεῖ ἐξαφανίζεται ἡ Ἐκκλησία, καί ἑπομένως χάνεται καί ἡ ἀποστολική θεανθρωπίνη Ἱεραρχία καί ἡ ἀποστολική ἱερατική διαδοχή».8 Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγίου πατρός καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι τῷ ὄντι φοβερός. Οἱ παπικοί μέ τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα τους ἀποκόπηκαν ἐντελῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν ἔχουν ἀποστολική ἱερατική διαδοχή.
(γ) Μέ τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου ὁ Πάπας εἶχε τήν μεγάλη πτώση του. Κατά τόν ἅγιο πατέρα Ἰουστῖνο Πόποβιτς
«Εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τήν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ καλός διά τοῦ ἑαυτοῦ του· τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ τέλειος διά τοῦ ἑαυτοῦ του· τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ θεός διά τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλά τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται μέ τόν διάβολον».
«Ἡ πτῶσις τοῦ πάπα ἔγκειται εἰς τό νά θέλῃ νά ἀντικαστήσῃ τόν Θεάνθρωπον μέ τόν ἄνθρωπον».9
(δ) Ἡ πτώση ὅμως αὐτή τοῦ πάπα μέ τήν κήρυξη τοῦ ἀλαθήτου του ἔφερε τήν χρεωκοπία τοῦ παπισμοῦ. Λέγει ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος:
«Τί εἶναι ὁ πυρήν τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα = τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ ἀποθεανθρωποποίησις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὑμανισμοί, ἀκόμη καί οἱ θρησκευτικοί. Ὅλοι ἐπαναφέρουν τόν ἄνθρωπον εἰς τήν εἰδωλολατρίαν, εἰς τήν πολυθεΐαν, εἰς τόν διπλοῦν θάνατον, τόν πνευματικόν καί τόν φυσικόν. Ἀπομακρυνόμενος ἀπό τόν Θεάνθρωπον, ὁ κάθε οὑμανισμός βαθμηδόν μετατρέπεται εἰς μηδενισμόν. Αὐτό δεικνύει ἡ σύγχρονος χρεωκοπία ὅλων τῶν οὑμανισμῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν παπισμόν, ἔμμεσον ἤ ἄμεσον, ἑκούσιον ἤ ἀκούσιον πατέρα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν. Ἡ δέ χρεωκοπία, ἔγκειται εἰς τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα. Καί εἶναι ἀκριβῶς τό δόγμα αὐτό τό κορύφωμα τοῦ μηδενισμοῦ. Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐρώπης κατά δογματικῶς ἀποφασιστικόν τρόπον, ἐκήρυξε τό δόγμα τῆς αὐταρκείας τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου καί οὕτω τελικῶς ἐφανέρωσεν ὅτι δέν τοῦ χρειάζεται ὁ Θεάνθρωπος καί εἰς τήν γῆ δέν ὑπάρχει θέσις διά τόν Θεάνθρωπον. Ὁ τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ – Vicarius Christi – τόν ἀντικαθιστᾷ πλήρως. Εἰς τήν πραγματικότητα ἀπό αὐτό τό δόγμα ζῇ, τό ἀκολουθεῖ καί ἐπιμόνως τό ὁμολογεῖ, ὁ κάθε εὐρωπαϊκός οὑμανισμός.
Ὅλοι οἱ οὑμανισμοί τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου κατ᾽ οὐσίαν δέν εἶναι ἄλλο τι ἤ ἀδιάκοπος ἐπανάστασις κατά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καθ᾽ ὅλους τούς δυνατούς τρόπους συντελεῖται Umwertung aller Werte (ἡ ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν)· ὁ Θεάνθρωπος παντοῦ ἀντικαθίσταται ὑπό τοῦ ἀνθρώπου· εἰς ὅλους τούς εὐρωπαϊκούς θρόνους ἐνθρονίζεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὑμανισμοῦ. Ἐντεῦθεν καί δέν ὑπάρχει ἕνας vicarius Christi, ἀλλά ἀναρίθμητοι, μόνον μέ διαφορετικάς στολάς. Διότι, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, διά τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, ἀνεκηρύχθη ἀλάθητος ὁ ἄνθρωπος γενικῶς. Ἐξ οὗ καί οἱ ἀναρίθμητοι πάπαι καθ᾽ ὅλην τήν Εὐρώπην, καί τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ προτεσταντισμοῦ. Μεταξύ αὐτῶν δέν ὑπάρχει οὐσιώδης διαφορά, διότι ὁ παπισμός εἶναι ὁ πρῶτος προτεσταντισμός, κατά τούς λόγους τοῦ ὁραματιστοῦ τῆς ἀληθείας Χομιάκωφ.
Τό ἀλάθητον εἶναι φυσικόν θεανθρώπινον ἰδίωμα καί φυσική θεανθρωπίνη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου αἰωνία Κεφαλή εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Παναλήθεια, ἡ Δευτέρα Ὑπόστασις τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Διά τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἰς τήν πραγματικότητα ὁ πάπας ἀνεκηρύχθη εἰς Ἐκκλησίαν καί ὁ πάπας - ἄνθρωπος, κατέλαβε τήν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτός εἶναι ὁ τελικός θρίαμβος τοῦ οὑμανισμοῦ, ἀλλά συγχρόνως καί «ὁ δεύτερος θάνατος» (Ἀποκ. 20,14· 21,8) τοῦ παπισμοῦ, μέσῳ δέ αὐτοῦ καί μετ᾽ αὐτοῦ καί τοῦ κάθε οὑμανισμοῦ. Ὅμως, κατά τήν Ἀληθινήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀπό τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὑπάρχει εἰς τόν ἐπίγειον κόσμον μας ὡς θεανθρώπινον σῶμα, τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αἵρεσις δέν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καί τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμός διά τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα-ἀνθρώπου. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· τό δόγμα αὐτό εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Τό δόγμα αὐτό εἶναι φεῦ! ἡ πλέον φρικτή ἐξορία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν γῆν· νέα προδοσία τοῦ Χριστοῦ· νέα σταύρωσις τοῦ Κυρίου, μόνον οὐχί ἐπί τοῦ ξυλίνου, ἀλλ᾽ ἐπί τοῦ χρυσοῦ σταυροῦ τοῦ παπικοῦ οὑμανισμοῦ. Καί ταῦτα πάντα εἶναι κόλασις, κόλασις διά τό ἄθλιον γήϊνον ὄν, πού λέγεται ἄνθρωπος».10
(ε) Σχετικό μέ τό ἀλάθητο εἶναι καί τό πρωτεῖο τοῦ πάπα. Αὐτά τά δύο ἔγιναν  «δόγμα», «πανδόγμα», πού εἶναι «παναίρεσις» (ὅπως τό λέγει ὁ πατήρ Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 224) τῶν παπικῶν. Λέγεται «παναίρεσις», γιατί ἀπετέλεσε τήν πηγή ὅλων τῶν αἱρέσεων τοῦ παπισμοῦ. Λέγει ὁ πατήρ Ἰουστῖνος:
«Ἐξ αὐτῆς δέ τῆς παναιρέσεως ἐγεννήθησαν καί γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι αἱρέσεις: τό Filioque, ἡ ἀποβολή τῆς Ἐπικλήσεως, τά ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγή τῆς κτιστῆς χάριτος, τό καθαρτήριον πῦρ, τό θησαυροφυλάκιον τῶν περισσῶν ἔργων, ἡ μηχανοποιημένη διδασκαλία περί τῆς σωτηρίας καί ὡς ἐκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί τῆς ζωῆς, ὁ παποκαισαρισμός, ἡ Ἱερά Ἐξέτασις, τά συγχωροχάρτια, ὁ φόνος τοῦ ἁμαρτωλοῦ διά τήν ἁμαρτίαν, ὁ ἰησουητισμός, ἡ σχολαστική, ἡ καζουϊστική, ὁ μοναρχισμός, ὁ κοινωνικός ἀτομικισμός διαφόρων εἰδῶν...
Ὁ Προτεσταντισμός; Εἶναι τό πλέον πιστόν τέκνον τοῦ Παπισμοῦ, τό ὁποῖον διά τῆς ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς του πίπτει διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό τήν μίαν αἵρεσιν εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν καί πνίγεται συνεχῶς εἰς τά διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν πλανῶν του. Πρός τούτοις, ἡ παπιστική ὑψηλοφροσύνη καί ἡ “ἀλάθητος” ἀφροσύνη βασιλεύει ἀπολυταρχικῶς καί ἐρημώνει τάς ψυχάς τῶν πιστῶν του. Κατ᾽ ἀρχήν ἕκαστος Προτεστάντης εἶναι ἕνας ἀνεξάρτητος πάπας εἰς ὅλα τά ζητήματα τῆς πίστεως. Τοῦτο δέ πάντοτε ὁδηγεῖ ἀπό τόν ἕνα πνευματικόν θάνατον εἰς τόν ἄλλον· τέλος αὐτοῦ τοῦ “ἀποθνήσκειν” δέν ὑπάρχει, καθ᾽ ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν πνευματικῶν θανάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναρίθμητος.
Ἀφοῦ οὕτως ἔχουν τά πράγματα, τότε διά τόν παπιστικόν-προτεσταντικόν Οἰκουμενισμόν μέ τήν ψευδοεκκλησίαν του καί τόν ψευδοχριστιανισμόν του δέν ὑπάρχει διέξοδος ἀπό τό ἀδιέξοδόν του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ μετάνοια εἶναι τό φάρμακον δι᾽ ἑκάστην ἁμαρτίαν, φάρμακον δοθέν εἰς τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν μόνον Φιλάνθρωπον».11
(α) Ἡ σχέση μας πρός τούς αἱρετικούς πρέπει νά κινεῖται ἀπό τήν ἀγάπη. Νά πονοῦμε γιατί βρίσκονται στήν πλάνη, νά προσευχόμεθα γι᾽ αὐτούς καί νά ἐργαζόμεθα μέ ἀγάπη γιά τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία ἡ πλάνη τῆς αἵρεσης τούς ἀπέκοψε. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς γιά τό θέμα αὐτό  ἀναφέρει περικοπή τοῦ ἁγίου Μαξίμου, στήν ὁποία αὐτός, ὁμιλῶν κατά τῶν αἱρετικῶν, λέγει ἔπειτα ὅτι δέν θά χαρεῖ νά τούς συμβεῖ κάτι κακό, ἀλλά ἐπιθυμεῖ τήν ἐπιστροφή τους, ἡ ὁποία θά τοῦ δώσει μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Οὐ θέλων δέ τούς αἱρετικούς θλίβεσθαι, οὐδέ χαίρων τῇ κακώσει αὐτῶν γράφω ταῦτα, μή γένοιτο, ἀλλά τῇ ἐπιστροφῇ μᾶλλον χαίρων καί συναγαλλόμενος». Εἶναι δέ πολύ ὡραῖο αὐτό πού γράφει στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅτι τίποτε δέν εἶναι γλυκύτερο ἀπό τήν ἑνότητα ὅλων τῶν πιστευόντων στόν Θεό: «Τί γάρ τοῖς πιστοῖς τερπνότατον τοῦ θεᾶσθαι τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγόμενα εἰς ἕν;»! Ὅμως, ἐνῶ πρέπει νά ἀγαποῦμε καί τούς αἱρετικούς, ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς θέλει – καί εὔχεται νά γίνουμε ὅπως μᾶς θέλει – νά εἴμαστε δηλαδή (προσέξτε, παρακαλῶ, τίς ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου πατρός) «σκληροί παντελῶς» καί «ἀμείλικτοι» πρός τήν «φρενοβλαβῆ» πλάνη τῶν αἱρετικῶν καί ἄν δέν μιλᾶμε σ᾽ αὐτούς γι᾽ αὐτήν, αὐτό δέν λέγεται ἀγάπη, ἀλλά «μισανθρωπία» καί «χωρισμός τῆς θείας ἀγάπης». Καί μέ τό νά μή μιλᾶμε στούς αἱρετικούς γιά τήν πλάνη τους, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, εἶναι ὡς νά δίδουμε «ἰσχύ» καί ὑποστήριξη σ᾽ αὐτήν: «...Πρός μόνον τό καθοτιοῦν αἱρετικοῖς συνάρασθαι εἰς σύστασιν τῆς φρενοβλαβοῦς αὐτῶν δόξης, σκληρούς παντελῶς εἶναι ὑμᾶς καί ἀμειλίκτους βούλομαί τε καί εὔχομαι. Μισανθρωπίαν γάρ ὁρίζομαι ἔγωγε καί ἀγάπης θείας χωρισμόν τό τῇ πλάνῃ πειρᾶσθαι διδόναι ἰσχύν εἰς περισσοτέραν τῶν αὐτῇ προκατειλημμένων φθοράν» (αὐτ., Ἐπ. 12, PG 91, c. 465C).12
(β) Ἀπό ἀγάπη λοιπόν κινούμενοι λυπούμεθα τούς παπικούς γιά τίς αἱρέσεις καί πλάνες τους καί κάνουμε «διαλόγους ἀγάπης» μαζί τους, γιά νά μιλήσουμε στούς διαλόγους αὐτούς γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ἀλλά, χρόνια τώρα, δέν βλέπουμε τήν μετάνοιά τους. Τί νόημα τότε ἔχουν οἱ διάλογοι; Ὁ ὅσιος πατήρ Ἰουστῖνος, γιά τόν ὁποῖο μιλᾶμε ἐδῶ, μᾶς λέγει σχετικά:
«Ὁ σύγχρονος “διάλογος τῆς ἀγάπης”, ὁ ὁποῖος τελεῖται ὑπό τήν μορφήν γυμνοῦ συναισθηματισμοῦ, εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα ὀλιγόπιστος ἄρνησις τοῦ σωτηριώδους ἁγιασμοῦ τοῦ Πνεύματος καί τῆς πίστεως τῆς Ἀληθείας (Β´ Θεσ. 2,13), δηλαδή τῆς μοναδικῆς σωτηριώδους “ἀγάπης τῆς ἀληθείας” (αὐτόθι 2,10). Ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀλήθεια· ἡ ἀγάπη ζῇ καί ὑπάρχει ἀληθεύουσα». «Ἄς μή ἀπατώμεθα. Ὑπάρχει καί ὁ “διάλογος τοῦ ψεύδους”, ὅταν οἱ διαλεγόμενοι συν­ειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως ψεύδονται ὁ εἷς εἰς τόν ἄλλον. Τοιοῦτος διάλογος εἶναι οἰκεῖος εἰς τόν “πατέρα τοῦ ψεύδους”, τόν Διάβολον, “ὅτι ψεύστης ἐστίν καί ὁ πατήρ αὐτοῦ” (Ἰω. 8,44). Οἰκεῖος εἶναι καί εἰς ὅλους τούς ἑκουσίους ἤ ἀκουσίους συνεργάτας του, ὅταν αὐτοί θελήσουν νά πραγματοποιήσουν τό καλόν των διά τοῦ κακοῦ, νά φθάσουν εἰς τήν “ἀλήθειάν” των μέ τήν βοήθειαν τοῦ ψεύδους. Δέν ὑπάρχει “διάλογος τῆς ἀγάπης” ἄνευ τοῦ διαλόγου τῆς ἀληθείας. Ἄλλως τοιοῦτος διάλογος εἶναι ἀφύσικος καί ψευδής. Ὅθεν καί ἡ ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου ζητεῖ νά εἶναι “ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος” (Ρωμ. 12,9)».13 
«Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπό τόν Θεάνθρωπον, δίδει ἐντολήν: “Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ” (Τίτ. 3,10)».14
(γ) Ἀφοῦ λοιπόν δέν ἔχουμε τήν ἴδια πίστη μέ τούς παπικούς δέν μποροῦμε νά ἐλπίζουμε τήν ἕνωσή μας, ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων, μαζί τους. Δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά κάνουμε κάτι τέτοιο. Ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς μᾶς προσφέρει γιά τό θέμα αὐτό τρία ὡραῖα καί δυνατά πατερικά χωρία, τά ὁποῖα παρακαλοῦμε νά ἔχουν ὑπ᾽ ὄψιν οἱ δικοί μας «ἑνωτικοί», γιά νά ἀκολουθοῦν τήν πατερική διδασκαλία, ὡς πρέπει στούς ὀρθοδόξους κληρικούς.
(1) Τό πρῶτο χωρίο εἶναι τοῦ Οἰκουμενίου,   Ἐπισκόπου Τρίκκης:
«Ἑνότης πίστεως τό μή διαφωνεῖν περί τά δόγματα. Τοῦτο γάρ ἐπίγνωσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό μή διαφωνεῖν περί αὐτοῦ» (PG 118,1220). 
Μέ τούς παπικούς διαφωνοῦμε περί τά δόγματα. Μέ τήν αἵρεση τοῦ Φιλιόκβε οἱ παπικοί ἔχουν ἄλλο Χριστό καί ὄχι τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι πατέρες μας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. 
(2) Τό δεύτερο πατερικό χωρίο πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Πόποβιτς εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος σαφῶς λέγει:
«Ὅταν δέ πάντες ὁμοίως πιστεύωμεν, τότε ἑνότης ἐστίν» (PG 62,83). 
Ὅπως γνωρίζουμε, δέν εἶναι μία ἤ δυό ἤ δέκα μόνον οἱ δογματικές διαφορές μας μέ τούς παπικούς, ἀλλά εἶναι πάρα πολλές καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά ἔχουμε ἑνότητα μαζί τους, γιατί, κατά τόν χρυσορρήμονα ἅγιο πατέρα, μόνο ὅταν «πάντες ὁμοίως πιστεύωμεν, τότε ἑνότης ἐστίν».
(3) Τό τρίτο πατερικό χωρίο, πού προσφέρει ὁ ἅγιος πατέρας Ἰουστῖνος Πόποβιτς, χωρίο πολύ χρήσιμο γιά τούς ἑνωτικούς, εἶναι τοῦ Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, ἑρμηνευτοῦ τῶν ῾Αγίων Γραφῶν, ἐξαρτωμένου στενά ἀπό τόν Χρυσόστομο:
«Τότε ἡ ἀληθής ἑνότης τῆς πίστεως, ὅταν καί ἐν τοῖς δόγμασιν ὀρθοδοξῶμεν καί τῆς ἀγάπης σύνδεσμον συντη­ρῶμεν» (PG 124,1088Α).15
Μή ὀρθοδοξοῦντες οἱ παπικοί καί μή ἔχοντες λοιπόν ἑνότητα πίστεως μέ ἡμᾶς, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε σύνδεσμο ἀγάπης μαζί τους, ἀγάπης ἐκφραζομένης μέ τήν συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀγάπη εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά οἱ παπικοί ἔχουν αἱρετική πίστη περί τοῦ Χριστοῦ. 
(δ) Ἡ ἕνωση ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς παπικούς, ἕνωση πραγματική μέ Χριστό, δηλαδή μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, αὐτή ἡ ἕνωση θά γίνει μόνο μέ τήν μετάνοια τοῦ πάπα καί τῶν πιστῶν του. Λέγει ὁ ἅγιος πατέρας:
«Ἄνευ τῆς μετανοίας καί εἰσδοχῆς εἰς τήν Ἀληθινήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικον καί ἀδιανόητον νά ὁμιλῇ τις περί τῆς ἑνώσεως “τῶν Ἐκκλησιῶν”, περί τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περί τῆς intercommunio (δηλ. διακοινωνίας)».16
«Ιντερκομμούνιο, δηλαδή ἡ διακοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐν τοῖς ἁγίοις Μυστηρίοις, ἰδιαιτέρως ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντος προδοσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀποστολικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπατερικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπαραδοσιακῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μιᾶς καί μοναδικῆς».17
Ἀπό τόν μεγάλο δογματολόγο πατέρα, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἐλάβαμε ἐντολή:
«Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα μή λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι» (Ἔκδ. Ὀρθ. πίστεως 4,13. PG 94,1149).  
«Ὁ ἀτρόμητος ὁμολογητής τῶν θεανθρωπίνων ὀρθοδόξων ἀληθειῶν ἀ­ναγγέλλει εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν κόσμων: “Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανῶς διαβεβλημένου κατά τόν βίον ἀλλοτριᾶ Θεοῦ καί προσοικειοῖ τῷ Διαβόλῳ” (Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99, c. 1668C). Κατά τόν ἴδιον ὁ ἄρτος τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι “σῶμα Χριστοῦ” (αὐτόθι, c. 1597A). Διά τοῦτο, “Ὥς οὖν ὁ θεῖος ἄρτος ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων μετεχόμενος, πάντας τούς μετόχους ἕν σῶμα ἀποτελεῖ· οὕτω δή καί ὁ αἱρετικός κοινωνούς τούς οὕτω αὐτοῦ μετέχοντας ἀλλήλων ἀπεργαζόμενος, ἕν σῶμα ἀντίθετον Χριστῷ παρίστησι” (αὐτόθι, c 1480CD). Ἐπί πλέον, “Ἡ παρά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινός ἄρτος ἀλλά φάρμακον (= δηλητήριον), οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλά ψυχήν μελαῖνον καί σκοτίζον”» (αὐτόθι, c 99,1189C).18
Ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἀναφέρεται στό θέμα τῶν συμπροσευχῶν τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς (βλ. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 231) καί λέγει:
«Ὁ Κανών ΜΕ´ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων βροντοφωνεῖ·
“Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Πρβλ. Κανόνα ΛΓ´τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου.
Σχολιάζοντας τόν Κανόνα αὐτόν ὁ πατήρ Ἰουστῖνος λέγει:
«Ἡ ἐντολή αὕτη εἶναι σαφής, ἀκόμη καί διά τήν συνείδησιν τοῦ κώνωπος. Δέν εἶναι ἔτσι;»!  
«Ὁ Κανών ΞΔ´ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων διατάσσει:
“Εἴ τις κληρικός, ἤ λαϊκός, εἰσέλθῃ εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν, προσεύξασθαι καί καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω».
Καί ὁ πατήρ Ἰουστῖνος ὁμοίως σχολιάζει ἐπί τοῦ Κανόνος:
«Καί τοῦτο εἶναι σαφέστατον καί διά τήν πλέον πρωτόγονον συνείδησιν»!
Ἀλλά ἐμεῖς θέλουμε νά ἐκφράσουμε τήν ἀπορία μας καί νά ρωτήσουμε: Ἀλήθεια, ὅσοι ἱερωμένοι συμπροσεύχονται μέ τόν πάπα ἤ καί μέ ἄλλους αἱρετικούς, γιά τήν εἰρήνη τάχα τοῦ κόσμου, ἀλήθεια, εἶναι τόσο ἀπαίδευτοι στήν θεολογία καί τόσο ἄγευστοι στήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ὥστε νά πιστεύουν ὅτι θά εἰσακουστεῖ αὐτή ἡ προσευχή τους; Ἐγώ πιστεύω ὅτι ἄν δυό-τρία ἰδικά μας παιδιά τῆς καφετέριας πᾶνε μόνα τους σέ ἕνα ἐξωκκλήσι καί προσευχηθοῦν γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου, θά εἰσακουστεῖ ἡ προσευχή τους. Ἀντίθετα, ἄν ὀρθόδοξοι κληρικοί κάνουν συμπροσευχή μέ αἱρετικούς (οἱ παπικοί εἶναι αἱρετικοί) ὄχι μόνο δέν εἰσακούεται ἡ δέησή τους αὐτή, ὅσο καί ἄν τήν πληθύνουν, ἀλλά, τό χειρότερο, παροργίζουν τόν Ἅγιο Σαβαώθ, διότι ἡ προσευχή τους αὐτή γίνεται μέ παράβαση τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κύριοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅσοι κάνετε τίς προκλητικές συμπροσευχές μέ τούς παπικούς καί ἐπιθυμεῖτε τήν ἕνωση μαζί τους, χωρίς τήν μετάνοιά τους, ἐπιτρέψτε μας νά σᾶς μιλήσουμε ἐλεύθερα – γιατί ἐλεύθερα καί εἰλικρινά πρέπει νά μιλᾶμε στήν Ἐκκλησία – καί νά σᾶς ποῦμε:
Οἱ ἱεροί Κανόνες γράφουν καθαρότατα σχετικά μέ τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς καί τίς καταδικάζουν. Ἐπί τέλους! Πῶς ἀλλιῶς θά θέλατε νά σᾶς τό ποῦν οἱ Κανόνες γιά νά τό καταλάβετε; Ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς σᾶς εἶπε παραπάνω ὅτι καί «γιά τήν λογική τοῦ κώνωπος» ἀκόμη εἶναι καταληπτό, ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες, σαφῶς- σαφέστατα, ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές σας μέ τούς αἱρετικούς. Αὐτή ἡ φράση τοῦ ἁγίου πατέρα «καί γιά τήν λογική τοῦ κώνωπος» δέν σᾶς προσβάλλει; Σκεφθεῖτε καί φοβηθεῖτε ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος λαός, αὐτός ὁ λαός πού ἀνάπτει κανδήλας καί κτίζει ἱερούς Ναούς καί ἀγωνίζεται νά ζῆ συνειδητή πνευματική ζωή, ἀγανακτεῖ σφόδρα ἐναντίον σας. Εἴμεθα δέ βέβαιοι καί βεβαιότατοι ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὅπως ἔγραψε μέ μελανά γράμματα τά ὀνόματα τῶν προηγουμένων ἑνωτικῶν, ἔτσι θά μαυρίσει καί τά δικά σας ὀνόματα γιά τίς συμπροσευχές σας μέ τούς παπικούς καί τά τολμηρά σας βήματα πρός ἕνωση μαζί τους. 
Γιά τόν Οἰκουμενισμό ἀρκούμαστε στό νά ἀναφέρουμε τά λίγα ἀλλά κτυπητά καί ζουμερά πού γράφει ὁ ἅγιος Πατέρας Ἰουστῖνος Πόποβιτς στό βιβλίο πού παραπέμπουμε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός. Παρακαλοῦμε νά προσεχθεῖ ἰδιαίτερα ἡ σύντομη αὐτή παρατιθέμενη περικοπή τοῦ ἁγίου πατέρα περί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μάλιστα παρακαλοῦμε νά παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ ὅσιος Πατήρ ὀνομάζει «ψευδοεκκλησία» τόν Παπισμό καί «παναίρεση» τόν Οἰκουμενισμό:
«Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τό διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἤ παρεμόρφωνον ἰδιώματα τινά τοῦ Θεανθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δέ εὐρωπαϊκαί αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τόν Θεάνθρωπον καί εἰς τήν θέσιν του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ τοῦ Παπισμοῦ, Προτε- σταντισμοῦ, Οἰκουμενισμοῦ καί ἄλλων αἱρέσεων, ὧν τό ὄνομα “λεγεών”».19
Ἀπό τότε πού οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (παπικοί), μέ τήν ἐπικράτηση μάλιστα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, ἀποκόπηκαν ἀπό τόν κορμό τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀκολούθησαν δικό τους τρόπο στό Συνοδικό σύστημα. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἰδιαίτερα μετά τήν χειραφέτησή τους ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν, αἰσθάνονταν πάντοτε τήν ἀνάγκη νά συνέλθουν σέ μία κοινή Σύνοδο, γιατί πολλά ἀπό τά προβλήματά τους ἦταν κοινά.
Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, μέσα στίς πολλές προοπτικές πού εἶχε, συνέλαβε τό νόημα τῆς συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί γιά τόν σκοπό αὐτό, σέ προπαρασκευαστικό στάδιο, συνεκάλεσε τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τρίς στήν Ρόδο κατά τά ἔτη 1961, 1962, 1963. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σ᾽ αὐτές τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού ζοῦσαν κεχωρισμένες μεταξύ τους, αἰσθάνθηκαν δυνατή τήν «ἑνότητα τῆς πίστεως» καί «τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», παρ᾽ ὅλες τίς μεταξύ τους ἐθνικές καί πολιτιστικές διαφορές καί ἀντιθέσεις.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁμιλῶν στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης τήν 6η Φεβρουαρίου 1973 ἐπί τῇ μνήμῃ τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου ἐκθέτει τίς δυσκολίες τῆς μελλούσης νά συνέλθει Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί θέτει δυσεπίλυτα ἐρωτήματα γιά τό θέμα αὐτό. Τελικά ἐπικαλεῖται τήν μαρτυρία τοῦ καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς, ζῶντος ἔτι τότε, τοῦ ἁγίου μας πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ ὁποίου τόν λόγον ἀκούσαμε ἐπί πολύ στό παρόν φυλλάδιο. Ὁ πατήρ Ἰουστῖνος δέν ἐφαίνετο εὐνοϊκός γιά τήν μελετωμένη σύγκληση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιατί δέν ἔβλεπε πρόσ­φορο τόν καιρό γιά ἕνα μεγάλο τέτοιο ἔργο. Ἔγραψε δέ τότε, μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, ὁ πατήρ Ἰουστῖνος εἰδική μελέτη ἐπιγραφομένη «Ἐπικίνδυνος ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου», Ἀθῆναι 1971. Ἀπό τήν μελέτη αὐτή θέλουμε νά παραθέσουμε ἐδῶ δύο περικοπές, τίς ὁποῖες ἐπικαλεῖται ὁ μακαριστός σοφός Μητροπολίτης στήν ὁμιλία του. Τίς νομίζουμε χρήσιμες καί γιά τίς ἡμέρες μας, γιατί, ἀπό τήν μελέτη αὐτῶν φρονοῦμε ὅτι οὔτε ἀκόμη καί σήμερα ἐπέστη ὁ καιρός γιά τήν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ συντρέχουν ἀκόμη καί σήμερα οἱ ἴδιες δυσκολίες πού ἔκαναν τόν ἅγιο πατέρα Ἰουστῖνο νά τάσσεται κατά τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου.
Ἔγραφε λοιπόν τότε ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς:
«Προσωπικῶς δέν βλέπω ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκ. Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχῃ, τότε ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι διά νά πραγματοποιηθῇ ἕν τοιοῦτον ἔργον ἱστορικῆς σημασίας ἐπιτυχῶς εἶναι ἀναγκαῖον νά δημιουργηθοῦν αἱ κατάλληλοι συνθῆκαι δι᾽ αὐτό, καί νά γίνουν ἐγκαίρως αἱ θεμελιώδεις προετοιμασίαι. Σήμερον ὅμως, καθ᾽ ὅσον γνωρίζω, δέν ὑπάρχει οὔτε τό ἕν οὔτε τό ἄλλο. Ἰδού ὅτι ἐπί τόσα ἔτη ἡμεῖς δέν κατωρθώσαμεν νά προετοιμάσωμεν τά ἀναγκαῖα διά τήν ἐκτέλεσιν τῶν ἀποφάσεων τῆς Ρόδου, ἄν καί δι᾽ αὐτό ὑπῆρχον πολλαί δυνατότητες. Τί, λοιπόν, νά εἴπωμεν ὡς πρός τάς συνθήκας τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Αὗται εἶναι, ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀπελπιστικαί εἰς ὅλας, ὀλίγον ἤ πολύ, τάς τοπικάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας».
Προχωρῶν ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἐπιλέγει: «Εἶναι γνωστόν εἰς τούς Ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως εἰς τούς Ὀρθοδόξους ὅτι εἰς αὐτήν τήν ἀποκαλυπτικήν ἐποχήν εἶναι δύσκολον ἤ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλούς Ἱεράρχας τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νά ὁμολογήσουν Ὀρθοδόξως καί ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτήν τήν ἐνδεχομένην μέλλουσαν νά συνέλθῃ Οἰκ. Σύνοδον, τά Ὀρθόδοξα Δόγματα καί τάς κανονικάς ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου τό ᾽Ορθοδοξότερον θά ἦτο νά μή συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ τοὐλάχιστον νά μή συμμετάσχῃ εἰς αὐτήν... διότι εἰς τό τέλος τί δύναται νά περιμένῃ κανείς ἀπό μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον; Ἕν καί μόνον ἕν: Σχίσματα καί αἱρέσεις καί διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτό εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καί ἡ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις...».20
Ὁ Ἐπίσκοπος Σάμπατς Ἰωάννης τῆς Σερβίας πού διεβίβασε τότε τό ὑπόμνημα τοῦ ἁγίου πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Σερβίας, ἀναφερόμενος καί αὐτός στό ζήτημα τῆς προετοιμασίας τοῦ λαοῦ γιά τήν σύνοδο αὐτή, λέει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:
«Εἶναι γνωστόν ἀπό τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ὅτι αἱ Ἐκκλησιαστικαί Σύνοδοι, αἱ ὁποῖαι προηγουμένως δέν ἔτυχον τῆς δεούσης προετοιμασίας καί αἱ ὁποῖαι συνήρχοντο ἐν ἀτμοσφαίρᾳ διχονοίας καί πνευματικῆς διασπάσεως περισσότερον ἔβλαψαν παρά ὠφέλησαν τήν Ἐκκλησίαν. Αἱ τοιούτου εἴδους Σύνοδοι ἐβοήθησαν ἐν πολλοῖς εἰς τήν καταστροφήν τῆς κάποτε ἰσχυρᾶς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετηρίδος κατατεμαχίσασαι αὐτήν εἰς ἀναριθμήτους αἱρέσεις καί σχίσματα. Πνευματικῶς ἡνωμένη καί πολιτικῶς διῃρημένη ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολή ἔγινε εὐκόλως λεία τοῦ Ἰσλάμ, πολιτικῶς καί θρησκευτικῶς, οὕτως ὥστε νά ἔχωμεν σήμερον μόνον ἀναμνήσεις ἐξ ἐκείνης τῆς ἰσχυρᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἀφρικῆς, ἡ ὁποία διέσωσε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀνά πᾶσαν τήν Οἰκουμένην κατά τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνας».21
Στό φυλλάδιό μας αὐτό, ἀδελφοί χριστιανοί, εἴπαμε τί λέγει ἕνας ἅγιος πατέρας, ὁ πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, γιά τόν Παπισμό καί τόν Οἰκουμενισμό. Θέλαμε μέ αὐτό νά φανεῖ ὅτι μέ τά ὅσα λέγουν καί κάνουν οἱ φιλοπαπικοί καί οἰκουμενιστές ἐναντιώνονται πρός τήν διδαχή τῶν ἁγίων Πατέρων καί νομίζουμε ὅτι φάνηκε αὐτό ἀπό τήν παρούσα μικρή μελέτη, ἔστω καί ἀπό ἕνα πατέρα. Ἀλλά στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ὁμοφωνία τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὁ κάθε πατήρ ἐκφράζει τήν πίστη ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποροῦμε πάντως γιά τούς φιλοπαπικούς καί Οἰκουμενιστές πῶς τό τολμοῦν, πῶς τό ἀντέχουν καί προβαίνουν σέ ἐνέργειες, τίς ὁποῖες σαφῶς καταδικάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Εἶναι δυνατόν νά εὐλογηθοῦν τά ἔργα τους, ἀφοῦ ἐναντιώνονται πρός τούς λόγους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας; Ὄχι δέν εἶναι δυνατόν. Τούς συνιστοῦμε πάντως νά καθίσουν φρόνημα, γιατί ἔτσι ὅπως ἐνεργοῦν θά κάνουν τήν μεγάλη ζημιά νά διχάσουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Προσπαθοῦντες δηλαδή καί ἀγωνιζόμενοι γιά τήν ἕνωσή τους μέ τούς Παπικούς, χωρίς πρῶτα νά δείξουν αὐτοί τήν μετάνοιά τους, ὅπως τό ἀπαιτεῖ ὁ ἅγιος πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, θά διχάσουν τούς Ὀρθοδόξους καί θά γίνουν αἰτία σχίσματος στήν Ἐκκλησία.
Ἐμεῖς πάντως, μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου καί τήν Εὐλογία τῆς Κυρίας μας Θεοτόκου, θά μείνουμε σταθεροί στήν γραμμή τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά εὐχόμαστε βεβαίως συνεχῶς στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό γιά τήν ἕνωση τῶν παπικῶν καί τῶν ἄλλων αἱρετικῶν μαζί μας, ἀλλά αὐτό θά γίνει μέ τήν δική τους μετάνοια καί τήν ἐπίσημη ἀπάρνηση τῶν αἱρέσεών τους, πού τούς ἀπέκοψαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εὐλογημένο τό νέο ἔτος 2015, ἀδελφοί χριστιανοί. Ἄς βαδίζουμε κατά τό Πανάγιο θέλημα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, σταθεροί στά δόγματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας. Ἔτσι θά ἔχουμε τήν εὐλογία Του καί θά ὀρθοποδήσει πάλι  ἡ πατρίδα μας ἡ Ἑλλάδα, πού γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων μας ἔφθασε ἐκεῖ πού τήν βλέπουμε. Ἄς μήν ξεχνᾶμε τήν ἱστορία. Ἡ μεγάλη Πόλη, ἡ ἕδρα τοῦ θρυλικοῦ Πατριαρχείου μας, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἔπεσε καί θρηνοῦμε ἀκόμη τήν πτώση της, ἐπειδή ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ Β´ καί ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Η´ κατέφυγαν στόν πάπα καί, γιά νά ἔχουν τήν βοήθειά του, ἔκαναν ψευδοένωση μαζί του μέ τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1439. Αὐτήν τήν προδοσία πίστεως τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ τήν πληρώσαμε, ἀγαπητοί μου, πολύ ἀκριβά, μέ τόκο καί ἐπιτόκιο: Μέ τόν χαμό τῆς Πόλης τῶν ὀνείρων μας, μέ τήν δουλεία μας στούς Τούρκους. Ἄς μᾶς διδάξει ἡ ἱστορία, γιατί διαφορετικά, ἄν δέν εἴμαστε καλοί μαθητές της, θά μᾶς ἀπορρίψει καί θά μᾶς καταδικάσει.22
1. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 68. 147.
2. Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος,4 σελ. 55.
3. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 81.82.
4. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 86.
5. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 228.
6. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 230.
7. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 209-210. 211-212.
8. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 117.
9. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 212. 213.
10. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 218-220.
11. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 224-225.
12. Βλ. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 228.
13. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 226. 227.
14. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 230.
15. Βλ. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 44.
16. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 225.
17. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 229.
18. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 232. 233.
19. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 224.
20. ΣΥΝΟΔΙΚΑ Ι, Περιοδική ἔκδοσις τῆς Γραμματείας ἐπί τῆς προπαρασκευῆς τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου 1976, σελ. 22.23.
21. ΣΥΝΟΔΙΚΑ, ὅπ. παρ. σελ. 23.24.

22. Βλ. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1995, τόμ. Β´, σελ. 603 ἑξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου