Όταν άρχισε να συντάσσεται ο ενωτικός «Όρος» της Συνόδου της Φεράρα (Ιανουάριος 1438–Ιούλιος 1439), ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, επίσκοπος της Εφέσου (1393–1445), ζήτησε από τον βασιλιά Ιωάννη τον Η΄ Παλαιολόγο (1392–1448) όχι μόνο να μην υπογράψει, αλλά να
φροντίσει να επιστρέψει πίσω στην Κωνσταντινούπολη με ασφάλεια. Ο
αυτοκράτορας τού υποσχέθηκε ότι θα τον επαναφέρει με ασφάλεια στην Πόλη
με κάθε επιμέλεια και φροντίδα δική του. Να ήταν άραγε αυτή η υπόσχεση
μια εκδήλωση μεγαλοψυχίας από την πλευρά του Ιωάννου του
Η΄ του Παλαιολόγου προς τον Μάρκο ή μια κίνηση που απλώς την επέβαλλαν
τα πράγματα; Πάντως, δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα να καμφθεί ο Μάρκος
και να υπογράψει. Σαν χαρακτήρας, δεν ήταν ούτε άστατος ούτε δειλός. Αν
πάλι ο αυτοκράτορας πίεζε περισσότερο τον σοφό έξαρχο της Συνόδου, δεν
θα κατηγορούνταν από το Γένος ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή
μεταχειρίστηκε βία για να προδώσει τα ιερά και τα όσια της φυλής; Όπως
και να έχει το πράγμα, η ουσία είναι ότι ο βασιλιάς έδωσε στον επίσκοπο
της Εφέσου διαβεβαιώσεις τις οποίες λίγο αργότερα τις τήρησε απολύτως.
Και αυτό ιστορικά βρίσκεται στο ενεργητικό του, δεδομένου ότι ο Πάπας
είχε, όπως θα δούμε και πιο κάτω, την εμπαθή απαίτηση να χαρακτηριστεί ο
ομολογητής Μάρκος ως απειθής και να τιμωρηθεί σαν αιρετικός!
Το απόγευμα της Κυριακής της 5ης Ιουλίου του 1439, όσοι αποτελούσαν τη
Σύνοδο της Ανατολής είχαν συγκεντρωθεί στο ανάκτορο Περούτσι όπου έμενε ο
βασιλιάς. Ήρθαν όμως και οι επίσκοποι του Πάπα, ο Χριστόφορος
Γκαρατόνι, άλλοι δύο και ένας πρωτονοτάριος για να… παρακολουθούν πώς
και από ποιους υπογράφεται ο «Όρος»! Ο Πάπας Ευγένιος ο Δ΄ (1383–1447)
μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους Έλληνες· γι’
αυτό και διέταξε την αστυνόμευση της υπογραφής! Πρώτος υπέγραψε τον
«Όρο» ο βασιλεύς. Η θέση στην οποία έμελλε να υπογράψει ο φιλενωτικός
Πατριάρχης Ιωσήφ ο Β΄ (1360–10 Ιουν. 1439), έμεινε κενή λόγω του πρόωρου
και αιφνίδιου θανάτου του εκεί στην εσπερία. Κατόπιν, ως εκπρόσωπος του
Πατριάρχη Αλεξανδρείας, υπέγραψε ο Ηρακλείας Αντώνιος, στον οποίο,
επειδή ήταν ασθενής, έφεραν το κείμενο προς υπογραφή στο κρεβάτι του.
Τελικά και αυτός, ο πριν «ατίθασος», κάμφθηκε και έδωσε τη συγκατάθεσή
του για την υπογραφή. Έφεραν το κείμενο πάλι πίσω στο ανάκτορο και στη
συνέχεια υπέγραψε ο μέγας Πρωτοσύγκελλος· έπειτα και οι υπόλοιποι
τοποτηρητές και αρχιερείς. Τελικά τον «Όρο» τον υπέγραψαν ο
αυτοκράτορας, δεκαοκτώ αρχιερείς, και έντεκα κληρικοί της Ανατολής. Δ ε ν
υπέγραψαν ο άγιος Μάρκος, ο αδελφός του ο Ιωάννης ο Ευγενικός
(1400–1453), ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας, ο οποίος αναχώρησε κρυφά στη
Βενετία, γιατί όταν οι Λατίνοι πληροφορήθηκαν ότι δεν υπογράφει, ήθελαν
με κάθε τρόπο να τον φονεύσουν! Δεν υπέγραψε επίσης και ο Ιβηρίας, ο
οποίος με όλη αυτή την κατάσταση είχε παραφρονήσει και αναχώρησε κρυφά
και αυτός.
Μετά την υπογραφή του επάρατου «Όρου» εκ μέρους των Ελλήνων, το κείμενο
στάλθηκε στον Πάπα για να υπογραφεί και από τους Λατίνους. Μια τέτοια
έκβαση ο επίσκοπος Ρώμης δεν τη φαντάζονταν ποτέ. Ο Πάπας δέχτηκε τους
Έλληνες περιβαλλόμενος από τους Καρδιναλίους του και από όλη τη δική του
σύνοδο. Το κείμενο του «Όρου» το παρουσίασε ο Νικαίας. Η χαρά του Πάπα
ήταν καταφανής. Γιατί όχι; Δεν ήταν άλλωστε μικρή η προσφορά του εξωμότη
του Βησσαρίωνα (1403–1472) και των φιλενωτικών Ελλήνων. Είπε, μάλιστα,
ότι ενώ είχε ζητήσει τόσα πολλά από τους Έλληνες, τελικά τα πήρε όλα, σε
τέτοιο σημείο, που δεν ήξερε τι άλλο να ζητήσει από αυτούς. Είπε
συγκεκριμένα: «Αποκτήσαμε εκείνο που ζητούσαμε και απαιτούσαμε!».
Βέβαια, όπως θα αποδείκνυαν στη συνέχεια τα ιστορικά γεγονότα, τα όσα
πήρε τα κράτησε μόνο προσωρινά. Η θριαμβολογία και ο κομπασμός του
εξατμίστηκαν τελείως μόλις πληροφορήθηκε ότι από τις υπογραφές των
Ελλήνων απουσίαζε η υπογραφή του αγίου Μάρκου. Όταν ρώτησε αν υπόγραψε ο
Μάρκος, του απάντησαν «όχι». Και ο κομπαστής Πάπας παραδέχτηκε την ήττα
του λέγοντας αποκαρδιωμένος τα εξής λόγια: «Λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν!»
(=Τελικά, δεν κάναμε τίποτα!). Ορθά διέβλεψε. Χωρίς να το θέλει,
«προφήτευσε» τον θρίαμβο του επισκόπου Εφέσου ή μάλλον τον θρίαμβο της
Ορθοδοξίας. Ήταν μια δεινή ώρα για τον αιρετικό Πάπα, μια από τις
δεινότερες ώρες της ζωής του...
Ο Πάπας Ευγένιος, παρά την βαρύγδουπη επιτυχία της ψευδοένωσης στη
Φεράρα, ο ίδιος ωστόσο δεν ήταν ικανοποιημένος, διότι, όπως ορθά
παρατηρήθηκε, έβλεπε ότι η διατύπωση του «Όρου» αυτής της ψευδοσυνόδου
δεν ανταποκρινόταν πλήρως προς τις υπερβολικές και υπερφίαλες αξιώσεις
του. Μάλιστα, τα όσα γράφονταν εκεί για το πρωτείο του ήταν εκφράσεις
μάλλον αόριστες και φαινομενικές. Ο δεύτερος λόγος ο οποίος του
προξενούσε μεγάλη ταραχή ήταν εκείνο το «όχι» του κυριολεκτικά Ορθόδοξου
επισκόπου, του αγίου Μάρκου. Γι’ αυτό και αμέσως μετά τις αναμενόμενες
θριαμβολογίες και τους εναγκαλισμούς για τη ψευδοένωση διεμήνυσε αυστηρά
προς τον βυζαντινό βασιλέα Ιωάννη τα εξής: Επειδή ο Εφέσου Μάρκος δεν
αποδέχθηκε την απόφαση της Συνόδου ούτε και υπέγραψε τον «Όρο», πρέπει
να κριθεί από τη Σύνοδο. Αν δεν μεταπεισθεί, τότε να τιμωρηθεί όπως του
ανήκει. Λοιπόν, «στείλτον σ’ εμάς για να κριθεί». Οι διαθέσεις του Πάπα
ήταν σαφείς και ξεκάθαρες. Ο βασιλεύς όμως του αντεμήνυσε: Ο Εφέσου
είναι δικός μου αρχιερέας· γι’ αυτόν θα φροντίσουν οι δικοί μου. Ο Πάπας
όμως απαίτησε επίμονα από τον βασιλέα να του στείλει οπωσδήποτε τον
Εφέσου.
Τότε ο αυτοκράτορας κάλεσε τον Εφέσου και του είπε: «Επειδή ο Πάπας μού
διεμήνυσε και δυο και τρεις φορές ότι σε θέλει, πρέπει να παρουσιαστείς
ενώπιόν του. Μη δειλιάσεις, λοιπόν. Εγώ ήδη του είπα για σένα πολλά.
Ακόμη φρόντισα ώστε να μη σου συμβεί κανένα «σκληρὸν ἢ κακωτικόν».
Πήγαινε, άκουσε όσα αυτός θα σου πει και «ἀπολογήθητι ἀνυποστόλως»·
δηλαδή πες ό,τι έχεις να πεις με θάρρος, χωρίς να υποστείλεις καν τη
σημαία (του φρονήματός σου) και χωρίς να αποσιωπήσεις τίποτα.
«Ἀπολογήθητι» με όσα εσένα θα σου φανούν πρέποντα. Βέβαια, δεν είχε
ανάγκη των ενθαρρυντικών λόγων του αυτοκράτορα ο άγιος Μάρκος. Η γενναία
ψυχή του ήταν ήδη αποφασισμένη για όλα. Ήταν όμως ολοφάνερο ότι η στάση
του αυτοκράτορα απέναντι στον άγιο Μάρκο ήταν μια στάση γεμάτη σεβασμό,
εκτίμηση και στοργή.
Τελικά ο Εφέσου παρουσιάστηκε στον Πάπα, ο οποίος καθόταν στον θρόνο
του, περιστοιχιζόμενος από Καρδινάλιους και από τους πιο διακεκριμένους
Λατίνους επισκόπους. Όταν ο Μάρκος είδε ότι όλοι εκεί κάθονταν,
αντιλαμβανόμενος πολύ καλά ότι ο Πάπας θα τον κρατούσε όρθιο σαν
κατάδικο, είπε: «Έχω πόνους στα νεφρά και στα πόδια μου και δεν μπορώ να
στέκομαι όρθιος»· «καὶ εὐθὺς ἐκάθησε», χωρίς καν να περιμένει να του
πει ο Πάπας να καθίσει. Ο Πάπας Ευγένιος στην αρχή τού είπε πάρα πολλά
με σκοπό να μεταπείσει τον όσιο του Θεού άνδρα να αποδεχθεί την «ένωση»
και να υπογράψει τον «Όρο». Τελικά, έχασε την υπομονή του και τον
απείλησε ότι, αν δεν υποχωρήσει στις θέσεις του, θα πάθει αυτό που
«έπαθαν και όσοι έδειξαν απείθεια προς τις οικουμενικές συνόδους»: «όπως
εκείνοι καθαιρέθηκαν και αποκηρύχθηκαν σαν αιρετικοί, έτσι θα γίνει και
με σένα!», του είπε επί λέξει. Ποια άλλη φοβερότερη απειλή θα μπορούσε
ποτέ να απευθύνει προς έναν Ορθόδοξο επίσκοπο της Ανατολής ο Πάπας;
Όμως, είχε οικτρά απατηθεί! Γιατί είχε μπροστά του έναν αληθινό επίσκοπο
και όχι ένα «κοπέλιν» (=ο νέος, το νεαρό αγόρι, ο μαθητευόμενος σε μία
τέχνη, το τσιράκι, το πειθήνιο όργανο κάποιου ισχυρού). Είχε μπροστά του
έναν βράχο, έναν στύλο Ορθοδοξίας και όχι ένα εύθραυστο «καλάμι που
σαλεύεται απ’ τον άνεμο» (πρβλ. Ματθ. 11, 7· Λουκ. 7, 24).
Ο άγιος Πατέρας μας Μάρκος τον κοίταξε καλά και με σταθερή φωνή τού
έδωσε την πρέπουσα απάντηση σε όλα. Και για την απειλή, που με τόση
θρασύτητα τού απηύθυνε ο Πάπας, είπε:
«Οι Σύνοδοι καταδίκαζαν εκείνους που δεν πείθονταν στην Εκκλησία και
κήρυτταν διδασκαλίες που αντέβαιναν σε όσα αυτή διδάσκει. Εγώ όμως δεν
κηρύττω καμιά δική μου γνώμη, ούτε είπα ποτέ τίποτα νέο και άγνωστο στην
Εκκλησία. Τηρώ τον εαυτό μου στην ακραιφνή πίστη, την καθαρή και
ανόθευτη, αυτή που παρέλαβε και κατέχει η Εκκλησία από Αυτόν τον Ίδιο
τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Αυτή τη διδασκαλία την οποία και η Ρωμαϊκή
Εκκλησία κρατούσε πριν από το σχίσμα μαζί με τη δική μας, την Ανατολική.
Αυτή ακριβώς την «εὐσεβῆ δόξαν» που πάντα πριν και εσείς επαινούσατε,
αλλά και πολλές φορές επαινέσατε στην τωρινή Σύνοδο. Αυτή την ευσεβή
διδασκαλία κανείς από μας δεν μπορεί να τη μεμφθεί ή να την κατηγορήσει.
Αν λοιπόν εγώ επιμένω σ’ αυτή τη διδασκαλία και δεν θέλω να παρεκκλίνω
απ’ αυτή, πώς είναι δυνατό να κατακριθώ σαν αιρετικός; Πρώτα κάποιος
πρέπει να κατακρίνει τη διδασκαλία στην οποία πιστεύω, και κατόπιν να με
καταδικάσει. Αν όμως αυτή η διδασκαλία ομολογείται από όλους πως είναι η
ευσεβής και η ορθή, πώς γίνεται μετά εγώ να είμαι άξιος καταδίκης;».
Μ’ αυτή του την απάντηση ο κατά πάντα άμεμπτος και ακατηγόρητος Μάρκος
αποστόμωσε τον Πάπα. Η «επηρμένη οφρύς» του Ευγενίου δέχθηκε ένα ισχυρό
κόλαφο. Οι γενναίοι μιλούν ταπεινά, αλλά και γενναία· και έτσι
ταπεινώνουν τους θρασείς και αυθάδεις. Ο Μάρκος, που είχε το σθένος να
πει το «όχι» στον αυτοκράτορά του, πώς ήταν δυνατό να μη το πει και στον
επίσκοπο της Ρώμης, αποδεικνύοντάς τον έτσι καθόλα ανόητο; Ο Εφέσου,
όχι απλώς δεν υποτάχθηκε, αλλά εκείνη τη στιγμή ανακήρυξε τη διδασκαλία
των Λατίνων σαν ξένη και ψευδή. Και αυτά τα είπε με την εν Κυρίω
καύχηση. «Λαμπρώς κηρύττει», ο Μάρκος! «Και πού άραγε; Και μπροστά σε
ποιον; Μέσα στο ανακτορικό παλάτι του Πάπα, μπροστά σ’ εκείνον που έκανε
τον εαυτό του ίσο με τον Θεό. Μόνος και απομονωμένος, ανάμεσα στους
υπερήφανους καρδιναλίους και τους άλλους συμβούλους» του Πάπα, γράφει,
πολύ εύγλωττα και παραστατικά, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721–1813).
Με αφορμή όλων αυτών πάλι ο Πάριος ο Αθανάσιος προσθέτει ενθουσιαστικά
και τα εξής για το πρόσωπο του ιερού Μάρκου: Αν κάθε Ορθόδοξος είναι
«αντίπαπας», γιατί αντιτίθεται στις κακοδοξίες του Πάπα και των οπαδών
του, πολύ περισσότερο «αντίπαπας» είναι ο Εφέσου. Αυτός είναι ο κατ’
εξοχήν αντίπαπας: «Αυτός δεν είναι αντίπαπας, αλλά ο αντίπαπας· Μάρκος ο
Αντίπαπας»!...
Μερικοί απορούν πώς ο επίσκοπος Ρώμης, ενώ είχε μπροστά του
περικυκλωμένο, μόνο και απροστάτευτο, τον φοβερό πολέμιο και ανατροπέα
των σχεδίων του, δεν πραγματοποίησε την απειλή του και δεν τιμώρησε τον
άγιο Μάρκο με την εσχάτη των ποινών. Όλοι τουλάχιστον αυτό περίμεναν. Η
απορία είναι φυσική. Η ιστορία των Παπών –οι οποίοι «τα έβαζαν» ακόμη
και με αυτοκράτορες του αναστήματος ενός Φρειδερίκου Βαρβαρόσα του Α΄
(1122–1190)–, δεν έχει να επιδείξει άλλον όμοιο προς τον άγιο Μάρκο.
Αναφέρονται στην ιστορία τους μάλλον τα εντελώς αντίθετα. Αλλά και πάλι:
άραγε, είναι πάντα εύκολο να πραγματοποιείς τις απειλές σου; Εκτός
αυτού, γιατί να αποκλείσουμε στην περίπτωση αυτή και τη μεγάλη ισχύ του
ρητού: «Την ανδρεία ξέρει να την θαυμάζει ακόμη και ο εχθρός» («Ἀνδρείαν
οἶδε καὶ πολέμιος θαυμάζειν»); Και ο άγιος Μάρκος δεν ήταν απλά
ανδρείος· ήταν ήρωας, ήταν άγιος! Πολεμούσε ενάντια σε όλους και
νικούσε, γιατί πολεμούσε μαζί του και ο Θεός. Στο πρόσωπο του αδύνατου
και κατά το σώμα ασθενικού αγίου Μάρκου έλαμψε η δύναμη του Θεού. Αυτή
τον δυνάμωσε στη Σύνοδο. Αυτή τον φρούρησε από την οργή και την αρπαγή
του Πάπα.
Αν η Ορθοδοξία ζει ακόμη –και θα ζει μέχρι το τέλος του παρόντα αιώνα–
τούτο οφείλεται στο ότι είχε ανέκαθεν επισκόπους «θείω ζήλω
πεπυρωμένους», επισκόπους του αναστήματος του αγίου Μάρκου του
Ευγενικού, με τους οποίους πάντα συμπολεμεί ο Θεός. Κατά τον άγιο
Αθανάσιο τον Πάριο, ο Μάρκος ήταν ουσιαστικά όχι μόνο γενναία ψυχή, αλλά
και «μάρτυς τετελεσμένος». Δηλαδή, ναι μεν δεν έχυσε το αίμα του, αλλά
με την πρόθεσή του είχε ήδη μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ο επίσκοπος
Σταυρουπόλεως Ησαΐας, ένας από εκείνους που δεν υπέγραψαν τον «Όρο» της
ψευδοσυνόδου της Φεράρα, όπως γράφτηκε και πιο πάνω, παραλίγο να
φονευθεί από τα όργανα του Πάπα, αν δεν τον προστάτευε ο αδελφός του
αυτοκράτορα, ο Δεσπότης του Μοριά Δημήτριος (1407–1470· ο οποίος έφτασε
στη Βενετία την 1η Ιουλίου 1439). Αλλά για τον Μάρκο ο απεσταλμένος του
Πάπα είπε με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές: «Για τον Εφέσου δεν
χρειάζεται σιτηρέσιο (=η ολοένα και πιο ελάχιστη καθημερινή μερίδα
τροφής που χορηγούσε «ευμενώς» ο Πάπας προς τους Έλληνες, όσο καιρό
αυτοί βρίσκονταν στην Ιταλία, μέσα σε συνθήκες αυστηρού περιορισμού και
συνεχούς επιτήρησης), αλλά σχοινί για να πάει να κρεμαστεί!»… Αν λοιπόν
δεν τον σκέπαζε ο Θεός, θα έβαφε ασφαλώς την αρχιερατική του στολή με το
αίμα του μαρτυρίου. Άρα, κατά την προαίρεση, ήταν στ’ αλήθεια «μάρτυς
τετελεσμένος».
Η αναχώρηση από τη Βενετία έγινε την 19η Οκτωβρίου του 1439, ύστερα από
δύο έτη παραμονής στην Ιταλία. Η Ελληνική αντιπροσωπεία επιβιβάστηκε σε
δύο Ενετικά εμπορικά πλοία, εντελώς ακατάλληλα σύμφωνα με τον λόγιο
κληρικό Σίλβεστρο Συρόπουλο (1400–1453), ο οποίος λέει: «Ενώ ο Πάπας
υποσχόταν να μας μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη με πλοία ευρύχωρα και
με κάθε δυνατή άνεση, στο τέλος μάς στρίμωξε όλους μέσα σε δύο φορτηγά
πλοία, όπου είχαμε τόση άνεση και ευρυχωρία, όση έχουν και οι Σκύθες
δούλοι!». Ο αυτοκράτορας πήρε μαζί του και τον άγιο Μάρκο, δηλαδή τον
έβαλε στο δικό του πλοίο για να τον μεταφέρει με ασφάλεια στην
Βασιλεύουσα. Με αφορμή αυτή την προστατευτική και στοργική χειρονομία
του βασιλέα προς τον Εφέσου Μάρκο, αναφωνεί ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος:
«Ω εξαίρετη τιμή και αγάπη παράδοξη! Εξαίρετη τιμή, γιατί όσα έγιναν
στον Μάρκο, γίνονταν από έναν βασιλιά και ταίριαζαν να γίνουν μονάχα σ’
ένα εκλεκτό και πολυαγαπημένο του πρόσωπο. Αγάπη παράδοξη, γιατί όλα
αυτά γίνονταν σε ποιον; Στον ίδιο τον εχθρό των αυτοκρατορικών πράξεων·
στον πολέμιο των δικών του θελήσεων και αποφάσεων· στον ίδιο τον
καταλύτη της τόσο πολύ κοπιαστικής, της –για μια ολόκληρη ζωή–
περισπούδαστης και πολυπόθητης ένωσης, αλλά, όπως συγκεκριμένα προείπε
για όλες τις κατοπινές εξελίξεις ο μέγας Ποντίφικας, “Δεν κάναμε
απολύτως τίποτα!”».
Η πράξη αυτή του Ιωάννου του Η΄ του Παλαιολόγου ήταν μια πανηγυρική
απόδειξη του σεβασμού και της υπόληψης που έτρεφε προς τον άγιο Εφέσου,
παρ’ όλο που ο τελευταίος ήταν το μοναδικό εμπόδιο στα φιλενωτικά σχέδιά
του. Ακόμη, ήταν απόδειξη ότι Μάρκος δεν ήταν μια προσωπικότητα μέτριας
αρετής, αλλά άνθρωπος της «τέλειας αγιότητας· ένας άλλος Βασίλειος του
τότε καιρού ή ένας Αθανάσιος ή ένας Κύριλλος ή κάποιος άλλος από
εκείνους τους θεοφόρους άνδρες», όπως τον ονομάζει πάλι ο άγιος
Αθανάσιος ο Πάριος.
Έτσι, ο άγιος Μάρκος μεταφερόταν από τον βασιλέα προς την Βασιλεύουσα
σαν μια Ιερή Ορθόδοξη Παρακαταθήκη που έμεινε άθικτη και ακέραιη από την
Παπική αίρεση και το νεωτεριστικό λατινικό πνεύμα. Ήταν αυτός ο ίδιος
το «λείμμα» (το υπόλειμμα) της Ανατολής, που επέστρεφε από τη Δύση. Ήταν
η καιόμενη λαμπάδα που θα μετέδιδε το ανέσπερο φως της στην οικουμένη.
Με τόση σοφία είχε οικονομήσει τα πράγματα ο Σωτήρας Χριστός, η Κεφαλή
της Εκκλησίας μας. Το γεγονός αυτό είναι μια επιπλέον απόδειξη ότι την
Εκκλησία την φρουρεί ο Εσταυρωμένος Λυτρωτής και όχι οι άνθρωποι. Το
Άγιο Πνεύμα με τρόπο μυστικό «ελάλησε αγαθά» στην καρδιά του βασιλέα
υπέρ του αγίου Μάρκου. Γνώριζε ο Κύριος ότι ο ακατηγόρητος άγιος Μάρκος ο
Ευγενικός ήταν ο μόνος κατάλληλος για να γίνει ύστερα από λίγο ο νέος
Βεσελεήλ (=εκείνος, ο γεμάτος από πνεύμα και σοφία του Θεού άνθρωπος,
που επιλέχθηκε από τον Ίδιο τον Θεό για να κατευθύνει την κατασκευή της
Σκηνής του Μαρτυρίου, της Κιβωτού, καθώς και των ιερών εξαρτημάτων της),
καθώς και ο νέος Ζοροβάβελ (=βιβλικό πρόσωπο, πολιτικός ηγέτης των
Ιουδαίων μετά την αιχμαλωσία τους στη Βαβυλώνα, ο οποίος οδήγησε στην
Ιερουσαλήμ τους πρώτους Ιουδαίους, αναλαμβάνοντας ως επικεφαλής τον
συντονισμό για την ανέγερση και τη λειτουργία του Ναού) στην Εκκλησία
Του. Έτσι θα ολοκλήρωνε τη νίκη του. Και στο δικό του πρόσωπο θα
θριάμβευε η Ορθοδοξία. Και μαζί με αυτήν και ολάκερο το Ελληνικό Γένος.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (1927–2016)
※
Νικολάου Π. Βασιλειάδη: «Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών», Κεφ. 7ο, σελ. 148–152 και 161–167.
Έκδοση Αδελφότητας Θεολόγων «Ο Σωτήρ».
Αθήναι, Μάρτιος 1993.
10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου