Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Το μήνυμα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ



ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗΝ ΜΑΣ
1. Ο Ησυχασμός1 είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου παραδόσεως, ταυτιζόμενος με αυτό που περικλείει και εκφράζει ο όρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Έξω από την ησυχαστική παράδοση η Ορθοδοξία είναι ανύπαρκτη και αδιανόητη. Η ησυχαστική πράξη, εξ άλλου, είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» -με τις ησυχαστικές πρακτικές- αποκτώνται τα ουράνια χαρίσματα στην ορθοδοξοπατερική παράδοση. Πρέπει δε να αποσαφηνισθεί εξ αρχής, ότι ως ησυχασμός νοείται κυρίως η πορεία προς την θέωση και η εμπειρία της θεώσεως και δευτερευόντως η διερεύνηση και καταγραφή αυτής της πορείας και εμπειρίας, η ακαδημαϊκή δηλαδή νοηματοδότηση του όρου «θεολογία».
Ο Ησυχασμός είναι η βάση και το θεμέλιο των δογματικοθεολογικών αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως η αγιοπνευματική πορεία της «καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως» και όχι κάποια διανοητική-στοχαστική-επιστημονική διαδικασία. Γι’ αυτό η γνώση του Θεού ως θέωση είναι υπόθεση όλων, εγγραμμάτων και αγραμμάτων, σοφών και ασόφων και όχι μόνο των φιλοσοφούντων, όπως διετείνετο ο ουνιτίζων Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1359), τον 14ο αιώνα. Αυτόν κυρίως αντέκρουσε, ως κύριος εκπρόσωπος και πρόμαχος της Ησυχαστικής παραδόσεως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359)2, ο μεγαλύτερος ορθόδοξος θεολόγος της εποχής του και μέγας Πατήρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στην αληθινή Θεολογική Σχολή της Ορθοδοξίας, κατά τα κεφάλαια 12-14 της Α’ Προς Κορινθίους (δόμηση της Εκκλησίας διά των χαρισμάτων), δηλαδή στον χώρο της ασκήσεως και μετανοίας. Μέσα στο (κοινοβιακό) Μοναστήρι ο Παλαμάς έγινε Θεολόγος. Πηγή της Θεολογίας του δεν ήταν η σχολική, ακαδημαϊκή, έστω και αν κατείχε και αυτήν στο έπακρον, γνώση, αλλά η αγιοπνευματική ζωή. Με αυτή την προϋπόθεση αναδείχθηκε συνεχιστής των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων και γνήσιος Θεολόγος της παραδόσεως. Με βάση δε τα θαύματά του -βεβαίωση της αναδείξεώς του σε «ναόν του Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε το 1368 Άγιος της Ορθοδοξίας, σύμφωνα με τα αγιολογικά κριτήρια της, και όχι λόγω των υπέροχων συγγραμμάτων του, όπως θα ήθελε το κοσμικό πνεύμα3.
Οι εκδοτικές και ερευνητικές συμβολές των γνωστών ακαδημαϊκών Θεολόγων μας Παναγιώτου Χρήστου, π. Ιωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John Meyendorf, π. Ιουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου κ.ά. έκαμαν ευρύτερα γνωστό τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον 20ό αιώνα.

Η πατερικότης έναντι της αιρετικής πλάνης

2. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναδείχθηκε από την Χάρη του Θεού σε κατ’ εξοχήν ησυχαστή Θεολόγο, που οριοθέτησε σε κρίσιμους καιρούς την πατερικότητα απέναντι στην αιρετική πλάνη, αυθαιρεσία και αλλοτρίωση της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Η πρώτη σπουδαία επισήμανση έγινε από τον Μέγα Φώτιο (±820-±891) στο πλαίσιο της Θεολογίας (Filioque) και Εκκλησιολογίας (κανονική τάξη), αλλά προσδιορίσθηκε σαφέστερα και βαθύτερα από τον Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος και Παλαμάς εχάραξαν την στάση έναντι της Δυτικής Χριστιανοσύνης, που έγινε παράδοση της Ορθοδοξίας, στην οποία εβάδισε, επίσης σε κρίσιμους καιρούς, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1394-1445). Καμιά παρέκκλιση στην στάση αυτή δεν είναι δυνατή -όσο η Λατινική Εκκλησία εμμένει στις πλάνες της- χωρίς συνέπειες για την ορθόδοξη πίστη και την σωτηριολογική δυναμική της.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέχισε την πνευματική σκυταλοδρομία, που άρχισε με τον Μέγα Φώτιο στην αντιμετώπιση της δυτικής πλάνης. Ο Μέγας Φώτιος συνέλαβε την προϊούσα αλλοτρίωση του Δυτικού Χριστιανισμού, όπως φαίνεται στο σπουδαίο θεολογικό έργο του «Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»4, που συνιστά έκτοτε την βασική πηγή για την κατανόηση του βάρους της αιρετικής διδασκαλίας του Filioque. Αναδείχθηκε δε πατέρας της Η’ Οικουμενικής Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)5, που κατεδίκασε το Filioque και την προσθήκη του στο ιερό σύμβολο. Ο Παλαμάς με την διεύρυνση των δυτικών προκλήσεων στην εποχή του, μετά μάλιστα το τραγικό 1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρά ότι είχε προκύψει στη Δύση ένας χριστιανισμός άλλου είδους, εντελώς ξένος προς το πνεύμα της πατερικής παραδόσεως. Ο Παλαμάς αναδείχθηκε σε πατέρα της Θ’ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή των ησυχαστικών συνόδων των ετών 1341, 1347 και 1351, ιδιαίτερα δε της τελευταίας7, που διεκήρυξαν το άκτιστο της θείας Χάριτος, οριοθετώντας την πίστη της Εκκλησίας μας εν αναφορά προς την αιρετική σχολαστική διδασκαλία περί κτιστής Χάριτος (gratia creata) (Θωμάς Ακινάτης). Είναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπώς, ότι δεν υπάρχει Οικουμενική Σύνοδος, που έχει καταδικάσει ως αιρετική την Λατινική Εκκλησία. Αυτό αναμένεται να το δεχθεί και διακηρύξει η προετοιμαζόμενη Πανορθόδοξος Σύνοδος -για μας οικουμενική- αναγνωρίζοντας ως οικουμενικές την Η’ και Θ’ Σύνοδο επί Φωτίου και Παλαμά. Αν δεν πράξει αυτό, θα συγκαταριθμηθεί -ο μη γένοιτο- με τις ψευδοσυνόδους της Εφέσου (449) και της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).



Ο άγων διά την διάσωση της διδασκαλίας
περί διακρίσεως ουσίας – ενεργείας

3. Σε τί όμως συνίσταται συγκεκριμένα η προσφορά του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στον χώρο της Θεολογίας; Η συμβολή του, που έχει ιδιαίτερη σημασία και σήμερα λόγω του οικουμενικού διαλόγου, μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα βασικά σημεία:

3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα έχει ο αγώνας του να σωθεί, στο πλαίσιο της πατερικής Θεολογίας (π.χ. Μέγας Βασίλειος), η διδασκαλία περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό και το άκτιστο της θείας Χάριτος (ενεργείας του Τριαδικού Θεού). Κατά τον λόγο του ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια. Ο ενεργών είναι το πρόσωπον και η ενέργεια είναι η ουσιώδης κίνηση της θείας φύσεως. Την διάκριση αυτή ο Παλαμάς χαρακτηρίζει «θεοπρεπή και απόρρητον», ως βασική προϋπόθεση της θεώσεως του ανθρώπου. Αν η εκπεμπόμενη από τον Θεό προς τον κόσμο (την κτίση) Χάρη δεν είναι άκτιστη, δεν υπάρχει δυνατότητα θεώσεως (σωτηρίας) του ανθρώπου και αγιασμού της κτίσεως. Με την αποδοχή της ακτίστου Χάριτος σώζεται η εμπειρία της παρουσίας του Θεού στην ιστορία. Η μετοχή στην θεία Χάρη υπερβαίνει τις λογικές αναβάσεις της σχολαστικής θεολογήσεως προς τον Θεό, που εμμένει στην περί «actus purus» διδασκαλία, την ταύτιση δηλαδή ουσίας και ενεργείας. Θα μου επιτραπεί στην συνάφεια αυτή ένα ησυχαστικό παράδειγμα. Η δυτική Θεολογία βλέπει τον Θεό ως ένα ηλιακό δίσκο, που είναι μεν φωτεινός εις τον ουρανό, αλλά οι ακτίνες του δεν φθάνουν στην γη, για να θερμάνουν και ζωογονήσουν τον κόσμο. Σ’ αυτή την περίπτωση, ή υπάρχει ή δεν υπάρχει ο ήλιος, δεν έχει πρακτική σημασία. Αντίθετα ο Θεός της Ορθοδοξίας (όλων των Αγίων της) είναι ένας Ήλιος, του οποίου οι ακτίνες φθάνουν στην γη και την ζωογονούν. Γι’ αυτό και σπεύδουν οι άνθρωποι από τα οποιαδήποτε «υπόγεια» της αμαρτίας και ασωτείας τους να ανεβούν (=μετάνοια) στην επιφάνεια, για να δεχθούν την σωστική ενέργεια του Ηλίου της δικαιοσύνης και να σωθούν δι’ Αυτού.

Το φιλιόκβε

3.1.1. Από την δυτική σχολαστική διδασκαλία περί ταυτίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό απορρέουν όλες οι άλλες αιρέσεις και πλάνες της δυτικής χριστιανοσύνης. Λ.χ. το Filioque, που συνιστά βλασφημία κατά της Αγίας Τριάδος: Ο Πατήρ, μεταδίδοντας (ανάρχως και ατελευτήτως) την ουσία του στον Υιό, Του μεταδίδει (δήθεν) και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως καταργούνται τα προσωπικά και ακοινώνητα ιδιώματα των θείων Προσώπων, η αγεννησία του Πατρός, το γεννητόν του Υιού και το εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος. Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος στο σημείο αυτό να διερωτηθεί: Μήπως όλ’ αυτά είναι σχολαστικά ζητήματα χωρίς σωτηριολογική σημασία; Όπως, όμως, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (680-πριν από το 754): «Ο Θεός απεκάλυψεν ημίν ό,τι ην δυνατόν ημίν γνώναι και εδυνάμεθα φέρειν». Για τον Θεό γνωρίζουμε ό,τι Αυτός απεκάλυψε. Αν, λοιπόν, αναφέρουμε στον Τριαδικό Θεό τις δικές μας προλήψεις, τότε πέφτουμε σε ειδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός, που δεν υπάρχει.
Άλλη σχετική πλάνη είναι η υποτίμηση του υλικού κόσμου, αφού δεν αγιάζεται με την άκτιστη Χάρη, η υποχρεωτική αγαμία του Κλήρου, η υποτίμηση του ύδατος, όπως εκφράζεται με τον ραντισμό ή την επίχυση στο μυστήριον του Βαπτίσματος, μέχρι την θεώρηση της θείας ενανθρωπήσεως ως εξιλεώσεως του ανθρώπου και όχι ως θεώσεως, ή της Σταυρικής θυσίας του Χριστού ως ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης8. Η παραδοχή, εξ άλλου, του Πάπα ως Vicarius Christi in terra είναι το εύρημα για την κάλυψη του κενού μεταξύ Θεού και κόσμου. Η Ορθοδοξία των Αγίων μας ουδέποτε χρειάσθηκε έναν άνθρωπο ως μεσάζοντα. Μόνος «μεσίτης Θεού και ανθρώπων» (Α’ Τιμ. 2, 5), ο ων μεθ’ ημών «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20), μένει ο «Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός» (Ιω. 4, 42). Οι Άγιοι δεν είναι «μεσίτες» μας προς τον Θεό, όπως ο Χριστός, αλλά προσεύχονται για μας στον Χριστό.
Επί πλέον η πίστη στην κοινωνία του Θεού με τον κόσμο, διά κτιστής ενεργείας, δεν οδηγεί μόνο σε αιρέσεις, όπως οι παραπάνω, αλλά και στην εκκοσμίκευση. Με βάση αυτή την διδασκαλία δεν υπάρχουν πραγματικά μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι αληθινή και σωτήρια, αφού δεν ενώνει τον άνθρωπο με τον άκτιστο Θεό, αλλά με την δήθεν κτιστή χάρη Του, που δεν είναι αιώνια, αφού έχει αρχή και τέλος. Απόληξη αυτής της ειδωλολατρικής, όπως ελέχθη, αναφοράς στον Θεό είναι ο δυτικός νομικισμός και ο φεουδαρχισμός, με κύρια έκφραση το Παπικό Κράτος (από το 754). Ο παπικός θεσμός (πρωτείο, αλάθητο, ο Πάπας φορεύς πολιτικής εξουσίας), διαμορφώθηκε με βάση φεουδαλιστική. Ο Πάπας έχει το πλήρωμα της εξουσίας (plenituto potestatis) και ασκεί διπλή εξουσία, πνευματική και κοσμική9.

Οντολογική η σχέση Θεού και κόσμου εις την Ορθοδοξίαν

3.1.2. Η περί κτιστής θείας χάριτος διδασκαλία, όπως και ο νομιναλισμός, είχαν θλιβερές για τον χριστιανισμό της Δύσης συνέπειες, διότι οδήγησαν (τέλη του 16ου αι.) στον γνωστόν Deismus: Deus creator, sed non gubernator, ως προϋπόθεση της «Θεολογίας του θανάτου του Θεού» (μέσα του 20ού αι.). Είτε υπάρχει, δηλαδή, ο Θεός, είτε δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν, είναι άνευ πρακτικής σωτηριολογικής σημασίας, διότι η ύπαρξή του ουδεμία έχει συνέπεια στην ζωή του ανθρώπου και στην πορεία του κόσμου. Η εμμονή της δυτικής χριστιανοσύνης στα ηθικοκοινωνικά προβλήματα είναι καρπός αυτής της αντιλήψεως. Ο αγώνας για θέωση υποκαθίσταται από την προσπάθεια για ηθικοποίηση του ανθρώπου. Σωτηρία όμως είναι η διά της ακτίστου ενεργείας (Χάριτος) του Θεού μεταμόρφωση της φύσεως του ανθρώπου. Η έλλαμψη δηλαδή του ανθρώπου από το άκτιστο, αγιοτριαδικό, Φως, όπως πυρακτώνεται και ο σίδηρος από το υλικό πυρ και αποκτά τις ιδιότητές του. Η πορεία προς την θέωση διαμορφώνει το ορθόδοξο ήθος (Γαλ. 5, 22).
Η ορθόδοξη περί ακτίστου Χάριτος διδασκαλία εμπνέει αισιοδοξία. Ο ορθόδοξος πιστός γνωρίζει ότι ο Θεός κοινωνεί με τον κόσμο μεταδίδοντας σ’ αυτόν την ζωή του. Η σχέση Θεού και κόσμου στην Ορθοδοξία είναι οντολογική, άμεση, ενεργειακή και όχι έμμεση και ηθική. Ο κόσμος ορθόδοξα μεταμορφούται σε «καινήν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5, 47) και ό,τι ο όρος αυτός εκφράζει. Η κοινωνία Θεού-κόσμου, εξ άλλου, είναι γεγονός εκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη με την μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας.

Οι θεούμενοι Άγιοι οι αυθεντίες εις την Εκκλησία

3.2. Μετά από αυτά, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναβεβαιώνει την ουσία και τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Θεολογίας. Η θεολογία και το θεολογείν δεν είναι καρπός μιας ευσεβούς, έστω, αλλά διανοητικής ενασχολήσεως με τα θεία. είναι μαρτυρία της εν Αγίω Πνεύματι αλλοιώσεως του «πάσχοντος τα θεία». Ο λόγος περί Θεού προϋποθέτει γνώση του Θεού. Η θεογνωσία όμως προϋποθέτει την εμπειρική προσέγγιση και γνώση του Θεού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον οποίο ακολουθεί και αναπαράγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς10. Ο Θεός γνωρίζεται στα όρια της θεοπτίας ή θεώσεως. Θεολόγος είναι ο κοινωνών του Θεού, δηλαδή ο Άγιος. Ο ορθόδοξος Θεολόγος, πορευόμενος «συν πάσι τοις Αγίοις», και πριν ακόμη φθάσει στην εμπειρία της θεώσεως -όπως εμείς οι ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι- θεολογεί με βάση την εμπειρία του δοξασμού των Αγίων και όχι κάποιες στοχαστικές-μεταφυσικές ατομικές αναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικά είναι ο «προφήτης», ο διά της θεοπτικής εμπειρίας, τόσον στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα του Θεού προς τον κόσμον» «ο κατ’ ενώπιον Θεού εν Χριστώ λαλών» (Β’ Κορ. 2, 17).
Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη «Ναμπού» (προφήτης) γινόταν ο «Ροέ», ο βλέπων τον Θεό μέσα στο άκτιστο φως-ενέργειά Του. Η αποσύνδεση της ακαδημαϊκής Θεολογίας και στην Ανατολή από την εμπειρία παραμόρφωσε τον Χριστιανισμό, οδηγώντας στην εκκοσμίκευση και την εκφιλοσόφηση της Πίστεως. Αυτό επιχειρήθηκε και στην εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ και τον μαθητή του Ακίνδυνο, ως και τους βυζαντινούς σχολαστικούς. Η «βαβυλώνια αυτή αιχμαλωσία» της ορθόδοξης θεολογίας, την οποία περιέγραψε εναργέστατα ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ11, ξεπεράστηκε εν πολλοίς τον 20ό αιώνα με την επανασύνδεση της ακαδημαϊκής θεολογίας μας με την άσκηση και αγιοπνευματική ζωή, με πρωτοπόρους τους αείμνηστους συναδέλφους πατέρες Πόποβιτς, Στανιλοάε και Ρωμανίδη.

3.3. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς επεβεβαίωσε την διαπίστωση του αγίου Ειρηναίου (β’ αι.), ότι αυθεντίες στην Εκκλησία δεν είναι τα κείμενα, αλλά οι θεούμενοι, οι Άγιοι12. Εξ άλλου, η θεολογία και κυρίως η δογματική διδασκαλία, ανήκει στον χώρο της εκκλησιαστικής ποιμαντικής. Αυτό τον χαρακτήρα έχουν τα έργα των Αγίων Πατέρων. Δεν πρόκειται για «lavoro da tavolino», εργασία του γραφείου ή του σπουδαστηρίου. Η διακρίβωση της αλήθειας και η προφύλαξη από τις αιρέσεις συμπορεύονται με την θεραπεία της καρδίας από τα πάθη, την παράκληση, την παραμυθία και την πνευματική οικοδομή. Η πατερική αντιρρητική δεν είναι κοσμική πολεμική, αλλά ποιμαντική-θεραπευτική αγωγή για τα νοσούντα μέλη του σώματος, τους αιρετικούς και εν πλάνη ευρισκομένους. Ο αντιαιρετικός αγώνας είναι έργο αγάπης και φιλανθρωπίας, διά την απελευθέρωση από την νόσο της αιρέσεως, αφού η αίρεση δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο. Γι’ αυτό η απόκρουση, με κάθε ποιμαντικό μέσο, της αιρετικής πλάνης είναι φιλανθρωπία και ευεργεσία. Αυτό τον χαρακτήρα έχει η αντιδυτική στάση Πατέρων, όπως ο Μ. Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, τους οποίους μπορούμε άφοβα να χαρακτηρίζουμε «ευεργέτες της Ευρώπης» και του χριστιανισμού της13.

Η θεία άνωθεν σοφία σώζει

3.4. Εξ άλλου, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ανανέωσε την αγιοπατερική στάση έναντι της παιδείας. Όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, έτσι και αυτός, άριστος μάλιστα γνώστης του Αριστοτέλους, δεν απέρριπτε την χρησιμότητα της θύραθεν σοφίας («των ελληνικών μαθημάτων»), αλλά μόνον «προς παίδευσιν». Απεδοκίμαζε όμως, ως πατερικός, την τάση υποβαθμίσεως ή υποκαταστάσεως με αυτήν της πληρότητας και αυτάρκειας της Ορθοδοξίας στο θέμα της σωτηρίας. Αυτήν την φιλοσοφία απέρριπτε, που εκφιλοσοφεί τελικά την «άπαξ τοις Αγίοις παραδοθείσαν πίστιν» (Ιουδ. 3), την εν Χριστώ αποκάλυψη. «Προσδοκάν δε τι των θείων ακριβώς παρ’ αυτής (=της ελληνικής σοφίας) είσεσθαι και τελείως απαγορεύομεν», παρατηρεί14 (Περί των ιερώς ησυχαζόντων 1.1.12). Απορρίπτει, δηλαδή, τον προβαλλόμενο από τον Βαρλαάμ λυτρωτικό χαρακτήρα της θύραθεν σοφίας, κάνοντας και αυτός (πρβλ. Ιακ. 3, 13 ε.) διάκριση σαφή δύο γνώσεων και σοφιών, της θείας και της ανθρωπίνης. Η θεία («άνωθεν») σοφία σώζει, η «επίγειος» απλώς παιδεύει και φωτίζει την διάνοια, αν δεν οδηγεί στην δαιμονοποίηση τον άνθρωπο.

3.5. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επίσης, προσφέρει πρότυπο αγωνιστού Θεολόγου υπέρ της σωζούσης πίστεως και υπόδειγμα εκκλησιαστικού ανδρός και θεολόγου διαλεγομένου με την αίρεση και την μη Ορθοδοξία. Η μεγαλωσύνη δε και εγκυρότητά του έγκειται στο ότι δεν θέτει ποτέ την γνήσια εκκλησιαστική παράδοση υπό διαπραγμάτευση. Αντίθετα, την θεωρεί πάντοτε αμετακίνητο θεμέλιο και αφετηρία στην συνάντηση με την αίρεση. Σώζοντας δε την εκκλησιαστική και πατερική παράδοση ολόκληρη, υπενθυμίζει ότι η ησυχαστική παράδοση αποτελεί τον πολυτιμότερο καταλύτη για την σύγχρονη θεολογία Ανατολής και Δύσεως, για να επανεύρει τον πραγματικό δυναμισμό της μέσα στην δίνη των σημερινών προκλήσεων. Με τους διαλόγους του ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέδειξε, ότι αυτό είναι το ορθό πλαίσιο κινήσεως του θεολογικού διαλόγου. Έξω από κάθε κοσμική σκοπιμότητα, αλλά με μόνο στόχο την σωτηρία ως θέωση. Ο διάλογος πρέπει να αποβλέπει στην μετάνοια, για να είναι δυνατή και η σωτηρία. Ο Άγιος Γρηγόριος φωτίζει εξ άλλου, μεθοδολογικές δυσλειτουργίες του σημερινού θεολογικού διαλόγου. Όπως ο καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης έχει υποστηρίξει: «Αν η διάκριση αυτή (ουσίας και ενεργείας) ετίθετο ως βάση των συζητήσεων, αν οι διαλεγόμενοι με μας μπορούσαν να αποδεχθούν την διάκριση αυτή, πολλά εμπόδια θα είχαν αρθεί και ο δρόμος της συνεννοήσεως θα ήταν πολύ εύκολος»15. Αυτό όμως θα καθιστούσε πιο εμφανείς πλάνες, όπως το Παπικό πρωτείο, σ’ αντίθεση με εκείνους, που αγωνίζονται στην εποχή μας, να το καταξιώσουν ως εκκλησιαστική διδασκαλία.

Ήλεγξε τους Άρχοντες αλλά και τους Ζηλωτές

3.6. Ο Άγιος Γρηγόριος γίνεται, εξ άλλου, δείκτης πορείας για την θέση και ευθύνη της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο, σ’ όλο το φάσμα μάλιστα της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο ησυχασμός δεν είναι πολιτική απραξία. (Ο όρος «πολιτική» βέβαια χρησιμοποιείται με την αριστοτελική της σημασία, που εξεχριστιάνισε ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, τον 8ο αιώνα). Αυτό επιβεβαιώνει η πολιτική παρέμβαση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στα δρώμενα της εποχής του. Ο Παλαμάς άσκησε κριτική στις πολιτικές ίντριγκες του Πατριάρχου Ιωάννου Καλέκα, όταν συνήργησε στο πραξικόπημα κατά του Ιωάννου Καντακουζηνού (1295-1383), έλεγξε όμως και τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης για τις εγκληματικές ενέργειές τους στην Θεσσαλονίκη, αλλ’ εξίσου και όσους με την αφιλάνθρωπη στάση τους εξέτρεφαν και προωθούσαν την βία. Η παρέμβαση των Ποιμένων και μάλιστα των Επισκόπων είναι αναγκαία και απαρέγκλιτη σε μία κοινωνία μάλιστα, που θέλει να λέγεται χριστιανική. Η θεολογία του γίνεται «άλας της γης» και «φως του κόσμου». Ο διάλογος με τον κόσμο, στην πράξη του Αγίου Γρηγορίου, έχει τον χαρακτήρα της Ιεραποστολής. Δεν τίθεται ποτέ εν αμφιβόλω η αποκλειστικότητα και μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4, 12), όπως βιώνεται στην παράδοση των Αγίων Πατέρων.
Ούτε στην αντιμετώπιση του Βαρλαάμ και του κύκλου του, ούτε στην αντιπαράθεσή του με τους Μουσουλμάνους, παρά τους κινδύνους που αντιμετώπιζε, προχώρησε σε κάποια σχετικοποίηση της πίστεως και συμβιβαστική διάθεση, για την επίτευξη μάλιστα προσωπικού οφέλους. Και σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος θα καλούσε, χωρίς κανένα συμβιβασμό, στην πορεία της θεώσεως, έστω και αν ο κόσμος μας αποκρούει μία τέτοια πρόσκληση, ζώντας στο πάθος της αυτοθεώσεως.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τιμά και δοξάζει το Άγιον Όρος, αποδεικνύοντας ότι η Αθωνική Πολιτεία μένει ορθόδοξη, εφ’ όσον μένει πιστή στην παράδοση του Αγίου Γρηγορίου, διασώζοντας την πίστη και θεολογία του, και την αγωνιστικότητά του, καρπό της αγάπης του για τον Χριστό. Είναι δε ιδιαίτερα ελπιδοφόρο, ότι η δυτική Θεολογία, που παλαιότερα (M. Jugie) αποστρεφόταν τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως «αιρετικό», σήμερα έχει σημειώσει θετική στροφή απέναντί του. Ίσως έλθει η εποχή, που η θεολογία του θα οδηγήσει τον διαχριστιανικό διάλογο στην αυθεντική του πορεία.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. το πολύ κατατοπιστικό άρθρο του π. Ιωάννου Meyendorf στην «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Αθήνα 1965) στ. 83-87, με βιβλιογραφία. Η εκτενέστερη συλλογή σχετικών κειμένων είναι η «Φιλοκαλία». Τα κείμενα όμως είναι εγκατεσπαρμένα στην PG του Migne. Η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη σ’ όλες τις βαλκανικές χώρες. Βλ. ενδεικτικά π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη 1979. Του Ιδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, Λεβαδειά 1992. Του Ιδίου (ως Μητροπολίτου), Παλαιά και Νέα Ρώμη - ορθόδοξη και δυτική παράδοση, Λεβαδειά 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο βίος και η θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο και σπουδαίο υλικό για τον Ησυχασμό, την εποχή και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά περιέχει ο συλλογικός τόμος: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν (Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού), Άγιον Όρος 2000. Για τον Ησυχασμό στην Ρουμανία βλ. την σπουδαία ανακοίνωση του πρώην Αντιπροέδρου της Ρουμανικής Ακαδημίας μακαριστού Virgil Candea, στις σελ. 727-736 (βιβλιογραφία).
2. Βλ. το εκτενές άρθρο του Παναγιώτου Κ. Χρήστου στην ΘΗΕ, τ. 4 (1964) στ. 775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη είναι η μεταγενέστερη βιβλιογραφία.
3. Όπως εδήλωσε ο Πρόεδρος της Συνόδου του 1368, Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 - 1364-76): «-Και στέργω και τιμώ τούτον ως Άγιον από των θαυμάτων αυτού, α μετά την ενθένδε προς Θεόν εκδημίαν του ειργάσατο, ιαμάτων πηγήν τον ίδιον αναδείξας τάφον...», («Τόμος Συνοδικός» ανακηρύξεως της αγιότητος Γρηγορίου του Παλαμά, PG 151, 711. Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος εγκωμιαστικός εις τον εν Αγίοις Πατέρα ημών Γρηγόριον, Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τον Παλαμάν, PG 151, 648/9.
4. PG 102, 263-391.
5. Από μεγάλους Θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή ως η τελευταία προ του σχίσματος Γενική Σύνοδος της αρχαίας Εκκλησίας, με την συμμετοχή και του Πατριαρχείου της Δύσεως (Παλαιάς Ρώμης). Έχει όλα τα γνωρίσματα της Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. Φιλίππου Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ιστορική, δογματική και κανονική σπουδαιότης της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη 2000. Πρβλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι I9602, σ. 261-2.
6. Α’ Άλωση της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας.
7. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Παλαιά και Νέα Ρώμη..., σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι και Θεολογία για τον Ησυχασμό, (διδακτορική διατριβή), Αθήνα 1997.
8. Είναι η περιβόητος διδασκαλία Ανσέλμου του Κανταβρυγίας (1033-1109). Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία και η νεοελληνική κατηχητική και κηρυκτική πράξη, στο: Λόγος ως Αντίλογος, Αθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Η διδασκαλία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης στη νεοελληνική θεολογία, στο περιοδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ. 529-537. (Πρβλ. τον τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ. 103-109).
9. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ ο Ιλδεβράνδης (1073-1085) με το κείμενο του «Dictatus Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε την περί απόλυτης εξουσίας του πάπα, ακλόνητη έκτοτε, θεωρία σε 27 θέσεις. Η ταύτιση με τις ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις είναι πλήρης. «Ο πάπας είναι απόλυτος κύριος της Εκκλησίας και της Πολιτείας».
10. Η θεολόγηση είναι κατ’ αυτόν υπόθεση «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία (δηλαδή στην θεοπτία) και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώτατον. (Λόγος Θεολογικός Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση αυτή, ισχύει ο λόγος του Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δε πας, και ο μυρίαις κηλίσι την ψυχήν στιγματίσας» (PG 32, 213D).
11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση από τα ρωσικά).
12. Βλ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1977, σ. 300.
13. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Αντιδυτικοί» Πατέρες ευεργέτες της Ευρώπης, στο Του Ιδίου, Ιχνηλασία πνευματικής σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ. 45-54. Και στα Ρουμανικά.
14. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1, 1, 12: («Αποκλείομεν τελείως να περιμένει ότι θα μάθει κάποιος από αυτήν κάτι σχετικό με τα θεία»).
15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία και εμπειρία. Το μήνυμα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην εποχή μας, στον παραπάνω τόμο: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς..., σ. 481-488 (εδώ: 484).
(Μάιος 2010)

ΠΗΓΗ:  “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
    ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
    ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
    ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου