|
Κατά καιρούς γίνεται λόγος για την θεολογία στην Ελλάδα κατά την δεκαετία
του '60 και παρουσιάζεται αυτή η θεολογία ως μια νέα θεολογία, είτε ως
επαναφορά στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, είτε ως μια νεοπατερική
θεολογία, δηλαδή ως θεολογία της Εκκλησίας που εκφράζεται με μια νέα γλώσσα.
Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται ότι η θεολογία που εμφανίσθηκε στην
Ελλάδα κατά την δεκαετία του '60 ήταν ένα σημαντικό γεγονός για την Εκκλησία
μας, αλλά, όπως υποστηρίζουν, διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν στο να χαθή
αυτή η σημαντική προοπτική που δημιουργούσε αυτή η θεολογία.
Πρόκειται για την εμφάνιση μερικών νέων θεολόγων, οι οποίοι έγραψαν
διάφορες επιστημονικές διατριβές ή συνέταξαν θεολογικά κείμενα, με τα οποία
προσπαθούσαν να δουν την ορθόδοξη διδασκαλία μέσα από μια άλλη προοπτική,
διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε την εποχή εκείνη.
Θα ήθελα να υπογραμμίσω μερικά σημεία τα οποία, κατά την γνώμη μου,
πρέπει να συνεξετασθούν, μαζί με τις άλλες μελέτες που γίνονται στο θέμα
αυτό.
1. Η θεολογία της δεκαετίας του '60
Είναι γνωστόν ότι
στην Ελλάδα πριν και μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό
εισήχθη μια θεολογία δυτικού τύπου, που είχε σχέση είτε με τον σχολαστικισμό
του Παπισμού είτε με τον ηθικισμό του Προτεσταντισμού.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έκανε
λόγο για την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της ορθοδόξου θεολογίας.
Στην συνέχεια, κάποια στιγμή μερικοί Έλληνες θεολόγοι ήρθαν σε
επικοινωνία με τα κείμενα των Ρώσων εμιγκρέ (προσφύγων) στο Παρίσι ή άλλες
ευαισθητοποιημένες φωνές και διεπίστωσαν έναν διαφορετικό τρόπο με τον οποίο
εκφράζονταν για προβληματισμούς και θέματα που απασχολούσαν τον δυτικό
άνθρωπο. Ενθουσιάσθηκαν με τέτοια κείμενα και προσπάθησαν να μεταφέρουν
αυτές τις απόψεις και στο ορθόδοξο ελληνικό κοινό.
Παράλληλα, όμως, γινόταν και μια άλλη κίνηση από θεολόγους, κυρίως της
Θεσσαλονίκης, να φέρουν σε επιφάνεια τα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά,
ο οποίος εκφράζεται με ορθόδοξο ησυχαστικό τρόπο ζωής. Μέσα στην προοπτική
αυτή εγράφησαν διατριβές, μελέτες και διάφορα θεολογικοκοινωνικά κείμενα.
Όλο αυτό το ρεύμα ονομάσθηκε «θεολογία της δεκαετίας του '60» και
θεωρήθηκε ως κάτι καινούριο, γιατί αντιμετώπιζε τα φιλοσοφικά, θεολογικά,
ανθρωπολογικά, εκκλησιολογικά και κοινωνικά ζητήματα μέσα από μια νέα
προοπτική και προσέφερε μια καινούρια γλώσσα, που άγγιζε περισσότερο τον νέο
άνθρωπο. Αυτό ξάφνιασε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τους αριστερούς και οι
επικριτές χαρακτήρισαν την κίνηση αυτή ως «νεορθοδοξία».
2. Τα αίτια για τα οποία εμφανίσθηκε η
θεολογία της δεκαετίας του '60
Ασφαλώς πρέπει να μελετηθή αυτό το φαινόμενο και να εξετασθούν όλες οι
παράμετροί του. Για παράδειγμα πρέπει να ερευνηθούν τα αίτια που προκάλεσαν
την εμφάνιση αυτής της θεολογίας, κατά πόσον αυτή η θεολογία έχει ερείσματα
στην διαχρονική παράδοση ή ήταν ένα εποχιακό φαινόμενο και τελικά τι
γονιμοποιήσεις προκάλεσε στην χώρα μας και στην Εκκλησία.
Βεβαίως, όλο αυτό το ρεύμα πρέπει να μελετηθή με επάρκεια και
αντικειμενικότητα, διότι η αφετηρία και προοπτική όλων των θεολόγων που
εντάσσονται σε αυτό το θεολογικό ρεύμα δεν ήταν η ίδια, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Άλλοι από αυτούς ξεκίνησαν από μελέτη πατερικών κειμένων, μέσα στην
ησυχαστική παράδοση του Αγίου Όρους, άλλοι από σύγχρονες φιλοσοφίες, όπως
του Μπερντιάγεφ, άλλοι από την μελέτη των Ρώσων θεολόγων της Διασποράς και
άλλοι επηρεάσθηκαν από την «πολιτική θεολογία» της Λατινικής Αμερικής.
Βεβαίως, όλες αυτές οι κατηγορίες κατέληγαν σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Σίγουρα η θεολογία της δεκατετίας του '60 πρέπει να μελετηθή χωρίς
υπερβολές και χωρίς υποτιμήσεις και να αποδοθή ο δίκαιος έπαινος ή να κριθή
ανάλογα. Όμως παράλληλα δεν πρέπει να παραθεωρηθή ότι τα ίδια ρεύματα
παρατηρήθηκαν και στις δεκαετίες του 20ου αιώνα στον δυτικό χώρο. Οπότε,
πρέπει να εξετασθή η επιρροή της δυτικής γερμανικής θεολογίας στην
διαμόρφωση ενός τουλάχιστον μέρους της λεγομένης θεολογίας της δεκαετίας του
'60 στην Ελλάδα.
Εννοώ ότι στον δυτικό κόσμο κυρίως στην γερμανική θεολογία της δεκαετίας
του '20, ύστερα από τα φρικτά αποτελέσματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την
συνεργασία Χριστιανών με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής,
αναπτύχθηκε η διαλεκτική θεολογία η θεολογία της κρίσεως ή νεορθοδοξία, η
οποία προσπάθησε να δη την σχέση του Θεού με τον κόσμο μέσα από άλλη
προοπτική. Εμφανίσθηκαν νέοι προτεστάντες θεολόγοι, όπως ο Μπαρτ, ο
Μπρούννερ, ο Μπούλτμαν, ο Τίλλιχ, οι οποίοι συναντήθηκαν με φιλοσόφους της
εποχής όπως τον Κίρκεργκαρντ, τον Μπερντιάγεφ, τον Χάϊντεγκερ κλπ.
αντίστοιχα, και μίλησαν για την Εκκλησία σε σχέση με τον κόσμο με έναν
διαφορετικό τρόπο από εκείνον που μιλούσαν παλαιότεροι γερμανοί θεολόγοι
όπως, για παράδειγμα, ο Χάρνακ.
Στην γερμανική αυτή θεολογία της δεκαετίας του '20 ακούσθηκαν και
αναλύθηκαν όροι, όπως νεορθοδοξία, εκκοσμίκευση, εκκλησιολογία,
πνευματολογία, εσχατολογία, οικουμενικότητα κλπ., οι οποίοι όροι
χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους θεολόγους της δεκαετίας του '60 στην
Ελλάδα. Ακόμη, έγινε μεγάλος διάλογος στην Γερμανία και γενικότερα στην Δύση
για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου, λογικής και πίστεως, φιλοσοφίας
και θεολογίας, ιστορίας και εσχατολογίας, λόγου και αποκαλύψεως, είναι και
Θεού.
Επίσης, στον δυτικό κόσμο κατά την δεκαετία του '60 αναπτύχθηκαν διάφορα
θεολογικά ρεύματα που έκαναν λόγο για την εσχατολογική θεολογία, την
μεταχριστιανική θεολογία, την θεολογία του θανάτου του Θεού, την πολιτική
θεολογία κλπ. Και τέτοιες ορολογίες μεταφέρθηκαν και στην Ελλάδα κατά την
δεκαετία του '60 και μετέπειτα. Ο Καθηγητής Μάριος Μπέγζος παρουσίασε με
ωραίο τρόπο όλη αυτήν την εξέλιξη της θεολογίας στους Προτεστάντες.
Έτσι, η θεολογία της δεκαετίας του '60 στην Ελλάδα πρέπει ασφαλώς να
μελετηθή και από την προοπτική αυτή, δηλαδή σε σχέση με τις παράλληλες
θεολογικές κινήσεις που έγιναν στον Προτεσταντικό κόσμο και κυρίως στην
Γερμανία και να ερευνηθή η σχέση μεταξύ των ορθοδόξων θεολόγων της δεκαετίας
του '60 και των προτεσταντών θεολόγων των δεκαετιών του '20 και του '60.
Για παράδειγμα, κατά τα φοιτητικά χρόνια της γενιάς μου ακούγαμε από τους
καθηγητές μας πολύ συχνά τις απόψεις των μεγάλων Γερμανών Προτεσταντών
θεολόγων, όπως του Μπαρτ, του Μπρούννερ, του Μπούλτμαν κλπ. Ενδεικτικά δε να
αναφέρω ότι στο μάθημα της ιστορίας των δογμάτων μεταξύ των άλλων είχα
εξετασθή στο θέμα της διαλεκτικής θεολογίας και τις απόψεις των πιο πάνω
Γερμανών θεολόγων ως προς την δικαίωση του ανθρώπου, σε σχέση με την
ορθόδοξη θεολογία, όπως διατυπώθηκε από τους αγίους Πατέρες. Επίσης στις
πτυχιακές εξετάσεις στο μάθημα της χριστιανικής ηθικής εξετάσθηκα στο βιβλίο
του Ν. Μπερντιάγεφ «Ο προορισμός του ανθρώπου». Αυτό συνέβαινε διότι μερικοί
από τους Καθηγητές είχαν σπουδάσει στην Γερμανία και γνώριζαν όλη την κίνηση
της διαλεκτικής θεολογίας.
Η προηγούμενη από μας γενιά είχε επηρεασθή πάρα πολύ από τον Γερμανό
θεολόγο Χάρνακ, ο οποίος είχε προηγηθή της διαλεκτικής θεολογίας, διότι οι
καθηγητές της εποχής εκείνης είχαν σπουδάσει την γερμανική θεολογία μέσα από
τις απόψεις του.
Εν πάση περιπτώσει, η λεγομένη θεολογία της δεκαετίας του '60 στην Ελλάδα
πρέπει να μελετηθή και βάσει των αντιστοίχων «θεολογιών» στην Γερμανία και
βάσει της θεολογίας των Ρώσων της Διασποράς.
3. Η θεολογία της Εκκλησίας
Πέρα από όσα αναφέρθηκαν πρέπει να προστεθή μια άποψη, η οποία πρέπει να
αξιοποιηθή, προκειμένου να προχωρήσουμε σε ασφαλέστερα συμπεράσματα για το
θέμα αυτό.
Την δεκαετία του '60 ήμουν φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης,
οπότε διδασκόμουν από τους καθηγητές αλλά και διάβαζα κείμενα θεολόγων που
εξέφραζαν αυτήν την νέα προοπτική. Παράλληλα όμως μελετούσα κείμενα της
ησυχαστικής παραδόσεως, των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδίως του αγίου Γρηγορίου
του Παλαμά, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και των φιλοκαλικών Πατέρων.
Σε κάποια επίσκεψή μου τότε στο Άγιον Όρος ερώτησα τον μακαριστό μοναχό
Θεόκλητο Διονυσιάτη, ο οποίος διέπρεπε τότε και στην μοναχική πολιτεία του
Αγίου Όρους και στην Ελλάδα ως εκφραστής της ορθόδοξου θεολογίας για το πως
βλέπει όλην αυτή την προβληματική της θεολογίας στην Ελλάδα. Μου απάντησε
εύστοχα ότι δεν βλέπει πρόβλημα στην θεολογία, αλλά πρόβλημα στους
θεολόγους!
Με τις μεταγενέστερες μελέτες μου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η ορθόδοξη
θεολογία είναι η φωνή της Εκκλησίας. Και όπως η Εκκλησία είναι διαχρονική ως
Σώμα του Χριστού, έτσι και η ορθόδοξη θεολογία έχει μια διαχρονική έκφραση
και εμπειρία και δεν χωρίζεται σε δεκαετίες. Βεβαίως, μπορούμε να
εντοπίζουμε μέσα στην ιστορία διάφορα θεολογικά ρεύματα που εκφράσθηκαν από
θεολόγους κατά εποχές ή καλλιεργήθηκαν σε διάφορες πόλεις
(Αλεξάνδρεια-Αντιόχεια-Ιεροσόλυμα κλπ.) αλλά δεν μπορούμε να ομιλούμε για
ορθόδοξη θεολογία της δεκαετίας του '60, του '70, του '80 του '90 κλπ.
Με άλλα λόγια η ορθόδοξη θεολογία της Εκκλησίας είναι η θεολογία των
Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων δια μέσου όλων των αιώνων. Κάθε νέο
ρεύμα το οποίο εμφανίζεται, πρέπει να μελετάται σε σχέση με την θεολογία της
Εκκλησίας που εκφράζεται από τους Προφήτας, τους Αποστόλους και τους
Πατέρας. Αυτοί οι άγιοι έφθασαν στην θέωση, είδαν τον Θεό μέσα στο Φως και
μετά εξέφρασαν τις εμπειρίες τους με τους όρους της εποχής τους.
Όταν μελετήση κανείς την λεγόμενη θεολογία της δεκατίας του '60 μέσα από
την προοπτική των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων θα δη ότι
πρόκειται για μια θεολογία που επηρεάσθηκε τόσο από την ρωσική θεολογία της
Διασποράς, όσο και από την προτεσταντική διαλεκτική θεολογία και συνδέεται
με στοιχεία στοχασμού, συναισθηματισμού και προγονισμού. Οπότε, σε μερικά
σημεία προσφέρει μία καινούρια γλώσσα, αλλά στην ουσία διαφοροποιείται εν
πολλοίς μεθοδολογικά από την πατερική παράδοση, η οποία στο βάθος της είναι
νηπτική - ησυχαστική και όχι φιλοσοφική - στοχαστική. Πρόκειται για την
θεολογία που ασχολείται με την αισθητική και όχι την ασκητική, το λογιστικό
και όχι το νοερό.
Επίσης, οι θεολόγοι που έχουν επηρεασθή από την «ομορφιά» της θεολογίας
της δεκατίας του '60, παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτήν και δεν βλέπουν ότι
υπάρχουν μεταγενέστερες θεολογικές μελέτες και στην Δύση και στην ορθόδοξη
Ανατολή που έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο τα θέματα αυτά και έχουν
υπερβή εν πολλοίς την λεγομένη θεολογία της δεκαετίας του '60. Όμως, το να
κρίνη αρνητικά ένας δρομέας-αθλητής αυτούς που τον έχουν ξεπεράσει και
τρέχουν πιο δυνατά από αυτόν, δεν είναι σωστή αντίληψη και κριτική.
Τον Μάϊο-Ιούνιο του 1997 κληθήκαμε ο π. Ιωάννης ο Ρωμανίδης, ο π.
Γεώργιος Μεταλληνός και ο γράφων να ομιλήσουμε σε ένα Σεμινάριο το οποίο
διοργάνωσε η Orthodox Church fo Amerika (Ο.C.A.) πλησίον της Ατλάντας.
Ήμασταν οι μόνοι εισηγητές και θα δίναμε ο καθένας μια σειρά από διαλέξεις,
επί διήμερο, γύρω από το θέμα της Ορθοδοξίας ως θεραπευτικής επιστήμης. Ο π.
Ιωάννης Ρωμανίδης λόγω ασθενείας δεν μπόρεσε να παρευρεθή, αλλά διαβάσθηκε
το εισαγωγικό κείμενό του, ο π. Γεώργιος Μεταλληνός εισηγήθηκε θέματα
σχετικά με τα ιστορικά και θεολογικά πλαίσια της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ο
γράφων εισηγήθηκε θέματα που είχαν σχέση με την Εκκλησία ως νοσοκομείο και
την μέθοδο με την οποία θεραπεύει τον άνθρωπο.
Η OCA είναι η Εκκλησία στην οποία δίδαξε και έπαιξε σημαντικό ρόλο ο
γνωστός σε όλους θεολόγος Αλέξανδρος Σμέμαν. Οι διοργανωτές του Σεμιναρίου
ήθελαν να γνωρίσουν τις απόψεις μας γύρω από τα θέματα αυτά. Πληροφορηθήκαμε
ότι τα μέλη της Εκκλησίας αυτής, μέχρι τότε, θεωρούσαν ότι οι θεολόγοι της
Ελλάδος είναι επηρεασμένοι από την σχολαστική και προτεσταντική θεολογία της
Δύσεως και ότι οι Ρώσοι θεολόγοι της Διασποράς εξέφραζαν την αληθινή
ορθόδοξη θεολογία την λεγομένη νεοπατερική και νεοπαλαμική, που ασφαλώς
είναι ανώτερη και υπέρτερη της θεολογίας των Πατέρων. Είναι γνωστές
οι απόψεις του Αλέξη Κομιακώφ ότι η
σχολαστική θεολογία της Δύσεως υπερέβη την θεολογία των Πατέρων
και ότι η Ρωσική θεολογία ξεπέρασε και την σχολαστική, άρα και την Ελληνική
Πατερική θεολογία. Όταν όμως άκουσαν επανειλημμένως στο διήμερο αυτό του
Σεμιναρίου εμάς να αναλύουμε θέματα ορθοδόξου παραδόσεως, τότε κάποιος από
αυτούς είπε: «Αυτή
η θεολογία είναι ανώτερη από την δική μας και των Ρώσων της Διασποράς.
Κάναμε λάθος που την έχουμε υποτιμήσει».
Και να σκεφθή κανείς ότι η λεγομένη θεολογία της δεκαετίας του '60
χρησιμοποίησε πάρα πολύ, μεταξύ των άλλων, και τις απόψεις του Αλεξάνδρου
Σμέμαν.
4. Η περίπτωση του π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Στους θεολόγους της δεκαετίας του '60 πολλοί συγκαταλέγουν και τον
Πρωτοπρεσβύτερο π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ο οποίος πράγματι εδημιούργησε μεγάλη
έκπληξη την εποχή εκείνη και συνετέλεσε στην επαναφορά της θεολογίας στην
Ελλάδα προς την πατερική παράδοση.
Θεωρώ ότι δεν
είναι ορθό να συγκαταλέγεται ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης σε αυτό το ρεύμα της
λεγομένης νεορθοδοξίας. Και
αυτό για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι ο π. Ιωάννης εμφανίσθηκε στα θεολογικά γράμματα και
την επιστήμη της θεολογίας την δεκαετία του '50, πρώτα με μελέτες και ύστερα
με την διατριβή του, με τίτλο «Το Προπατορικό αμάρτημα», που απετέλεσε
πράγματι σταθμό στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, όπου δημιούργησε μεγάλη
συζήτηση, αλλά και γενικότερα στον θεολογικό κόσμο στην Ελλάδα.
Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί ο π. Ιωάννης δεν επηρεάσθηκε από τους Ρώσους
θεολόγους της Διασποράς ούτε από την διαλεκτική προτεσταντική θεολογία, αλλά
από την προσωπική έρευνα που έκανε στους Αποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας.
Μεγαλωμένος στο προτεσταντικό περιβάλλον της Αμερικής σπούδασε και σε Παπικό
Ινστιτούτο, όπου διδάχθηκε και μελέτησε την θεολογία του Θωμά του Ακινάτη,
και σε προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές, όπως του Γιέϊλ και του Χάρβαρντ και
γνώρισε πολύ καλά την νοοτροπία τους. Κυρίως επειδή οι Προτεστάντες δίδασκαν
ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας αλλοίωσαν την αποστολική παράδοση, γι' αυτό
μελέτησε διεξοδικά τους Αποστολικούς Πατέρας (Ειρηναίο, Ιγνάτιο, Μεθόδιο,
Ιουστίνο, Πολύκαρπο κλπ.) οι οποίοι είναι ο κρίκος εκείνος που συνέδεσε τους
Αποστόλους και τους μετέπειτα Πατέρας. Καρπός αυτής της μελέτης ήταν η
διατριβή του για το προπατορικό αμάρτημα, όπου, μεταξύ άλλων, διαπιστώνει
την διαφορά μεταξύ σχολαστικής και ορθοδόξου θεολογίας. Είναι
χαρακτηριστικός ο υπότιτλος της μελέτης του για το προπατορικό αμάρτημα, που
προσδιορίζει το περιεχόμενο του βιβλίου: «Συμβολαί εις την έρευναν των
προϋποθέσεων της διδασκαλίας του Προπατορικού Αμαρτήματος εν τη μέχρι του
Αγ. Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία, εν αντιβολή προς την καθόλου κατεύθυνσιν της
Ορθοδόξου και της Δυτικής μέχρι Θωμά του Ακινάτου Θεολογίας».
Ο τρίτος λόγος, κατ' επέκταση, ήταν ότι όταν ήλθε στην Ελλάδα την
δεκαετία του '50 αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη από το κλίμα το οποίο συνάντησε.
Μετά την εκπόνηση της διατριβής του μελέτησε ακόμη βαθύτερα το θέμα και
έφθασε σε άλλα συμπεράσματα, όπως στην θεολογία του ησυχασμού και την ζωή
της Ρωμηοσύνης, την οποία όμως Ρωμηοσύνη την έβλεπε περισσότερο μέσα από την
νηπτική και ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας. Σημειώνω δε ότι όποιος
ερμηνεύει την θεωρία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη περί Ρωμηοσύνης μέσα από
εθνικισμούς και όχι μέσα από την νηπτική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία
είναι υπέρβαση κάθε εθνικισμού, αυτός παρερμηνεύει τις απόψεις του.
Επομένως, οι μετέπειτα μελέτες του
π. Ιωάννου Ρωμανίδη δεν είναι έκπτωσή του από τις πρώτες μελέτες του, όπως
ισχυρίζονται μερικοί, αλλά είναι θετική εξέλιξή τους, δηλαδή πορεία προς την
ακραιφνή πατερική παράδοση.
Ακόμη, όσοι ερμηνεύουν την διδασκαλία του μέσα από άλλα ρεύματα μονοφυσιτικά,
νέο-νεστοριανικά και ωριγενιστικά και αυτοί τον αδικούν. Για παράδειγμα,
επειδή μερικοί απέδωσαν ωριγενισμό σε μερικές απόψεις του π. Ιωάννου
Ρωμανίδου, μελέτησα τις δοξασίες του Ωριγένους που καταδικάσθηκαν από την
Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο, όπως φαίνονται στα διασωθέντα Πρακτικά της, και
δεν διέκρινα κάποια επίδραση. Αν μερικές απόψεις του Ωριγένους είναι
ορθόδοξες και πέρασαν δια των Πατέρων της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος
Θεολόγος, κλπ.) στην παράδοσή της, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον π.
Ιωάννη. Άλλωστε ο π. Ιωάννης επανειλημμένως σε κείμενά του αναφερόταν σε
εσφαλμένες απόψεις του Ωριγένους. Έχω υπ' όψιν μου απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του, στην οποία κάνει οξεία κριτική στις απόψεις του Ωριγένους.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήξερε πολύ καλά την
ρωσική θεολογία της Διασποράς, όπως και τα αίτια και τους σκοπούς αυτών που
την διέδιδαν, καθώς επίσης ήξερε πολύ καλά την γερμανική ιδεαλιστική,
διαλεκτική και υπαρξιακή θεολογία της Δύσεως και έκρινε ανάλογα αυτούς που
την ανέπτυξαν ή την μετέφεραν στην Ελλάδα.
Μάλιστα υποστήριζε την άποψη ότι όταν κάποιος προσβάλλεται στον σωματικό
οργανισμό του από ένα μικρόβιο ή ιό, πρέπει να βρεθή η αιτία της προσβολής,
από που προέρχεται αυτός ο ιός. Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν κάποιος μεταφέρει
έναν «θεολογικό ιό η μικρόβιο» στην Ελλάδα, πρέπει να εξετασθή για να βρεθή
το πρόσωπο από το οποίο το «κόλλησε». Υποστήριζε δε ότι μια τέτοια έρευνα
στα θεολογικά γράμματα μπορεί να καταδείξη ότι κάποιος Έλληνας θεολόγος που
σπούδασε στην Δύση μετέφερε στην Ελλάδα το ανάλογο «θεολογικό μικρόβιο» η «θεολογικό
ιό»!
Το
συμπέρασμα των ανωτέρω σκέψεών μου είναι ότι η μελέτη της θεολογίας της
δεκαετίας του '60 πρέπει να γίνεται με προσοχή και μέσα από την προοπτική
των προϋποθέσεων που εντοπίσθηκαν πιο πάνω, αλλ' όμως πρέπει να υπογραμμισθή
με έμφαση ότι η ορθόδοξη θεολογία δεν μπορεί να ερμηνεύεται μέσα από
δεκαετίες, αλλά μέσα από την διαχρονική παράδοση και διδασκαλία των
Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων.
Δηλαδή, στην ορθόδοξη θεολογία δεν
υπάρχει θεολογία της δεκαετίας του '60, αλλά η θεολογία των θεοπτών Αγίων,
που είναι αντίθετη με τον στοχασμό των φιλοσόφων.–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου