Επειδή λοιπόν τούτο (το Αγ. Πνεύμα) Θεός ὄν (Θεός υπάρχον) απεστάλη
από τον Πατέρα, πρέπει δε αυτή την αποστολή να την θεωρούμε ευδοκία κατά τους
θεολόγους, ευδοκία δε είναι η αγαθή θέλησις, οι δε Λατίνοι θεωρούν την αποστολή
ταυτόσημη με την εκπόρευση, άρα κατ’ αυτούς η εκπόρευση είναι θέλησις˙ και επειδή
το Άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξη δια εκπορεύσεως, άρα κατ’ αυτούς έχει την ύπαρξη δια θελήσεως. Οποία ασέβεια! [Σήμερα τήν ασέβεια αυτή τών Δυτικών τήν υποστηρίζει ο Γιανναράς]
Διότι δεν θα ήταν άκτιστο, αφού ο Θεός και Πατήρ το προέβαλε
(προήγαγεν) εκ θελήσεως και όχι εκ φύσεως, όπως και την κτίση, αν η εκπόρευση
είναι ευδοκία και θέλησις˙ διότι κατά τους θεολόγους τα κτίσματα παρήγαγε ο
Θεός όχι δια φυσικής προβολής αλλά δια θελήσεως. Έργον φύσεως κατ' αυτούς (τους
θεολόγους) είναι και η προαίωνιος και ἀΐδιος γέννησις˙ ἔργον δέ θείας θελήσεως η
κτίσις.
Οι Αρειανοί λοιπόν έλεγαν ότι ο Υιός προήλθε εις το είναι δια
θελήσεως του Πατρός, κατασκευάζοντες τούτο εκ τού γεγονότος ότι δήθεν δεν έλαβε
το είναι του ἀθελήτως από τον Πατέρα. Οι δε Λατίνοι δεικνύουν ότι το άγιο Πνεύμα
προήλθε εις το είναι διά θελήσεως του Πατρός και του Υιού εκ του ότι νομίζουν
ότι η εκπόρευση είναι αποστολή και ευδοκία και θέλησις.
Θα πούμε λοιπόν και εμείς προς αυτούς, ό,τι και ο μέγας
Αθανάσιος προς τούς Αρειανούς: «τοῦ βούλεσθαι τό κατά φύσιν ὑπέρκειται˙ καί ἡ
φύσις οὐχ ὑπόκειται βουλήσει» (του θέλειν υπέρκειται το κατά φύσιν, και η φύσις
δεν υπόκειται στη βούληση). Όπως λοιπόν η γέννησις δεν είναι ευδοκία και
θέλησις, αλλά υπεράνω ευδοκίας και θελήσεως (διότι δεικνύει ότι ο Υιός είναι
φύσει εκ Πατρός ως γνήσιος και ομοούσιος με αύτόν, αλλ’ όχι κατά θέλησιν όπως τα
κτίσματα), έτσι και του Πνεύματος η εκπόρευση δεν είναι αποστολή και ευδοκία και
θέλησις˙ διότι η εκπόρευση δεικνύει το Άγιον Πνεύμα να προέρχεται από τον
Πατέρα, ως γνήσιο και ομοούσιο με αυτόν, αλλ' όχι κατά θέλησιν όπως τα κτίσματα.
Οι Λατίνοι λοιπόν λέγοντες ότι η εκπόρευση του θείου
Πνεύματος είναι ταυτόσημη με την αποστολή κατ' ανάγκην παρουσιάζουν το Πνεύμα ως
κτιστό. Και βεβαίως, επειδή, όπως διδαχτήκαμε, ευδοκία του Πατρός είναι η αποστολή
τόσον του Υιού ως Θεού από τον Πατέρα και το Πνεύμα, όσον και του Πνεύματος από
τον Πατέρα και τον Υιό (διότι όταν θέλησε έκαστος αυτών κατά καιρόν να φθάσει σε
εμάς και ό Πατήρ ευδόκησε), η ευδοκία αύτη οπωσδήποτε δεν έγινε για τίποτε άλλο
παρά για φιλανθρωπία. Επομένως, αν κατά τους Λατίνους η εκπόρευση είναι
ταυτόσημος με την αποστολή του Πνεύματος, η δε αποστολή έγινε από φιλανθρωπία,
κατ’ αυτούς λοιπόν και η προ αιώνων εκ Πατρός εκπόρευσις και ύπαρξις του
Πνεύματος δεν έγινε υπέρ αιτίαν, αλλά από φιλανθρωπία. Τί ασεβέστερο και καινότερο
από τούτο θα ήταν δυνατόν να ακουστεί; [ΟΛΗ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]
Επιπλέον, αν είναι ταυτόσημη η αποστολή και η εκπόρευση, τότε
το Πνεύμα (οποία κακοδοξία˙ διότι δεν μπορώ να αναφέρω αυτά χωρίς φρίκη και έκπληξη)
εκπορεύεται εκ του Πατρός δι' εμέ, αφού δι' εμέ απεστάλη˙ εάν δε δι' εμέ, οπωσδήποτε
και μετ’ εμέ ή όχι πολύ πριν από εμέ, αλλά ὑπό χρόνον όπως εγώ, και όχι συναΐδιον
με τον Πατέρα και τον Υιό. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και υπακούει εις την εξουσία
των. Φευ, που καταβιβάζεται από τούς αγνώμονες δούλους εκείνο το όποιο έχει εκ
φύσεως την εξουσία επί ολοκλήρου της κτίσεως˙ διότι, λέγει: «το Σάββατον έγινε για
τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το Σάββατον˙ ώστε κύριος είναι του Σαββάτου ο Υιός
του ανθρώπου». Βλέπεις πόσο απέχει η αποστολή της εκπορεύσεως; Όσο απέχει των
χρόνων η ἀϊδιότης και των κτισμάτων ο Θεός και των φύσει δούλων ο φύσει
δεσπότης της κτίσεως.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
Ἐπεί
γοῦν Θεός ὄν ἀπεστάλη τοῦτο παρά τοῦ Πατρός, εὐδοκίαν δέχρή τήν
ἀποστολήν ἡγεῖσθαι ταύτην κατά τούς θεολόγους, εὐδοκία δέ ἡ ἀγαθήθέλησίς
ἐστι, Λατῖνοι δέ τῇ ἐκπορεύσει ταὐτόν ἡγοῦνται τήν ἀποστολήν,
θέλησιςοὐκοῦν ἐστι κατ᾿ αὐτούς ἡ ἐκπόρευσις˙ κἀπειδήπερ ἐκπορεύσει τήν
ὕπαρξιν ἔχει τόΠνεῦμα τό ἅγιον, θελήσει τοῦτο λοιπόν ἔχει κατ᾿ αὐτούς
τήν ὕπαρξιν. Ὤ τῆςδυσσεβείας οὐκέτι γάρ ἄκτιστον˙ τῷ γάρ θέλειν, ἀλλ᾿ οὐ τῷ πεφυκέναι τοῦτο
προήγαγεν ὁ Θεός καί Πατήρ, καθά καί τήν κτίσιν, εἴπερ ἡ ἐκπόρευσίς ἐστιν
εὐδοκία καί θέλησις˙ τά κτίσματα γάρ κατά τούς θεολόγους ἐν τῷ πεφυκέναι, ἀλλά
τῷ θέλειν ὁ Θεός προήγαγεν. Ἔργον μέν γάρ φύσεως κατ᾿ αὐτούς ἡ προαίωνιος καί
ἀΐδιος γέννησις˙ ἔργον δέ θείας θελήσεως ἡ κτίσις.
Ἀρειανοί μέν οὖν τόν Υἱόν ἔλεγον θελήσει τοῦ Πατρός εἰς τό εἶναι
προελθεῖν ἐκ τοῦ μή ἀθελήτως ἐκ Πατρός τό εἶναι λαβεῖν τοῦτο δῆθεν
κατασκευάζοντες. Λατῖνοι δέ θελήσει τοῦ Πατρός ἤ καί τοῦ Υἱοῦ προελθεῖν εἰς τό
εἶναι δεικνύουσι τό Πνεῦμα τό ἅγιον τοῦ τήν ἐκπόρευσιν εἶναι νομίζειν ἀποστολήν
κατ᾿ εὐδοκίαν καί θέλησιν. Ἐροῦμεν οὖν καί ἡμεῖς πρός αὐτούς, ὅπερ καί ὁ μέγας
Ἀθανάσιος πρός τούς Ἀρειανούς, ὅτι «τοῦ βούλεσθαι τό κατά φύσιν ὑπέρκειται˙ καί
ἡ φύσις οὐχ ὑπόκειται βουλήσει». Ὡς οὖν ἡ γέννησις εὐδοκία καί θέλησις οὐκ
ἔστιν, ἀλλ᾿ ὑπέρ εὐδοκίαν καί θέλησιν (φύσει γάρ δείκνυσιν ἐκ Πατρός ὄντα τόν
Υἱόν ὡς αὐτῷ γνήσιον καί ὁμοούσιον, ἀλλ᾿ οὐ θελήσει καθά τά κτίσματα)
οὕτως οὐδέ τοῦ Πνεύματος ἡ ἐκπόρευσις ἀποστολή καί εὐδοκία καί θέλησίς ἐστι˙
φύσει γάρ ἡ ἐκπόρευσις δείκνυσι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, ὡς αὐτῷ
γνήσιον καί ὁμοούσιον, ἀλλ᾿ οὐ θελήσει κατά τά κτίσματα.
Λατῖνοι γοῦν λέγοντες ταὐτόν εἶναι τῇ ἀποστολῇ τοῦ θείου
Πνεύματος τήν ἐκπόρευσιν κατά πᾶσαν ἀνάγκην κτιστόν εἶναι τό Πνεῦμα
κατασκευάζουσι. Καί μήν ἐπειδήπερ εὐδοκία τοῦ Πατρός ἐστιν, ὡς ἐδιδάχθημεν, ἤ
τε τοῦ Υἱοῦ ὡς Θεοῦ παρά Πατρός τε καί Πνεύματος ἀποστολή καί ἡ τοῦ Πνεύματος
παρά Πατρός τε καί Υἱοῦ (θελήσαντος γάρ ἑκατέρου τούτων κατά καιρόν ἀφικέσθαι
πρός ἡμᾶς καί ὁ Πατήρ εὐδόκησε) δι᾿ οὐδέν ἄλλο πάντως ἤ διά φιλανθρωπίαν ἡ
εὐδοκία γέγονεν αὕτη. Τοιγαροῦν, εἰ κατά Λατίνους τῇ ἀποστολῇ τοῦ Πνεύματος
ταὐτόν ἡ ἐκπόρευσις, ἡ δέ ἀποστολή διά φιλανθρωπίαν, κατ᾿ αὐτούς οὐκοῦν καί ἡ
πρό αἰώνων ἐκ Πατρός ἐκπόρευσίς τε καί ὕπαρξις τοῦ Πνεύματος οὐχ ὑπέρ αἰτίαν,
ἀλλά διά φιλανθρωπίαν. Οὗ τί ἄν ἀκουσθείη δυσσεβέστερόν τε καί καινότερον;
Πρός δέ τούτοις, εἰ ταὐτόν ἀποστολή καί ἐκπόρευσις, δι᾿ ἐμέ
λοιπόν τό Πνεῦμα (βαβαί τῆς κακοδοξίας˙ οὐ γάρ ἔχω ταῦτα λέγειν ἄνευ φρίκης καί
θαύματος) ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται˙ δι᾿ ἐμέ γάρ ἀπέσταλται˙ εἰ δέ δι᾿ ἐμέ, καί
μετ᾿ ἐμέ πάντως ἤ οὐ πολύ πρό ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ὑπό χρόνον ὥσπερ ἐγώ, καί οὐχί τῷ
Πατρί καί τῷ Υἱῷ συναΐδιον. Καί οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλά καί ὑπείκει τῇ δεσποτείᾳ.
Φεῦ, ποῦ κατάγεται παρά τῶν ἀγνωμόνων δούλων τό τῇ φύσει τήν δεσποτείαν ἔχον
ἁπάσης τῆς κτίσεως˙ «τό γάρ Σάββατον», φησί, «διά τόν ἄνθρωπον, οὐχί ὁ ἄνθρωπος
διά τό Σάββατον˙ ὥστε Κύριός ἐστι τοῦ Σαββάτου ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου». Ὁρᾷς πόσον
ἀπέχει ἀποστολή ἐκπορεύσεως; Ὅσον χρόνων ἀϊδιότης καί κτισμάτων Θεός καί τῶν
φύσει δούλων ὁ φύσει δεσπότης τῆς κτίσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου