Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. ΜΑΡΚΟΥ
Tό φῶς στήν Ὁρθόδοξη Θεολογία
καί στήν ἀρχαία καί νέα γραμματεία
Διασχίζει τούς αἰθέρες διά μέσου
τῶν αἰώνων καί φθάνει ὥς τίς καρδιές μας ἡ θεία φωνή τοῦ Λόγου, ἡ
ὁποία φώτισε «ἐν ἀρχῇ» τόν κόσμο, κατ’ οὐσίωση τοῦ
δημιουργικοῦ Του θέληματος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς
βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός, «ὁ ὁποῖος εἶπε μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει φῶς» στή φυσική δημιουργία, αὐτός ὁ ἴδιος «ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα Του στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 6). Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνο δημιουργός τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἀλλά τό ἴδιο «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω.
1, 9). Γι’ αὐτό καί ὁ Θεολόγος μαθητής τοῦ Κυρίου, ἅγιος
εὐαγγελιστής Ἰωάννης, σημειώνει θεολογικότερα καί ἀπό τή
Γένεση ὅτι «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», ὁ ὁποῖος εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου».
Ὁ Θεός εἶναι ἡ κοινή πηγή τοῦ κτιστοῦ
καί τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ὁ Τριαδικός Θεός, μέ τίς ἄκτιστες
Ἐνέργειές Του, κτίζει, ἁγιάζει καί συνέχει διηνεκῶς ὁλόκληρη
τήν δημιουργία, δίνοντας οὐσία, ὑπόσταση, ὕπαρξη καί ζωή στά
ὄντα, ἀνάλογα μέ τή φύση τους. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καταυγάζει μυστικά
τήν βαθύτερη ὑπόσταση κάθε ἀνθρώπου καί κάθε ὑπαρκτοῦ. Αὐτά
σημαίνουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καί κάθε θείο δημιούργημα, δέν
εἶναι αὐθύπαρκτος καί αὐτόφωτος, ἀλλά ἀντλεῖ ὅλα ὅσα
ἀπαρτίζουν τήν ὕπαρξή του ἀπό τόν Θεό. Καί ἡ ζωή του γίνεται
φωτεινή, ὅσο συνδέεται μέ τήν πηγή τοῦ Φωτός, πού εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Λόγου, διά τοῦ ὁποίου «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».
Ὁ Χριστός εἶναι τό νόημα καί τό Φῶς
τοῦ κόσμου, ὁ λόγος τοῦ παντός, ἡ ἔνσαρκη ἀποκάλυψη τῆς δόξας
τοῦ Θεοῦ, αὐτός ὁ ὁποῖος μᾶς φανερώνει προσωπικά τήν Βασιλεία
Του καί μᾶς καθιστᾶ κατά Χάριν κοινωνούς καί μετόχους
αὐτῆς τῆς δόξας καί τοῦ πλούτου τῶν θείων Ἐνεργειῶν καί Χαρίτων
Του. Χωρίς τόν Χριστό, ὁ Θεός μᾶς εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτος,
ἀμέθεκτος καί ἄφθαστος. «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ' οὐσίαν, ἀλλά κατ' ἐνέργειαν λέγεται», τονίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Οἱ ὑποστατικές θεῖες Ἐνέργειες
εἶναι οἱ «ἀκτῖνες θεότητος», οἱ ὁποῖες εἰσδύουν στήν κτίση μέσα
ἀπό τό ἀπρόσιτο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο χαρακτηρίζουν
μέ πληθωρική ὁρολογία τά συγγράμματα πού μᾶς παραδόθηκαν μέ
τό ὄνομα τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη, ὡς τήν «ὑπεράγνωστη καί ὑπερφώτεινη καί ἀκρότατη κορυφή», «τόν
ὑπέρφωτο γνόφο, πού μέ τό βαθύ του σκοτάδι ὑπερλάμπει
ὑπερφανέστατα καί, μένοντας ἀνέγγιχτος κι ἀόρατος, γεμίζει
μέ ὑπέρκαλη λάμψη τούς τυφλωμένους νόες» (Περί μυστικῆς θεολογίας, 1).
Ὁ μυστικός θεολόγος βιώνει τόν
Θεό ὡς ἰδεῶδες ἀόρατο καθ' ἑαυτό καί ἄψαυστο, αἰσθάνεται ὅμως
ὅλη τή δύναμη καί τή γοητεία του στή ζωή του. Εἶναι ἡ δύναμη, ἡ
ὁποία τόν ἀνυψώνει, ὁ σωστικός ἀειφεγγής φάρος, τοῦ ὁποίου ἡ
ἐνατένιση τόν ὁδηγεῖ στόν ἀληθινό του προορισμό. Εἶναι ὡς ἄλλη
κλίμακα τοῦ Ἰακώβ ἤ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη, ἡ ὁποία τόν
ἀναβιβάζει στόν Θεό. Εἶναι οἱονεί ἀνταύγεια τοῦ θείου φωτός ἐν
ἑαυτῷ, ἡ ὁποία περιαυγάζει τήν ὅλην ὕπαρξή του καί τήν
ἀναδεικνύει καθαρότερη, ἐντονότερη καί ὡραιότερη.
Τό γεγονός αὐτό τῆς κοινωνίας μέ
τόν Θεό συντελεῖται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἱερά μυστήρια. Ἡ
σωτηρία δέν ἐπιτυγχάνεται διανοητικά, ἀλλά μέ τήν ἔνταξη
στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, καί τήν ἐνεργοποίηση τῶν
πνευματικῶν χαρισμάτων μέ τό ἅγιο Βάπτισμα. Ὁ φωτισμός τοῦ
Βαπτίσματος καί ἡ βρώση τοῦ «φωτιστικοῦ σώματος» στή Θεία
Εὐχαριστία ἑνώνουν τόν Χριστό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τούς πιστούς.
Ἀφετηρία ἀποτελεῖ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὅπου ἡ Θεία
Χάρη, καθαρτική καί φωτιστική, διενεργεῖ τήν ἐν Χριστῷ
υἱοθεσία τῶν πιστῶν. Ὁ ἐσωτερικός αὐτός ἀνακαινισμός
ὁλοκληρώνεται τελικά στήν ἄμεση ἐμπειρία τοῦ Φωτός καί τήν
θέωση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καρπό τῆς μυστηριακῆς Χάριτος καί τῆς
ἀνθρώπινης συνεργίας στό μέτρο τῆς ἀσκητικῆς ἑτοιμασίας καί
καθαρότητας τοῦ πιστοῦ.
Ὁ Ἠλίας Μηνιάτης, ἐπίσκοπος Κερνίτσης καί Καλαβρύτων κατά τήν περίοδο τῆς Ὀθωμανοκρατίας, ἐξηγεῖ στόν Λόγον του εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου: «Ὅταν
ὁ ἥλιος φθάσῃ εἰς τήν μέσην ἁψῖδα τοῦ οὐρανοῦ, ἐξίσου χύνει εἰς
ὅλα τά μέρη τῶν ἀκτίνων τό φῶς, ἀλλά ἐξίσου δέν φωτίζονται πάντα
τά φωτιζόμενα σώματα· [...] Ὁμοίως ὁ ἄδυτος ἐκεῖνος τῆς
δικαιοσύνης Ἥλιος, ὅστις λάμπει ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων,
ἐξίσου χύνει εἰς ὅλα τά πνεύματα τῶν μακαρίων τῆς θείας δόξης
ἀνέσπερον φῶς, ἀλλ’ ἐξίσου δέν φωτίζονται πάντα· καθ’ ἕνα
λαμβάνει τό ἴδιον μέτρον τῆς θείας φωτοχυσίας, ὥς ἕνα μερικόν
χρῶμα μακαρίας ἐλλάμψεως· καί δέχεται ἤ περισσότερον ἤ
ὀλιγώτερον τό μέτρον τοῦ θείου τούτου φωτός, καθώς εἶναι
δεκτικόν, κατά τόν βαθμόν δηλαδή καί ἀναλογίαν τῆς ἰδίας του
καθαρότητος. Ἔτσι ἀλλέως φωτίζονται οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, ὁπού
εἶναι ἄϋλα πνεύματα· ἀλλέως οἱ ἄνθρωποι, ὁπού εἶναι φύσεως
παχυτέρας· καί πάλιν ἀνάμεσα καί εἰς τούς Ἀγγέλους,
διαφορετικά φωτίζονται ἀπό τάς Κυριότητας οἱ Θρόνοι· ἀπό
τούς Θρόνους τά Χερουβείμ, καί ἀπό τά Χερουβείμ τά Σεραφείμ· καί
ἀνάμεσα εἰς τούς ἀνθρώπους, ἀπό τούς Προφήτας οἱ Ἀπόστολοι, ἀπό
τούς Ὁμολογητάς οἱ Μάρτυρες, καί ἀπό τούς Ἀσκητάς οἱ Παρθένοι·
ὅλοι εἶναι ἄστρα τοῦ νοητοῦ στρεώματος, ὅθεν οἱ δίκαιοι
ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες· Πλήν ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ
κατά τό ρητόν [Κορ. Α΄ 15, 41]. Ἡ Παναγία Παρθένος εἶναι ἀνάμεσα εἰς ὅλους τούς μακαρίους ἀκηλίδωτος καθρέπτης ἁγνείας καί καθαρότητος· [...] καθαρωτέρα
ἀσυγκρίτως καί τῶν ἀνθρώπων καί τῶν Ἀγγέλων. Ὅθεν ὄχι μόνον εἰς
αὐτήν χύνει τῆς μακαριότητος τό φῶς, ἀλλ’ εἰς αὐτήν εἰσβαίνει
καί ὡσάν νά περικλείεται ὅλη ἐκείνη ἡ πολυχεύμων πηγή τοῦ
φωτός, ὅλος τῆς δόξης ὁ ἥλιος· εἰς τρόπον ὥστε ὡς ἄλλος δεύτερος
τῆς δόξης ἥλιος ἀκτινοβολεῖ τῆς Παναγίας Παρθένου τό
μακάριον πρόσωπον, καί κάμνει διπλοῦν τό φῶς τῆς ἀνεσπέρου
ἡμέρας.»
Ἡ βιβλική καί εὐαγγελική
γραμματεία εἶναι πλήρεις ἐκφράσεων καί ἀναφορῶν στό φῶς, οἱ
ὁποῖες χρησιμεύουν ὡς εἰκονισμοί τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐμπειρίας
Του. Ὁ ἀναλογικός εἰκονισμός τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ μέ τό
παράδειγμα τοῦ ἡλίου καί τοῦ ἀπαυγάσματός του ἀξιοποιήθηκε
ἐπίσης κατά τίς πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅπου ἡ
ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ πρός τόν «Πατέρα τῶν Φώτων» διατυπώθηκε δογματικά στό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τήν ἔκφραση «Φῶς ἐκ Φωτός».
Καί πῶς νά παραβλέψουμε τήν «ἐπιλύχνιον εὐχαριστία», τόν πρώιμο χριστιανικό ὕμνο στό «Φῶς ἱλαρόν»,
πού ψάλλεται ὥς τίς μέρες μας: Σέ αὐτή τή δοξολογία στόν
Τριαδικό Θεό κατά τήν ἑσπερινή ὥρα τοῦ δειλινοῦ, ἡ Ἐκκλησία μας
ἀναγνωρίζει στό φῶς τῆς φύσεως τό ἔργο τοῦ Θεοῦ Λόγου, τήν
οὐσίωση τοῦ θελήματος τοῦ ζῶντος καί ἀληθινοῦ Θεοῦ, τόν χῶρο
προνοίας τοῦ πανταχοῦ παρόντος. Σέ ἰσχυρή ἀντίθεση πρός
τούς παντοειδεῖς εἰδωλολάτρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου, οἱ
Χριστιανοί, ἐκκινώντας ἀπό τό φυσικό φῶς, μυσταγωγοῦνται καί
ἀνάγονται πρός τήν δοξολογία τοῦ Ποιητοῦ τῆς Κτίσεως, πού δέν
εἶναι ἕνας ἀπρόσωπος δημιουργός, ἀλλά τριαδική κοινωνία
προσώπων καί καλεῖ ὅλους σέ προσωπική κοινωνία μαζί Της,
κοινωνία Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος.
Γράφει ὁ Γέρων Σωφρόνιος Ζαχάρωφ τοῦ Ἔσσεξ: «Ὁ
αἰσθητός ἥλιος εἶναι θαυμαστή εἰκών τοῦ Ἡλίου τῆς Ἀγάπης καί
τῆς Δικαιοσύνης. Ἄνευ τῶν ἀκτίνων τοῦ ὁρατού ἡλίου δέν θά ἦτο
δυνατή ἡ ζωή ἐπί τοῦ πλανήτου ἡμών. Πάντες ἡμεῖς αἰσθανόμεθα
τήν εὐεργετικήν ἐνέργειαν τῶν ἀκτίνων αὐτού. Παλαιότερον ὁ
ἥλιος ἐφαίνετο εἰς ἐμέ ὡς ἄυλος, ἀλλά μετά τήν θεωρίαν τοῦ
ἀκτίστου Φωτός τῆς Θεότητος καί αὐτός –τό φυσικόν φῶς– ἐγένετο
δι’ ἐμέ τραχύς καί κατά καιρούς ἐπιθετικός. Φωτίζει τήν γηίνην
φύσιν, ἀλλά δέν δίδει εἰσέτι εἰς τό πνεῦμα ἡμῶν τήν ἄμεσον
διείσδυσιν εἰς τά μυστήρια τοῦ Θείου Εἶναι. Ἄλλως συμβαίνει
μετά τοῦ Φωτός τῆς Θεότητος. Φέρει πρωτίστως τήν ἀποκάλυψιν
τῆς Βασιλείας τοῦ Οὐρανίου Πατρός […] καί τό πνεῦμα τοῦ
προσευχομένου γνωρίζει ὅτι ὁ ἐμφανισθείς εἰς αὐτόν εἶναι ὁ
Προαιώνιος Δεσπότης πάσης τῆς κτίσεως, ὁ Πρῶτος καί ὁ
Ἔσχατος, ὁ ἀπρόσιτος καί τοσοῦτον ἐγγύς, ὁ ἀόρατος καί
συγχρόνως αἰσθητός ἔτι καί σωματικῶς· αἰσθητός διά τοῦ πυρός
τῆς ἀγάπης τοῦ πληροῦντος τήν καρδίαν, καί διά τοῦ φωτός τῆς
συνέσεως τοῦ καταυγάζοντος τόν νοῦν. Τοῦτο εἶναι Φῶς γνώσεως,
ἀλλ’ ἀνεκφράστου διά λόγων».
Σέ ἀντίστιξη πρός αὐτή τήν ἔκφραση, ἡ μετά λόγου θέαση
τοῦ κόσμου ἔχει κατεξοχήν τήν ἀρχή της στήν ἀρχαία ἑλληνική
γραμματεία. Οἱ παραδόσεις γιά τήν τυφλότητα τοῦ Ὁμήρου ἀπηχοῦν
τήν εὐρύτερη ἀντίληψη ὅτι οἱ πεφωτισμένοι ὁραματιστές,
ὅπως ὁ μάντης Τειρεσίας ἤ ὁ ἀοιδός Δημόδοκος, εἶναι τυφλοί ὡς
πρός τόν κόσμο τῶν φαινομένων, διότι ἔχουν πρόσβαση πρός τό
ἀόρατο καί τό ἀσύλληπτο στούς κοινούς ὀφθαλμούς. Οἱ Μοῦσες εἶναι
αὐτές οἱ ὁποῖες ἐμπνέουν καί ἐξυψώνουν τούς ποιητές, ὥστε,
θεώμενοι τά μυστήρια τῶν θεῶν, νά ἐκφράζουν καί νά φανερώνουν
τήν θεία καί νοητή πραγματικότητα.
Στή δραματική ποίηση
ἀναγνωρίζουμε τή σύνθεση τοῦ διονυσιακοῦ καί τοῦ
ἀπολλώνειου στοιχείου τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος, τά
ὁποῖα εἶχαν βρεῖ ἔκφραση ἀντιστοίχως στή λυρική ποίηση καί τό
ἔπος. Ἀπολλώνειος εἶναι ὁ κόσμος τοῦ φωτός, τῆς ἁρμονίας, τῆς
γαλήνης, τῆς λογικῆς καί τῆς ἠθικής τάξεως. Διονυσιακός
εἶναι ὁ κόσμος τοῦ ἔρωτος, τοῦ πάθους, τῆς ἡδονῆς, τῆς ἐκστάσεως
καί τοῦ γέλωτος. Σέ διάκριση πρός τήν σχετικῶς ὑποσυνείδητη
αὐτή θέα, τήν ἀποτυπωμένη στήν ἀρχαϊκή καί τίς προηγούμενες
περιόδους τῆς ἑλληνικῆς τέχνης τοῦ λόγου, ἡ κλασική
περίοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τή συνειδητή θέα τῶν πραγμάτων,
ἡ ὁποία κορυφώνεται στήν πλατωνική ταύτιση τῆς γνώσεως μέ
τήν θεωρία, τήν θέαση τῆς ἀλήθειας.
Ὁ Πλάτων ὀνομάζει τούς φιλοσόφους «τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονας» (Πολιτεία Δ, 443e-444a), οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νά δοῦν τήν ἀλήθεια μέ τό «τῆς ψυχῆς ὄμμα» (Πολιτεία Ζ, 533d 2)· «μόνῳ γάρ αὐτῷ ἀλήθεια ὁρᾶται» (Πολιτεία Ζ, 527d-e). Ἡ μονάδα τῆς γνώσεως εἶναι ἡ Ἰδέα στήν πρωταρχική, ἑτυμολογική της σημασία ἀπό τό ἰδεῖν,
ὡς ἀποτέλεσμα τῆς λογικῆς καί νοητῆς θέας τῶν πραγμάτων. Ἡ
ἀναγωγή στήν Ἰδέα προϋποθέτει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό τήν
ἁπλή παρατήρηση: τήν μέθεξη στό κάλλος τοῦ ὁρωμένου. Οἱ
ἀναβαθμοί τῆς γνωστικῆς προόδου βασίζονται στή διαδοχική θεωρία τοῦ
κάλλους τῶν σωμάτων, τῶν ἐπιτηδευμάτων, τῶν νόμων καί τῶν
ἐπιστημῶν, ἡ ὁποία καταλήγει στήν θέα τοῦ καθ’ ἑαυτό κάλλους, τό
ὁποῖο εἶναι μονοειδές καί αἰώνιο, καί ὅπου ὁ φιλόσοφος θά
παραμείνει «τετραμμένος ἐπί τό πολύ πέλαγος τοῦ καλοῦ καί θεωρῶν» (Συμπόσιον, 210a-211c).
Σύμφωνα μέ τήν πλατωνική ἀντίληψη, κάθε ὄν μετέχει «ἀνά τόν λόγον» στήν Ἰδέα του καί κάθε Ἰδέα εἶναι «ἔκγονον τοῦ ἀγαθοῦ» (Πολιτεία ΣΤ,
508b 12-13). Τό ἀγαθό μετέχεται «ἀναλόγως» μέσῳ τῆς θεωρίας
τῶν Ἰδεών ἤ οὐσιῶν, γιατί εἶναι αὐτό ἡ αἰτία τόσο τῶν οὐσιών,
ὅσο καί τῆς θεωρίας τους. Ὁ νοῦς μετέχει στό ἀγαθό μέ τρόπο
ἀνάλογο μέ αὐτόν πού ἡ ὅραση μετέχει στή θέα τοῦ ἥλιου:
«Οἱ ὀφθαλμοί, ὅταν πιά κανείς δέν
τούς κατευθύνει ἐπάνω σέ πράγματα πού τά χρώματά τους τά χτυπᾶ
τό φῶς τῆς ἡμέρας ἀλλά ἡ ἀστροφεγγιά τῆς νύχτας, χάνουν τήν
ξαστεράδα τους καί δείχνονται σχεδόν τυφλοί, ὡσάν νά μήν ὑπῆρχε
μέσα τους καθαρή ὄψη. Ὅταν ὅμως τούς κατευθύνει ἐπάνω σέ
πράγματα φωτισμένα ἀπό ὁλόλαμπρον ἥλιο, βλέπουν ξεκάθαρα, καί
τά ἴδια αὐτά μάτια δείχνονται πώς ἔχουν μέσα τους καθαρή ὄψη. Ἔτσι
συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή· ὅταν στηρίξει τή ματιά της ἐκεῖ ὅπου
εἶναι ἁπλωμένη ἡ λάμψη τῆς ἀλήθειας καί τοῦ ὄντος, τότε μέ μιᾶς
τό ἀντιλαμβάνεται, τό γνωρίζει καί δείχνεται πώς ἔχει νοῦ· ὅταν
ὅμως ἡ ματιά της πέσει ἐπάνω στήν περιοχή πού εἶναι
ἀνακατωμένη μέ τό σκότος, στό γεννώμενο καί ἀφανιζόμενο,
τότε μπλέκεται σέ δοξασίες καί δείχνεται μυωπική, φέρνει
ἄνω-κάτω τίς δοξασίες καί μοιάζει μέ ὄν πού δέν ἔχει νοῦ» (Πολιτεία ΣΤ, 508c 4-d9, μτφρ. Κ.Δ. Γεωργούλη).
Στόν Ἀριστοτέλη, ἀντιστοίχως, ἡ γνώση ἀναφέρεται στό «λογικῶς θεωρεῖν» καί «ἐννοεῖν». Ἐν τέλει, ἡ θεωρία εἶναι τό «ἥδιστον καί ἄριστον» τῆς γνώσεως (Μετά τά φυσικά Α, 1072b 24), ἀλλά καί ἡ μεταφυσική της κατάληξη: τό νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἔγκειται στήν «τοῦ θεοῦ θεωρίαν», «τόν θεόν θεραπεύειν καί θεωρεῖν» (Ἠθικά Εὐδήμεια 7, 1249b).
Σ’ αὐτό τό σημεῖο βρίσκουμε κάποιες
ἀναλογίες πρός τήν πορεία τῆς σκέψεως τῶν θεοπτῶν Πατέρων, ἡ
ὁποία φλέγεται ἀπό τήν ἔφεση νά εἰσδύσει στήν «ἐπέκεινα πάντων»
περιοχή τοῦ ἀνεσπέρου φωτός. Ὡστόσο, ὅπως σημειώνει ὁ
Καθηγητῆς τῆς Φιλοσοφίας Βασίλειος Τατάκης, «δέν βλέπουν βέβαια τά ἴδια πράγματα. Τόν
κόσμο τῶν ἰδεών, καί πάνω ἀπ' αὐτόν «τό μέγιστον μάθημα», τήν
ἰδέα τοῦ ἀγαθού, θηρεύει ἡ ψυχή τοῦ Πλάτωνος. Πρός τό «Ἕν», τό
ἀπρόσιτο καί ὑπερούσιο φέρεται ὁ Πλωτῖνος, μέ τήν ἔκστασή του.
[...] Ὑψηλός, ἀλλά μᾶλλον ἀπρόσωπος ὁ λυρισμός τοῦ
Πλάτωνος· ἀπάνθρωπα ἀπόκοσμο, τό πλωτινικό Ἕν εἶναι μόνο
«ἐρώμενον», οὐδέποτε «ἐρῶν». Ὁ ἔρως ἐδῶ στήν ὑψηλότερη
ἐκδήλωσή του στρέφεται κυρίως πρός πράγμα, «πρός τό πέλαγος
τοῦ καλοῦ», πρός τό Ἕν, γι' αὐτό μένει χωρίς ἀνταπόκριση. Ὑψηλός
καί τήν ἴδια ὥρα θεμελιωμένος ἀπάνω στήν πηγή τῆς ἀγάπης, ὁ
χριστιανικός λυρισμός πηγάζει ἀπό μιάν ὑψηλή σύζευξη, ἡ ὁποία
θά ἐμπνεύσει τούς μυστικούς στήν ἀναστροφή τους μέ τά θεῖα»,
καί θά διαποτίσει τήν χριστιανική τέχνη τοῦ Βυζαντίου, μέ
τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τό χρυσό βάθος, τήν αἰσθητική
τοῦ φωτός.
Εἴδαμε πόσο εὐλογημένο εἶναι τό
φῶς στή διδασκαλία καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, καθώς ἡ
πηγή του ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὅμως ὁ
Χριστός δέν θά ἦταν τό Φῶς τοῦ κόσμου, ἄν δέν μποροῦσε κανείς νά τό
δεῖ πραγματικά μέ τά μάτια του, μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι
μετέχει στήν θεία Χάρη. Τό ὅραμα τῆς θεωρίας αὐτοῦ τοῦ Φωτός
ἀποτελεῖ τήν ὁλοκλήρωση καί τήν ἄμεση ἐμπειρία τῆς
θεογνωσίας.
Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ ζῶντος Θεοῦ, στήν πορεία τους νά δεχθοῦν τό «ἀκραιφνέστατον» φῶς Του καί νά πραγματώσουν τόν «καινόν ἄνθρωπον»,
πλημυρίζει τήν ψυχή τῶν Πατέρων κατά τήν μακρά περίοδο τῆς
βασιλείας τοῦ Βυζαντίου. Ἐντοπίζουμε τήν κυριαρχική
σημασία τοῦ θείου καί θαβωρείου φωτός στούς δύο ἁγίους
θεμελιωτές τῆς θεολογίας τῆς θεοπτίας, Συμεῶνα τόν Νέο
Θεολόγο καί Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καί πρίν ἀπό αὐτούς στόν Ἅγιο
Μακάριο τόν Αἰγύπτιο.
Τό Φῶς αὐτό δέν εἶναι διανοητικῆς
φύσεως, ὅπως ἡ ἔλλαμψη τοῦ νοῦ. Πολύ δέ περισσότερο δέν εἶναι
ἔνυλο. Ἐν τούτοις, πληροῖ συγχρόνως τόν νοῦ, τήν ψυχή καί τίς
αἰσθήσεις, ἀποκαλυπτόμενο στόν ὅλον ἄνθρωπο. Κατά τή διάρκεια
τοῦ θείου φωτισμοῦ καί τῆς «νοερᾶς προσευχῆς», στήν ὁποία
ἐπανέρχεται ὁ ἀσκητής, ἡ ὕπαρξή του δέν ἐκμηδενίζεται, καί ὁ
ἴδιος δέν ἐκστασιάζεται, οὔτε νιώθει παραισθήσεις: «οὐ γάρ ἔκφρων γίνεται ὁ θεόληπτος»
κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀλλά ὑπερβαίνονται, χωρίς νά
ἀφανίζονται, οἱ φυσικές του δυνατότητες. Χωρίς νά
ἀποχωρίζεται ἀπό τήν σωματική του ὀντότητα, ὁ ὅλος ἄνθρωπος
λαμπρύνεται καί γίνεται ἐνσώματος θεατής τῆς ὑπερκόσμιας
θείας αἴγλης. Γράφει στά διάχυτα ἀπό φῶς ποιήματά του ὁ Ἅγιος
Συμεών:
Δίδου μοι βλέπειν τό πρόσωπόν σου, Λόγε,
καί ἀπολαύειν τοῦ ἀπορρήτου κάλλους
καί κατανοεῖν καί τρυφᾶν σου τῆς θέας,
θέας ἀρρήτου, θέας τῆς ἀθεάτου,
θέας τῆς φρικτῆς, ὅμως δίδου μοι λέγειν
τάς ἐνεργείας αὐτῆς, οὐ τήν οὐσίαν.
Ὑπέρ φύσιν γάρ, ὑπέρ ουσίαν πᾶσαν
ἧς ὅλος αὐτός, ὁ Θεός μου καί κτίστης.
Ἡ δέ ἀπαυγή τῆς δόξης σου τῆς θείας
φῶς ἁπλοῦν ἡμῖν, φῶς γλυκύ καθορᾶται,
φῶς ἀποκαλύπτεται, φῶς συνενοῦται
ὅλον, ὡς οἶμαι, ὅλοις ἡμῖν σοῖς δούλοις,
φῶς πνευματικῶς βλεπόμενον μακρόθεν,
φῶς ἐντός ἡμῶν εὑρισκόμενον αἴφνης,
φῶς ὡσεί ὕδωρ βρύον, ὡς πῦρ τε φλέγον
τῆς, ἧσπερ πάντως καθάψεται, καρδίας.
καί ἀπολαύειν τοῦ ἀπορρήτου κάλλους
καί κατανοεῖν καί τρυφᾶν σου τῆς θέας,
θέας ἀρρήτου, θέας τῆς ἀθεάτου,
θέας τῆς φρικτῆς, ὅμως δίδου μοι λέγειν
τάς ἐνεργείας αὐτῆς, οὐ τήν οὐσίαν.
Ὑπέρ φύσιν γάρ, ὑπέρ ουσίαν πᾶσαν
ἧς ὅλος αὐτός, ὁ Θεός μου καί κτίστης.
Ἡ δέ ἀπαυγή τῆς δόξης σου τῆς θείας
φῶς ἁπλοῦν ἡμῖν, φῶς γλυκύ καθορᾶται,
φῶς ἀποκαλύπτεται, φῶς συνενοῦται
ὅλον, ὡς οἶμαι, ὅλοις ἡμῖν σοῖς δούλοις,
φῶς πνευματικῶς βλεπόμενον μακρόθεν,
φῶς ἐντός ἡμῶν εὑρισκόμενον αἴφνης,
φῶς ὡσεί ὕδωρ βρύον, ὡς πῦρ τε φλέγον
τῆς, ἧσπερ πάντως καθάψεται, καρδίας.
Ἡ λυτρωτική, αἰθέρια, καί ἄλλοτε
καταλυτική παρουσία τοῦ φωτός διαπνέει καί τήν
νεοελληνική ποιητική ἔκφραση. Ἡ ὑπερβατική ἐπίδραση τοῦ
φωτός στήν ὑλική πραγματικότητα κατέχει ἰδιαίτερη θέση στό
ποιητικό τοπίο τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, ὅπως στούς ἀκόλουθους
στίχους ἀπό τόν Κρητικό:
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημυρίζει
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Περίφημοι ἔχουν μείνει οἱ στίχοι τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:
Ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡς ἀράχνη μ' ἐδίπλωνε
καί μέ φῶς καί μέ θάνατον
ἀκαταπαύστως.
ὡς ἀράχνη μ' ἐδίπλωνε
καί μέ φῶς καί μέ θάνατον
ἀκαταπαύστως.
Πληθωρικός στά ἐκφραστικά του
μέσα, ὁ Ἄγγελος Σικελιανός ἀποδίδει τό θάμβος καί τήν
ἡλιοχαρῆ εὐδαιμονία τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, μέ τοπίο
παλλόμενο μέσα στό φῶς: «Νέα σάρκα ντύνει σου τά κόκκαλα, /
περνάει σά φῶς», «Καί μοῦ ἐδιάβη τή διάφωτη σάρκα μου, / πῶς
διαβαίνει ἕνα θάμνο τ’ ἀγέρι, / πῶς διαβαίνει τό πέλαον
ἀσάλευτο / καί σπαθίζει ὥς τά βύθη ἕν’ ἀστέρι».
Ἀκόμα καί στήν ποίηση τοῦ Γιάννη Ρίτσου τό πολιτικό ἰδεῶδες βρίσκεται σταθερά προσανατολισμένο στό φῶς: «Τό φῶς εἶναι ἡ πατρίδα μας. Δέν εἶσαι ἐσύ κι ἐγώ. / Εἴμαστε ἐμεῖς. / Ἐμεῖς καί ἡ πολιτεία μας. / Ἐμεῖς κι ὁ κόσμος» (Ἀνυπόταχτη πολιτεία). Στή Ρωμιοσύνη του, τό τοπίο εἶναι «μονάχα φῶς», «μέ τόν ἥλιο κατάστηθα στό πέλαγο πού ἀσβεστώνει τήν ἀντικρινή πλαγιά τῆς μέρας», ἀλλά καί σέ εἰκόνες ὅπως τῶν σκοτωμένων στόν ἥλιο, καί τῆς χαροκαμένης μάνας, «ὥσπου νά βρεῖ τό φῶς τό δρόμο του στήν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της».
Ἀντιστοίχως πρός τόν Κάλβο, ἀνιχνεύουμε καί στό ἔργο τοῦ Γιώργου Σεφέρη ποιητικές ἐκφράσεις ὅπως «μέσα στό μαῦρο φῶς», «στή σκοτεινή πόρτα τοῦ Ἥλιου», «ἀπό τοῦ ἥλιου τό ἄλλο μέρος τό σκοτεινό» καί, τέλος, τούς στίχους τῆς Κίχλης: «Ἀγγελικό καί μαῦρο, φῶς», «Ἀγγελική καί μαύρη, μέρα».
Σύμφωνα μέ τή ρητή μαρτυρία τοῦ ποιητῆ, αὐτοί οἱ στίχοι
ἐκφράζουν μέ ὁμόλογα ποιητικά σχήματα τήν ἡρακλείτεια
σύνθεση τῶν ἀντιθέτων, ὅπως στά ἀκόλουθα δείγματα ἀπό τό ἔργο
τοῦ Νίκου Καρούζου: «ἕνα φῶς πανάρχαιο σάβανο τυλίγει/ δένοντας σέ λάμψεις τή μουσική μου» «Καί χωρίζουμε σέ φῶς καί σκοτάδι τό Ἕνα. / Χωρίζουμε τόν Ὀδυρμό σέ τύφλωση καί θυσία», ὅπως στόν ἐλυτικό στίχο «Ὁλόσωμοι πάνω στό φῶς καί μαῦροι ἕως θανάτου».
Σύνολη ἡ ποιητική τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη οἰκοδομεῖται μέ ἄξονα τό φῶς καί τήν «ἡλιακή μεταφυσική», «στό ὄνομα τῆς φωτεινότητας καί τῆς διαφάνειας», κατά τούς λόγους του ποιητή: «Πολύ
περισσότερο ὅταν οἱ καιροί εἶναι σκοτεινοί καί αὐτό πού τοῦ
ὑπαγορεύουν εἶναι μιά ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη ὁρατότητα.
Δέν μιλῶ γιά τή φυσική ἱκανότητα νά συλλαμβάνει κανείς τ’
ἀντικείμενα σ' ὅλες τους τίς λεπτομέρειες ἀλλά γιά τή
μεταφορική, νά κρατᾶ τήν οὐσία τους καί νά τά ὁδηγεί σέ μιά
καθαρότητα τέτοια πού νά ὑποδηλώνει συνάμα τήν μεταφυσική
τους σημασιολογία». Καί ἐπίσης: «Νά γιατί γράφω. Γιατί ἡ ποίηση ἀρχίζει ἀπό κεῖ πού τήν τελευταία λέξη δέν τήν ἔχει ὁ θάνατος. [...] Ἡ
ἀτελεύτητη φορά πρός τό φῶς τό φυσικό εἶναι ὁ Λόγος, καί τό φῶς
τό Ἄκτιστον πού εἶναι ὁ Θεός. Γι’ αὐτό γράφω. Γιατί μέ γοητεύει
νά ὑπακούω σ’ αὐτόν πού δέ γνωρίζω, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μου
ὁλάκερος, ὄχι ὁ μισός πού ἀνεβοκατεβαίνει τούς δρόμους καί
φέρεται ἐγγεγραμμένος στά μητρῶα ἀρρένων τοῦ Δήμου» (Ἀνοιχτά Χαρτιά). «Πιστεύω
γι’ αὐτό στίς αἰσθήσεις πού τίς κινητοποιώ πρός μιάν ἀδοκίμαστη
ἕως σήμερα κατεύθυνση, ἀποβλέποντας σέ μιά Ἐλευθερία πού νά
εἶναι ἀντίθετη πρός ὅλες τίς Ἐξουσίες καί σέ μιά δικαιοσύνη
πού νά ταυτίζεται μέ τό ἀπόλυτο φῶς» (Ἐν λευκῷ)· «τό
φῶς, πού γιά νά χυθεῖ ἅπλετα ἐντός µας κανένας ἥλιος καί καµιά
καταχθόνια µηχανή δέ χρειάζονται, φτάνει γιά νά µᾶς φέρει µέ
σίγουρα βήµατα λίγο πιό κοντά στήν αἰώνια τήν πηγή», «πρός
τό βαθύτερο νόημα ἑνός ταπεινοῦ Παραδείσου, πού εἶναι ὁ
ἀληθινός μας ἑαυτός, τό δίκιο μας, ἡ ἐλευθερία μας, ὁ δεύτερος
καί πραγματικός ἠθικός μας ἥλιος».
Διανύοντες τήν πορεία ἀπό τήν
πλατωνική ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου στήν ἐν Χριστῷ Ἀνατολή τοῦ
Φωτός τῆς Ἁγίας καί «ἀρχιφώτου» Τριάδος, ἡ ὁποία φωτοδοτεῖ τόν
κόσμο, δέν μποροῦμε νά μήν σταθοῦμε στό βιβλίο τοῦ Ἡσαΐα (49,
9), ὅπου ὁ Θεός καλεῖ μέ τό στόμα τοῦ προφήτη τούς δέσμιους νά
βγοῦν στό φῶς. Ἀλλά καί τό σκοτάδι τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν μεσημβρινή
σκοτία («Καί τό σκότος σου ὡς μεσημβρία» – Ἡσ. 58,
10). Ὁ φωτουργός, ἄδυτος καί ἀειφεγγής Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ
ὁποῖος ἀνέτειλε μέσα ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, καταφώτισε
τήν οἰκουμένη καί ἀπό τόν θάλαμο τοῦ τάφου, καταλύοντας μέ τίς
ἀνέσπερες ἀκτῖνες του τόν σκοτεινό θάνατο. Μεταμόρφωσε τήν
κτίση καθιστώντας δυνατή γιά ὅλους τήν οὐράνια ὁλολαμπῆ
πορεία. «Αὕτη ἡ σωτήριος νύξ καί φωταυγής, τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς Ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος»,
γιά ὅσους, ἐνῶ ζοῦν «ἐν τῷ κόσμῳ», περιλάμπονται ἀπό τήν Σοφία
τοῦ Θεοῦ. Εὔχομαι ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου νά ἀναζητήσετε
αὐτό τό Φῶς στή ζωή σας καί νά τό κρατήσετε μόνιμα καί
ἀναφαίρετα. Γιατί τό Φῶς αὐτό εἶναι «τό ἀρχέτυπον κάλλος, τό
ἀληθινόν καί ἐρασμιώτατον», Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ
Σωτῆρος καί ἐκ τοῦ Ζωοδόχου Τάφου Ἀναστάντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ
λαμπρότητα καί ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου