Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Νικήτας Στηθάτος: Α΄ Εκατοντάδα Πρακτικών Κεφαλαίων


1. Τέσσερις νομίζω είναι οι αιτίες, οι όποιες στα πλαίσια της τέλειας τριάδας των αρετών —πίστεως, ελπίδας και αγάπης— παρακινούν να γράφει τα ωφέλιμα εκείνον που ήδη ξεπέρασε το μέσο της αρχής και έφτασε προς την τριάδα της μυστικής θεολογίας. Πρώτη αιτία είναι η ελευθερία, η ίδια δηλαδή η απάθεια της ψυχής, η οποία με την κοπιαστική εργασία προόδευσε στη φυσική θεωρία της κτίσεως και από εκεί εισήλθε στο γνόφο της θεολογίας.
Δεύτερη είναι η καθαρότητα του νου που προήλθε από τα δάκρυα και την προσευχή, από τον οποίο νου γεννιέται ο λόγος της χάρης και πηγάζουν οι ποταμοί των νοημάτων. 

Τρίτη είναι η ενοίκηση μέσα μας της Αγίας Τριάδος, από την οποία προέρχονται οι φωτοχυσίες του Πνεύματος, που γίνονται όπως είναι συμφέρον στον καθένα που προχωρεί στην κάθαρση, για να φανερώσουν τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών και να ξεσκεπάσουν τους θησαυρούς του Θεού που είναι κρυμμένοι μέσα στην ψυχή. Τέταρτη αιτία είναι η υποχρέωση κάθε ανθρώπου που έλαβε το τάλαντο του λόγου της γνώσεως, σύμφωνα με την απειλή του Θεού που λέει: «Δούλε πονηρέ και οκνηρέ, έπρεπε εσύ να καταθέσεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες, ώστε όταν ερχόμουν να τα έπαιρνα με τόκο». Αυτό φοβόταν και ο Δαβίδ και έλεγε: «Ιδού, δε θα εμποδίσω, Κύριε, τα χείλη μου, συ το γνωρίζεις. Δεν έκρυψα μέσα στην καρδιά μου τη δικαιοσύνη Σου, διαλάλησα την αλήθεια Σου και τη σωτηρία που παρέχεις. Δεν έκρυψα το έλεός Σου και την αλήθειά Σου από πολυπληθή σύναξη». 


2. Αρχή του θεάρεστου βίου είναι η καθολική φυγή του κόσμου. Αυτή είναι η άρνηση των θελημάτων της ψυχής και η απόρριψη του χοϊκού φρονήματος, με την οποία ανατρέχομε στο θείο φρόνημα, και από σαρκικοί γινόμαστε πνευματικοί. Και νεκρωνόμαστε για τη σάρκα και τον κόσμο, ενώ ζωντανεύει η ψυχή και το πνεύμα μας με τη χάρη του Χριστού. 

3. Η ορθή περί Θεού γνώμη της ψυχής και η εσωτερική πίστη που συνοδεύεται με καταφρόνηση των ορατών και η πράξη της αρετής η ξένη προς κάθε φιλαυτία αποτελούν, κατά τον Σολομώντα, τρίπλοκο σχοινί που δεν σπάζει εύκολα από τα πνεύματα της πονηρίας. 

4. Με την πίστη ελπίζομε να απολαύσομε τις αμοιβές των κόπων μας, γι' αυτό και υποφέρομε εύκολα τους κόπους των αρετών. Και καθώς εσωτερικά μας βεβαιώνει το Άγιο Πνεύμα, παίρνομε φτερά από την αγάπη και πετούμε προς το Θεό. 

5. Όταν ενοχλούμαστε από ακάθαρτους λογισμούς, δεν σημαίνει ότι πέσαμε ήδη στην κατηγορία όσων πράττουν τα φαύλα. Όταν όμως η ψυχή χαλαρώσει την έντασή της και ο νους από αμελημένη και ακόλαστη δίαιτα σχηματίζει θολές και σκοτεινές φαντασίες και λείψουν οι κόποι της αρετής από ραθυμία για μελέτη και προσευχή, τότε και χωρίς να κάνομε τα φαύλα κατατασσόμαστε στην περιοχή εκείνων που κυλιούνται θεληματικά μέσα στις ηδονές.

6. Όταν λυθούν τα χαλινάρια των ηγεμονικών αισθήσεων, αμέσως γίνεται και επανάσταση των παθών και κινείται η ενέργεια των πιο δουλικών αισθήσεων. Γιατί συνήθως η αλογία αυτών των αισθήσεων, όταν ελευθερωθεί από τα δεσμά της εγκράτειας, τις κάνει να χοροπηδούν πάνω στις αιτίες των παθών και να βόσκονται σ' αυτές σαν σε θανατηφόρο χορτάρι, και τόσο περισσότερο, όσο η έλλειψη δεσμών παρατείνεται. Γιατί αυτές οι αισθήσεις, όταν λυθούν από τα χαλινάρια, δεν ανέχονται να στερηθούν την απόλαυση εκείνων, προς τα οποία κλίνουν από τη φύση τους.

7. Από τις αισθήσεις, η δράση και η ακοή είναι λογικές και πιο θεωρητικές και ηγεμονικές. η γεύση, η όσφρηση και η αφή είναι άλογες και ζωώδεις και υπηρετικές των λογικών. Γιατί πρώτα βλέπομε και ακούμε και κατόπιν παρακινούμαστε από το λογικό και αγγίζομε ό,τι είδαμε και το οσφραινόμαστε και το γευόμαστε. Γι' αυτό οι τρεις είναι πολύ πιο ζωώδεις από τις πρώτες δύο, και ολότελα δουλικές, και γι' αυτές προπαντός κοπιάζουν τα πιο γαστρίμαργα και επιρρεπή στη συνουσία ημέρα και άγρια ζώα· γιατί όλη την ημέρα και τη νύχτα ή τρώνε αχόρταγα ή ορμούν στη συνουσία.

8. Εκείνος ο οποίος τις ενέργειες των πέντε αισθήσεών του τις έστρεψε προς τις μέσα του αισθήσεις —άπλωσε δηλαδή την δράση προς το νου που βλέπει το φως της ζωής, την ακοή προς τη σύνεση της ψυχής, τη γεύση προς τη διάκριση του λογικού, την όσφρηση προς τη διανοητική δύναμη του νου, και την αφή τέλος τη μετατόπισε στην εγρήγορση της καρδίας—, αυτός περνά αγγελική ζωή πάνω στη γη. Αυτός στους ανθρώπους είναι και φαίνεται άνθρωπος, όμως συναναστρέφεται με τους Αγγέλους και σαν άγγελος νοείται.

9. Με το νου που βλέπει το φως της θεϊκής ζωής, λαμβάνομε τη γνώση των κρυμμένων μυστηρίων του Θεού. Με τη σύνεση της ψυχής βάζομε στην καρδιά μας τις αναβάσεις των λογισμών με γνώση και ξεχωρίζομε τους καλούς λογισμούς από τους κακούς. Με τη διάκριση του λογικού δοκιμάζομε τα είδη των νοημάτων. Και όσα φυτρώνουν από πικρή ρίζα, ή τα μεταποιούμε σε γλυκά χωνεύοντάς τα μέσα στην ψυχή, ή τα αποβάλλομε ολοκληρωτικά. Όσα πάλι φυτρώνουν από φυτό κατάλληλο και ακμαίο, τα οικειοποιούμαστε αιχμαλωτίζοντας κάθε νόημα έτσι ώστε να υπακούει στο Χριστό. Με τη διανοητική δύναμη του νου οσφραινόμαστε το νοητό μύρο της χάρης του Πνεύματος και γεμίζει η καρδιά μας από ευφροσύνη και αγαλλίαση. Με την εγρήγορση της καρδίας αισθανόμαστε συνειδητά το ουράνιο Πνεύμα που δροσίζει τη φλόγα της επιθυμίας μας προς τα καλά ή που θερμαίνει τις ψυχικές μας δυνάμεις, τις παγωμένες από το ψύχος των παθών.

10. Όπως το σώμα έχει πέντε αισθήσεις, όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση και αφή, έτσι και η ψυχή έχει ισάριθμες πέντε αισθήσεις: νου, λογικό, νοερή αίσθηση, γνώση και επιστήμη. Οι πέντε αυτές αισθήσεις της ψυχής συγκεντρώνονται σε τρεις ενέργειες: στο νου, στο λογικό και στη νοερή αίσθηση. Με το νου συλλαμβάνομε τα διανοήματα, με το λογικό τις ερμηνείες, και με την αίσθηση τις φαντασίες της θείας επιστήμης και γνώσεως.

11. Εκείνος ο οποίος έχει νου που διακρίνει σωστά τα διανοήματα των λογισμών και προσλαμβάνει καθαρά τα θεϊκά νοήματα, και λογικό που ερμηνεύει τις φυσικές κινήσεις όλης της ορατής κτίσεως, δηλαδή διασαφηνίζει τους λόγους των όντων, και νοερή αίσθηση που δέχεται την επιστήμη της ουράνιας σοφίας και γνώσεως, αυτός με τις ελλάμψεις του Ηλίου της Δικαιοσύνης ξεπέρασε όλα τα αισθητά και έφτασε στα υπέρ την αίσθηση και απολαμβάνει την τερπνότητα των αοράτων.

12. Τέσσερις είναι οι γενικές δυνάμεις του νου: η σύνεση, η οξύνοια, η αντίληψη και η επιδεξιότητα. Εκείνος λοιπόν που με τις δυνάμεις αυτές συνέδεσε τις τέσσερις γενικές αρετές της ψυχής, που ένωσε δηλαδή τη σωφροσύνη της ψυχής με τη σύνεση του νου, τη φρόνηση με την οξύνοια, τη δικαιοσύνη με την αντίληψη, και την ανδρεία με την επιδεξιότητα, αυτός κατασκεύασε από δύο είδών υλικά ένα άρμα πύρινο και ουρανοπόρο για τον αγώνα εναντίον των τριών γενικών αρχηγών και δυνάμεων της παρατάξεως των παθών, δηλαδή της φιλαργυρίας, της φιληδονίας και της φιλοδοξίας.

13. Εκείνος που κατατρόπωσε τη φιλαργυρία με την αντίληψη την ενωμένη με την έννομη δικαιοσύνη, δηλαδή με την γεμάτη έλεος συμπάθεια προς το συνάνθρωπο, και κυριάρχησε πάνω στη φιληδονία με τη συνετή σωφροσύνη, την περιεκτική δηλαδή εγκράτεια, και κατανίκησε τη φιλοδοξία ως πιο αδύναμη με την οξύνοια και τη φρόνηση, δηλαδή με τη σαφή διάκριση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και την καταπάτησε θριαμβευτικά σαν γήινη και χωρίς καμιά αξία, αυτός νίκησε το χοϊκό φρόνημα της σάρκας. Και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να το μεταβάλει σε νόμο του πνεύματος της ζωής και να το απελευθερώσει από τον τυραννικό νόμο της σάρκας, και να πει: «Ευχαριστώ το Θεό διότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής με ελευθέρωσε από το νόμο και τη δουλεία του θανάτου».

14. Εκείνος που επιζητεί τη δόξα των ανθρώπων, νομίζοντάς την για κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, και ασπάζεται τη φιληδονία από απληστία της ψυχής του, και επιμένει στη φιλαργυρία από πλεονεξία, αυτός γίνεται η δαιμονιώδης από την οίηση και την υπερηφάνεια, η κτηνώδης από τις ηδονές της κοιλίας και της σάρκας, η θηριώδης απέναντι του πλησίον με την αχόρταγη και απάνθρωπη φιλαργυρία, ξεπέφτοντας από την πίστη στο Θεό, σύμφωνα με τη Γραφή, επειδή δοξάζεται από τους ανθρώπους. Ακόμη απομακρύνεται από τη σωφροσύνη και την καθαρότητα επειδή υποδαυλίζει με την απληστία του τα υπογάστρια και ενδίδει στις άλογες ορμές, και εξορίζεται από την αγάπη επειδή μόνο τον εαυτό του προσέχει και δε δίνει στους πλησίον του όταν βρίσκονται σε ανάγκη. Και έτσι παρουσιάζεται σαν πολύμορφο θηρίο, σύνθετος από πολλές αντικρουόμενες ιδιότητες, ασυμφιλίωτος με το Θεό, με τους ανθρώπους και με τα κτήνη.

15. Όταν ο θυμός, η επιθυμία και το λογιστικό μέρος του νου στέκονται και κινούνται κατά φύση, τότε κάνουν τον άνθρωπο θείο και θεόμορφο, να κινείται δηλαδή υγιώς και να μην ξεφεύγει διόλου από τη φυσική του βάση. Αν όμως παρεκτραπούν από το εύλογο στο παρά φύση και μετακινηθούν από τα φυσικά τους όρια, τότε, όπως είπαμε, κάνουν τον άνθρωπο πολύμορφο και σύνθετο από πολλές αντικρουόμενες ιδιότητες.

16. Ο θυμός είναι στο μεταίχμιο μεταξύ επιθυμίας και του λογιστικού της ψυχής, και είναι στο καθένα από αυτά σαν όπλο στην κίνησή τους παρά φύση ή κατά φύση. Όταν δηλαδή η επιθυμία και το λογιστικό κινούνται κατά φύση προς τα θεία, τότε ο θυμός είναι για το καθένα από αυτά όπλο δικαιοσύνης εναντίον του φιδιού μόνο που σφυρίζει και τους υποβάλλει να γευθούν τις σαρκικές ηδονές και να επιδιώξουν τη δόξα των ανθρώπων. Όταν όμως εκτρέπονται από την κατά φύση κίνησή τους και μεταβάλλουν την ενέργειά τους στο παρά φύση και από τη μελέτη των θείων μεταφέρονται στα ανθρώπινα, τότε ο θυμός είναι όπλο αδικίας για τη διάπραξη αμαρτίας· γιατί τότε η επιθυμία και το λογιστικό μάχονται με όπλο το θυμό και επιτίθενται εναντίον εκείνων που αναχαιτίζουν τις ορμές και τις ορέξεις τους. Έτσι ο άνθρωπος, ή αναδεικνύεται πρακτικός και θεωρητικός και θεολογικότατος μέσα στην εκκλησία των πιστών, όταν κινείται κατά φύση, ή κτηνώδης και θηριώδης και δαιμονιώδης, όταν εκτρέπεται στο παρά φύση.

17. Αν κανείς δε μετατρέψει πρώτα τις δυνάμεις της ψυχής του με επίμονη μετάνοια και εντατική άσκηση και δεν τις κάνει έτσι όπως τις έδωσε ο Θεός αρχικά στον Αδάμ όταν τον έπλασε και του εμφύσησε πνοή ζωής, ούτε τον εαυτό του θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει, ούτε να αποκτήσει λογισμό κυρίαρχο στα πάθη, χωρίς αλαζονεία, απερίεργο, απόνηρο, απλό, ταπεινόφρονα, χωρίς φθόνο και συκοφαντία, και τέτοιο που να αιχμαλωτίζει κάθε νόημα ώστε να υπακούει στο Χριστό. Αλλά ούτε και θα μπορέσει να δει την ψυχή του να καίγεται και να πυρπολείται από την αγάπη του Θεού, ούτε να υπερβαίνει τα όρια της εγκράτειας και να αρκείται σε ό,τι έχει και να επιθυμεί την κατάσταση αναπαύσεως στην οποία φτάνουν οι Άγιοι. Αν δεν τ' αποχτήσει αυτά με τέτοιο τρόπο, δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει στην καρδιά πραότητα, ειρήνη, αοργησία, χρηστότητα, αφιλονεικία, ευσπλαχνία και ιλαρότητα, αφού η ψυχή θα στασιάζει έτσι εναντίον του εαυτού της και εξαιτίας της ταραχής των δυνάμεών της θα μένει κλειστή στις ακτίνες του Πνεύματος.

18. Εκείνος που δεν επαναφέρει μ' αυτό τον τρόπο μέσα του την εύσχημοσύνη της παλιάς εκείνης ευγένειας και δεν αποκαθιστά διαρκώς πάνω του τα χαρακτηριστικά της εικόνας του Θεού, ο Οποίος εξαρχής τον έπλασε όμοιό Του, πώς είναι δυνατόν ποτέ να ενωθεί με Εκείνον από τον Οποίο χωρίστηκε με την ανομοιότητα των χαρακτηριστικών, και τον Οποίο εγκατέλειψε, οπότε βυθίστηκε στο σκοτάδι, γιατί Εκείνος ήταν το Φως; Και αν δεν ενωθεί με Εκείνον από τον Οποίο έχει την αρχή της υποστάσεώς του και από τον Οποίο ήρθε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία και έγινε κύριος των όντων, άραγε που θα ριχθεί, αφού αποκοπεί ως ανόμοιος με τον Ποιητή του; Είναι φανερό που, αλλά εγώ σιωπώ.

19. Έως ότου έχομε μέσα μας τις ύλες που τρέφουν τα πάθη και περιθάλπομε με τη θέλησή μας τις αιτίες τους και δεν αποφασίζομε να τις διώξομε, ισχυροποιείται εναντίον μας η δύναμή τους, επειδή παίρνει την ισχύ της από μας τους ίδιους. Όταν όμως τις απορρίψομε από πάνω μας και καθαρίσομε την καρδιά μας με τα δάκρυα της μετάνοιας και μισήσομε την απάτη των ορατών, τότε γινόμαστε μέτοχοι της παρουσίας του Παρακλήτου και βλέπομε το Θεό μέσα στο αιώνιό Του φως, και βλεπόμαστε από Αυτόν.

20. Εκείνοι που έσπασαν τα δεσμά της παγκόσμιας αισθήσεως είναι ελεύθεροι από κάθε δουλεία των αισθήσεων, και ζουν μόνο με τη χάρη του Πνεύματος και με Αυτό συναναστρέφονται, επειδή από Αυτό κινούνται, μέσω του Οποίου κατά κάποιο τρόπο ενώνονται και με τους ομοούσιους με Αυτό Πατέρα και Λόγο και αποτελούν ένα Πνεύμα, όπως λέει ο Παύλος. Αυτοί όχι μόνο είναι ανίκητοι από τους δαίμονες, αλλά είναι και φοβεροί σ' αυτούς, γιατί δέχθηκαν τη θεία φωτιά, κι έγιναν πράγματι φωτιά και οι ίδιοι.

21. Η αφή δεν είναι αίσθηση μερική, που ενεργεί δηλαδή σε ένα μόνον μέρος του σώματος, όπως οι άλλες αισθήσεις, αλλά είναι γενική αίσθηση όλου του σώματος. Όταν λοιπόν χωρίς ανάγκη αγγίσει κάτι, ενώ ακόμη έλκεται με πάθος προς τα ευχάριστα σ' αυτήν, τότε κάνει το νου να σαλεύεται από εμπαθείς λογισμούς. Όταν όμως ενεργεί από απαραίτητη φυσική ανάγκη έχοντας απαρνηθεί τα ευχάριστα και έχοντας υπερβεί την αίσθηση, τότε δε συνηθίζει να διερεθίζει τα αισθητήρια της ψυχής.

22. Όταν ο νους εισχωρήσει στα υπέρ τη φύση, τότε οι αισθήσεις, μένοντας στο κατά φύση, λειτουργούν με απάθεια απέναντι στις αιτίες και ερευνούν μόνο τους λόγους και τη φύση τους, ξεχωρίζοντας χωρίς πλάνη τις ενέργειες και τις ιδιότητές τους. Και δε συνδέονται μαζί τους με εμπάθεια, ούτε κινούνται παρά φύση σε σχέση μ' αυτές.

23. Οι πνευματικοί αγώνες και κόποι προκαλούν ευφροσύνη στην ψυχή, αφού βέβαια προηγηθεί ειρήνευση των παθών. Αυτό λοιπόν που είναι δύσκολο σε όσους είναι δούλοι στην αίσθηση, αυτό στην ψυχή που είναι φιλόπονη και απέκτησε με ιερούς ιδρώτες τον πόθο του Θεού και έχει πληγωθεί από τον έρωτα της θείας γνώσεως, είναι εύκολο και μάλλον γλυκύτατο. Στους πρώτους, επειδή παραδόθηκαν στις ανέσεις του σώματος και στις απολαύσεις των ηδονών, οι κόποι και αγώνες της αρετής είναι δύσκολοι και τους φαίνονται σκληροί, γιατί δε φρόντισαν να ξεπλύνουν την αλμύρα των ηδονών με τα νάματα των δακρύων. Η ψυχή όμως που είπαμε, ποθεί και αποδέχεται τους κόπους και τους αγώνες, καθώς έχει αποκρούσει με βδελυγμία τις ηδονές που προξενούν οδύνη και έχει αποτινάξει την καλοπέραση μαζί με την αγάπη προς το σώμα. Ένα πράγμα μονάχα της είναι λυπηρό, η χαλάρωση των κόπων και το σταμάτημα των αγώνων. Ό,τι λοιπόν σ' εκείνους προξενεί σωματική ευφροσύνη, αυτό, στην ψυχή που έστρεψε τις επιθυμίες της στα θεία, είναι αιτία λύπης. Και ό,τι είναι σ' αυτήν αιτία πνευματικής ευφροσύνης, σ' εκείνους είναι αίτια στεναγμών και οδύνης.

24. Οι κόποι φαίνονται στην αρχή ό,τι προξενούν οδύνη σ' όλους τους αρχαρίους στους πνευματικούς αγώνες. Όταν όμως αυτοί αγωνιστούν να προκόψουν στην αρετή και φτάσουν στο μέσο της, τότε οι κόποι αποδεικνύονται ότι προξενούν κάποια ηδονή και παράδοξη ανάπαυση. Όταν τέλος το θνητό αυτό φρόνημα της σάρκας καταποθεί από την αθάνατη ζωή, την οποία προξενεί με τον ερχομό Του το Πνεύμα σ' εκείνους που πράγματι επεκτείνονται για να φτάσουν με κόπους στα άκρα των αρετών, τότε αυτοί γεμίζουν από ανείπωτη χαρά και ευφροσύνη, επειδή αποφράχθηκε γι' αυτούς η καθαρή πηγή των δακρύων και έβρεξε άνωθεν επάνω τους το γλυκό νάμα της κατανύξεως.

25. Αν θέλεις να φτάσεις τα ακραία όρια της αρετής και να βρεις το δρόμο που φέρνει στο Θεό χωρίς να πλανηθείς, μη δώσεις ύπνο στα μάτια σου, ούτε νυσταγμό στα βλέφαρά σου, ούτε ανάπαυση στους κροτάφους σου, μέχρις ότου, με πολλούς κόπους και δάκρυα, βρεις τόπο απάθειας για την ταλαιπωρημένη σου ψυχή και μπεις στον άγιο ναό της γνώσεως του Θεού και, δια μέσου της ενυπόστατης Σοφίας Του, ατενίσεις με σύνεση τους έσχατους σκοπούς των ανθρωπίνων πραγμάτων και, αφού καταφρονήσεις τα κάτω, τρέξεις και συ στα ψηλά βουνά της θεωρίας σαν τα ελάφια, με μεγάλη δίψα.

26. Σύντομος δρόμος προς απόκτηση αρετής για τους αρχαρίους είναι η σιωπή του στόματος και το κλείσιμο των ματιών και των αυτιών. Γιατί με την αργία αυτών, ο νους βρίσκει ευκαιρία και, έχοντας αποκλείσει τις εξωτερικές εισόδους, αρχίζει να παρατηρεί τον εαυτό του και τις κινήσεις του και να ερευνά ποιες είναι οι ενθυμήσεις που κολυμπούν στη νοητή θάλασσα των λογισμών, και ποια τα νοήματα που περνούν —σαν σε κάποιο νερόμυλο— από τη χοάνη της διάνοιας και τι είδους είναι αυτά, καθαρά και δίχως πικρά σπέρματα και σταλμένα από Άγγελο φωτός, ή ζιζάνια ανάμικτα και αχυρώδη, που προέρχονται από τους εχθρούς του φωτός. Και έτσι ο νους σαν ηγεμόνας αυτεξούσιος στέκεται ανάμεσα στις διάφορες έννοιες, και κρίνει και χωρίζει τους καλούς λογισμούς από τους κακούς. Και άλλα από τα εισερχόμενα προσλαμβάνει και αλέθει με τη συνεχή κίνησή του και τα βάζει σε νοερές αποθήκες αφού τα πλάσει με θεϊκό νερό και τα ψήσει με τη φωτιά του Πνεύματος· και τρεφόμενος από αυτά, δυναμώνει και γεμίζει από φως. Άλλα πάλι τα απορρίπτει στο βυθό της λήθης, αποφεύγοντας την πικράδα τους. Αυτό όμως το έργο μπορεί να το κάνει νοερά μόνον όποιος άρχισε να βαδίζει το δρόμο που οδηγεί χωρίς πλάνη στους ουρανούς και στο Θεό, και ξεντύθηκε τον πένθιμο χιτώνα των σκοτεινών παθών.

27. Η ψυχή που ξεφορτώθηκε μια για πάντα την πονηρία και το αλλόκοτο φρόνημα της κάκιστης αλαζονείας και απέκτησε τον πλούτο της απλής και άκακης καρδιάς από την επίσκεψη σ' αυτή του Αγίου Πνεύματος, ευθύς πλησιάζει το Θεό και τον εαυτό της. Και όσα βλέπει και ακούει, τα θεωρεί αξιόπιστα και αληθινά χωρίς δισταγμό, γιατί ξεπέρασε τα τρομερά βάραθρα της απιστίας και κινείται πάνω από τον άδη του φθόνου.

28. Από όλες τις αρετές πρώτη είναι η πίστη που είναι ριζωμένη βαθιά, όταν δηλαδή δεν αμφιβάλλει διόλου η ψυχή, αλλά διώχνει εντελώς τη φιλαυτία. Γιατί τίποτε άλλο δεν εμποδίζει από την εργασία των εντολών εκείνον, που μόλις ξεκίνησε για πνευματικούς αγώνες, όσο η παγκάκιστη φιλαυτία. Αυτή είναι το εμπόδιο της προκοπής των αγωνιστών. Αυτή βάζει στο νου αρρώστιες και δυσκολοθεράπευτα σωματικά πάθη, και με αυτό ψυχραίνει τη θέρμη της ψυχής και τους πείθει να παραιτούνται ευθύς εξ αρχής από την κακοπάθεια, ως εχθρό της τρυφηλής ζωής. Φιλαυτία είναι η άλογη αγάπη του σώματος, η οποία κάνει τον Μοναχό φίλαυτο, δηλαδή φιλόψυχο και φιλοσώματο και τον απομακρύνει από το Θεό και τη Βασιλεία Του, σύμφωνα με τον ιερό λόγο: «Όποιος αγαπά την ψυχή του, θα τη χάσει».

29. Εκείνος που με κόπο και επιμονή άρχισε την εργασία των εντολών του Θεού και με θερμό έρωτα σήκωσε πάνω στον τράχηλό του τον ελαφρό ζυγό της ασκήσεως, δε λογαριάζει την υγεία του σώματός του, δεν κυριεύεται από ίλιγγο μπροστά στη σκληρότητα των έργων της αρετής, δε διστάζει μπροστά στους κόπους, δεν κοιτάζει άλλον που δείχνει ραθυμία και αμέλεια στους ασκητικούς αγώνες. Αλλά με φλογερό πόθο ανοίγει το αυλάκι των αρετών με κάθε κακοπάθεια, προσέχοντας μόνο στον εαυτό του και στις εντολές του Θεού. Και κάθε μέρα σπέρνει με δάκρυα τα σπέρματά του στο χωράφι των ζώντων, μέχρις ότου φυτρώσει γι' αυτόν το χορτάρι της απάθειας και μεγαλώσει και μεστώσει σε καλάμι θείας γνώσεως και δέσει στάχυ με τους κόκκους του λόγου, οπότε θα έρθει φορτωμένος με τα γεννήματα της αρετής του.

30. Από πουθενά αλλού νομίζω δε γίνεται τόσο γρήγορα και σύντομα η προκοπή της ψυχής, όσο από μόνη την πίστη. Δεν εννοώ την πίστη μόνο στο Θεό και στον Μονογενή Υιό Του, αλλά αυτή που είναι ριζωμένη βαθιά στην ψυχή, με την οποία πιστεύομε ότι είναι αληθινές οι υποσχέσεις του Χριστού, τις οποίες υποσχέθηκε και ετοίμασε για όσους Τον άγαπούν, καθώς και οι απειλές και οι κολάσεις που είναι ετοιμασμένες για το διάβολο και τους εργάτες του. Αυτή η πίστη δίνει πλήρη βεβαιότητα στην ψυχή που αγωνίζεται, να ελπίζει ότι θα επιτύχει την κατάσταση των Αγίων, την μακάρια απάθεια, και ότι θα ανεβεί στο ύψος της αγιοσύνης τους και θα γίνει μαζί τους κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Έτσι με την εσωτερική αυτή βεβαιότητα η ψυχή προχωρεί με προθυμία στην εργασία των εντολών χωρίς να διστάζει, αλλά μιμείται τους κόπους των Αγίων και προσπαθεί με όμοιους αγώνες να φτάσει στην τελειότητα εκείνων.

31. Η εξωτερική εμφάνιση του προσώπου συμμεταβάλλεται, εκ φύσεως, με την εσωτερική κατάσταση της ψυχής. Όποια δηλαδή εργασία έχει η νοερή κίνηση της ψυχής, παρόμοια διάθεση δείχνει σε όσους την παρατηρούν και η όψη του προσώπου. Αυτή δηλαδή μεταβάλλεται και αλλάζει διάθεση ανάλογα με την προέλευση —θεία ή δαιμονική— του αντίστοιχου λογισμού, και έτσι άλλοτε φαίνεται χαρούμενη και φωτεινή καθώς η καρδιά ευφραίνεται με τις αναβάσεις σε αγαθές ενθυμήσεις και με τη μελέτη του Θεού, ενώ άλλοτε φαίνεται κατηφής και σκοτεινή, όταν πικραίνεται από άτοπους λογισμούς. Έτσι τα εσωτερικά ενεργήματα κάποιου δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα από εκείνους που έχουν γυμνασμένα τα αισθητήρια της ψυχής. Είτε λοιπόν πρόκειται για αλλοίωση που προκάλεσε η δεξιά του Υψίστου, είναι φανερή σ' αυτούς ως κατάσταση γνώριμη και αγαπητή, γιατί και οι ίδιοι με αυτήν αναγεννήθηκαν και έγιναν φως και άλας στους πλησίον. Είτε πάλι πρόκειται για παρουσία των εχθρικών δυνάμεων και ταραχή των λογισμών, είναι ολοφάνερη σ' αυτούς, γιατί αυτοί την απέβαλαν, και τώρα, με τα θεία χαρίσματα, έχουν επάνω τους λαμπρότατα τα χαρακτηριστικά της μορφής του Υιού του Θεού.

32. Η εσωτερική εργασία ή στεφάνια προξενεί στην ψυχή, ή ποινές και κολάσεις. Αν δηλαδή καταγίνεται γύρω από τα θεία πράγματα και περιποιείται το χωράφι της ταπεινοφροσύνης, δέχεται από ψηλά τη βροχή των δακρύων και καλλιεργεί την αγάπη και την πίστη στο Θεό και τη συμπάθεια προς τον πλησίον, με τις οποίες η ψυχή παίρνει το κάλλος της μορφής του Χριστού, γίνεται φως στους ανθρώπους και προσελκύει τα βλέμματά τους με τις ακτίνες των αρετών της και κινεί όλους σε δοξολογία του Θεού. Αν όμως καταγίνεται γύρω από τα γήινα και ανθρώπινα και αναταράζει και σκαλίζει τους τόπους της αμαρτίας που κάτω τους περνούν υπόνομοι, ποτίζεται από αυτούς με δυσωδία και σκοτάδι και καλλιεργεί το μίσος και την αποστροφή του καλού. Και έτσι η ψυχή, παίρνοντας τη χοϊκή και άμορφη εικόνα του παλαιού ανθρώπου, γίνεται πραγματικό σκοτάδι για όσους την πλησιάζουν . Και με την εργασία και απασχόληση των φαύλων πράξεων διαφθείρει ψυχές απλοϊκές και αστήρικτες και κινεί σε βλασφημία κατά του Θεού. Και έτσι, σε όποια βρεθεί η ψυχή κατά το θάνατο, ανάλογη έχει και την ανταπόδοση.

33. Εκείνος που καλλιεργεί φαύλους λογισμούς, έχει σκοτεινό και άγριο το πρόσωπο. Η γλώσσα του είναι βουβή για θείους ύμνους και η συνάντησή του δυσάρεστη σε όλους. Εκείνος όμως που καλλιεργεί στην καρδιά του αγαθά και αθάνατα φυτά, έχει χαρούμενο και λαμπρό το πρόσωπο. Η γλώσσα του ψάλλει ύμνους και δεήσεις και είναι γλυκύτατος στη συναναστροφή. Ώστε όσοι τους βλέπουν, ξεχωρίζουν καλά εκείνον που βρίσκεται ακόμη κάτω από τη δουλεία των ακαθάρτων παθών και το ζυγό του γήινου φρονήματος, καθώς και εκείνον που ο νόμος του Πνεύματος τον ελευθέρωσε απ' αυτή τη δουλεία, σύμφωνα με τα λόγια του Σολομώντα: «Όταν η καρδιά έχει ευφροσύνη, το πρόσωπο ανθεί· ενώ όταν έχει λύπες, το πρόσωπο σκυθρωπάζει».

34. Τα πάθη που τελούνται στην πράξη, με την πράξη και θεραπεύονται. Όπως δηλαδή η ασωτεία, η ηδονή, η πολυφαγία και ο αμελής και έκλυτος βίος οδηγούν την ψυχή στην εμπαθέστατη έξη και σε άτοπες πράξεις, έτσι ο περιορισμός, η εγκράτεια, οι κόποι και οι πνευματικοί αγώνες προξενούν στην ψυχή την απάθεια, και από την εμπάθεια τη μεταφέρουν στην απάθεια.

35. Όταν κανείς ύστερα από επίπονη και εντατική άσκηση αξιωθεί να λάβει από το Θεό λόγω της ταπεινοφροσύνης μεγάλες δωρεές και κατόπιν ξεπέσει και παραδοθεί σε πάθη και σε τιμωρούς δαίμονες, αλλά γνωρίζει ότι υπερηφανεύτηκε και σχημάτισε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρθηκε απέναντι των άλλων με έπαρση. Από πουθενά αλλού λοιπόν ο άνθρωπος αυτός δε θα βρει θεραπεία και απαλλαγή από τα πάθη και τους δαίμονες που τον περικυκλώνουν, παρά μόνον ξαναγυρίζοντας με τη μετάνοια στην πρώτη κατάσταση και παρουσιάζοντας στο Θεό, σαν καλό μεσίτη, την ταπείνωση και την επίγνωση της πραγματικής του καταστάσεως. Με αυτήν, καθένας που στέκεται καλά πάνω στο θεμέλιο των αρετών, θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο απ' όλη την κτίση.

36. Είναι εξίσου κακά ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων που ζουν κατά Χριστόν, το να είναι κανείς εμπαθής στην πράξη από ακόλαστη προαίρεση, και το να υπερηφανεύεται για τις αρετές του από Πνεύμα υπεροψίας. Όπως δηλαδή τις πράξεις του πρώτου που γίνονται κρυφά είναι ντροπή και να τις αναφέρει κανείς, έτσι και του δευτέρου η υψηλοφροσύνη είναι βδέλυγμα μπροστά στο Θεό. Και όπως ο ένας, καθώς είναι σαρκικός, δεν μπορεί καθόλου να αναπαύσει το Θεό, κατά τη Γραφή, έτσι και ο άλλος είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου, γιατί είναι υπερήφανος.

37. Ό,τι είναι πάθος, δεν είναι και έμπρακτη αμαρτία. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πάθος είναι η κίνηση που γίνεται στην ψυχή. Πράξη αμαρτωλή είναι εκείνη που εμφανίζεται στο σώμα. Όπως, φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία είναι φοβερά πάθη της ψυχής. Πορνεία και πλεονεξία και αδικία είναι αμαρτωλές πράξεις της σάρκας. Επιθυμία, θυμός και υπερηφάνεια είναι πάθη της ψυχής που προέρχονται από παρά φύση κίνηση των δυνάμεών της. Μοιχεία όμως και φόνος, κλοπή και μέθη και όποια άλλη αμαρτία γίνεται με το σώμα, είναι αμαρτωλές και φοβερές πράξεις της σάρκας.

38. Τρεις είναι οι γενικότατοι αρχηγοί όλων των παθών, και τρεις οι εναντίον τους πόλεμοι και τρεις εκείνοι που πολεμούν εναντίον τους και τους κατανικούν: ο αρχάριος που νικά το πάθος της φιληδονίας, ο μέσος που νικά το πάθος της φιλαργυρίας και ο τέλειος που νικά το πάθος της φιλοδοξίας. Τα τρία αυτά πάθη αποτελούν ένα μεγάλο τρικέφαλο φίδι.

39. Δεν είναι ένας ο αγώνας ούτε και ο ίδιος για τους τρεις που είπαμε εναντίον των τριών αρχηγών και δυνάμεων του πονηρού πνεύματος που εξουσιάζει, αλλά διαφέρει σε κάθε περίπτωση. Γιατί διαφορετικά γίνεται η μάχη εναντίον καθενός των τριών αρχηγών από τους αντίστοιχους αντιπάλους που έχουν ως φυσικό όπλο τον δίκαιο θυμό.

40. Αυτός που τώρα μπαίνει στους αγώνες της ευσέβειας και είναι αρχάριος στον πόλεμο εναντίον των παθών, όλη του τη μαχητική ενέργεια την κατευθύνει κατά του πνεύματος της φιληδονίας και, χρησιμοποιώντας κάθε κακοπάθεια, εκστρατεύει εναντίον του με όλη του τη δύναμη. Έτσι λιώνει τη σάρκα με νηστείες, χαμαικοιτίες, αγρυπνίες και ολονύκτιες προσευχές. Την ψυχή την συντρίβει με τη θύμηση των τιμωριών της κολάσεως και τη μελέτη του θανάτου. Την καρδιά την καθαρίζει από τους μολυσμούς των συνδυασμών και συγκαταθέσεων στους λογισμούς με τα δάκρυα της μετάνοιας.

41. Εκείνος που άφησε την αρχή και προχώρησε στο μέσο της αρετής και σκούπισε τους ιδρώτες του αγώνα κατά του πνεύματος της φιληδονίας με το σφουγγάρι της πρώτης απάθειας, και άνοιξαν πια τα μάτια του και άρχισε να βλέπει τις φύσεις των όντων, στη συνέχεια σηκώνει τα όπλα της πίστεως εναντίον του πνεύματος της άπιστης φιλαργυρίας. Ανυψώνει λοιπόν το νου του με τη μελέτη των θείων πραγμάτων. Το λογικό του το οξύνει με τους λόγους της κτίσεως και το κάνει ικανό να διασαφηνίζει τις φύσεις των όντων. Την ψυχή την ανεβάζει με την πίστη από τα ορατά στα ύψη των αοράτων και την πείθει ότι ο Θεός, που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν, Αυτός είναι που προνοεί γιά όλα τα έργα Του, και σ' Αυτόν βασίζει όλη του την ελπίδα για την ένθεη ζωή.

42. Εκείνος που με τη θεωρία και την απάθεια προσπέρασε το μέσο και άφησε πίσω την απάτη της παγκόσμιας αισθήσεως και ήδη μαζί με το λόγο της γνώσεως και της ενυπόστατης σοφίας του Θεού εισέδυσε στο γνόφο της θεολογίας, σηκώνει τα όπλα εναντίον του πνεύματος της φιλοδοξίας, με τη δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Προξενεί στην ψυχή του κατάνυξη με τις ιερές αποκαλύψεις και την κάνει να χύνει δάκρυα χωρίς πόνο. Και το φρόνημα της ψυχής το ταπεινώνει με τη μνήμη της ανθρώπινης ασθένειας και το ανυψώνει με τα νοήματα της θείας γνώσεως.

43. Με τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές, τις χαμαικοιτίες, τους κόπους του σώματος και την εκκοπή των θελημάτων μας με ταπείνωση ψυχής, κάνομε άπρακτο το πνεύμα της φιληδονίας. το υποτάσσομε δε με τα δάκρυα της μετάνοιας και, αφού το φέρομε στο δεσμωτήριο της εγκράτειας, το κάνομε ακίνητο και ανενεργό. Τούτο βέβαια όταν στεκόμαστε στην παράταξη των προθύμων και αγωνιστών.

44. Με τα όπλα της πίστεως και τη μάχαιρα του Πνεύματος, δηλαδή το λόγο του Θεού, αφού κατατροπώσομε το πνεύμα της φιλαργυρίας, το σφάζομε, και υψωνόμαστε προς τη θεωρία των όντων με λόγο σοφίας, υπερβαίνοντας την ταπεινότητα των ορατών με το λόγο της γνώσεως και βρίσκοντας την ανάπαυσή μας στα βασίλεια της αγάπης μαζί με τους πλουσιότατους θησαυρούς της ελπίδας προς το Θεό.

45. Όταν με τα φτερά της απάθειας και της ταπεινοφροσύνης πλέομε μέσα στον αέρα της μυστικής θεολογίας και εισερχόμαστε στον άνω βυθό της γνώσεως των μυστηρίων του Θεού με το θείο Πνεύμα, τότε, με τις φλόγες των θεϊκών δογμάτων και νοημάτων, κατακαίμε το πνεύμα της φιλοδοξίας. Και παρατηρώντας την κατάληξη των ανθρωπίνων πραγμάτων, καταποντίζομε με βροχές δακρύων και ποταμούς κατανύξεως τους πολεμάρχους του δαίμονες που εκστράτευσαν εναντίον μας με την οίηση, την κενοδοξία και την υπερηφάνεια.

46. Εκείνος που μίσησε με όλη του την ψυχή και απαρνήθηκε την επιθυμία της σάρκας και την επιθυμία που προέρχεται από την όραση και την αλαζονεία του πλούτου, οι οποίες αποτελούν τον κόσμο της αδικίας και με την φιλία των οποίων γινόμαστε εχθροί του Θεού, αυτός σταύρωσε τον κόσμο για τον εαυτό του και τον εαυτό του για τον κόσμο. Έτσι διέλυσε πάνω του την μεταξύ αυτού και του Θεού έχθρα κι έκανε ειρήνη ανάμεσά τους. Γιατί εκείνος που νεκρώθηκε γι' αυτά, αποβάλλοντας το σαρκικό φρόνημα, συμφιλιώθηκε με το Θεό, αφού θανάτωσε την έχθρα του κόσμου με τη νέκρωση των ηδονών, μέσω της σταυρωμένης για τον κόσμο ζωής του, και αποδέχθηκε τη φιλία με τον Ιησού. Επομένως, ο άνθρωπος αυτός δεν είναι πια φίλος του κόσμου, ώστε να είναι εχθρός του Θεού, αλλά γίνεται φίλος του Θεού, γιατί είναι σταυρωμένος για τον κόσμο και μπορεί να λέει: «Για μένα σταυρώθηκε ο κόσμος, κι εγώ για τον κόσμο».

47. Η εγκατάλειψη των αγωνιστών από το Θεό συνήθως γίνεται εξαιτίας κενοδοξίας ή κατακρίσεως του πλησίον ή επάρσεως για τις αρετές τους. Όποιο απ' αυτά τα τρία πλησιάσει και κυριαρχήσει στις ψυχές των αγωνιζομένων, προξενεί την εγκατάλειψη του Θεού. Και δε θα διαφύγουν τη δίκαιη καταδίκη για τις πτώσεις αυτές, μέχρις ότου διώξουν την αιτία της εγκαταλείψεως και καταφύγουν στο ύψος της ταπεινοφροσύνης.

48. Ακαθαρσία της καρδιάς και σπίλωση της ψυχής δεν είναι μόνο η παρουσία εμπαθών νοημάτων, αλλά και το να υπερηφανεύεται κανείς για το πλήθος των κατορθωμάτων του και να φουσκώνει για τις αρετές του και να έχει μεγάλη ιδέα πως απέκτησε σοφία και γνώση Θεού και να μέμφεται όσους αδελφούς είναι ράθυμοι και αμελείς. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου.

49. Μη νομίζεις ότι θα απαλλαγείς από τα πάθη και ότι θα ξεφύγεις τον μολυσμό των εμπαθών νοημάτων που γεννιούνται από αυτά, εφόσον έχεις φρόνημα αγέρωχο και φουσκωμένο για τις αρετές σου. Δεν πρόκειται να αποκτήσεις αγαθούς λογισμούς ώστε να δεις την αυλή της ειρήνης, ούτε χρηστότητα και γαλήνη στην καρδιά ώστε να μπεις με χαρά στο ναό της αγάπης, έως ότου έχεις πεποίθηση στον εαυτό σου και στα έργα σου.

50. Αν η ψυχή σου έλκεται με εμπάθεια από την ωραία εμφάνιση των σωμάτων και τυραννείται από τους εμπαθείς λογισμούς που γεννιούνται απ' αυτά, μη νομίζεις ότι αυτά είναι η αίτια της ταραχής σου και της τόσο εμπαθούς εσωτερικής κινήσεως. Αλλά γνώριζε ότι η αιτία είναι κρυμμένη μέσα στην ψυχή σου, η οποία λόγω της εμπαθούς έξεως και της κακής συνήθειας τραβά σαν μαγνήτης το μολυσμό από τα πρόσωπα, σαν να είναι σίδηρος. Γιατί τα κτίσματα του Θεού είναι καθ' εαυτά όλα πολύ καλά, και δεν υπάρχει σ' αυτά κανένας λόγος ώστε να κατηγορηθεί η δημιουργία του Θεού.

51. Όπως εκείνοι που ταξιδεύουν στη θάλασσα και καταλαμβάνονται από ναυτία, δεν το παθαίνουν αυτό από τη φύση της θάλασσας, αλλά εξαιτίας του νοσηρού χυμού που έχουν μέσα τους, έτσι και η ψυχή παθαίνει τον εμπαθέστατο εσωτερικό κλονισμό και την ταραχή όχι εξαιτίας των προσώπων, αλλά εξαιτίας της έξεως του κακού που βρίσκεται ακόμη μέσα της.

52. Ανάλογα με την εσωτερική διάθεση της ψυχής, αλλοιώνεται μαζί και αυτή η φύση των πραγμάτων. Όταν δηλαδή λειτουργούν κατά φύση τα νοερά αισθητήρια της ψυχής και ο νους βαδίζει χωρίς πλάνη γύρω από τους λόγους των όντων, έχοντας το λογικό να διασαφηνίζει τις φύσεις και τις κινήσεις τους, τότε και η ψυχή βλέπει κατά φύση τα πράγματα και τα πρόσωπα και κάθε υλικό δημιούργημα, επειδή δεν κρύβουν μέσα τους καμία αιτία που να τη μολύνει ή να τη βλάπτει. Όταν όμως οι δυνάμεις της ψυχής κινούνται παρά φύση και στασιάζουν μεταξύ τους, τότε και αυτή, όλα αυτά τα βλέπει παρά φύση· γι' αυτό και δεν την ανυψώνουν με τη φυσική καλλονή τους στην κατανόηση του Δημιουργού, αλλά εξαιτίας της εμπαθέστατης έξεώς της την κατεβάζουν στο βυθό της απώλειας.

53. Αν έπεσες από εγκατάλειψη του Θεού σε πτώση σαρκική ή της γλώσσας ή του λογισμού, παρόλο που περνούσες ζωή επίπονη και τραχύτατη, μη σου φανεί ανεξήγητο και παράδοξο. Γιατί η πτώση είναι δική σου και οφείλεται σε σένα. Αν δηλαδή εσύ πρώτα δε σχημάτιζες —όπως δεν έπρεπε— κάποια κούφια και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, ή δεν υπερηφανευόσουν από αλαζονικό φρόνημα σε βάρος άλλου, ή δεν έκρινες κάποιον για την ανθρώπινη αδυναμία του, δεν θα σε εγκατέλειπε με δίκαιη απόφαση ο Θεός, και δε θα μάθαινες έτσι την αδυναμία σου. Την έμαθες λοιπόν, για να μάθεις έτσι να μην κρίνεις, να μην έχεις φρόνημα υψηλότερο απ' ό,τι πρέπει να έχεις και να μην υπερηφανεύεσαι κατά των άλλων.

54. Αν πέσεις σε βάθος αμαρτημάτων, μην αποκλείσεις διόλου τη δυνατότητα επιστροφής σου, ακόμη και αν έφτασες στο τελευταίο βάραθρο του άδη της κακίας. Γιατί αν με τις έμπρακτες αρετές έχεις ήδη βάλει μέσα σου το θεμέλιο της ευσέβειας, τότε κι αν ακόμη κλονίστηκε το οικοδόμημα που έκτισες πάνω της με διάφορες πέτρες της αρετής και έπεσε στο έδαφος της εμπαθέστατης γης των κακών, ο Θεός ωστόσο δε θα λησμονήσει τους παλιούς κόπους και τους ιδρώτες σου. Τούτο βέβαια, αν είναι συντετριμμένη η καρδιά σου για τις αμαρτίες σου και θυμάται τις παλιές ημέρες και παρακαλεί με στεναγμούς ενώπιον του Θεού να σηκωθεί από την πτώση της. Και ο Θεός θα επιβλέψει γρήγορα πάνω σε σένα που τρέμεις τα λόγια Του, και θα αγγίσει αοράτως τα μάτια της κατώδυνης καρδιάς σου, και θα παρασταθεί στο θεμέλιο της αρετής που είχες κατασκευάσει πρωτύτερα με κόπους, και θα σου δώσει δύναμη μεγαλύτερη και τελειότερη από την πρώτη, με θέρμη φλογερού πνεύματος, ώστε να ξανακάνεις με υπομονή τα έργα της αρετής που γκρεμίστηκαν από φθόνο του πονηρού, και να ξανακτίσεις με πνεύμα ταπεινώσεως το σπίτι της ψυχής σου λαμπρότερο από το πρώτο, για την αιώνια ανάπαυση του Θεού, όπως είναι γραμμένο.

55. Όλα τα ατιμωτικά που μας συμβαίνουν, είτε από ανθρώπους, είτε από δαίμονες, συμβαίνουν σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού κατ' οίκο-νομίαν, για να ταπεινωθεί το μάταιο φρόνημα των ψυχών μας. Γιατί ο σκοπός του Θεού, του κυβερνήτη της ζωής μας, είναι να είμαστε ταπεινοί πάντοτε και να μην έχομε φρόνημα υψηλότερο από ό,τι πρέπει, αλλά να μας διακρίνει η μετριοφροσύνη· μήτε να εχομε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, αλλά να αποβλέπομε σ' Αυτόν και να μιμούμαστε, όσο είναι δυνατόν, τη μακάρια ταπείνωσή Του. Γιατί ήταν πράος και ταπεινός στην καρδιά, και τέτοιοι θέλει να γίνομε κι εμείς, Αυτός που υπέμεινε για μας θάνατο άδικο και ατιμωτικό. Κανένα άλλο δεν του είναι τόσο αγαπητό και οικείο μέσα σε κάθε αρετή, και το οποίο μπορεί να μας ανυψώνει από την κοπριά των παθών, όσο η πραότητα, η ταπείνωση και η αγάπη προς τον πλησίον. Αν αυτά μας λείπουν όταν εργαζόμαστε την αρετή, τότε όλη η εργασία μας είναι μάταιη, και όλος ο κόπος της ασκήσεως είναι ανώφελος και απαράδεκτος από το Θεό.

56. Τους αρχαρίους στο βίο της αρετής, ο φόβος των κολάσεων τους βοηθεί στην εργασία των εντολών και την αποφυγή των κακών. Εκείνοι όμως που πρόκοψαν στην αρετή κι έφτασαν στην θεωρία της δόξας του Θεού, αποκτούν άλλο, ανάλογο φόβο, από αγάπη, ο οποίος τους είναι πολύ φοβερός, δηλαδή τον αγνό φόβο. Ο φόβος αυτός τους βοηθεί να στέκονται ακλόνητοι στην αγάπη του Θεού, καθώς αναλογίζονται το ενδεχόμενο της φοβερής πτώσεως από αυτήν. Αν οι πρώτοι ξεπέσουν και μετανοήσουν πάλι, ξαναέρχεται ο πρώτος φόβος με καλές ελπίδες. Οι δεύτεροι όμως, αν από φθόνο του εχθρού χάσουν λόγω πτώσεως το ύψος της θεωρίας του Θεού, δεν ξαναβρίσκουν αμέσως το δεύτερο, τον αγνό φόβο, αλλά τους τυλίγει μια καταχνιά κι ένα χειροπιαστό σκοτάδι, γεμάτο αθυμία, οδύνη και πίκρα, μαζί με τον πρώτο φόβο των κολάσεων. Και αν ο Κύριος Σαβαώθ δε λιγόστευε τις ημέρες εκείνες της αφόρητης αυτής οδύνης, δε θα σωζόταν κανείς από εκείνους που παθαίνουν τέτοια πτώση.

57. Όταν η ψυχή ανακουφιστεί από την επίμονη ενόχληση των εμπα- θών λογισμών και μαραθεί η τυραννική φλόγα της σάρκας, τότε γνώριζε οτι ήρθε μέσα μας το Άγιο Πνεύμα αναγγέλλοντας την άφεση των προηγουμένων αμαρτιών μας και χαρίζοντάς μας την απάθεια. Όσο όμως η ψυχή νιώθει με τη συνεχή ενόχληση την οσμή των παθών και φλέγονται τα υπογάστρια της σάρκας, να γνωρίζεις ότι είναι ακόμη μακριά από την ψυχή η ευωδία του Πνεύματος και ότι όλη κρατιέται δεμένη κάτω από τα άλυτα δεσμά των παθών και των αισθήσεων.

58. Είδα πάνω στη γη —λέει ο σοφός— άνθρωπο που νομίζει ότι είναι φρόνιμος. Τέτοιον είδα κι εγώ μεταξύ των ανθρώπων, να έχει πεποίθηση στα έργα του και μεγάλη ιδέα για την ανθρώπινη σοφία του, την επίγεια και σαρκική. Και εξαιτίας της, όχι μόνο να κομπάζει σε βάρος των απλοϊκών ανθρώπων, αλλά ακόμη και τους διδασκάλους της χριστιανικής πίστεως που τελείωσαν θεάρεστα τη ζωή τους, να τους καταειρωνεύεται και να τους περιγελά για το ασυνήθιστο λεξιλόγιό τους και για το ότι δε θέλησαν να μιμηθούν το εκλεκτικό και τορνευτό λεξιλόγιο της κοσμικής σοφίας, ούτε επεδίωξαν την εύρυθμη σύνταξη στις γραπτές διδασκαλίες τους. Σ' αυτόν, επειδή αγνοεί ότι ο Θεός δεν προτιμά και δεν αγαπά τις τορνευτές λέξεις και τις ωραίες φράσεις, αλλά την καλή σημασία των νοημάτων, θα αναφέρω την έξης παροιμία: «Ο ζωντανός σκύλος είναι καλύτερος από το νεκρό λιοντάρι, και ένας νέος φτωχός και σοφός είναι καλύτερος από έναν βασιλιά γέροντα και ανόητο, που ακόμη δεν έμαθε να προσέχει σε ορθές υποδείξεις».

59. Το πάθος της βλασφημίας είναι φοβερό και δυσκολονίκητο. Έχει την αρχή του από την υπερήφανη διάνοια του σατανά. Αυτό πειράζει όλους αυτούς που ζουν κατά Θεόν με αρετή, περισσότερο όμως εκείνους που προοδεύουν στην προσευχή και στη θεωρία των θείων πραγμάτων. Γι' αυτό πρέπει με κάθε προσοχή να φυλάγομε τις αισθήσεις και να αντιμετωπίζομε με ευλάβεια όλα τα φρικτά μυστήρια του Θεού και τα ιερά σύμβολα και τους λόγους και να προσέχομε μήπως κάνει έφοδο το Πνεύμα αυτό. Γιατί καιροφυλακτεί όταν προσευχόμαστε και ψάλλομε, και κάποτε ξεστομίζει, με τα δικά μας χείλη, όταν δεν προσέχομε, κατάρες εναντίον μας και αλλόκοτες βλασφημίες κατά του Υψίστου Θεού, τις οποίες περνά κρυφά στους στίχους των ψαλμών και στα λόγια της προσευχής. Αλλά όταν κάτι τέτοιο φέρει στα χείλη μας ή σπείρει κρυφά στη διάνοιά μας, να στρέψομε επάνω του το λόγο του Χριστού και να του πούμε: «Φύγε πίσω μου σατανά, που είσαι γεμάτος δυσωδία και υπόδικος για την αιώνια κόλαση. Η βλασφημία σου να πέσει στο κεφάλι σου». Και αμέσως ας απασχολήσομε προσωρινά το νου αιχμαλωτίζοντάς τον σε άλλο πράγμα, θείο ή ανθρώπινο, ή ακόμη, ας τον ανυψώσομε με δάκρυα προς τους ουρανούς και το Θεό. Και έτσι, με τη βοήθεια του Θεού, θα απαλλαγούμε από το βάρος της βλασφημίας.

60. Η λύπη είναι καταστρεπτικό πάθος για την ψυχή και το σώμα και πειράζει και τον μυελό των οστών ακόμη. Εννοώ βέβαια τη λύπη του κόσμου, η οποία κυριεύει τους ανθρώπους για τα πρόσκαιρα και πολλές φορές γίνεται σ' αυτούς αιτία θανάτου. Η κατά Θεόν όμως λύπη, είναι σωτήρια και πάρα πολύ ωφέλιμη και προξενεί υπομονή στους κόπους και στους πειρασμούς. Ανοίγει την πηγή της κατανύξεως σ' εκείνον που αγωνίζεται και διψά τη δικαιοσύνη του Θεού και τρέφει με δάκρυα την καρδιά του, ώστε να εκπληρώνεται σ' αυτόν ο λόγος του Δαβίδ: «Θα μας θρέψεις με δάκρυα αντί για ψωμί, και με δάκρυα θα μας ποτίζεις άφθονα το κρασί της κατανύξεως».

61. Τα μέρη της ψυχής που έχουν καταπέσει από την εργασία των κακών, η κατά Θεόν λύπη τα τονώνει πολύ και τα επαναφέρει στη φυσική τους κατάσταση. Και τόσο πολύ αποδυναμώνει με τα δάκρυα το χειμώνα των παθών και τα σύννεφα της αμαρτίας και τα διώχνει από το νοητό αέρα της ψυχής, ώστε να γίνεται πάλι καθαρός ο ουρανός των λογισμών του νου μας, να κυριαρχεί γαλήνη στη θάλασσα της διάνοιας και ευφροσύνη στις καρδιές μας, και να αλλοιώνεται η όψη του προσώπου μας, ώστε βλέποντάς το εκείνοι που διακρίνουν ορθά, ν' αναπαύουν μαζί με το βλέμμα τους και την εσωτερική τους διάθεση και να λένε σύμφωνα με τον Δαβίδ: «Αυτή η αλλοίωση οφείλεται στη δεξιά του Υψίστου».

62. Να μην παραδέχεσαι τους λογισμούς που σπέρνει μέσα σου ο εχθρός, από υποψίες, εναντίον του πλησίον. Είναι ψεύτικοι και ολέθριοι και τελείως απατηλοί. Γνώριζε ότι με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν οι δαίμονες να σπρώξουν σε βάραθρο καταστροφής τις ψυχές εκείνων που προκόβουν στις αρετές. Γιατί με άλλον τρόπο δεν μπορούν οι δαίμονες να ρίξουν κανένα αγωνιστή στο βυθό της κατακρίσεως και της έμπρακτης αμαρτίας, παρά αν τον πείσουν να δεχτεί πονηρές υποψίες από την εξωτερική διαγωγή και τις διαθέσεις του πλησίον. Με τον τρόπο αυτό κάνουν τον άνθρωπο υπόδικο και υπεύθυνο αμαρτίας, ώστε να καταδικαστεί μαζί με τον κόσμο, σύμφωνα με τον ιερό λόγο: «Αν κρίναμε τους εαυτούς μας, δε θα μας έκρινε ο Κύριος. Όταν όμως μας κρίνει ο Κύριος, μας παιδαγωγεί, ώστε να μην καταδικαστούμε μαζί με τον κόσμο».

63. Όταν από ραθυμία αφήσομε τους δαίμονες να ψιθυρίζουν στο αυτί μας υποψίες εναντίον των αδελφών, επειδή δηλαδή δεν προσέχομε τις κινήσεις των ματιών μας, τότε οδηγούμαστε από αυτούς να κατακρίνομε ακόμη και τους τελείους στην αρετή. Αν λοιπόν εκείνος που είναι χαρωπός και γελαστός και πρόθυμος σε συναναστροφή σου φαίνεται ότι είναι εύκολος για συγκατάθεση σε πάθη και ηδονές, τότε και κάθε σκυθρωπός και κατηφής πρέπει να είναι για σένα γεμάτος θυμό και υπερηφάνεια. Αλλά δεν πρέπει να προσέχομε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, γιατί είναι επισφαλής η κρίση από αυτά. Και αυτό γιατί οι άνθρωποι έχουν πολλές διαφορές στη φύση, στις συνήθειες και στη σωματική διάπλαση, και αυτά μπορούν να τα θεωρήσουν και να τα κρίνουν χωρίς πλάνη, μόνον εκείνοι οι οποίοι με μεγάλη κατάνυξη καθάρισαν τα νοερά μάτια της ψυχής και κατοικεί μέσα τους το άπειρο φως της θεϊκής ζωής, στους οποίους και δόθηκε η χάρη να γνωρίζουν τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού.

64. Όταν διαπράττομε τα φαύλα έργα της σάρκας, τότε υπηρετούμε την παρά φύση επιθυμία και το θυμό της ψυχής. Και μολύνομε το σώμα με τις αισχρές ρεύσεις της αμαρτίας, ενώ σκοτίζομε την ψυχή με την πικρία του θυμού και αποξενωνόμαστε από τον Υιό του Θεού. Πρέπει λοιπόν, τον μέν μολυσμό της ροής από την ουσία του σώματος να τον αποπλύνομε με τη ροή των από την ουσία μας δακρύων, έτσι ώστε το σώμα που καταμολύνθηκε από την ηδονή με τη φυσική ρεύση, να το καθαίρομε πάλι με την οδύνη της λύπης μέσω της φυσικής ροής των δακρύων. Το δε σκοτάδι της ψυχής που προξενεί η πίκρα του θυμού, να το διώχνομε με το φως της κατανύξεως και τη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού και να ενωνόμαστε πάλι με Εκείνον, από τον Οποίο με την επιθυμία και το θυμό πρωτύτερα αποξενωθήκαμε.

65. Όπως ο μολυσμός της σάρκας με την ηδονή έχει προηγούμενη αιτία τον σατανικό έρωτα, για να ολοκληρώσει την κακία, έτσι η κάθαρση με την οδυνηρή λύπη έχει προηγούμενη αιτία τη θέρμη της καρδιάς, για να ολοκληρώσει το πένθος και τα δάκρυα. Και αυτό αποτελεί οικονομία της αγαθότητας του Θεού προς εμάς, ώστε αποβάλλοντας και καθαρίζοντας τον κόπο της ηδονής με τους κόπους της οδύνης και την αισχρότατη ροή της σάρκας με τη ροή των δακρύων, να εξαφανίσομε από το νου μας τους τύπους των αχρειοτήτων και τις άσχημες εικόνες από την ψυχή μας, και να την αναδείξομε λαμπρότερη στο φυσικό της κάλλος.

66. Όπως εκείνος που από ενέργεια του πονηρού πνεύματος πορνεύει, καρπώνεται ως μισθό την ηδονή της σάρκας και τα φαύλα έργα του καταλήγουν στο μολυσμό, έτσι και εκείνος στον οποίο ενεργεί από ψηλά το Άγιο Πνεύμα, καρπώνεται ως μισθό τη χαρά της ψυχής και τα καλά του έργα καταλήγουν στην κάθαρση με τα δάκρυα, στην αναγέννηση και στην ένωση και τη συνάφεια με το Θεό.

67. Δύο φυσικές ροές από την ουσία μας υπάρχουν σ' εμάς: της γονής και των δακρύων. Με την πρώτη μολύνεται ο χιτώνας της ψυχής μας, ενώ με τη δεύτερη καθαίρεται. Γι' αυτό είναι ανάγκη, το μολυσμό που προέρχεται από την ουσία μας να τον ξεπλύνομε με τα δάκρυα που προέρχονται πάλι από αυτήν. Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθαρθεί ο μολυσμός της φύσεώς μας.

68. Κάθε διάθεση της ψυχής που σφάλλει και κινείται με φαύλο τρόπο, τερματίζει την προσπάθειά της σε μια σύντομη ηδονή. Κάθε όμως ψυχή που καθαρίζεται από τη φαύλη συνήθεια και διάθεση, απλώνει τους κόπους της σε μια μακρά ηδονή όλο ευφροσύνη. Και είναι θαύμα, πώς ηδονή που καταστέλλει την ηδονή, γλυκαίνει τελείως την οδύνη που γεννιέται από την ηδονή.

69. Άλλοτε η ροή των δακρύων προξενεί στη νοερή αίσθηση της καρδιάς πίκρα και πόνο, κι άλλοτε ευφροσύνη και αγαλλίαση. Όταν λοιπόν καθαιρόμαστε με τη μετάνοια από το δηλητήριο και την ακαθαρσία της αμαρτίας, σαν με δυνατή φωτιά, έχοντας τα δάκρυα που αυτή προκαλεί πυρωμένα από τη θεϊκή φωτιά και το λογισμό μας σαν να σφυροκοπείται με βαριές σφύρες με τους στεναγμούς που βγαίνουν από το βάθος της καρδιάς, τότε αισθανόμαστε πίκρες και πόνους νοερά και αισθητά. Όταν όμως με τα δάκρυα αυτού του είδους καθαρθούμε αρκετά και προχωρήσομε στην ελευθερία των παθών, τότε παρηγορούμαστε από το θείο Πνεύμα, γιατί αποκτήσαμε γαλήνια και καθαρή καρδιά, και γεμίζομε με ανέκφραστη ηδονή και γλυκύτητα από τα χαροποιά δάκρυα της κατανύξεως.

70. Άλλα είναι τα δάκρυα της μετάνοιας και αλλά εκείνα που προέρχονται από τη θεία κατάνυξη. Τα πρώτα είναι σαν πλημμυρισμένος ποταμός που παρασύρει όλα τα τείχη της αμαρτίας, ενώ τα αλλά είναι για την ψυχή σαν τη βροχή που πέφτει στα αγριόχορτα και σαν χιόνι στη χλόη, και τρέφουν το στάχυ της γνώσεως και το κάνουν άφθονο και καρποφόρο.

71. Κάθε δάκρυ δεν είναι και κατάνυξη, αλλά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Τα δάκρυα έρχονται από μεταμέλεια για τη διαγωγή και από ενθύμηση των παλιών αμαρτημάτων της ψυχής, σαν να βγαίνουν από φωτιά και καυτό νερό, και καθαρίζουν την καρδιά. Η κατάνυξη κατεβαίνει από τη θεία δρόσο του Πνεύματος για παρηγοριά και ανακούφιση της ψυχής, η οποία μόλις μπήκε με θέρμη στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και απόλαυσε τη θεωρία του απροσίτου φωτός, και λέει στο Θεό σαν το Δαβίδ: «Περάσαμε μέσα από φωτιά και νερό, και μας έβγαλες σε αναψυχή».

72. Άκουσα μερικούς να λένε ότι κανείς δεν μπορεί να επιτύχει την έξη της αρετής χωρίς μακρινή αναχώρηση και φυγή στην έρημο, και θαύμασα, γιατί νόμισαν ότι εκείνο που δεν γνωρίζει περιορισμό, περιορίζεται σε ένα τόπο. Γιατί η έξη της αρετής είναι η αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής στην αρχική ευγένεια και η συγκέντρωση στο ίδιο σημείο των γενικών αρετών, στην κατά φύση δηλαδή ενέργεια. Αυτά όμως δεν μας έρχονται απ' έξω ως επείσακτα, αλλά μας έχουν χορηγηθεί από τη δημιουργία μας με θεία και νοερή αίσθηση, και όταν από αυτά και μαζί με αυτά κινούμαστε κατά φύση, εισαγόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών, η οποία βρίσκεται μέσα μας, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου. Άρα είναι περιττή η ερημία αφού μπορούμε και χωρίς αυτήν να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών με τη μετάνοια και την ακριβή τήρηση των εντολών του Θεού, πράγμα που μπορεί να γίνεται σε κάθε τόπο της δεσποτείας του Θεού, σύμφωνα με τον θείο Δαβίδ που λέει: «Ευλόγει, ψυχή μου, τον Κύριο σε κάθε τόπο της δεσποτείας Του».

73. Εκείνος που βρίσκεται μέσα σε βασιλική παράταξη κάτω από στρατηγούς και λοχαγούς πολεμώντας μαζί τους, και δεν μπόρεσε στη μάχη να δείξει παλληκαριά και γενναιότητα κατά των εχθρών, ή τουλάχιστον να νικήσει έναν από αυτούς, πως θα πολεμήσει μόνος του ανάμεσα σε μυριάδες εχθρούς και θα επιδείξει κάποιο στρατιωτικό κατόρθωμα, αφού είναι άπειρος του πολέμου; Κι αν αυτό είναι αδύνατο στα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο είναι στα θεία. Γιατί ποιος, αν φύγει στην έρημο, θα μπορέσει να μάθει τις επιδρομές των δαιμόνων και τις κρυφές και φανερές επιθέσεις των παθών; Ή πώς θα ορμήσει εναντίον τους, αν πρωτύτερα δεν γυμναστεί στην εκκοπή του θελήματος ανάμεσα σε αδελφότητα, κάτω από έμπειρο αρχηγό αυτού του αόρατου και νοητού πολέμου; Και αν αυτό είναι αδύνατο, άρα είναι τελείως ακατόρθωτο ο άνθρωπος αυτός να πολεμήσει για χάρη άλλων και να τους διδάξει τη νίκη κατά των αοράτων εχθρών.

74. Αφαίρεσε από πάνω σου την ντροπή της αμέλειας και την εξουδένωση από την καταφρόνηση των εντολών του Θεού. Διώξε μακριά την φιλαυτία και όρμησε αλύπητα εναντίον της σάρκας. Ζήτησε να μάθεις και να φυλάξεις τις εντολές του Κυρίου και τις μαρτυρίες του νόμου Του. Καταφρόνησε τη δόξα και την ατιμία. Μίσησε τις ηδονικές ορέξεις του σώματος. Απόφυγε τον χορτασμό, από τον Οποίο εξάπτονται οι σαρκικές ορμές. Αγκάλιασε τη φτώχεια και την κακοπάθεια. Στάσου γενναίος εναντίον των παθών. Στρέψε τις αισθήσεις σου προς το εσωτερικό της ψυχής. Σκύψε μέσα σου προς εργασίαν των ανωτέρων. Γίνε κουφός στα ανθρώπινα πράγματα. Βάλε όλη τη δύναμη σου στην εργασία των εντολών. Θρήνησε, κοιμήσου στο έδαφος, νήστεψε, κακοπάθησε, ησύχασε και, τελευταία, μάθε όχι τα γύρω σου, αλλά τον εαυτό σου. Ανέβα πάνω από την ταπεινότητα των ορατών. Άπλωσε τα μάτια του νου σου στη θεωρία του Θεού και δες την τερπνότητα του Κυρίου μέσα από την καλλονή των κτισμάτων. Έπειτα κατέβα από κει και διηγήσου στους αδελφούς σου τα σχετικά με την αιώνια ζωή και τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Και αυτό είναι το έργο της φυγής από τους ανθρώπους, με άκρα άσκηση, και το πέρας της διαμονής στην ερημία.

75. Αν θέλεις να δεις τα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός γι' αυτούς που Τον αγαπούν, φτάσε στην έρημο της αρνήσεως του θελήματός σου και απόφυγε τον κόσμο. Ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Η επιθυμία των σαρκικών οφθαλμών, η αλαζονεία των λογισμών και η απάτη των ορατών. Αν λοιπόν αποφύγεις αυτόν τον κόσμο, πολύ ενωρίς θα δεις να ανατείλει πάνω σου το φως της ένθεης ζωής και γρήγορα θα εμφανιστούν τα φάρμακα της ψυχής σου, θέλω να πώ τα δάκρυα. Και θα δεχτείς αλλοίωση από τη δεξιά του Υψίστου, και στο έξης δε θα σε πλησιάσει καμία μάστιγα των παθών. Και έτσι, ενώ θα ζεις μέσα στον κόσμο και στο πλήθος, θα είσαι σαν να ζεις στην έρημο και σαν να μη βλέπεις άνθρωπο. Αν όμως αποφύγεις αυτόν τον κόσμο όπως είπα, δε θα ωφεληθείς τίποτε από τη φυγή του βλεπομένου κόσμου και δεν θα κατορθώσεις τις αρετές, ούτε με το Θεό θα ενωθείς.

76. Το να γίνει κανείς Μοναχός δε σημαίνει να φύγει από τους ανθρώπους και τον κόσμο, αλλά να αφήσει τον εαυτό του, να φύγει από τα θελήματα της σάρκας και να πάει στην κατάσταση την έρημη από πάθη. Ειπώθηκε βέβαια στον Μέγα Αρσένιο το «φεύγε από τους ανθρώπους και σώζεσαι», αλλά ειπώθηκε με τέτοιο Πνεύμα: Επειδή και μετά τη φυγή του βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους και έμενε σε κατοικημένα μέρη και ζούσε μαζί με τους μαθητές του. Με την αισθητή όμως φυγή πραγματοποίησε τη νοητή και έτσι δεν τον έβλαπτε διόλου η συναναστροφή των ανθρώπων. Παρόμοια και κάποιος άλλος από τους μεγάλους Πατέρες έλεγε, όταν έβγαινε από τη σύναξη της εκκλησίας: «Φεύγετε αδελφοί»· αλλά όταν τον ρώτησαν τι να φύγουν, έδειξε το στόμα.

77. Η κατοίκηση μαζί με αδελφούς είναι πιο ασφαλής από την απομόνωση. Για την αναγκαιότητα της κατοικήσεως μαζί με άλλους μαρτυρεί ο ιερός λόγος του Ιησού και Θεού: «Όπου βρίσκονται συναγμένοι δύο ή τρεις στ' όνομά μου, εκεί είμαι ανάμεσα τους». Ενώ για τον κίνδυνο της μονώσεως ο Σολομών λέει: «Αλοίμονο στον ένα· όταν πέσει, δεν υπάρχει αυτός που θα τον σηκώσει». Εκείνους που ζουν με αγάπη και ομόνοια και υμνούν το Θεό, τους μακαρίζει και ο Δαβίδ λέγοντας: «Είναι μακάριος ο λαός που έμαθε να υψώνει δοξολογικό αλαλαγμό». Ο ίδιος επαινεί και την συγκατοίκηση: «Τι είναι πιο ωραίο και πιο ευχάριστο από το να κατοικούν μαζί αδελφοί;». Αλλά και των μαθητών του Κυρίου, μία ήταν η ψυχή και η καρδιά. Ακόμη, η κάθοδος του Θεού σ' εμάς δεν έγινε σε ερημία, αλλά μέσα σε κατοικούμενα μέρη και ανάμεσα σε ανθρώπους αμαρτωλούς. Είναι λοιπόν αναγκαία η ομόνοια της ομαδικής ζωής, ενώ σφαλερή και επικίνδυνη η μόνωση.

78. Ο Κύριος είπε: «Είναι αναπόφευκτα τα σκάνδαλα, αλοίμονο όμως σ' εκείνον που γίνεται αίτιος σκανδάλου». Εκείνος λοιπόν που έχασε την ευλάβεια και συμπεριφέρεται ανάμεσα στην αδελφότητα με καταφρόνηση και αφοβία του Θεού, σκανδαλίζει πολλούς από τους πιο απλούς αδελφούς, από τη μία με έργα και σχήματα και φαυλότατους τρόπους, κι από την άλλη με λόγια και διεφθαρμένη ομιλία. Έτσι διαφθείρει ψυχές και τα καλά και χρηστά ήθη τους.

79. Εκείνος που τηρεί τις εντολές του Θεού, δε γίνεται πέτρα σκανδάλου για τους ανθρώπους, επειδή ούτε υπάρχει σ' αυτόν σκάνδαλο, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Ειρήνη πολλή κυριαρχεί σ' όσους αγαπούν το νόμο Σου, και δεν υπάρχει σ' αυτούς σκάνδαλο». Αντίθετα, γίνεται γι' αυτούς φως και αλάτι και ζωή, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου: «Εσείς είστε το φως του κόσμου και το αλάτι της γης». Φως, γιατί έχει βίο ενάρετο και λόγο λαμπρό και σοφή διάνοια· αλάτι, γιατί είναι πλούσιος στη θεία γνώση και δυνατός στη σοφία του Θεού· και ζωή, γιατί με τους λόγους του ζωογονεί τους νεκρωμένους από τα πάθη τους και τους ανασταίνει από τον άδη της απογνώσεως. Επίσης, με το φως των έργων της αρετής του λάμπει μπροστά στους ανθρώπους και τους καταφωτίζει· με τη γλυκύτητα και τη στυπτικότητα των λόγων του, τους σφίγγει από τη χαλάρωση και τους ελευθερώνει από τη σήψη των παθών με τη ζωή τέλος των λόγων του, δίνει ζωή στις ψυχές που έχουν νεκρωθεί από την αμαρτία.

80. Το πάθος της κενοδοξίας είναι ένα δόκανο με τρία κεντριά, της κενοδοξίας, της οιήσεως και της υπερηφάνειας, το οποίο πυρώνουν και σφυρηλατούν οι δαίμονες. Εκείνοι όμως που σαν πουλιά φωλιάζουν κάτω από τη σκέπη του Θεού του ουρανού, το αντιλαμβάνονται εύκολα και συντρίβουν τα κεντριά του, καθώς πετούν πάνω απ' αυτά με την ταπεινοφροσύνη και αναπαύονται στο δένδρο της ζωής.

81. Όταν ο ακάθαρτος αυτός και πολυμήχανος δαίμονας της κενοδοξίας σου επιτίθεται καθώς προκόβεις στην αρετή και σου προλέγει με μάταιους λογισμούς την άνοδό σου σε ηγουμενικό ή επισκοπικό θρόνο, φέρνοντας στο νου σου και επαινώντας την εργασία σου, ότι είναι δηλαδή ανώτερη από των άλλων, και ακόμη σου υποβάλλει ότι είσαι ικανός και ψυχές να οδηγείς, τότε πιάσε αυτόν τον δαίμονα νοερά και μην τον αφήσεις να δραπετεύσει, αν βέβαια έχεις λάβει δύναμη από ψηλά να το κάνεις αυτό· κι αφού τον πάρεις μαζί σου, πήγαινε με τη διάνοια σε κάτι φαύλο που κάποτε έκανες, και πες του: «Αυτοί που κάνουν τέτοια πράγματα είναι άξιοι να ανεβούν σε τέτοιο ύψος αρχής και σου φαίνονται ικανοί να οδηγούν ψυχές και σωσμένες να τις προσφέρουν στο Χριστό; Πες μου εσύ, γιατί εγώ σιωπώ». Μην έχοντας λοιπόν τι να σου αποκριθεί, θα φύγει από την ντροπή σαν καπνός, και δε θα σε ξαναενοχλήσει πια με δύναμη. Αν πάλι δε βρίσκεις να έχεις κάνει ή να έχεις πει τίποτε φαύλο στην υπερκόσμια ζωή σου, τουλάχιστον αντιπαράβαλε τον εαυτό σου με τις εντολές και τα πάθη του Κυρίου. Και θα βρεις τότε ότι υστερείς τόσο από την τελειότητα, όσο μια κολυμβήθρα νερό από τη θάλασσα. Γιατί η δικαιοσύνη των ανθρώπων υστερεί τόσο πολύ από τη δικαιοσύνη του Θεού, όσο μικρότερη είναι η γη από τον ουρανό και το κουνούπι από το λιοντάρι.

82. Εκείνος που πληγώθηκε βαθιά από την αγάπη του Θεού, δεν του φτάνει η δύναμη του σώματός του να ανταποκριθεί στο μέγεθος της προθέσεώς του. Γιατί δεν χορταίνει η πρόθεσή του από τους κόπους και τους ιδρώτες της ασκήσεως. Νιώθοντας δηλαδή όπως οι πολύ διψασμένοι, δε βρίσκει με τι να σβήσει τη φλόγα της προθέσεώς του, αλλά όλη την ημέρα και τη νύχτα διψά να κοπιάζει, και δεν του επαρκεί η δύναμη του σώματος. Νομίζω ότι και οι Μάρτυρες του Χριστού κυριεύθηκαν από το υπερφυσικό αυτό πάθος και έτσι ούτε αισθάνονταν τα μαρτύρια, ούτε τα χόρταιναν, αλλά ξεπερνούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς των με τον σφοδρό έρωτα του Θεού και πάλι έβλεπαν πάντοτε ότι δεν μπορούσαν να φτάσουν την πύρινη πρόθεσή τους να υποστούν βάσανα για το Χριστό.

83. Εκείνος που με οποιοδήποτε τρόπο συγκρίνει τον εαυτό του με τους αδελφούς που ασκούνται ή μένουν μαζί του, αυτός, χωρίς να το καταλαβαίνει, εξαπατά τον εαυτό του και βαδίζει δρόμο που δεν οδηγεί στο Θεό. Ο άνθρωπος αυτός ή τον εαυτό του δεν γνωρίζει, ή έχει παραπλανηθεί από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό, στον οποίο τρέχουν οι πρόθυμοι αγωνιστές με ταπεινό φρόνημα, πράγμα που τους κάνει να πετούν πάνω από τις παγίδες του εχθρού, να φτάνουν στο νοητό αέρα με τα φτερά της απάθειας και να φτερουγίζουν σε φωτεινούς τόπους στολισμένοι με τη μετριοφροσύνη.

84. Όποιος είναι αλαζονικός και εξαπατάται από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δε θα αποκτήσει ποτέ τη χάρη της ταπεινώσεως μέσα στο φως της κατανύξεως, με την οποία χορηγείται φως σοφίας Θεού σ' εκείνους που έχουν συντριβή στην καρδιά, σύμφωνα με το λόγο της Γραφής: «Μέσα στο δικό Σου φως θα δούμε φως». Αντίθετα, θα τον σκεπάσει η νύχτα των παθών όπου περιφέρονται όλα τα θηρία του δάσους της ανθρώπινης φύσεως και τα λιονταρόπουλα της οιήσεως, δηλαδή οι δαίμονες της κενοδοξίας και της πορνείας, που ουρλιάζουν και ζητούν ποιόν να καταπιούν και να τον ρίξουν στην κοιλιά της απογνώσεως.

85. Για εκείνον που ζει όπως αρέσει στους ανθρώπους και κινείται από το πνεύμα της οιήσεως, ο βίος και η παρούσα ζωή γίνεται θάλασσα κακών, η οποία κατακλύζει τη νοερή ψυχή του με την αλμύρα των ηδονών, και με τα άγρια κύματα των παθών καταχτυπά τα τρία μέρη της ψυχής του καθώς εξαγριώνεται από τα πνεύματα της πονηρίας. Αυτός αντιμετωπίζει φοβερή αμηχανία και μεγάλη αθυμία όταν το πλοίο του και το πηδάλιο της ψυχής συντρίβονται από τις ηδονές της σάρκας και ο κυβερνήτης νους σκεπάζεται κάτω από το βυθό της αμαρτίας και το νοητό θάνατο, μέχρις ότου η θάλασσα των κακών καταπραΰνει τα κύματά της και γίνει άβυσσος ταπεινώσεως και γαλήνη, και η αλμύρα των ηδονών μεταστρέψει τα ρεύματα σε πηγές δακρύων και μεταβληθεί σε ηδονή φωτεινής κατανύξεως.

86. Εσύ που υπηρέτησες κατά κόρον στις ηδονές και στις πράξεις του σώματος, να επιδοθείς κατά κόρον και στους κόπους της ασκήσεως με τους ιδρώτες της κακοπάθειας, έτσι ώστε να αποκρουστεί ο κόρος από τον κόρο, η ηδονή από την οδύνη και η ανάπαυση από τους κόπους του σώματος και ν' αναπαυθείς βρίσκοντας κατά κόρον ευφροσύνη και αγαλλίαση. Έτσι θα απολαύσεις την ευωδία και καθαρότητα της αγνείας και την ανέκφραστη ηδονή των αθανάτων καρπών του Πνεύματος. Γιατί και τα απορρυπαντικά τα χρησιμοποιούμε ανάλογα με την ακαθαρσία των ενδυμάτων που θέλομε να πλύνομε, όταν αυτή εισχωρήσει βαθιά.

87. Οι αρρώστιες σ' εκείνους που είναι στην αρχή του ενάρετου βίου είναι ωφέλιμες, γιατί βοηθούν στο μαρασμό και στην ταπείνωση της σάρκας που βράζει. Εξασθενίζουν δηλαδή τη δύναμη της σάρκας και λεπτύνουν το χοϊκό φρόνημα της ψυχής, ενώ κάνουν την ενέργειά της πιο έντονη και πιο δυνατή, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός». Αλλά όσο στους αρχαρίους είναι ωφέλιμες οι αρρώστιες, τόσο βλαβερές είναι σ' εκείνους που προχώρησαν στους κόπους των αρετών και ήδη ξεπέρασαν την αίσθηση και έφτασαν σε ουράνιες θεωρίες. Και τούτο γιατί τους εμποδίζουν από την απασχόληση με τα θεία και αμβλύνουν με τους πόνους και τις συμφορές το λογιστικό μέρος της ψυχής και το θολώνουν με το νέφος της αθυμίας και ξεραίνουν την κατάνυξη με την ξηρασία των πόνων. Αυτό το ήξερε και ο Παύλος, και φροντίζοντας ορθά τον εαυτό του με το νόμο της διακρίσεως έλεγε: «Ταλαιπωρώ το σώμα μου με επίπονες ασκήσεις, μα και το φροντίζω σαν δούλο, από φόβο μήπως εγώ που κήρυξα σε άλλους, κριθώ ακατάλληλος».

88. Από την ανώμαλη και όχι ισορροπημένη δίαιτα, συχνά γεννιούνται σε πολλούς οι ασθένειες. Είτε δηλαδή ο αγωνιστής επεκτείνεται στην άκρα ασιτία και σε κόπους αρετών χωρίς μέτρο και διάκριση, είτε παρεκκλίνει στην πολυφαγία και στον κόρο που είναι εχθρός της φύσεως. Αναγκαία λοιπόν η εγκράτεια και στους αρχαρίους, αλλά και σ' εκείνους που ξεπέρασαν τη μεσότητα και συνεχίζουν τους αγώνες για την ανάβαση στην ακρότατη θεωρία. Γιατί η εγκράτεια είναι μητέρα της υγείας, φίλη της αγνείας και καλή σύζυγος της ταπεινοφροσύνης.

89. Να ξέρεις ότι δυο ειδών είναι η απάθεια και κατά δύο τρόπους έρχεται στους αγωνιστές. Πρώτα μεν, από την ολοκλήρωση της ασκητικής πράξεως έρχεται σ' αυτούς η πρώτη απάθεια, η οποία αφού αυξηθεί ποικιλότροπα με τους κόπους της νόμιμης αθλήσεως, νεκρώνει αμέσως τα πάθη και κάνει αδρανείς τις ορμές της σάρκας, ενώ κάνει τις δυνάμεις της ψυχής να κινούνται κατά φύση και αποκαθιστά το νου στην προσεκτική μελέτη των θείων. Έπειτα δε, από την αρχή της φυσικής θεωρίας, έρχεται σ' αυτούς η δεύτερη και τελειότερη απάθεια, η οποία, αφού από τη νοερή ησυχία των λογισμών ανυψωθεί στην ειρηνική κατάσταση του νου, τον κάνει εξαιρετικά διορατικό και προορατικό. Εξαιρετικά διορατικό στα θεία πράγματα, σε οπτασίες των ανωτέρων πραγμάτων και σε αποκαλύψεις μυστηρίων Θεού. Και προορατικό σε ανθρώπινα πράγματα που έρχονται από μακριά και θα γίνουν στο μέλλον. Και στις δύο, ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, όπως λέει ο Παύλος, το οποίο συγκρατεί και περιορίζει κατά την πρώτη απάθεια, ενώ κατά τη δεύτερη λύνει και δίνει ελευθερία αιώνιας ζωής.

90. Εκείνος που πλησίασε τα σύνορα της απάθειας, καθώς ασκεί ορθά τη θεωρία περί Θεού και των φύσεων των όντων, από την καλλονή των δημιουργημάτων ανάγεται —ανάλογα με την καθαρότητά του— στον Ποιητή και δέχεται τις φωτοχυσίες του Πνεύματος. Έχοντας αγαθή υπόληψη για όλους, σκέφτεται πάντοτε για όλους καλά, όλους τους βλέπει αγίους και αγνούς και έχει ορθή κρίση για τα θεία και ανθρώπινα πράγματα. Έτσι, δεν αγαπά τίποτε από τα υλικά πράγματα του κόσμου για τα οποία φροντίζουν τόσο πολύ οι άνθρωποι. Και έχοντας γδυθεί κατά το νου από την παγκόσμια αίσθηση, ανατρέχει προς τους ουρανούς και το Θεό, καθαρός από κάθε λάσπη και ελεύθερος από κάθε δουλεία· απορροφάται τελείως από τα νοητά αγαθά του Θεού με μόνο το Πνεύμα του, βλέπει το θείο κάλλος και εισχωρεί θεοπρεπώς στους θείους τόπους της μακάριας δόξας του Θεού με ανέκφραστη σιγή και χαρά. Με αλλοιωμένες λοιπόν όλες τις αισθήσεις, σαν άγγελος μέσα σε υλικό σώμα, συναναστρέφεται ως άυλος με τους ανθρώπους.

91. Πέντε είναι οι αισθήσεις της ασκήσεως: αγρυπνία, μελέτη, προσευχή, εγκράτεια και ησυχία. Όποιος συνέδεσε τις αισθήσεις του μ' αυτές, την όραση δηλαδή με την αγρυπνία, την ακοή με τη μελέτη, την όσφρηση με την προσευχή, τη γεύση με την εγκράτεια, και την αφή με την ησυχία, γρήγορα καθαρίζει το νου της ψυχής του και αφού με αυτές τον λεπτύνει, τον κάνει απαθή και διορατικό.

92. Νους απαθής είναι εκείνος που υπέταξε τα πάθη του και ξεπέρασε τη λύπη και τη χαρά. Αυτός ούτε από τις προσβολές των θλίψεων σκυθρωπάζει, ούτε χαλαρώνει από την ευθυμία και τη χαρά, αλλά η ψυχή του στις μεν θλίψεις είναι χαρούμενη, στις δε χαρές συγκρατημένη και χωρίς να ξεφεύγει από το μέτρο.

93. Μεγάλη είναι η μανία των δαιμόνων εναντίον εκείνων που προοδεύουν στη θεωρία. Καιροφυλακτούν εναντίον τους νύχτα και ημέρα. Τους δημιουργούν φοβερούς πειρασμούς δια μέσου εκείνων που ζουν μαζί τους, ενώ οι ίδιοι προκαλούν κρότους για να τους φοβίσουν. Και όταν δοξολογούν το Θεό, επιτίθενται εναντίον τους από φθόνο για την ανάπαυσή τους και με διάφορους τρόπους τους λυπούν, αν και δεν μπορούν να κάνουν κακό σ' εκείνους που είναι αφιερωμένοι στο Θεό. Κι αν δεν τους φύλαγε Άγγελος Κυρίου Παντοκράτορος, δε θα ξέφευγαν από τις θανάσιμες παγίδες της δαιμονικής επιβουλής.

94. Όταν αγωνίζεσαι για την έμπρακτη φιλοσοφία της αρετής, πρόσεχε με ακρίβεια τις επιβουλές των ολεθρίων δαιμόνων. Γιατί όσο ανεβαίνεις στις υψηλές αρετές και αυξάνει μέσα σου το θεϊκό φως στις προσευχές και δέχεσαι από το Πνεύμα αποκαλύψεις και ανέκφραστες οπτασίες, τόσο αυτοί βλέποντας να ανεβαίνεις στον ουρανό, τρίζουν τα δόντια τους και απλώνουν με επιμέλεια στο νοητό αέρα τα πολύπλοκα δίχτυα της κακίας τους. Και δε θα εξεγερθούν εναντίον σου οι φιλόσαρκοι μόνον και θηριώδεις δαίμονες της επιθυμίας και του θυμού, αλλά θα σου επιτεθούν και οι δαίμονες της βλασφημίας με πικρό φθόνο. Επιπλέον, και oι δαίμονες που πετούν στον αέρα, οι αρχές και οι εξουσίες, θα σου επιτεθούν φανερά και κρυφά, με κούφια φαντασία, παίρνοντας μορφές αλλόκοτες και φρικτές, για να σου κάνουν όσο κακό μπορούν. Αλλά αν ασχολείσαι με τη νοερή εργασία της προσευχής με άγρυπνο νου και μελετάς με τις έννοιες της φυσικής θεωρίας τα έργα του Θεού, δε θα φοβηθείς τα βέλη που σου ρίχνουν κάθε ημέρα. Ούτε στην κατοικία σου θα έχουν δύναμη να πλησιάσουν, γιατί σαν σκοτάδι που είναι καταδιώκονται από το φως που είναι μέσα σου και καίγονται από τη θεϊκή φωτιά.

95. Τα πονηρά πνεύματα φοβούνται υπερβολικά τη χάρη του θείου Πνεύματος, και μάλιστα όταν επιφοιτήσει πλούσια, καθώς καθαιρόμαστε με τη μελέτη και την καθαρή προσευχή. Μην τολμώντας λοιπόν να πλησιάσουν στην κατοικία εκείνων που καταφωτίζονται από τη θεία χάρη, επιχειρούν να τους φοβίζουν και να τους ταράζουν μόνο με φαντασίες και φοβερούς κρότους και άναρθρες φωνές, για να τους απομακρύνουν από το έργο της αγρυπνίας και της προσευχής. Ακόμη, δε διστάζουν να τους ενοχλήσουν με διάφορες επινοήσεις την ώρα που κοιμούνται κατά γης. Καιροφυλακτούν δηλαδή, φθονώντας την τόσο σύντομη ανάπαυσή τους από τους κόπους, και με κάποιους σπασμούς διώχνουν τον ύπνο από τα βλέφαρά τους, επιδιώκοντας με αυτές τις επινοήσεις να κάνουν πιο επίπονη τη ζωή τους και γεμάτη οδύνη.

96. Τα πνεύματα του σκότους μοιάζουν να έχουν ένα λεπτό σώμα, όπως μας επιτρέπει να υποθέσομε η πείρα, είτε γιατί εμφανίζονται έτσι, ξεγελώντας την αίσθηση, είτε γιατί καταδικάστηκαν σ' αυτό από τότε που ξέπεσαν από την αγγελική κατάσταση. Εντούτοις ορμούν και έρχονται σε συμπλοκή με την αγωνιζόμενη ψυχή την ώρα που πέφτει στον ύπνο το δούλο σώμα. Αυτό νομίζω ότι είναι και κάποια δοκιμασία της ψυχής που υψώθηκε πια από την ταπεινότητα του σώματος, για να φανερωθεί η κατάσταση του θυμικού και της ανδρείας της εναντίον των δαιμόνων, που την απειλούν μ' αυτά τα φρικτά με μεγάλο θυμό και μανία. Εναντίον τούτων η ψυχή που είναι πληγωμένη από τον έρωτα του Θεού και στερεωμένη με τις γενικές αρετές, δεν αντιτάσσεται μόνο με τον δίκαιο θυμό, αλλά και τους χτυπά, αν υπάρχει σ' αυτούς κάποια αίσθηση, αφού φαίνονται ότι έγιναν εντελώς γη με την έκπτωσή τους από το πρώτο και θείο Φως.

97. Πριν από τη συμπλοκή και την ήττα τους, πολλές φορές οι δαίμονες ταράζουν την αίσθηση της ψυχής και αρπάζουν τον ύπνο από τα βλέφαρα. Αλλά η ψυχή η γεμάτη θάρρος και ανδρεία από το Άγιο Πνεύμα, δε λογαριάζει την έφοδό τους και την πικρή μανία τους, και μόνο με το ζωοποιό σημείο του Σταυρού και την επίκληση του Ιησού και Θεού, διαλύει τις φαντασίες τους και τους τρέπει σε φυγή.

98. Αν βγήκες από την πρακτική φιλοσοφία για να συλλέξεις τα λάφυρα των εχθρικών πνευμάτων, κοίταζε και πρόσεχε, οπλίζοντας τον εαυτό σου απ' όλα τα μέρη με τα όπλα του Πνεύματος. Γνωρίζεις ποιών εχθρών τα σκεύη προθυμοποιήθηκες να αρπάξεις; Εχθρών, ναί, αλλά νοητών και ασάρκων, ενώ εσύ υπηρετείς ακόμη με το σώμα σου το Θεό, τον Βασιλιά των πνευμάτων. να ξέρεις ότι θα εκστρατεύσουν εναντίον σου πιο άγρια από πριν και θα μεταχειριστούν πάμπολλα τεχνάσματα, ώσπου ή να σε πλήξουν χωρίς να καταλάβεις, καθώς θα παίρνεις τα λάφυρα, και να σε αρπάξουν αιχμάλωτο, γεμίζοντας με μεγάλη πίκρα την ψυχή σου, ή να σε υποβάλουν σε σκληρούς και οδυνηρούς πειρασμούς, για αγκάθι και ταλαιπωρία της σάρκας σου .

99. Δεν είναι δυνατόν πηγή αγαθή να βγάζει νερά θολά και βρωμερά, που αποπνέουν κοσμική δυσοσμία· ούτε καρδιά που βρίσκεται έξω από τη Βασιλεία των Ουρανών, να αναβλύζει ποτέ πηγές θείας ζωής που σκορπούν ευωδία νοητού μύρου. «Μήπως η πηγή, λέει, αναβλύζει από το ίδιο σημείο γλυκό και πικρό νερό; Μήπως είναι δυνατόν η συκιά να βγάλει ελιές ή η ελιά βελανίδια;». Έτσι η μία πηγή της καρδιάς δεν μπορεί να γεννήσει συγχρόνως κακό και αγαθό νόημα. Αλλά ο αγαθός άνθρωπος από το αγαθό περιεχόμενο της καρδιάς του παρουσιάζει τα αγαθά, ενώ ο πονηρός από το πονηρό περιεχόμενο της καρδιάς του βγάζει τα πονηρά, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου.

100. Όπως είναι αδύνατον, χωρίς λάδι και φωτιά, να ανάβει το λυχνάρι και να φωτίζει το σπίτι, έτσι και η ψυχή είναι αδύνατον, χωρίς Άγιο Πνεύμα και θεία φωτιά, να ομιλεί με δύναμη για τα θεία και να φωτίζει τους ανθρώπους. Γιατί κάθε τέλειο δώρο έρχεται από ψηλά, από τον Πατέρα των φώτων, και δίνεται σαν βραβείο σε κάθε ψυχή που αγαπά το Θεό, στον Οποίο, σύμφωνα με το ρητό, δεν υπάρχει μεταβολή ή κάποια σκιά .
 ------------------------------------------------------
πηγή: Φιλ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου