Λόγος ΙΔ΄, Ἁγίου
Συμεών Νέου Θεολόγου, ̎Περί ἑορτῶν ̎. Ἔχει τήν ἑξῆς ἐπεξήγηση ὁ Ἅγιος:
«Πῶς δηλαδή πρέπει νά γιορτάζονται, ποιῶν εἶναι σύμβολα τά τελούμενα σ’
αὐτές καί ἐναντίον ἐκείνων πού ὑψηλοφρονοῦν κατ’ αὐταῖς. Ἐπίσης γι’
αὐτούς πού ἀξίως ἤ ἀναξίως κοινωνοῦν καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά σ’ αὐτούς·
πρός τό τέλος, πῶς συνάπτεται κάποιος διά τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό καί
πῶς δέν συνάπτεται».
Μᾶς λέει δηλαδή ὁ
Ἅγιος μέ λίγα λόγια ὅλο τό περιεχόμενο πού πρόκειται νά ἐκθέσει.
«Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ καί νά κατανοήσει ὅτι δημιουργήθηκε ἐκ
τοῦ μή ὄντος καί εἰσῆλθε γυμνός στόν κόσμο, αὐτός θά γνωρίσει τόν
πλάστη του καί μόνον αὐτός θά φοβηθεῖ καί θ’ ἀγαπήσει καί γι’ Αὐτόν θά
δουλεύει μέ ὅλη του τήν ψυχή καί τίποτε ἀπό ὅσα βλέπει δέν θά προτιμήσει
ἀντί Αὐτοῦ». Λέει ὁ Ἅγιος ἡ προϋπόθεση γιά νά βροῦμε τόν Θεό εἶναι νά
καταλάβουμε τήν φτώχεια μας καί τήν ἀλήθεια γιά μᾶς. Νά ἔρθουμε δηλαδή
σέ μία κατάσταση αὐτογνωσίας καί νά παραδεχτοῦμε ὅτι ἤρθαμε ἐκ τοῦ μή
ὄντος. Δέν ὑπήρχαμε δηλαδή πάντα, σέ ἀντίθεση μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος
ὑπάρχει πάντοτε. Εἰσήλθαμε γυμνοί στόν κόσμο, χωρίς νά ἔχουμε τίποτε.
Ἑπομένως καί δέν πρέπει νά ἐπιδιώκουμε νά ἔχουμε κτήσεις καί κτήματα σ’
αὐτόν τόν κόσμο. Ὅταν ἔχουμε αὐτές τίς δύο προϋποθέσεις, τότε λέει,
μποροῦμε καί νά Τόν ἀγαπήσουμε, νά Τόν φοβηθοῦμε μέ τήν καλή ἔννοια,
δηλαδή νά Τόν σεβαστοῦμε καί στή συνέχεια ἀπό ἀγάπη νά δουλεύσουμε σ’
Αὐτόν, νά τηρήσουμε τίς ἐντολές Του μέ ὅλη μας τήν ψυχή καί νά μήν
προτιμήσουμε τίποτε ἄλλο ἀντί γιά Αὐτόν. Νά μή βάλουμε τίποτε ἄλλο στήν
θέση Του. Εἶναι σημαντικές αὐτές οἱ προϋποθέσεις, διότι ἄν δέν τίς
ἔχουμε καί ἀντίθετα ἔχουμε ὑπερηφάνεια προσκόλληση στά γήινα καί στά
κτήματα καί στά ὑλικά πράγματα, δέν θά μπορέσουμε νά Τόν φοβηθοῦμε ὅσο
πρέπει, νά Τόν σεβαστοῦμε ὅσο πρέπει, νά Τόν ἀγαπήσουμε καί τελικά δέν
θά μπορέσουμε καί νά ἔχουμε κοινωνία μαζί Του, οὔτε νά Τόν προτιμήσουμε
πάνω ἀπ’ ὅλα καί πέρα ἀπ’ ὅλα. Γιατί βέβαια ὁ Θεός, ὅπως μᾶς εἶπε διά
τῆς πρώτης ἐντολῆς ἐπιθυμεῖ νά εἶναι ὁ μοναδικός Κύριός μας, νά Τόν
ἀγαπᾶμε «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας» (Λουκ. 10,27).
«Γνωρίζοντας μέ
κάθε βεβαιότητα ὅτι εἶναι ξένος ὅλων τῶν ἐπιγείων καί θά μπορούσαμε νά
ποῦμε καί αὐτῶν πού βρίσκονται στούς οὐρανούς, θά παραδώσει ὅλη τήν
ψυχική του διάθεση στήν λατρεία τοῦ Δημιουργοῦ του». Ποιός; Ὁ ἄνθρωπος ὁ
ὁποῖος θά ἔχει τίς προϋποθέσεις πού εἴπαμε προηγουμένως, δηλαδή τήν
ἀποκόλληση, τήν ἀπελευθέρωση ἀπ’ ὅλα τά γήινα. Αὐτό εἶναι τό ὅλο ἔργο
τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως μᾶς διδάσκουν
οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο κέντρα. Ἔχει ἕνα νευρικό κέντρο,
τό νευρικό σύστημα, τό ὁποῖο ὑπάρχει στήν σπονδυλική στήλη καί στόν
ἐγκέφαλο. Δέχεται τά ἐρεθίσματα τοῦ περιβάλλοντος τά ὁποῖα
ὁλοκληρώνονται μέσα στό νευρικό σύστημα καί μέσω αὐτοῦ ἔχει μία ἀντίληψη
τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ περιβάλλοντος χώρου καί μπορεῖ καί
δραστηριοποιεῖται μέσα στόν περιβάλλοντα χῶρο.
Ὑπάρχει κι ἕνα
δεύτερο κέντρο πού εἶναι στήν καρδιά, τό ὁποῖο τό ἀγνοεῖ ἡ ἐπιστήμη,
ἀλλά τό γνωρίζουν πολύ καλά οἱ ἅγιοι Πατέρες. Μέ αὐτό τό κέντρο ὁ
ἄνθρωπος δέν βλέπει, οὔτε ἀκούει τό περιβάλλον, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεό,
ὅταν αὐτό λειτουργεῖ σωστά. Τί ἔχει συμβεῖ ὅμως μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους;
Ἔχουμε ὑποδουλωθεῖ στό περιβάλλον, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες,
δηλαδή στίς παραστάσεις πού μᾶς ἔρχονται μέσω τῶν αἰσθήσεων στό νευρικό
σύστημα καί οἱ ὁποῖες μετά κατεβαίνουν στήν καρδιά καί γίνονται
ἐπιθυμίες. Ἔτσι ἐγκαθίστανται στήν καρδιά τά διάφορα πάθη. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος λειτουργήσει σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, καθαρίζει τήν καρδιά του
ἀπ’ ὅλα αὐτά τά πάθη, ὁπότε παύει νά εἶναι ὑποδουλωμένος στό περιβάλλον
καί στίς παραστάσεις τοῦ περιβάλλοντος, οἱ ὁποῖες εἶναι παραστάσεις
ὑλικῶν πραγμάτων.
Γι’ αὐτό τονίζει ἐξ
ἀρχῆς ὁ Ἅγιος ὅτι πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τά τοῦ κόσμου
τούτου, νά ἀποδεσμευθεῖ, νά μήν εἶναι ὑποδουλωμένος σ’ αὐτά καί νά μήν
τά λατρεύει. Δέν λέει ὁ Ἅγιος νά ζήσουμε χωρίς αὐτά. Δέν γίνεται. Ἀλλά
αὐτά ὅλα, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες, οἱ παραστάσεις τοῦ περιβάλλοντος θά
πρέπει νά παραμένουν μόνο στόν ἐγκέφαλο, νά μήν κατεβαίνουν στήν καρδιά,
νά μή γίνονται ἐπιθυμίες καί νά μή γίνονται θεοί. Γιατί ἡ καρδιά εἶναι
προορισμένη γιά μόνο τόν Θεό καί ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος: «ὅταν ὁ
ἄνθρωπος ἔχει καθαρή καρδιά, τότε θά δεῖ τόν Θεό» (Ματθ. 5,8).
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι
ἐπειδή ἔχουμε ὑποδουλωθεῖ στό περιβάλλον καί στή λογική, πού κι αὐτή
εἶναι λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ἔχουμε χάσει τόν Θεό καί τήν αἴσθηση τοῦ
Θεοῦ, γι’ αὐτό καί κάνουμε ὅλα αὐτά τά τρελά καί σχιζοφρενικά. Ἐνῶ οἱ
ἅγιοι μᾶς βάζουν στή θεραπευτική διαδικασία, πού λέγεται κάθαρση τῆς
καρδιᾶς, τό ὁποῖο εἶναι ἀπαραίτητο γιά νά γιορτάζουμε πραγματικά τόν
Χριστό καί τώρα πού εἴμαστε ἐν ἀναμονή τῶν Χριστουγέννων νά γιορτάσουμε
τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή νά ζήσουμε τόν Χριστό καί νά Τόν δοῦμε
μέσα στήν καρδιά μας, νά Τόν ἀκούσουμε μέσα στήν καρδιά μας. Γιατί αὐτά
εἶναι τά ἀληθινά Χριστούγεννα. Ὄχι ἁπλῶς κάποια ἐξωτερικά πού κάνουμε,
τά ὁποῖα δέν εἶναι ὅλα κατακριτέα βέβαια. Φυσικά δέν μιλᾶμε γιά τά
κοσμικά πράγματα πού ἔχουμε καταδικάσει κατά καιρούς, τά γλέντια καί
τούς χορούς, τά ρεβεγιόν καί τούς Χοντροβασίληδες, ὅλα αὐτά τά
ἀπαράδεκτα, πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι συνθέτουν τήν Χριστουγεννιάτικη
ἀτμόσφαιρα. Οὔτε ἀκόμα, ἕνα οἰκογενειακό τραπέζι, τό ὁποῖο κατά πᾶσα
πιθανότητα, ἄν δέν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις πού μᾶς λέει ὁ ἅγιος, θά
καταλήξει σ’ ἕναν μεγάλο καβγά.
Οἱ ἅγιοι ὅμως μᾶς
βάζουν στήν θεραπευτική τοῦ νά ζήσουμε τόν Χριστό καί νά Τόν δοῦμε νά
γεννιέται μέσα μας καί νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀκόμα κι ἀπό αὐτά πού
φαινομενικά εἶναι καλά. Λόγου χάρη, τό νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία καί νά
κάνουμε μιά πανηγυρική ἀγρυπνία ἤ μιά πανηγυρική πρωινή Θεία Λειτουργία,
ὅπως τῶν Χριστουγέννων πού ἀρχίζει νωρίς τό πρωί. Ἀκόμα κι αὐτό δέν θά
βοηθήσει, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει καθαρίσει τήν καρδιά του. Δέν λέμε νά
μήν πᾶμε στή Λειτουργία. Φυσικά καί θά πᾶμε. Δέν νοεῖται νά κάνεις
Χριστούγεννα χωρίς νά πᾶς στή Θεία Λειτουργία. Ἀλλά δέν πρέπει νά
μείνεις στά ἐξωτερικά τά τελούμενα, τά ὁποῖα εἶναι ἔξω ἀπό σένα. Τό θέμα
εἶναι νά μπεῖ ὁ Χριστός μέσα σου καί ἐσύ νά ζήσεις τόν Χριστό μέσα στήν
καρδιά σου. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος ἐξ ἀρχῆς μᾶς λέει τίς προϋποθέσεις, νά
ἀποδεσμευθεῖς ἀπό τά ὑλικά πράγματα καί ἀπό τά ὑλικά δεσμά, ἀπό τά πάθη,
τά ὁποῖα σέ δένουν μέ τό περιβάλλον. Τί εἶναι ἄλλωστε ἡ εἰδωλολατρεία
πού εἶχαν οἱ Ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι; Τήν ὁποία καί σήμερα ἔχουμε μέ ἄλλες
μορφές κάπως πιό ἐκλεπτυσμένες ἤ καί πιό χονδροειδεῖς σέ κάποιες
περιπτώσεις. Δέν εἶναι παρά ἡ ὑποδούλωση στό περιβάλλον. Ἡ Ἀφροδίτη τί
εἶναι;… παρά ἡ σάρκα. Ἡ ὑποδούλωση στή σάρκα. Ὁ Διόνυσος τί εἶναι; Ἡ
ὑποδούλωση στό Βάκχο, στό κρασί, σ’ ὅλα αὐτά, κ.λ.π. Οἱ διάφοροι θεοί
οὐσιαστικά εἶναι τά πάθη μας, τά ὁποῖα τά ἔχουμε θεοποιήσει.
Σήμερα στήν θέση
τῶν παθῶν ἔχουμε βάλει ἐν πολλοῖς τήν ἐπιστήμη, τήν ψεύτικη ἐπιστήμη.
Δηλαδή δέν μᾶς προτρέπουν νά λατρέψουμε τήν Ἀφροδίτη, ἀλλά ν’ ἀκοῦμε τόν
Φρόυντ καί τήν ψυχολογία καί τούς «λεγόμενους ψυχολόγους καί
ψυχιάτρους», πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Στούς ὁποίους, ὅταν πάει ἕνα
νέο παιδί, θά τοῦ ποῦνε ὅτι πρέπει νά κάνει παράνομες – προγαμιαῖες
σχέσεις γιά νά ἐκτονωθεῖ. Αὐτό οὐσιαστικά εἶναι λατρεία τῆς Ἀφροδίτης σέ
μοντέρνα ἐκφορά. Γιατί σήμερα στή θέση τοῦ Δωδεκαθέου ἔχουμε τήν
ἐπιστήμη. Ἀκόμα καί ἡ ὁμοφυλοφιλία, πού ἡ δύστυχη Κυβέρνησή μας προωθεῖ
νά τήν ψηφίσει μέ ἐπιστημονικά κριτήρια, τά ὁποῖα ἄλλαξαν τά τριάντα
τελευταῖα χρόνια σκόπιμα, λέει ὅτι δέν εἶναι πλέον διαστροφή. Εἶναι μιά
διαφορετικότητα. Ἐνῶ πρίν τριάντα χρόνια ἔλεγαν τό ἀνάποδο, πλέον
προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν, μέσω τοῦ μοντέρνου αὐτοῦ θεοῦ πού λέγεται
ἐπιστήμη, ὅτι εἶναι κάτι ἀποδεκτό.
Ὅταν λοιπόν ὁ
ἄνθρωπος πάψει νά εἶναι δοῦλος τοῦ περιβάλλοντος, μπορεῖ νά ζήσει τόν
Χριστό. Ὅταν δηλαδή, ὅπως εἴπαμε, δέν ἀποδέχεται αὐτά πού ἔρχονται ἀπό
τίς αἰσθήσεις καί δέν τά κατεβάζει στήν καρδιά, ὥστε νά ἀποφύγει τίς
ἐπιθυμίες καί τά εἴδωλα καί τή λατρεία αὐτῶν. Πῶς γίνεται αὐτό; Εἶναι
μιά ὁλόκληρη θεραπευτική διαδικασία πού γίνεται μόνο μέσα στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία καί αὐτό, ἄν θέλετε, εἶναι τό μεγάλο ἀτού τῆς Ὀρθοδοξίας καί
γι’ αὐτό ὅλοι οἱ ἀντίθεοι, οἱ ἀντίχριστοι καί οἱ σατανᾶδες φοβοῦνται τήν
Ὀρθοδοξία. Διότι διά μέσω τῆς Ὀρθοδοξίας θεραπεύεται ἡ ἀνθρώπινη
καρδιά, ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό.
Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Εἶναι γεγονός, τό ὁποῖο ἔχουν ζήσει οἱ
ἅγιοι. Μπορεῖ κανείς νά δεῖ καί νά ἀκούσει τόν Θεό καί τότε πιά παύει
κάθε λογισμός ἀμφιβολίας. Ὅπως τώρα μέ βλέπετε καί σᾶς βλέπω καί δέν
ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία γιατί ἡ ὅραση εἶναι ἡ ἀσφαλέστερη αἴσθηση. Ἔτσι
κι ὅταν κανείς δεῖ τόν Θεό, μετά παύει βέβαια κάθε ἀμφιβολία περί
ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως στήν
Ὀρθοδοξία δέν μιλᾶμε γιά φιλοσοφία, γιά ἰδέες καί γιά φαντασιοπληξίες,
ἀλλά μιλᾶμε γιά γεγονότα καί γιά ἐμπειρία πραγμάτων. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ
Πατερική Θεολογία. Εἶναι μιά ἐπιστήμη ἰατρική κι ὅπως ἔλεγε καί ὁ
μακαριστός π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης «σήμερα οἱ Πατέρες θά κατατάσσοντο μέ
ἐπιστημονικά κριτήρια στούς ψυχολόγους καί στούς ψυχιάτρους». Εἶναι μιά
ψυχιατρική. Ἡ ψυχιατρική. Ἡ μόνη ἀληθινή ψυχιατρική και ἰατρεία ψυχῆς.
Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἀποξενωθεῖ ἀπό ὅλα τά γήινα, τότε θά μπορέσει νά
λατρέψει καί νά ζήσει τόν Θεό. Νά λατρέψει καί νά ζήσει ἀληθινά τόν Θεό.
«Ἐάν εἶναι ξένος
ἀπ’ αὐτά μέ τά ὁποῖα πλάσθηκε καί μέσα στά ὁποῖα ζεῖ, πολύ περισσότερο
εἶναι ξένος ἐκείνων, ἀπό τά ὁποῖα ἀπέχει πάρα πολύ κατά τήν φύση, τήν
οὐσία καί τήν διαγωγή», ἐννοεῖ ὀ Ἅγιος ὅτι διαφέρει πολύ ὁ ἄνθρωπος ἀπό
τόν Θεό. Δέν ὑπάρχει καμιά ὁμοιότητα τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο. Ὅπως
εἴμαστε ξένοι καί δέν ἔχουμε καμία σχέση μέ τά γύρω μας κτίσματα, πολύ
περισσότερο μέ τόν Θεό ὡς πρός τήν οὐσία. Ἀλλά βέβαια ὁ Θεός μέσα στήν
ἄπειρη συγκατάβασή του μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά σχετιστοῦμε μαζί Του,
ὅπως εἴπαμε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καθαρίσει τήν καρδιά του. Ὁπότε γίνεται
ναός τοῦ Θεοῦ καί κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος: «ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β΄Κορ. 6,16). Αὐτό εἶναι
πραγματικότητα, τό ὁποῖο ὅμως γιά νά γίνει χρειάζεται νά ὑπάρξει αὐτή ἡ
διαδικασία, πού μᾶς λένε οἱ Πατέρες, ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, μέ τήν Χάρη
τοῦ Θεοῦ, τηρώντας τίς ἐντολές καί μετανοώντας καί ὁ φωτισμός, πάλι ἀπό
τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Ἐκεῖνος πού
ἀναγνώρισε ὅτι εἶναι ξένος ἀπό τά ἐπίγεια καί διαπίστωσε ὅτι εἰσῆλθε
γυμνός σ’ αὐτό τό θέατρο καί πρόκειται γυμνός νά ἐξέλθει ἀπό αὐτό, πῶς
δέν θά πενθήσει;». Μά, Ἅγιέ μου, ἐμεῖς μιλᾶμε γιά χαρά, μιλᾶμε γιά
γιορτή καί σύ μᾶς μιλᾶς γιά πένθος; Βλέπετε ὑπάρχει μία φαινομενική
ἀντινομία. Ἀλλά ἀκριβῶς ἀπό τό πένθος καί ἀπό τήν μετάνοια, γεννιέται ἡ
παράκληση. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακλήθησονται» (Ματθ.
5,4), εἶπε ὁ Κύριος. Δέν μᾶς εἶπε μακάριοι αὐτοί πού ξεφαντώνουν ἤ
μακάριοι αὐτοί πού γλεντοῦν, ἀλλά μακάριοι αὐτοί πού πενθοῦν. Γιατί
πενθοῦν ὅμως; Πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, ὄχι γιά ὁτιδήποτε. Δέν
εἶναι ὅλα τά πένθη καλά, ἀλλά τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας, γιά τήν
κατάστασή μας, διότι ἔχουμε χάσει τήν πατρίδα μας τήν πραγματική πού
εἶναι ὁ οὐρανός καί βρισκόμαστε σ’ αὐτό τό θέατρο τοῦ κόσμου, ὅπως λέει ὁ
ἅγιος ἐδῶ. Γυμνοί μπήκαμε καί γυμνοί θά φύγουμε, χωρίς τίποτε.
«Πῶς δέν θά κλάψει
ὄχι μόνο τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί ὅλους τούς ὁμογενεῖς καί ὁμοιοπαθεῖς
του ἀνθρώπους;». Οὐσιαστικά ἐδῶ στή γῆ ζοῦμε μιά τραγικότητα καί τό λέμε
κιόλας ὅτι εἶναι κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος καί δέν ὑπάρχει χαρά. Εἶναι
σπάνιες οἱ χαρές σ’ αὐτή τή γῆ, διότι εἴμαστε στήν ἐξορία, δέν εἴμαστε
στόν τόπο γιά τόν ὁποῖο εἴμαστε προορισμένοι. Ὁ τόπος γιά τόν ὁποῖο
εἴμαστε προορισμένοι εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ
πρέπει νά ἐπιστρέψουμε. Ἐδῶ πού βρισκόμαστε στήν ἐξορία ἁρμόζει νά
πενθοῦμε κι αὐτό τό πένθος εἶναι πού φέρνει τήν παρηγοριά, τήν παράκληση
καί τόν Παράκλητο.
«Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ
καί φοβᾶται μόνο τόν Θεό, πῶς θά εὐφρανθεῖ σωματικῶς ἤ πῶς θά ἑορτάσει
σωματικῶς κατά τήν συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, δηλαδή χωρίς ἐπίγνωση καί
ἀλόγιστα, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει πάντοτε πρός αὐτούς, ‘’ὁ κόσμος θά
χαρεῖ, ἐσεῖς ὅμως θά λυπηθεῖτε· ἀλλά ἔχετε θάρρος, διότι ἐγώ νίκησα τόν
κόσμο’’». Πότε τό εἶπε αὐτό ὁ Χριστός; Ἐνόψει τοῦ πάθους του. Ὁ κόσμος
χάρηκε, ὅταν Τόν εἶδε νεκρό ἐπάνω στόν Σταυρό. Στή γλώσσα τοῦ Χριστοῦ
μας καί τῆς Ἐκκλησίας κόσμος εἶναι τό κοσμικό φρόνημα, τά πάθη, ἡ
φιλαυτία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία καί ὅσοι δουλεύουν σ’
αὐτά. Καί σ’ αὐτά δουλεύει ὁ περισσότερος κόσμος. Αὐτός ὁ κόσμος λοιπόν,
ὅταν δεῖ νεκρό τόν Χριστό, θά χαρεῖ. Χαίρεται. Ἐσεῖς θά λυπηθεῖτε ὅταν
θά Μέ δεῖτε πάνω στόν Σταυρό, λέει ὁ Χριστός μας, «Ἀλλά ἔχετε θάρρος,
γιατί Ἐγώ νίκησα τόν κόσμο» (Ἰω. 16,33). Τελικά ὁ νικητής θά εἶναι ὁ
Χριστός. Ὅσο κι ἄν φαίνεται σήμερα ὅτι, ὄχι ἕνας Ἡρώδης, ἀλλά πολλοί
Ἡρῶδες φονεύουν τόν Χριστό καθημερινά στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων… Ἡρώδης-Mega, Ἡρώδης-Alpha,
Ἡρώδης-Σκάι, Ἡρώδης-Αντέννα κ.λ.π. Αὐτοί ὅλοι τόν Χριστό κυνηγοῦν καί
τόν Χριστό προσπαθοῦν νά φονεύσουν. Ὅμως νά ξέρετε ὅτι τελικά «Ἐγώ θά
νικήσω τόν κόσμο. Ὁ τελικός νικητής εἶμαι Ἐγώ».
«Θά ἀναστηθῶ μέσα
σας, ὁ κακός κόσμος θά καταποθεῖ ἀπό τή ζωή πού χορηγεῖται σ’ ὅλους ἀπό
τό Πνεῦμα μου· καί βλέποντάς Με, θά χαρεῖ ἡ καρδιά σας καί τήν χαρά σας
κανείς δέν θά τήν ἀφαιρέσει ἀπό σᾶς». Ὁ Χριστός μας θέλει νά χαιρόμαστε
αἰώνια καί ὄχι νά ψευτοχαιρόμαστε στιγμιαῖα καί μετά νά γεμίζουμε μέ
ἀηδία. Αὐτό κάνει ὁ διάβολος. Μᾶς δίνει μιά στιγμιαία ψευτοχαρά καί μετά
πλῆθος ἀπό σκοτάδι καί ἀηδία.
«Πῶς λοιπόν ἐκεῖνος
πού βλέπει τόν οὐράνιο Δεσπότη θά ἐπιθυμήσει κάποιο ἐπίγειο πράγμα ἤ θά
σκεφθεῖ κάτι πού δέν ἀρέσει στόν Θεό;». Ὁ Ἅγιος μᾶς τά λέει
συμπυκνωμένα καί μέ πολύ λίγες λέξεις μᾶς βάζει στά βαθιά, στό πλῆρες
νόημα τοῦ πῶς μπορεῖ κανείς νά γιορτάζει. Δέν μπορεῖς λέει νά εὐφρανθεῖς
σωματικῶς, νά ἑορτάσεις σωματικῶς, ὅπως ὁ κόσμος. Ὁ κόσμος θεωρεῖ τά
Χριστούγεννα –μήπως καί ἐμεῖς πού λεγόμαστε χριστιανοί;– σάν μία
εὐκαιρία καλοπέρασης σωματικῆς, καλό φαγητό, ξεκούραση κλπ. Δέν εἶναι
αὐτό. Δέν μπορεῖς νά γιορτάσεις ἔτσι. Δέν μπορεῖς νά κάνεις καί νά
ἐπιθυμήσεις τέτοια ἐπίγεια πράγματα, ὅταν ἀγαπᾶς τόν οὐράνιο Δεσπότη.
«Πῶς, βλέποντας τόν
ἑαυτό του μέ βεβαιότητα, ξένο, γυμνό καί πτωχό, ἄν καί ἔχει τά πάντα,
γιά νά μιλήσω ἀποστολικά, θά καυχηθεῖ, ἤ πῶς θά ἐπαρθεῖ γιά ὅσα κάνει ἤ
πῶς θά μεγαλοφρονήσει γιά πλῆθος κεριῶν καί λύχνων, γιά ἀρώματα καί μύρα
ἤ γιά σύναξη λαοῦ ἤ γιά γεμάτη καί πολυτελή τραπέζα καί πῶς θά καυχηθεῖ
γιά λαμπρούς φίλους καί γιά παρουσία ἔνδοξων ἀνδρῶν τῆς γῆς; Καθόλου
βέβαια». Βλέπετε δέν λέει γιά ἄσχημα πράγματα. Σέ χριστιανούς
ἀπευθύνεται ὁ Ἅγιος Συμεών καί τούς λέει θά κάνετε μιά μεγαλοπρεπή
ἀγρυπνία, θά ἔχετε πλῆθος ἀπό κεριά, ἀπό θυμιάματα, ὡραῖες ψαλμωδίες,
μύρα, εὐωδίες, σύναξη λαοῦ… ὅλα πανηγυρικά. Αὐτό εἶναι ἡ γιορτή; Μήν
καυχιέστε γι’ αὐτό. Δέν εἶναι αὐτό γιορτή. Οὔτε βέβαια τά προηγούμενα
πού εἴπαμε, οὔτε ὅμως κι αὐτά.
«Διότι γνωρίζει» ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ «ὅτι ὅλα αὐτά καί ὅλοι μαζί σήμερα ὑπάρχουν καί αὔριο
παρέρχονται, ὅτι σήμερα τά παρόντα φαίνονται καί μετά ἀπό λίγο
ἐξαφανίζονται. Οὔτε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πού γνωρίζει καλά πῶς νά ἑορτάζει,
ἔχει καθόλου τόν νοῦ ἤ τήν αἴσθησή του στά τελούμενα, διότι αὐτό εἶναι
γνώρισμα ἐκείνων πού δέν σκέπτονται τίποτε περισσότερα ἀπό τά ὁρατά,
ἀλλά μέ σοφό νοῦ στά τελούμενα βλέπει τά μέλλοντα ὡς παρόντα καί
εὐφραίνεται ἡ καρδιά του γι’ αὐτά καί φαντάζεται ὅτι ὁλόκληρος βρίσκεται
μέσα σ’ ἐκεῖνα καί μαζί μέ τούς ἑορτάζοντες στούς οὐρανούς ἐν ἁγίω
Πνεύματι». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος λέει κάτι πολύ ὡραῖο. Ἀκόμα καί μέσα στήν
Ἐκκλησία μή μένεις σ’ αὐτά τά ἐξωτερικά, τά τελούμενα, ἀλλά νά πᾶς πίσω
ἀπ’ αὐτά καί πάνω ἀπ’ αὐτά, σέ αὐτά πού γίνονται στόν οὐρανό καί σ’ αὐτά
πού πρόκειται νά ζήσεις στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος
Παΐσιος ἔτσι χαριτωμένα: «Πάει ὁ ἐκκλησιαστικός νά σβήσει τόν πολυέλαιο ἤ
νά ἀνάψει τόν πολυέλαιο καί κοιτᾶνε καί οἱ καλόγεροι ἄν τό κατάφερε ἤ
δέν τό κατάφερε! Μά γι΄ αὐτό πῆγες στήν Ἐκκλησία;». Ἤ γιά νά ἀκούσεις
ἕναν ὡραῖο ψάλτη; Ἕνα μεγάλο ὄνομα; Ἤ νά πεῖς «ὡραῖο τό θυμίαμα ἦταν
ἁγιορείτικο». Καί ἐπειδή ἦταν ἁγιορείτικο; Τό θέμα εἶναι νά πᾶς πίσω ἀπ’
αὐτά καί νά ζήσεις καί νά ἀκούσεις τόν Θεό καί νά ὀσφρανθεῖς τήν εὐωδία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Δέν βλέπει πρός τά
φῶτα, οὔτε πρός τό πλῆθος τοῦ λαοῦ ἤ πρός τήν φιλική συγκέντρωση» πού
πολλές φορές εἴπαμε καταλήγει σέ μεγαλοπρεπή καβγά, «ἀλλά σκέπτεται
πάντοτε τά μετέπειτα, ὅτι δηλαδή τά πράγματα τοῦ κόσμου θά σβηστοῦν, καί
οἱ ἄνθρωποι θ’ ἀποχωρίσουν ὁ καθένας στά δικά του καί μόνος αὐτός θά
ἐγκαταλειφθεῖ μέσα στό σκοτάδι». Ἄν δέν βρεῖς τόν Χριστό, θά εἶσαι στό
σκοτάδι, ὅσο κι ἄν ἐπιμένουν γύρω σου ν’ ἀνάβουν φῶτα. Αὐτά εἶναι
ψεύτικα φῶτα.
«Μήν μοῦ ἀριθμεῖς
λοιπόν χρόνους καί μῆνες καί περιόδους καιρῶν, οὔτε νά μοῦ λές: Νά,
ἑόρτασα τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὑπαπαντή, τά Θεοφάνεια, τήν
Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, τήν κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Μή μοῦ λέγεις αὐτά οὔτε
ν’ ἀριθμεῖς ὅλες τίς ἑορτές, ἀλλ’ οὔτε νά φαντάζεσαι ὅτι σοῦ ἀρκοῦν
αὐτές γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς· οὔτε νά νομίζεις ὅτι γιά σένα ἡ ἑορτή
περιορίζεται στά λαμπρά ἐνδύματα, τούς ἀγέρωχους ἵππους», σήμερα θά
λέγαμε στά ὡραῖα αὐτοκίνητα, «τά πολύτιμα μύρα, στά κεριά, τούς λύχνους
καί τά πλήθη λαοῦ». Δέν εἶναι αὐτά ἡ γιορτή. Δέν εἶναι αὐτά τά
Χριστούγεννα. «Διότι αὐτά δέν κάνουν τήν ἑορτή λαμπρή οὔτε αὐτό εἶναι
ἀληθινή ἑορτή, ἀλλά σύμβολα ἑορτῆς».
«Πράγματι, ποιό θά
εἶναι τό ὄφελός μου, ἀγαπητέ, νά μήν πῶ ὅτι ἄναψα στό ναό καί στήν
ἐκκλησία τῶν πιστῶν πολλά κεριά καί λύχνους, ἀλλά, ἄν μπορέσω, νά τούς
ἀποκτήσω τέτοιους, σάν τόν ἥλιο πού λάμπει ἀπό τόν οὐρανό, καί ἀντί
πολλῶν λύχνων νά συγκεντρώσω στήν ὀροφή τοῦ ναοῦ τά ἄστρα καί νά τήν
κάνω καινό οὐρανό καί παράξενο πράγμα ἐπάνω στή γῆ». Γιατί πράγματι ὁ
ἀληθινός χριστιανός εἶναι παράδοξο φαινόμενο στή γῆ καί μέσα στόν κόσμο.
Ἀλλά τέτοιοι πρέπει νά εἴμαστε. Ὅπως καί ὁ Χριστός ἦταν σημεῖο
ἀντιλεγόμενο (Λουκ. 2,34) καί γινόταν σχίσμα στόν λαό ὅταν ὁ Χριστός μας
μιλοῦσε καί ἄλλοι Τόν παραδέχονταν καί ἄλλοι δέν Τόν παραδέχονταν.
Ἀκόμα κι ὅταν ἔκανε τά ὑπερφυσικά σημεῖα, ἄλλοι Τόν πίστευαν καί Τόν
παραδέχονταν καί ἄλλοι λυσσοῦσαν ἀπό τόν φθόνο καί ἤθελαν νά Τόν
φονεύσουν. Ἄν λοιπόν καί ἐγώ καθαριστῶ καί γίνω μιά λαμπάδα ζωντανή πού
καίει μπροστά στόν Χριστό κι ἄν ἔτσι βοηθήσω νά γίνουν κι ἄλλοι, τότε
γιορτάζω πραγματικά. Ἀλλιῶς δέν θά νιώσω ἀγαλλίαση μέσα στό φῶς καί ὁ
ἴδιος θά ἐγκαταλειφθῶ μέσα σέ σκοτάδι.
«Ἐάν σήμερα
εὐωδίαζα τόν ἑαυτό μου καί αὐτούς πού συγκεντρώθηκαν μέ μύρα καί αὔριο
γεμίσω δυσωδία ἀπό τήν σάρκα μου καί τό ρύπο της, τί θά μέ ὠφελήσει, πές
μου, ἐσύ πού καυχιέσαι γιά λαμπρές ἑορτές καί ἐάν ὑπάρχει σέ σένα
σύνεση, μέ σύνεση, κατά τόν Σοφό, ἀποκρίσου». Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο νά
εὐωδιάζω; Μερικές φορές βάζουν κάποια ἀρώματα, ἀκόμα κι ὅταν ἔρχονται
στό ἐξομολογητήριο καί δέν μπορῶ ν’ ἀναπνεύσω. Τό θέμα εἶναι νά εἴμαστε
εὐωδία Χριστοῦ, νά εὐωδιάζει ἡ καρδιά μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι καί σήμερα
πού εὐωδιάζουν. Ἁγιασμένοι ἄνθρωποι. Καί δέν εἶναι ἀπαραίτητα μοναχοί
καί ἱερεῖς, ἀλλά καί ἁπλοί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι κάνουν ὑπομονή στίς
θλίψεις, πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους καί μετανοοῦν. Αὐτοί ἔχουν
Χριστούγεννα κάθε μέρα, ὄχι μόνο τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Αὐτό εἶναι
τό σπουδαῖο. Τί νά τό κάνω νά εὐωδιάζεις τόν ἀέρα καί νά ρυπαίνεις τήν
ἄλλη στιγμή τά πάντα ἐπειδή ὑποδουλώνεσαι στήν σάρκα καί στίς σαρκικές
ἡδονές;
«Εἰ ἔστι σοι
σύνεσις, ἀποκρίθητι τῷ πλησίον» (Σοφ.Σειρ. 5,12), λέει ὁ σοφός Σειράχ.
Ἄν ἔχεις σύνεση, ἀπάντησε. «Εἰ δέ μή», ἐάν δέν ἔχεις, «ἡ χείρ σου ἔστω
ἐπί στόματί σου», κλεῖσε τό στόμα σου, μή μιλᾶς. Ἄν ἔχεις σύνεση, θά
παραδεχθεῖς ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή γιορτή, νά καθαριστεῖς ἀπό κάθε
ρύπο καί νά εὐωδιάζεις μέ τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Διότι, ἐάν
σήμερα φωτισθῶ καί αὔριο σκοτισθῶ, ἤ σήμερα εὐφρανθῶ καί αὔριο λυπηθῶ, ἤ
τήν ἡμέρα αὐτή ἔχω ὑγεία καί τήν ἑπομένη ἀσθενήσω, ποιό τό κέρδος μου;
Πές μου. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόλαυση ἀπό τά ὅσα ἐλέχθηκαν;». Γι’ αὐτό ἄς μήν
γιορτάζουμε κοσμικά, ἀλλά πνευματικά καί ἄς προσπαθήσουμε νά ζήσουμε τόν
Χριστό καί νά φυλάξουμε τόν Χριστό, γιατί δέν ἀρκεῖ νά Τόν ζήσεις γιά
λίγο καί μετά νά γεμίσεις μέ ρυπαρότητα πάλι τήν φάτνη τῆς καρδιᾶς σου.
«’’Δέν ἐδιάλεξα
αὐτές τίς ἑορτές’’, λέει ὁ Κύριος. Διότι λέει· ‘’Ποιός τά ζήτησε αὐτά
ἀπό τά χέρια σας;’’. Δέν νομοθέτησε ὁ Χριστός νά ἑορτάζουμε ἔτσι. Ἀλλά
πῶς; Ἄκουε νουνεχῶς, προσεκτικά. Πρῶτα θά παραθέσω στόν λόγο τίς
ἀντιρρήσεις ἐκείνων πού ἀντιδιατίθενται καί λέγουν τό ἑξῆς· τί λοιπόν;
Δέν θά ἀνάψουμε κεριά καί λύχνους; Οὔτε θά προσφέρουμε μύρα καί θυμίαμα;
Δέν θά προσκαλέσουμε λαό γιά νά ψάλλει, οὔτε θά συγκεντρώσουμε γνωστούς
καί φίλους καί ἄρχοντες; Αὐτά λέγεις; Ἔτσι μᾶς προστάζεις; Δέν ἐννοῶ
αὐτό· μακριά μιά τέτοια σκέψη· ἀλλά σέ συμβουλεύω καί συμφωνῶ νά τά
πραγματοποιεῖς μέ μεγάλη ἀφθονία. Ἀλλά ὅμως θέλω νά γνωρίσεις τόν τρόπο
καί θά σοῦ ὑποδείξω τό ἴδιο τό μυστήριο τῆς ἑορτῆς τῶν πιστῶν. Ποιό
εἶναι αὐτό λοιπόν; Εἶναι ἐκεῖνο πού σοῦ δηλώνουν αὐτά πού γίνονται
τυπικῶς ἀπό σένα». Προσέξτε, αὐτά πού κάνουμε δηλαδή στήν Ἐκκλησία ἔχουν
ἕναν συμβολισμό καί ὁ Ἅγιος μᾶς λέει ἀκριβῶς αὐτό: μή μένεις σ’ αὐτά
καθαυτά τά τελούμενα, ἀλλά νά πηγαίνεις στό τί συμβολίζουν.
«Οἱ λαμπάδες
δηλαδή», τά κεριά πού ἀνάβουμε στήν Ἐκκλησία, «σοῦ ὑποδεικνύουν
συμβολικά τό νοητό φῶς», δηλαδή τό ἄκτιστο φῶς, τό ὁποῖο πρέπει νά
βλέπεις, νά ὑπάρχει καί νά καίει μέσα στήν ψυχή σου. «Διότι, ὅπως ὁ
ναός, αὐτός ὁ περικαλλής οἶκος, καταλάμπεται ἀπό τίς πολλές λαμπάδες,
ἔτσι καί ὁ οἶκος τῆς ψυχῆς σου, ὁ τιμιότερος αὐτοῦ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει νά
φωτίζεται καί νά φωτίζεται νοητά, νά καίγονται δηλαδή μέσα σου διά τοῦ
θείου πυρός καί νά φέγγουν ὅλες οἱ πνευματικές ἀρετές, ὥστε νά μήν
ἀπομείνει κανένας τόπος σ’ αὐτόν ἄμοιρος φωτός». Νά γίνει ἡ καρδιά σου
ἕνα μανουάλι ὅπου τά κεριά θά εἶναι οἱ ἀρετές, οἱ ὁποῖες θά ἐξασκοῦνται
ἀπό σένα καί θά φωτίζουν ὅλο τόν ἐσωτερικό σου χῶρο, ὅλο τόν ἐσωτερικό
σου ἄνθρωπο. Αὐτό συμβολίζουν οἱ λαμπάδες καί τά κεριά πού ἀνάβουμε. Μᾶς
θυμίζουν αὐτό τό φῶς τῆς ψυχῆς, τό φῶς τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει ὅταν ὁ
ἄνθρωπος τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἀσκεῖ τίς ἀρετές.
«Τούς φωτοειδεῖς
πάλι λογισμούς, τούς ὑπογράφει μέσα σου τό πλῆθος τῶν καιομένων ἀπό τό
ὁρατό πῦρ λύχνων». Τά λυχνάρια πού εἶχαν τότε στήν Ἐκκλησία καί τά
διάφορα φῶτα πού ἔχουμε τώρα, λέει πάλι ὁ Ἅγιος, νά σοῦ θυμίζουν τούς
φωτοειδεῖς λογισμούς. Φωτοειδεῖς, δηλαδή φωτεινοί λογισμοί, πρέπει νά
κυκλοφοροῦν μέσα σου, ὄχι σκοτεινοί, ὄχι κακίες, ὄχι ζήλιες, ὄχι ἔχθρες,
ὄχι σαρκικές ἡδονές καί σαρκικοί λογισμοί. Τίποτα ἀπό αὐτά. «Ὅπως
αὐτοί, νά λάμπει ὁ καθένας τους», ὁ κάθε λογισμός μέσα σου «καί νά μήν
ἀπομείνει σκοτεινός λογισμός στήν οἰκία τῆς ψυχῆς σου, ἀλλά νά λάμπουν
ἐξ ὁλοκλήρου ὅλοι καιόμενοι πάντοτε μέ τό πῦρ τοῦ Πνεύματος, γιά νά μή
διακόπτεται τό πλῆθος τῆς διακρίσεως τῶν λογισμῶν σου». Τότε ὁ ἄνθρωπος
μπορεῖ νά διακρίνει σωστά τά πράγματα. Γιατί δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε
σωστά τά πράγματα καί συνέχεια σφάλλουμε; Διότι οἱ λογισμοί μας δέν
εἶναι φωτοειδεῖς, εἶναι σκοτεινοί, εἶναι ἐμπαθεῖς λογισμοί καί ἑπομένως ὁ
ἄνθρωπος χάνει τήν διάκριση καί κάνει ἀδιάκριτα πράγματα καί ἐνεργεῖ
ἐμπαθῶς. Αὐθόρμητα τό λέει, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι ἐμπαθῶς. Ἔτσι
καταστρέφει τόν ἑαυτό του καί καταστρέφει καί τούς ἄλλους γύρω του.
«Τό νοητό μύρο σοῦ
τό ὑποδεικνύουν οἱ ἐκχύσεις τῶν μύρων». Τό μύρο πού πρέπει νά ἔχουμε
μέσα μας καί νά εὐωδιάζουμε γιατί προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα. Ὅταν μιλᾶμε
στόν Χριστό καί προφέρουμε τό ὄνομά Του, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εὐωδιάζει
καί κάνει καί τόν ἄνθρωπο νά εὐωδιάζει. «Μῦρον ἐκκενωθέν» (Ἄσμα 1,3).
Ἔτσι ὅταν μνημονεύουμε τό ὄνομα, μέ τό ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν μέ ̎,
εὐωδιάζει τό στόμα μας, εὐωδιάζει ἡ ψυχή μας. Τό νοητό αὐτό μύρο λοιπόν
σοῦ θυμίζουν τά μύρα καί τά θυμιάματα πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία «τά
ὁποῖα καί σέ διδάσκουν ὅτι πρέπει νά τά ἀποκτήσεις μέσα σου πολυτελῶς.
Ἐκεῖνο δηλαδή πού ραντίζεται ἀπ’ ἔξω, θά εἰκονίζει στούς πνευματικούς
τήν ρέουσα δροσιά πάνω στά ὄρη Σιών καί σάν ἐκεῖνο πού κατεβαίνει στόν
πώγωνα τοῦ Ἀαρών καί στήν ᾤαν, στήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του. Ἐνῶ ἐκεῖνο
πού ἀναβλύζει ἀπό μέσα καί ὡς ὕδωρ καταψύχει τό Πνεῦμα, θά εἶναι σάν
πηγή πού ἐκχέει ὕδατα αἰώνιας ζωῆς γιά ἐκεῖνον πού ἐνεργεῖται ἀπό θεῖο
Πνεῦμα καί τό ὁποῖο ἀνάπτεται καί ἀναπέμπεται σέ εὐωδιαστό καπνό». Αὐτό
τό μύρο ἀναβλύζει μέσα ἀπό τόν ἄνθρωπο καί εὐωδιάζει καί ὁ ἴδιος ὁ
ἄνθρωπος καί ὄσοι τόν πλησιάζουν ἀρωματίζονται καί εὐωδιάζουν.
«Αὐτό φέγγει λαμπρά
καί ἀρωματίζει μαζί τίς αἰσθήσεις μέ πνευματική εὐωδία. Ἀφ’ ἑνός μέν ὡς
φῶς βλέπεται ἀπό τούς καθαρούς στήν καρδιά καί ἀφ’ ἑτέρου ὡς ξύλο ζωῆς
καθηλώνει τά θελήματα τῆς σάρκας, εὐωδιάζει τά σύμπαντα καί εὐφραίνει
πάντοτε μόνο τούς πιστούς μέ πνευματική εὐφροσύνη». Ὁ Χριστός μας εἶναι
φῶς ἀλλά εἶναι καί μύρο, εἶναι καί εὐωδία, εἶναι καί εὐφροσύνη. Ὁ
ἄνθρωπος πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί εἶναι ἀληθινός χριστιανός τά
ἔχει αὐτά. Ἑπομένως, οὔτε κοσμικά ἀρώματα, οὔτε ἐξωτερικά μόνο νά
θυμιατίζουμε τό σπίτι. Βέβαια πρέπει νά θυμιατίζεις, ἀλλά νά θυμᾶσαι
ὅταν τό κάνεις, ὅτι ἀκόμα καλύτερο καί εὐάρεστο στόν Θεό εἶναι νά
εὐωδιάζει ἡ ψυχή σου κάθε στιγμή. Καί ἀπό τό νά πηγαίνεις στόν ναό καί
νά ἀκοῦς τίς ἀκολουθίες καί νά συμμετέχεις ὅσο μπορεῖς, ἀκόμα καλύτερο
εἶναι νά γίνεις ἐσύ ὁ ἴδιος ναός. Διότι λέει ὁ Ἅγιος, τιμιότερος ἀπ’
αὐτόν τόν ναό πού ξέρουμε, τά ντουβάρια καί τίς εἰκόνες καί ὅλα αὐτά,
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες
μᾶς τό ἔχουν ἀποκαλύψει αὐτό τό πράγμα καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας διά τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὑποψήφιος ναός τοῦ Θεοῦ.
Καί ὀφείλουμε νά γίνουμε ζωντανοί ἔμψυχοι ναοί ὅπου μέσα μας θά
λειτουργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός ὁ π. Ἰωάννης ὁ
Ρωμανίδης, θά κάνει μέσα μας τόν ψάλτη καί τόν παπά τό Ἅγιο Πνεῦμα καί
θά Τό ἀκοῦμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή νοερά προσευχή. Ὄχι νά λέμε ἐμεῖς
̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ μέ ̎, ἀλλά ν’ ἀκοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα πού
προσεύχεται μέσα μας καί κράζει «ἀββᾶ ὁ πατήρ καί συμμαρτυρεῖ στό πνεῦμα
μας τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ» (Ρωμ. 8,15-16).
«Ἀλλ’ ὅμως αὐτά δέν
ἐξαντλοῦνται μόνο στά λεγόμενα, ἀλλ’ ὑπάρχει γι’ αὐτά κι ἄλλη φάση
πνευματικῆς διδασκαλίας. Ἐάν δηλαδή ὁ Θεός κόσμησε ἔτσι τά ἄψυχα μέ τήν
εὐωδία καί τά ἐδόξασε, πόσο μᾶλλον θά διακοσμήσει ἐσένα, ἄν τό
ἐπιθυμεῖς, μέ τίς ἀρετές καί θά σέ δοξάσει μέ τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἐσένα πού σ’ ἔκτισε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσή του». Ἄν ἔδωσε
εὐωδία στά ἄψυχα, στή ρητίνη, σ’ αὐτές τίς ἀρωματικές ὕλες πού ἔχουμε
καί καῖμε καί τίς προσφέρουμε στόν Θεό ὡς θυσία, πόσο περισσότερο θέλει
καί εὐαρεστεῖται ὁ Θεός νά δώσει σ’ ἐσένα τόν ἔμψυχο ναό Του, αὐτή τήν
εὐωδία; Βλέπετε πού οἱ Ἅγιοί μας εὐωδιάζουν; Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ
εὐωδία. Προσκυνᾶμε τά ἅγια λείψανα καί τήν αἰσθανόμαστε. Προσκυνᾶμε τίς
ἅγιες εἰκόνες καί ἄν θέλει ὁ Θεός καί ἐκεῖ τό αἰσθανόμαστε. Ποῦ
ὀφείλεται αὐτή ἡ εὐωδία; Ἀκριβῶς στήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
«Τά μύρα λοιπόν
αὐτά πού κατασκευάσθηκαν ἀπό ἀνθρώπινα χέρια καί μέ τήν εὐωδία τους
εὐωδιάζουν τίς αἰσθήσεις σου, ζωγραφίζουν τήν πλάση σου καί τήν
ἀναπαριστάνουν κατά τρόπο σοφό». Βλέπετε πῶς ὁ Θεός δηλαδή μᾶς διδάσκει
καί μέσα ἀπό ὅλα αὐτά πού μᾶς περιβάλλουν. «Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδή τά μύρα
πού κατασκευάζονται ἀπό διάφορα εἴδη τά δημιουργοῦν τά χέρια τῶν
ἀρωματοποιῶν καί ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος ἀπό πολλά, ἔτσι καί σένα σ’ ἔπλασαν
τά χέρια τοῦ Θεοῦ, κατασκευάσθηκες μέ σοφία καί συναρμολογήθηκες μέ τά
νοητά μέλη τοῦ νοητοῦ μύρου, δηλαδή μέ τά χαρίσματα τοῦ ζωοποιοῦ καί
παντουργοῦ Πνεύματος». Ὅταν βαφτιζόμαστε ἀκολουθεῖ τό Μυστήριο τοῦ
Χρίσματος. Τό ἅγιο Μύρο στό Πατριαρχεῖο φτιάχνεται μέ ἕνα πλῆθος ἀπό
ἀρωματικές ὗλες καί βεβαίως μέ πολλή προσευχή καί τήν ἀκολουθία τοῦ
ἁγίου Μύρου. Καί τί συμβολίζει ὅλο αὐτό; Ἀκριβῶς αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ
Ἅγιος: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐφόσον εἶναι βαφτισμένος καί χρισμένος ἔχει
συναρμολογηθεῖ ἀπό ποικιλία χαρισμάτων καί δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Αὐτά
ὅλα θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά τά φανερώσει, νά εἶναι ἐνεργά. Δυστυχῶς ὅμως
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τά ἀπενεργοποιοῦμε μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη καί
χρειάζεται ἡ διαδικασία τῆς μετάνοιας καί τῆς κάθαρσης, ὥστε νά
ἐπανενεργοποιηθοῦν ὅλα αὐτά τά νοητά μύρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁ
ἄνθρωπος νά ἀποκτήσει πάλι τήν πνευματική ὑγεία καί νά θεραπευτεῖ ἡ
προσωπικότητά του.
«Πρέπει νά μυρίζεις
τήν εὐωδία τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας Του, ὥστε ἐκεῖνοι πού ἀκούουν
τούς λόγους τῆς διδασκαλίας σου νά εὐωδιάζονται τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς
τους καί νά εὐφραίνονται μέ πνευματική εὐφροσύνη. Τά πλήθη πού
συγκεντρώνονται μαζί μέ σένα καί ὑμνοῦν μεγαλοφώνως τόν Θεό, σοῦ
δηλώνουν τά οὐράνια τάγματα καί τίς ἀναρίθμητες Ἀγγελικές Δυνάμεις πού
ἀνυμνοῦν γιά τήν σωτηρία σου τόν οὐράνιο Δεσπότη». Ὁ Ἅγιος μᾶς ὁδηγεῖ
στό νά κάνουμε μιά ἀναγωγή καί νά μήν μένουμε στά ἐξωτερικά. Πολλοί πᾶνε
στήν Ἐκκλησία καί παρατηροῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, τί φοράει ἡ τάδε κυρία
κ.λ.π. Δέν πᾶμε ἐκεῖ γι’ αὐτό, ἀλλά, λέει, βλέποντας τό πλῆθος νά
σκεφτεῖς τούς Ἀγγέλους, ν’ ἀνεβάσεις τόν νοῦ σου στόν οὐρανό.
«Ὁ αἶνος καί ὁ
ὕμνος, ὁ μελωδούμενος ἀπ’ αὐτά, ὑπαινίσσεται τόν μυστικό ἐκεῖνον ὕμνο,
τόν ὁποῖο ἀναπέμπουν ἀσιγήτως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὥστε καί σύ ὁ ἴδιος νά
γίνεις ἔτσι καί ὡς ἐπίγειος ἄγγελος νά ἀνυμνεῖς ἀκατάπαυστα μέ τό ἄϋλο
στόμα της καρδιᾶς σου τόν Θεό πού σέ δημιούργησε μυστικῶς. Οἱ φίλοι πάλι
καί οἱ γνωστοί καί οἱ συνοδοί τῶν ἀρχόντων μέ τήν παρουσία τους σέ
διδάσκουν ὅτι πρέπει νά γίνεις μέ τήν ἐκτέλεση ὅλων τῶν ἐντολῶν καί μέ
τόν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν συναρίθμιος καί ὁμοδίαιτος μέ τούς Ἀποστόλους,
τούς προφῆτες, τούς μάρτυρες καί ὅλους τούς ὁσίους». Στίς μεγάλες
γιορτές πᾶνε καί οἱ ἐπίσημοι. Μή μένεις λέει σ’ αὐτά. Νά σκεφτεῖς ὅτι
καί ἐσύ πρέπει νά γίνεις ἐπίσημος. Νά γίνεις κι ἐσύ προφήτης, νά γίνεις
μάρτυρας, νά γίνεις ἀπόστολος.
«Ἐάν σκέπτεσαι ὅτι
κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἑορτάζεις καί ἔγινες τέτοιος, ὅπως περιέγραψε ὁ
λόγος, μέ ὅσα κάνεις ἑορτάζοντας, ἑορτάζεις ἑορτή πνευματική καί
συνεορτάζεις μέ τίς ἄνω Ἀγγελικές δυνάμεις. Ἐάν ὅμως δέν συμβαίνει αὐτό
οὔτε τόν ἑαυτό σου τόν ἔκαμες τέτοιον μέ τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ποιό
θά εἶναι τό ὄφελος γιά σένα πού ἑορτάζεις;» Νά κάνεις δηλαδή τόν ἑαυτό
σου ἄξιο ὥστε νά κατοικήσει ὁ Θεός μέσα σου, νά ἔρθει μέσα σου, νά
σκηνώσει μέσα σου, ὅπως τό λέμε: ‘’Βασιλεῦ οὐράνιε Παράκλητε ἐλθέ καί
σκήνωσον’’. Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Ὁ Χριστός θέλει νά ἔρθει μέσα
μας νά κατοικήσει μόνιμα. Ἀλλά πῶς νά ἔρθει ὅταν εἴμαστε γεμάτοι βρωμιά
καί πάθη; Κάνε λοιπόν τόν ἑαυτό σου κατάλληλο, δεκτικό κατοικητήριο τοῦ
Θεοῦ καί τότε θά ἑορτάσεις ἑορτή πνευματική καί θά συνεορτάσεις μέ τούς
Ἀγγέλους.
Γνωρίζετε ὅτι
ὑπάρχει ἀρρώστια πού λέγεται κατάθλιψη τῶν Χριστουγέννων; Ὑπάρχει!
Ψυχιατρική ὁρολογία εἶναι αὐτή πού σᾶς λέω: κατάθλιψη τῶν Χριστουγέννων.
Πολλοί ἄνθρωποι παθαίνουν κατάθλιψη τά Χριστούγεννα, γιατί ἀκριβῶς δέν
γιορτάζουν Χριστούγεννα! Δέν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις καί δέν γεννιέται ὁ
Χριστός μέσα τους ἀλλά εἶναι μιά ἀκόμα ρουτίνα.
«Ὑπάρχει φόβος
μήπως καί σύ, ὅπως παλαιά οἱ Ἰουδαῖοι, ἀκούσεις: ‘’θά μετατρέψω τίς
ἑορτές σου σέ πένθος καί θά μεταβάλω τήν χαρά σου σέ λύπη’’. Τί λοιπόν;
Δέν θά ἑορτάσουμε σωματικά καί αἰσθητά, ἐάν δέν μπορέσουμε νά γίνουμε
τέτοιοι, ὅπως μᾶς ὑπέδειξες μέ τόν λόγο; Καί πάρα πολύ βέβαια.
‘’Ἑόρταζε’’, λέγει, καί νά τελεῖς τά πρός τιμήν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων
Του μέ ὅλη σου τή δύναμη καί κάλεσε, ἐάν εἶναι δυνατό, ὅλους, βασιλεῖς,
ἄρχοντες, ἀρχιερεῖς, λευίτες, μοναχούς, λαϊκούς, ὥστε διά σοῦ νά
δοξασθεῖ ἀπό ὅλους ὁ Θεός· καί ἡ δόξα αὐτῶν, ἀναπεμπόμενη πρός τόν Θεό
ὡς ἀπό ἕναν, ἀπό ἐσένα, θά καταλογισθεῖ σέ σένα καί θά γίνει εὐπρόσδεκτη
ἀπό Αὐτόν».
Μή νομίζεις ὅτι
τάχα μ’ αὐτόν τόν τρόπο δοξάζεις τόν Θεό ἤ τούς ἁγίους ἤ προσθέτεις
δόξα. Ὄχι. Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό; «Γιατί λέγει, «ἐξαιτίας τῆς
ὑπερβολικῆς δόξας του δέν ἐδοξάσθηκε τό δεδοξασμένο». Ὁ Θεός δέν ἔχει
ἀνάγκη ἀπό τήν δική μας δόξα, οὔτε ἀπό τίς λειτουργίες μας, οὔτε ἀπό
τούς ὕμνους μας, οὔτε ἀπό τά κεριά μας, οὔτε ἀπό τά θυμιάματά μας, οὔτε
ἀπό τίς συνάξεις μας τίς λειτουργικές, γιατί εἶναι Αὐτοδόξαστος.
«Οὔτε οἱ ἅγιοι
στεροῦνται ἐπίγεια καί ἀνθρώπινη δόξα. Ἀλλά ἑόρταζε μέ σκοπό νά
ἐπιτύχεις ἔλεος ἀπό τόν Θεό μέ τήν πρεσβεία ἐκείνων». Γι’ αὐτό
γιορτάζουμε γιά νά πετύχουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό μᾶς μίλησε ὁ
ἅγιος γιά πένθος καί ὄχι γιά ξεφάντωμα καί γιά ξεσάλωμα. «Οὔτε ἔτσι ὅμως
νά ὑποψιασθεῖς ὅτι τό γινόμενο εἶναι γιά σένα ἀληθινή ἑορτή, ἀλλά
σκέψου ὅτι αὐτό εἶναι μᾶλλον τύπος, σκιά καί σύμβολο ἑορτῆς. Διότι, πές
μου, ποιά κοινωνία θά εἶχαν ποτέ τά αἰσθητά καί ἄψυχα καί ἐντελῶς ἄμοιρα
αἰσθήσεως μέ τά νοητά καί θεῖα καί ἔμψυχα ἤ καλύτερα μέ τά πνευματικά
καί ζωντανά καί παρεκτικά αἰώνιας ζωῆς;».
«Ἄς εἶναι ἑορτή γιά
σένα, πού ἑορτάζεις μέ σύνεση καί εὐσέβεια, ὄχι τό φῶς τῶν λαμπάδων πού
σέ λίγο σβήνει, ἀλλά καθαρῶς ἡ ἴδια ἡ λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου, ἡ ὁποία
συμβολίζει τήν γνώση τῶν θείων καί οὐράνιων πραγμάτων καί ἡ ὁποία
χορηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα σ’ ἐκεῖνον πού σκέπτεται ὅπως ὁ Ἰσραήλ.
Αὐτή ἄς σοῦ εἶναι τέτοια, ὥστε νά λάμπει σ’ ὅλη σου τήν ζωή, νά φέγγει
γιά ὅλους ὅσοι βρίσκονται στήν παγκόσμια οἰκία πάνω ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ
ἡλίου, καθαρό φῶς τοῦ λόγου ἀρτυμένο μέ τό ἁλάτι τοῦ Πνεύματος, σύμφωνα
μέ τήν ἐντολή πού λέει· ‘’λαμψάτω τό φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως ἴδωσι τά καλά ὑμῶν ἔργα καί δοξάσουσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς
οὐρανοῖς’’».
«Ἀντί γιά πολλούς
λύχνους ἄς σοῦ εἶναι οἱ φωτοειδεῖς ἔννοιες» οἱ φωτόμορφοι καί φωτεινοί
λογισμοί, «μέ τίς ὁποῖες ὑφαίνεται ὅλος ὁ κόσμος τῶν ἀρετῶν καί
ὑποδεικνύεται λαμπρῶς, γι’ αὐτούς πού βλέπουν σωστά, ἡ ποικιλία τοῦ
πνευματικοῦ ναοῦ καί τοῦ κάλλους του». Τοῦ ἔμψυχου ναοῦ πού πρέπει νά
γίνει ὁ καθένας μας.
«Ἀντί γιά μύρα καί
ἀρώματα, ἄς σέ εὐωδιάζει ἡ νοητή εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁποίας ἡ
ὀσμή εἶναι ἀνέκφραστη καί ἡ ἀναθυμίασις τῆς ὀσφρήσεως φωτοειδής».
Ἀναθυμίασις φωτοειδής! Ὁ Θεός εἶναι φῶς εὐῶδες.
«Ἀντί γιά πλῆθος
λαοῦ, ἄς παραστοῦν μαζί σου τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων, ὥστε νά δοξάζουν γιά
σένα τόν Θεό καί νά χαίρονται πάντοτε γιά τήν σωτηρία, τήν ἀνάβαση καί
τήν προκοπή σου». Ἔχεις τούς Ἀγγέλους μαζί σου;
«Ἀντί φίλων καί
ἀρχόντων καί βασιλέων, ἄς συνεορτάζουν καί ἄς ἐπικοινωνοῦν μαζί σου, ὡς
φίλοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι πού προσκυνοῦνται καί τιμοῦνται ἀπό αὐτούς. Αὐτούς
ν’ ἀγαπᾶς καί αὐτούς νά προτιμᾶς ἀπό ὅλους, ὥστε, ὅταν πεθάνεις νά σέ
ὑποδεχθοῦν στίς αἰώνιες σκηνές τους, ὅπως ὁ Ἁβραάμ ὑποδέχθηκε στούς
κόλπους του τόν Λάζαρο, ἄν καί αὐτό πού λέχθηκε θεωρεῖται κι ἀλλιῶς».
«Ἀντί πλούσιου ἀπό
ἀφθονία ἐδεσμάτων τραπεζιοῦ, ἄς εἶναι γιά σένα μόνον ὁ ζῶν Ἄρτος, ὄχι
μόνον ὁ αἰσθητός καί ὀρατός, ἀλλ’ αὐτός πού εἶναι στό αἰσθητό καί δι’
αὐτοῦ ὡς αἰσθητός γίνεται καί δίνεται σέ σένα, ὁ ἴδιος ὁ Ἄρτος πού
κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί δίνει ζωή στόν κόσμο, τόν ὁποῖο ὅσοι τόν
τρώγουν ὄχι μόνο τρέφονται, ἀλλά καί ζωποιοῦνται καί ζώντας
ἀνασταίνονται ὡς ἐκ νεκρῶν. Αὐτό ἄς εἶναι γιά σένα ἀπόλαυση καί τρυφή
ἀκόρεστη καί ἀδάπανη. Οἶνος πάλι ἄς εἶναι, ὄχι αὐτός πού βλέπεται, ἀλλ’
ἐκεῖνος βέβαια πού φαίνεται ὡς οἶνος, ἀλλά νοεῖται ὡς αἷμα Θεοῦ,
ἀνέκφραστο φῶς, ἀνείπωτος γλυκασμός, αἰώνια εὐφροσύνη· αὐτόν ἐάν Τόν
πίνεις ἀξίως, δέν θά διψάσεις στόν αἰῶνα, ἀρκεῖ μόνο νά γίνεται μέ
αἴσθηση τῆς ψυχῆς, μέ ἑτοιμασία εἰρήνης τῶν δυνάμεών της».
Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ
καί ἐν κατακλείδι νά ποῦμε αὐτό τό τελευταῖο πού εἶπε καί ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ
συμμετοχή στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς εἶναι τό κορυφαῖο γεγονός πού μᾶς κάνει
νά γιορτάσουμε Χριστούγεννα ὅταν γίνεται ἀξίως, μέ τίς σωστές δηλαδή
προϋποθέσεις: μέ καλή ἐξομολόγηση, μετάνοια, συνεχή προσευχή, συντριβή,
πένθος, κατάνυξη, δάκρυα. Ὁ Ἅγιος Συμεών δέν κοινωνοῦσε ποτέ ἐάν δέν
ἔκλαιγε. Τό σημαντικό βέβαια εἶναι αὐτή τήν αἴσθηση νά τήν φυλάξουμε καί
μετά τήν Θεία Κοινωνία καί μετά τίς γιορτές καί νά μήν γίνουν οἱ
γιορτές γιά μᾶς μία διασκέδαση, ἀλλά μία ψυχαγωγία, δηλαδή μιά ἀγωγή τῆς
ψυχῆς πρός τόν Θεό. Καί νά προσέξουμε ἐπίσης, ὅπως εἴπαμε καί στήν
ἀρχή, τούς ποικίλους «Ἡρῶδες», οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νά φονεύσουν τό παιδίον…
μέσα στήν καρδιά μας. Νά φυλάξουμε τήν καρδιά μας καθαρή ἀπό ὅλους
αὐτούς.
Νομίζω ὁ Ἅγιος
εἶναι πολύ σαφής καί μᾶς βάζει στό πνευματικό νόημα τοῦ πῶς πρέπει ὁ
θεοφιλής, ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει τόν Θεό, νά γιορτάζει. Σήμερα ζοῦμε μιά
τέτοια ἀλλοτρίωση, πού εἶναι ἀναγκαῖο ν’ ἀκοῦμε αὐθεντικό λόγο Θεοῦ.
Γι’ αὐτό καί σᾶς παροτρύνω νά ἔρχεστε στίς συνάξεις, ὄχι γιά νά ἀκοῦτε
ἐμένα, γιατί δέν ἀκοῦτε ἐμένα, ἀλλά ἀκούω καί ἐγώ μαζί μέ σᾶς τούς
ἁγίους. Καί ὁ αὐθεντικός λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ λόγος τῶν Ἁγίων Πατέρων,
ὁ ὁποῖος ἀνακαινίζει τήν ψυχή μας καί μᾶς ἐπαναφέρει στή διαδικασία
τουλάχιστον γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς μας. Δέν ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο νά
ἐξομολογεῖται. Χρειάζεται καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ζωντανός λόγος τῶν
Πατέρων, ὁ ὁποῖος δίνει στόν ἄνθρωπο χάρη Θεοῦ, ὅπως καί τά Μυστήρια.
Ὁπότε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος καί μέ τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νά
προχωρεῖ στήν κάθαρση.
Οἱ πρῶτοι
χριστιανοί ἦταν συνεχῶς μέ τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί ἄκουγαν κήρυγμα.
Τελοῦσαν τήν Θεία Λειτουργία καθημερινά καί ἀκούγανε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος ἔχει κι αὐτός δύναμη. Τώρα δηλαδή οὐσιαστικά κάνουμε ἕνα
μυστήριο, ἀκοῦμε λόγο Θεοῦ καί περνάει μέσα στήν ψυχή μας ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ. Γιατί ὁ λόγος τῶν Πατέρων εἶναι λόγος τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι
φορτισμένος μέ χάρη Θεοῦ.
Πολλές φορές
στενοχωροῦμαι, γιατί μερικοί χριστιανοί νομίζουν ὅτι εἶναι ἀρκετό τό νά
ἐξομολογηθοῦν. Δέν εἶναι ἀρκετό, γιατί ἀμέσως μετά θά ξανακάνουν πάλι τά
ἴδια. Χρειάζεται μιά συνεχής ἐργασία στήν καρδιά μας ὥστε νά φυλᾶμε τήν
χάρη πού παίρνουμε ἀπό τά Ἅγια Μυστήρια καί ἀπό τήν Θεία Κοινωνία. Σ’
αὐτό πολύ συμβάλλει τό νά εἴμαστε ὅλοι μαζί, ἕνα σῶμα, τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία κάνουμε τίς συνάξεις, λατρευτικές
καί κηρυγματικές, ὥστε νά ἔχουμε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅπου εἶναι ὁ
ἱερέας καί τό ποίμνιο, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ σύναξη τῆς
Ἐκκλησίας. Καί σωζόμαστε -νά μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό- ὡς σῶμα. Δέν σωζόμαστε
ἀτομικά στήν Ὀρθοδοξία, ὁ καθένας μόνος του. Σωζόμαστε ὅλοι μαζί. Γι’
αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία νά συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί ν’ ἀκοῦμε λόγο
Θεοῦ καί βεβαίως καί νά ἐξομολογούμαστε.
Ἄν θέλετε νά
κάνουμε μιά παρομοίωση, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα μεγάλο
νοσοκομεῖο, ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἡ ὁμολογία καί κατά κάποιο τρόπο ἡ
κορύφωση τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετανοήσει,
ἔχει κλάψει, ἔχει συντριβεῖ, ἔχει δεχθεῖ μέσα του τήν προκαταρκτική χάρη
τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει καί παίρνει καί τήν πλήρη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί
οὐσιαστικά θά λέγαμε παίρνει ἕνα ἐξιτήριο ἀπ’ τό νοσοκομεῖο, ὅπως ὁ
ἄρρωστος πού ἔγινε καλά πηγαίνει καί τοῦ ὑπογράφει ὁ γιατρός καί τόν
ἀφήνει νά βγεῖ νά συνεχίσει τήν ἐργασία του. Βέβαια ἀπ’ τήν Ἐκκλησία
ποτέ δέν φεύγουμε, δέν λέω μ’ αὐτή τήν ἔννοια τήν λέξη ἐξιτήριο, ἀλλά
ἐννοῶ ὅτι δέν πρέπει νά ἀρκούμαστε μόνο σέ μία «μαγική θρησκευτικότητα».
Γιατί πολλοί χριστιανοί νομίζουν ὅτι εἶναι ἀρκετό νά ἐξομολογηθοῦν, νά
κοινωνήσουν καί εἶναι ἐντάξει. Δέν εἶναι ἐντάξει. Καλούμαστε νά
θεραπευθοῦμε. Νά καθαρίσει ἡ καρδιά μας, νά λειτουργήσουμε ὡς ναοί τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καί ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Ἅγιος νά βλέπουμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ
καί νά εὐωδιάζουμε τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τότε θά ἔχουμε
διαρκῶς Χριστούγεννα καί ὄχι μόνο τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Βέβαια,
ἄν δέν ἔχουμε ὅλες αὐτές τίς προϋποθέσεις, δέν θά ζήσουμε οὔτε κἄν αὐτή
τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων.
Σήμερα ὑπάρχει
τέτοια διαστρέβλωση, ὅπως ἀκοῦμε καθημερινά καί στίς εἰδήσεις, πού
χρειάζεται ὁ χριστιανός νά συμμετέχει ἐνεργά στήν Ἐκκλησία καί στίς
συνάξεις καί στόν λόγο τοῦ Θεοῦ διότι ὁ πόλεμος εἶναι τεράστιος. Ἕνα
μόνο θά σᾶς πῶ, ὅτι πλέον σέ κάποια σχολεῖα, ἀντί γιά Χριστούγεννα
γιορτάζουν τήν γιορτή τοῦ χειμώνα καί τῆς ἄνοιξης. Ἔτσι τό λένε τώρα. Ἤ
τήν γιορτή τῶν τεσσάρων ἐποχῶν. Αὐτό συμβαίνει σέ ἑλληνικά σχολεῖα, ὄχι
σέ ἀμερικάνικα σχολεῖα. Καί ὁ χοντροβασίλης αὐτό τό ἔκτρωμα τῆς
κόκα-κόλα μπαίνει παντοῦ καί ἔχει διαδοθεῖ ὡς σύμβολο τῶν Χριστουγέννων.
Καί τί εἶναι αὐτός ὁ Santa Claus; Εἶναι οὐσιαστικά μία βλασφημία στό
πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, καί ἄν μή τί ἄλλο, μήν ἐπιτρέψετε νά τόν
βάλετε στό σπίτι σας. Οὔτε νά ἐπιτρέψετε στά παιδιά σας νά συμμετέχουν
σέ τέτοια γιορτή. Ἡ βλασφημία στόν Ἅγιο Βασίλειο πού γίνεται σήμερα,
εἶναι βλασφημία στόν Ἅγιο Θεό. Γιατί ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγίου εἶναι ἡ
ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἴδια ἁγιότητα εἶναι, ἡ ἴδια χάρις. Οὐσιαστικά ὅταν
συμμετέχουμε σέ τέτοια πράγματα, ἀκυρώνουμε τήν ἰδιότητά μας ὡς
χριστιανῶν.
Ὅπως καί τό θέμα
τοῦ ρεβεγιόν, πολλοί χριστιανοί λένε: «τί νά κάνουμε, ἔχουμε κοινωνικές
ὑποχρεώσεις» καί παραμονή καταλύουν τά πάντα, ἀντί νά νηστέψουν, νά
πενθήσουν, νά ἑτοιμαστοῦν, νά λειτουργηθοῦν… δέν πᾶνε κἄν στή Λειτουργία
γιατί εἶναι νωρίς τό πρωί καί δέν μποροῦν νά ξυπνήσουν. Αὐτά εἶναι
τραγικά πράγματα. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτά. Ἀλλά εἶμαι ἀναγκασμένος νά τά
θίξω γιατί δυστυχῶς τά ἀκούω καί στήν ἐξομολόγηση πολλές φορές. Λένε:
«Πάτερ τί νά κάνω; Ἦρθαν οἱ συγγενεῖς μας παραμονή, καθίσαμε καί
φάγαμε». Αὐτό εἶναι τό χριστιανικό; Λένε γιά νά μήν τούς σκανδαλίσουν!
Μά ἀκριβῶς ὅταν κανείς φάει, θά τούς σκανδαλίσει. Καί δέν εἶναι τό θέμα
μόνο τό νά φᾶμε ἤ νά μήν φᾶμε. Εἴπαμε ποιά εἶναι ἡ γιορτή ἡ πνευματική.
Νά εὐχηθῶ νά ἔχουμε
ὅλοι καλά καί εὐλογημένα Χριστούγεννα καί τήν καρδιά μας νά γίνει φάτνη
πού νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Νά μήν Τόν σκοτώσει ὁ Ἡρώδης, ὁ ὁποιοσδήποτε
Ἡρώδης. Νά μήν ἐπιτρέψουμε… γιατί ἐμεῖς τό ἐπιτρέπουμε. Ἐμεῖς
ἐπιτρέπουμε νά μποῦνε ὅλες αὐτές οἱ παραστάσεις ἀπό τό περιβάλλον, οἱ
ὁποῖες πολύ εὔκολα κατεβαίνουν στήν καρδιά, γιατί εἴμαστε πολύ ἄρρωστοι
καί γίνονται ἐπιθυμίες καί εἴδωλα μέ ἀποτέλεσμα νά ρυπώνεται ἡ καρδιά
μας καί νά μήν γίνεται κατοικητήριο Θεοῦ, ἀλλά σπήλαιο ληστῶν, ὅ μή
γένοιτο.
Καλά καί εὐλογημένα Χριστούγεννα.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου