Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου,
Ἀλφαβητικὰ κεφάλαια, ἐκδόσεις Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὅρος, σελ. 256-269.
Ὅτι ἑπτὰ εἶναι οἱ κατηγορίες αὐτῶν
ποὺ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς. Καὶ ὅτι ὅσοι παρακαλοῦν τὸν Θεὸ γιὰ πράγματα
ποὺ δὲν κατανοοῦν, δὲν εἰσακούονται. Ἐὰν τώρα εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ πρέπει
οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνοῦν τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, καὶ δὲν
προσεύχονται ἐν πνεύματι, τότε ματαιοπονοῦν διότι δὲν φωτίζονται ἀπὸ τὸν
Θεό.
Κεφάλαιο ΙΘ΄
Ἑπτὰ εἶναι τὰ τάγματα αὐτῶν ποὺ χρειάζονται σωτηρία: οἱ ἀπολωλότες, οἱ αἰχμάλωτοι, οἱ πλανεμένοι, οἱ τσακισμένοι, οἱ κλονιζόμενοι, οἱ σταθεροί, καὶ ὅσοι βαδίζουν τὸ δρόμο τους.
Ὑπάρχει καὶ ὄγδοο: αὐτοὶ ποὺ «λησμονοῦν τὰ παλαιὰ καὶ προχωροῦν πρὸς ἐκεῖνα ποὺ εἶναι, ἐμπρός».
Καθένα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀκτὼ τάγματα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰδιαίτερη προσευχὴ γι’ αὐτό, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι χρειάζεται προσευχὴ τὸ ἀπολωλός, γιὰ νὰ τὸ ἀναζητήσει ὁ Θεὸς ὁ πανταχοῦ παρών, στὸν ὁποῖο εἶναι ὁλοφάνερα καὶ ὁ ἅδης καὶ ἡ ἀπώλεια.Τὸ αἰχμάλωτο, γιὰ νὰ λυτρωθεῖ μὲ τὴ ρομφαία τῆς δύναμης τοῦ παντοκράτορα· γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ μόνος του ὁ αἰχμάλωτος ποὺ ὁδηγεῖται στὴ φυλακή. Τὸ πλανεμένο, ὥστε οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ βλέπουν τὰ πάντα, νὰ τὸ φωτίσουν, νὰ τοῦ ὑποδείξουν καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσουν στὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας, καθὼς λέει καὶ ὁ ψαλμός: «Ὁδήγησε με Κύριε στὴν ὁδό σου, καὶ θὰ πορευθῶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθειά σου.»
Τὸ τσακισμένο, γιὰ νὰ τὸ ἀνορθώσει ὁ Κύριος· γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς τσακισμένους δὲν μπορεῖ νὰ ἀνορθωθεῖ μὲ τὴ δύναμή του.
Τὸ κλονιζόμενο, γιὰ νὰ τὸ στηρίξει ὁ ὑπερμεγέθης βραχίονας τοῦ Ὑψίστου.
Τὸ σταθερό, γιὰ νὰ ἑδραιωθεῖ μὲ τὴν θεία χάρη, καὶ νὰ μὴν περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Αὐτὸ ποὺ βαδίζει στὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προχωρεῖ χωρὶς προσκόμματα· ἐφόσον ἀγγελικὴ δύναμη θὰ σηκώνει τὶς πέτρες καί, τὶς δυσκολίες τοῦ μακρινοῦ καὶ στενοῦ δρόμου, γιὰ νὰ μὴν καταπονεῖται παραπάνω ἀπ’ ὅσο ἀντέχει.
Καὶ τὸ ὄγδοο, γιὰ νὰ μὴ νομίζει ὅτι εἶναι ὑπεράνω τῶν κακῶν, ἀλλὰ νὰ λυπᾶται διότι ὑστερεῖ στὰ καλά, καὶ νὰ διδάσκεται πόσο ἀκόμα ὑπολείπεται ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ ὕψος, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω πάντων. Αὐτὸ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο τὸ ἔργο τῶν τελείων, καθὼς ὁ ἴδιος λέει: «Ὅσοι εἴμαστε τέλειοι, ἂς σκεπτόμαστε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο: νὰ προχωροῦμε ἐπιδιώκοντας τὸ βραβεῖο τῆς ἐπουρανίου κλήσεως.»
Ὑπάρχει καὶ ὄγδοο: αὐτοὶ ποὺ «λησμονοῦν τὰ παλαιὰ καὶ προχωροῦν πρὸς ἐκεῖνα ποὺ εἶναι, ἐμπρός».
Καθένα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀκτὼ τάγματα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰδιαίτερη προσευχὴ γι’ αὐτό, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι χρειάζεται προσευχὴ τὸ ἀπολωλός, γιὰ νὰ τὸ ἀναζητήσει ὁ Θεὸς ὁ πανταχοῦ παρών, στὸν ὁποῖο εἶναι ὁλοφάνερα καὶ ὁ ἅδης καὶ ἡ ἀπώλεια.Τὸ αἰχμάλωτο, γιὰ νὰ λυτρωθεῖ μὲ τὴ ρομφαία τῆς δύναμης τοῦ παντοκράτορα· γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ μόνος του ὁ αἰχμάλωτος ποὺ ὁδηγεῖται στὴ φυλακή. Τὸ πλανεμένο, ὥστε οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ βλέπουν τὰ πάντα, νὰ τὸ φωτίσουν, νὰ τοῦ ὑποδείξουν καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσουν στὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας, καθὼς λέει καὶ ὁ ψαλμός: «Ὁδήγησε με Κύριε στὴν ὁδό σου, καὶ θὰ πορευθῶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθειά σου.»
Τὸ τσακισμένο, γιὰ νὰ τὸ ἀνορθώσει ὁ Κύριος· γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς τσακισμένους δὲν μπορεῖ νὰ ἀνορθωθεῖ μὲ τὴ δύναμή του.
Τὸ κλονιζόμενο, γιὰ νὰ τὸ στηρίξει ὁ ὑπερμεγέθης βραχίονας τοῦ Ὑψίστου.
Τὸ σταθερό, γιὰ νὰ ἑδραιωθεῖ μὲ τὴν θεία χάρη, καὶ νὰ μὴν περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Αὐτὸ ποὺ βαδίζει στὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προχωρεῖ χωρὶς προσκόμματα· ἐφόσον ἀγγελικὴ δύναμη θὰ σηκώνει τὶς πέτρες καί, τὶς δυσκολίες τοῦ μακρινοῦ καὶ στενοῦ δρόμου, γιὰ νὰ μὴν καταπονεῖται παραπάνω ἀπ’ ὅσο ἀντέχει.
Καὶ τὸ ὄγδοο, γιὰ νὰ μὴ νομίζει ὅτι εἶναι ὑπεράνω τῶν κακῶν, ἀλλὰ νὰ λυπᾶται διότι ὑστερεῖ στὰ καλά, καὶ νὰ διδάσκεται πόσο ἀκόμα ὑπολείπεται ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ ὕψος, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω πάντων. Αὐτὸ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο τὸ ἔργο τῶν τελείων, καθὼς ὁ ἴδιος λέει: «Ὅσοι εἴμαστε τέλειοι, ἂς σκεπτόμαστε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο: νὰ προχωροῦμε ἐπιδιώκοντας τὸ βραβεῖο τῆς ἐπουρανίου κλήσεως.»
Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἐξαιτίας τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ θελήσει ἢ ἀξιωθεῖ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ
ὀκτὼ τάγματα, ἂς προσέξει ὥστε νὰ κάνει ὠφέλιμη καὶ κατάλληλη προσευχὴ
γιὰ τὸ καθένα, γιὰ νὰ μὴν κοπιάσει μάταια ζητώντας τὴ σωτηρία ποὺ δὲν
εἶναι ταιριαστὴ γιὰ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ τάγματα. Διότι πῶς θὰ τὸν ἀκούσει
ὁ Κύριος; Κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες λέει πρὸς τὸν προεστώτα: «Μὴν
ἀποκάμεις νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἐντελῶς ἀμελεῖς, ἐφόσον σού τὸ ζητοῦν,
ὄχι γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν διότι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ἂν δὲν συνεργοῦν κι
ἐκεῖνοι ἄλλα γιὰ νὰ ξυπνήσουν καὶ νὰ ἀγωνιστοῦν.» Ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ποὺ
θὰ θελήσει νὰ δώσει στερεὰ τροφὴ στὸ νήπιο ποὺ ἀκόμη πίνει γάλα, δὲν θὰ
τὸ δυναμώσει, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ τὸ καταστρέψει καὶ θὰ τὸ θανατώσει. Κι ἂν
κανεὶς θηλάζει κάποιον ποὺ εἰσέρχεται στὴν ἀνδρικὴ ἡλικία, σίγουρα εἶναι
καὶ οἱ δύο ἀνόητοι. Ὁ Θεὸς εἶναι τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης Θεός. Ὅμως
ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας σ’ αὐτὰ εἶναι ἀνάγκη αὐτὸς ποὺ προσεύχεται, νὰ
ζητεῖ τὸ συμφέρον, γι’ αὐτὸ τὸ ὁποῖο προσεύχεται. ’Ἐπειδὴ κι ὁ Ἰησοῦς
ἔτσι προσευχόταν πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ λέγοντας: «Ἂς μὴ γίνει τὸ δικό μου
θέλημα ἀλλὰ τὸ δικό σου.»
Ἐὰν κάποιος παρακαλεῖ νὰ
προσεύχονται γιὰ τὸν ἑαυτό του ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ
θάνατο, προηγουμένως ἂς ἀκούσει καὶ ἂς διδαχθεῖ· καὶ ἀφοῦ μάθει τί εἶναι
ἀφθαρσία καὶ τί εἶναι ζωή: τότε νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, εἴτε
ἔχει παρρησία εἴτε δὲν ἔχει· ὥστε ὅταν λάβει αὐτὸ ποὺ ζητεῖ, τὸ αἴτημα
γιὰ τὸ ὁποῖο παρακαλεῖ, νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ μείνει στὴν εὐχαριστία.
Γιατί ἐὰν τὸ ἀγνοήσει μετὰ ποῦ θὰ τὸ λάβει, πῶς θὰ εὐχαριστήσει αὐτὸν
ποῦ τοῦ τὸ ἔδωσε; Καὶ ὅταν δὲν εὐχαριστήσει, τότε θὰ γίνει ἄξιος γιὰ
τιμωρίες. Αὐτὸς ποὺ λέει «σῶσον μέ», βρίσκεται σίγουρα σὲ αἰχμαλωσία,
καὶ αὐτὸς ποὺ λέει «λύτρωσε μέ», βρίσκεται σίγουρα σὲ φυλακὴ καὶ δεσμά.
Ἐὰν λοιπὸν αὐτοὶ ποῦ λένε αὐτὰ τὰ λόγια, τὰ λένε ἐπιπόλαια κι ἀπὸ κάποια
συνήθεια, ἀγνοώντας καὶ τὸν κίνδυνο καὶ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴ φυλακὴ
καὶ τὰ δεσμά, ποιὸς θὰ τοὺς ἀκούσει; Γι’ αὐτὸ ὅσοι φωνάζουν νύχτα καὶ
μέρα στὸν Θεό, «Κύριε σῶσον μέ· Κύριε ρύσαι μέ· Κύριε λύτρωσε μέ», χωρὶς
νὰ γνωρίζουν τὸν ἐπαπειλούμενο κίνδυνο, τὴν πικρὴ αἰχμαλωσία, τὴ
σκοτεινὴ φυλακὴ καὶ τὰ σιδερένια καὶ ἀναπόδραστα δεσμά, οὔτε
εἰσακούστηκαν, οὔτε εἰσακούονται, οὔτε θὰ εἰσακουστοῦν.
Πρέπει λοιπὸν προηγουμένως νὰ διδαχθοῦμε καὶ νὰ τὰ μάθουμε αὐτὰ ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ τὰ γνωρίζουν καὶ νὰ τὰ κατανοήσουμε, κι ἔπειτα νὰ
παρακαλοῦμε. Καὶ ἐὰν δὲν βρίσκονται εὔκολα αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν, πρέπει
νὰ τοὺς ἀναζητοῦμε μὲ ἐπιμονὴ καὶ νὰ τοὺς βρίσκουμε. Ἐὰν ὅμως δὲν
ὑπάρχουν αὐτοί, νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεό, νὰ μᾶς δείξει ἀοράτως καὶ τὸν
κίνδυνο καὶ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴ φυλακὴ καὶ τὰ δεσμά, ὥστε μετὰ τὴν
ἐπίγνωση τῶν τόσο μεγάλων κακῶν, νὰ φωνάξουμε πρὸς αὐτὸν μὲ δάκρυα καὶ
δυνατὴ κραυγή, ὥστε ἀφοῦ ἐλεήσει τοὺς ἂν ἄξιους ἐλέους, νὰ μᾶς σώσει καὶ
νὰ μᾶς ἐλευθερώσει καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει. Διαφορετικὰ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ
νὰ μᾶς ἐλεήσει. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ μποροῦσε, δὲν μπορεῖ νὰ ἐλεήσει
τὸν συνάνθρωπο ποὺ δὲν γνωρίζει τὸ ἔλεος. Ὁ Θεὸς ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ
πάντα, δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ψέματα, δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του.
Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὅποιος δὲν μετανοεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλεήσει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ζητεῖ, δὲν τοῦ δίνει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ἀναζητεῖ, δὲν τὸν καθοδηγεῖ πρὸς τὴν εὕρεση. Αὐτὸν ποὺ δὲν κτυπᾶ, δὲν τοῦ ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ ἐλέους. Αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μὲ κακὸ τρόπο, δὲν τοῦ δίνει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ἐλεεῖ καὶ λέει «ἐλέησον μέ», δὲν τὸν ἐλεεῖ. Γιατί ὅπως εἶναι παντοδύναμος, ἔτσι εἶναι καὶ δίκαιος. Ἡ δύναμή του ἐκδηλώνεται μὲ δικαιοσύνη, καὶ τὸ ἔλεός του μὲ ζύγι καὶ μέτρο. Εἶναι ἀναγκαῖο λοιπὸν κάθε ἄνθρωπος νὰ διδαχθεῖ ὅσα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό, καὶ κατόπιν νὰ παρακαλεῖ γιὰ νὰ τὰ λάβει. Διότι ἐὰν ὁ σαρκικὸς πατέρας ὅταν ὁ γιὸς τοῦ τοῦ ζητάει δηλητήριο, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ τὸ δώσει, πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς ποῦ λέει: «Μπορεῖ ἡ μάνα νὰ λησμονήσει τὸ παιδί της; ἀλλ’ ἀκόμη κι ἂν τὸ λησμονήσει, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ λησμονήσω»· καὶ πάλι: «Ρωτήσατε μὲ γιὰ τοὺς υἱοὺς καὶ τὶς θυγατέρες μου.» Ἂν λοιπὸν υἱοὺς καὶ θυγατέρες ὀνομάζει τοὺς ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει θανατηφόρα πράγματα, ἀκόμη κι ἂν ζητοῦν αὐτὰ μὲ πολλοὺς στεναγμοὺς καὶ δάκρυα καὶ γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα;
Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὅποιος δὲν μετανοεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλεήσει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ζητεῖ, δὲν τοῦ δίνει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ἀναζητεῖ, δὲν τὸν καθοδηγεῖ πρὸς τὴν εὕρεση. Αὐτὸν ποὺ δὲν κτυπᾶ, δὲν τοῦ ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ ἐλέους. Αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μὲ κακὸ τρόπο, δὲν τοῦ δίνει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ἐλεεῖ καὶ λέει «ἐλέησον μέ», δὲν τὸν ἐλεεῖ. Γιατί ὅπως εἶναι παντοδύναμος, ἔτσι εἶναι καὶ δίκαιος. Ἡ δύναμή του ἐκδηλώνεται μὲ δικαιοσύνη, καὶ τὸ ἔλεός του μὲ ζύγι καὶ μέτρο. Εἶναι ἀναγκαῖο λοιπὸν κάθε ἄνθρωπος νὰ διδαχθεῖ ὅσα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό, καὶ κατόπιν νὰ παρακαλεῖ γιὰ νὰ τὰ λάβει. Διότι ἐὰν ὁ σαρκικὸς πατέρας ὅταν ὁ γιὸς τοῦ τοῦ ζητάει δηλητήριο, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ τὸ δώσει, πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς ποῦ λέει: «Μπορεῖ ἡ μάνα νὰ λησμονήσει τὸ παιδί της; ἀλλ’ ἀκόμη κι ἂν τὸ λησμονήσει, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ λησμονήσω»· καὶ πάλι: «Ρωτήσατε μὲ γιὰ τοὺς υἱοὺς καὶ τὶς θυγατέρες μου.» Ἂν λοιπὸν υἱοὺς καὶ θυγατέρες ὀνομάζει τοὺς ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει θανατηφόρα πράγματα, ἀκόμη κι ἂν ζητοῦν αὐτὰ μὲ πολλοὺς στεναγμοὺς καὶ δάκρυα καὶ γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα;
Ὁ Θεὸς στὸ χριστιανὸ ποὺ παρακαλεῖ,
δίνει μεγάλα δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει κανεὶς μόνος του:
καρδιὰ συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη, ποὺ βρίσκεται σὲ νήψη,
σωφρονεῖ, μετανοεῖ, ἔχει κατάνυξη, μνήμη θανάτου, μνήμη τῆς μελλούσης
κρίσεως, σοφία ὥστε νὰ κατανοεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, σύνεση, δύναμη γιὰ νὰ
τὸν φοβᾶται, σθένος γιὰ νὰ προσεύχεται πρόθυμα μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια,
ἁγνότητα, πραότητα, ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία, ὥστε ὅποιος λάβει αὐτὰ καὶ
τὰ κάνει κτῆμα του, νὰ τοῦ δώσει τὸν ἁγιασμό, δηλαδὴ τὴν ὑγεία. Καὶ
ὑγεία εἶναι τὸ νὰ μὴν ὀρεγόμαστε κανένα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ περιέχουν
ἐπιθυμία κοσμική: χρήματα, σαρκικὴ ἡδονή, δόξα καὶ τιμὴ ἐπίγεια ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει ὅποιον προηγουμένως δὲν
ἔλαβε καὶ δὲν ἔκανε κτῆμα τοῦ τὰ δῶρα ποὺ ἀναφέραμε, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν
λάβει τὴν ὑγεία τοῦ πρὶν νὰ τὰ λάβει, καὶ ἀποβλέψει στὴν ἀνθρώπινη δόξα
ὡς ὑγιὴς καὶ ἀνενόχλητος ἀπὸ κάθε νόσημα, καὶ πέσει στὴν παγίδα τοῦ
διαβόλου, τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ γίνουν τὰ ἔσχατα αὐτοῦ χειρότερα ἀπὸ τὰ
πρῶτα. Διότι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἁμαρτίες.
Ἐξαιτίας της καὶ μόνον ἀκολούθησαν ὅλα τ’ ἄλλα ἁμαρτήματα καὶ αὐτὴ εἶναι
ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας. Λέει: «Ἀρχὴ ἁμαρτίας, ὑπερηφανία.»
Ὁ Κύριος εἶπε στὴ Σαμαρείτιδα:
«Πίστεψε μὲ γυναίκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ μάλιστα ἦρθε ἤδη, ποὺ οἱ
ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά· ὁ
Θεὸς εἶναι πνεῦμα, κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν
πνευματικὰ καὶ ἀληθινά.» Καὶ ὁ Ἀπόστολος λέει ὅτι ὁ Θεός, δὲν κατοικεῖ
σὲ χειροποίητους ναοὺς οὔτε ὑπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπινα, μία καὶ δὲν
ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάτι. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι αὐτάρκης καὶ πλήρης, καὶ ὄχι
μόνον οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παίρνουν κάτι
ἀπὸ τὴν πληρότητά του, ἐπειδὴ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἀνελλιπῆ καὶ
πλήρη. Καὶ εἴτε τὸν εὐχαριστοῦν εἴτε τὸν ὑμνοῦν εἴτε τὸν δοξάζουν, δὲν
τὸ κάνουν μὲ τὴ δική τους δύναμη, ἀλλὰ ἀφοῦ δυναμωθοῦν προηγουμένως μὲ
τὴ μετοχὴ στὴν πληρότητα τῆς χάριτός του, τότε μποροῦν νὰ εὐχαριστοῦν
καὶ νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν, τὸν Θεὸ καὶ δεσπότη ποὺ τοὺς ἐδημιούργησε
ἐκ τοῦ μὴ ὄντος.
Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ ἀληθινοὶ
προσκυνητές, ποὺ δὲν περιορίζουν τὴ λατρεία σὲ ὁρισμένο τόπο, καὶ
λατρεύουν τὸν Θεὸ πνευματικά; Διότι ὅταν εἶπε «Πνεῦμα ὁ Θεός», δὲν
δήλωσε τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνον ὅτι εἶναι ἀσώματος. Πρέπει λοιπὸν ἡ
λατρεία τοῦ ἀσωμάτου, νὰ προσφέρεται μὲ τὸ ἀσώματο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας,
δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχή. Διότι ὁ ἀσώματος λατρεύεται μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν
καθαρότητα τῆς διάνοιας. Ἐπειδὴ λοιπόν, καθὼς ὁ Κύριος εἶπε καὶ τὸ
προαναφέραμε, «εἶναι κοντὰ ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας», πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
λατρεύεται διαφορετικὰ ὁ Θεὸς μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη, παρὰ μόνο μὲ
τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοια; Καὶ εἶναι ἀδύνατον ἡ διάνοια καὶ ὁ νοῦς ὅλος του
ἀνθρώπου νὰ προσκυνήσει τὸν Θεό, ἐὰν δὲν γίνει προηγουμένως ἡ κάθαρσή
τους μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, χάρη στὴ θεραπεία καὶ γιατρειὰ καὶ
ἀπολύτρωση ποὺ δίνει μονάχα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτοὺς λοιπὸν τῶν
ὁποίων ὁ νοῦς καὶ ἡ διάνοια δὲν δέχθηκαν προηγουμένως τὴν γιατρειὰ καὶ
τὴ θεραπεία καὶ τὴν ἀπολύτρωση ἀπὸ τὸν Χριστὸ μυστικὰ καὶ νοητά,
καταντοῦν ἀνώφελα ὅλα ὅσα νομίζουν ὅτι πράττουν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ,
εἴτε τὰ ὀνομάσεις νηστεία, εἴτε προσευχή, εἴτε ἐλεημοσύνη, εἴτε
ἀγρυπνία, εἴτε χαμευνία καὶ κάθε ἄλλη κακοπάθεια, εἴτε ἔσχατη
ἀκτημοσύνη. Διότι δὲν προσκύνησαν ἀκόμη τὸν Θεὸ πνευματικά· κι αὐτὸ
εἶναι ἡ ἀλήθεια· καὶ ἐφόσον ἀπουσιάζει ἡ ἀλήθεια ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι
ψεῦδος καὶ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία Θεοῦ καὶ ἄγνοια τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς, καὶ
τελικὰ ἐξαιτίας τῆς ἀπερισκεψίας τοὺς ἀποβαίνουν ἀναισθησία καὶ ζωὴ
πλανεμένη σὲ σχέση μὲ τὸν ἀπλανῆ Χριστό.
Συνεπῶς αὐτοὶ τῶν ὁποίων ἡ διάνοια
εἶναι ἀκόμη ἀγιάτρευτη κι ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ προσκυνοῦν πνευματικὰ τὸν
Θεό, ἂς ἀγωνιστοῦν νὰ ἀποκτήσουν προηγουμένως αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ – γιὰ τὸ
ὁποῖο καὶ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ πέθανε , χωρὶς νὰ παραλείπουν τίποτε
ἀπὸ ὅσα ἑλκύουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Αὐτὸ
εἶναι ἡ λύτρωση, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀπέστειλε μὲ τὸν Ἰησοῦ στὸ λαό του,
καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα ἔλεος, καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ ἱλασμός, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ
διάλυση τοῦ μεσότοιχου τοῦ μεγάλου φραγμοῦ, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀνάσταση
τῆς ψυχῆς πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ
ἀφθαρσία, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ συμφιλίωση τοῦ
Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ στερέωση τῆς οἰκουμένης ποὺ δὲν
θὰ κλονιστεῖ πλέον, κι ἐδῶ εἶναι τό, ὁ τελευταῖος ἀπ’ ὅλους καὶ ὁ
δοῦλος ὅλων, νὰ γίνει πρῶτος, κι ἐδῶ εἶναι ὁ πτωχὸς τῷ πνεύματι, στὸν
ὁποῖο ἀνήκει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κι ἐδῶ εἶναι ὁ καθαρὸς στὴν καρδιά,
ὅποτε αὐτὸς θὰ δεῖ τὸν Θεό, κι ἐδῶ εἶναι ὁ εἰρηνοποιὸς ὁ ὁποῖος καὶ θὰ
ὀνομαστεῖ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ τόσο μεγάλο καὶ τόσο
σπουδαῖο ἀγαθό, πῶς θὰ τὸ ἀποκτήσει κάποιος σίγουρα, χωρὶς νὰ ἔχει
καθημερινὰ ὁδηγό; Διότι λένε οἱ πατέρες σχετικὰ μὲ τὸ πὼς πρέπει ὁ
χριστιανὸς νὰ ζεῖ, ὅτι δὲν χρειάζεται τόσο ὁ λόγος, ὅσο τὸ καθημερινὸ
παράδειγμα. Μετὰ τί ἀκολουθεῖ; Αὐτὸς ποὺ ἀπόκτησε αὐτὸ τὸ ἀγαθό, μὲ τὸ
νὰ ἔχει ὑγιῆ καὶ τέλειο τὸ νοῦ του, κατανοεῖ τὰ θαυμάσια του Θεοῦ ἀπὸ τὸ
νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔχει ἀνοίξει τὰ μάτια του μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Κι ἐὰν αὐτὸ γίνεται ἀπὸ τὴ χάρη, ἄρα δὲν ὑπάρχει μισθός· ἂν ὅμως ὑπάρχει
μισθός, δὲν ὑπάρχει χάρη. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ καύχηση; Ἀποκλείστηκε,
σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο. Διότι μὲ τὴ χάρη δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ
πολιτεύεται κατὰ Χριστὸν κάθε πολίτης οὐράνιος, ποὺ ἔχει τὸ πολίτευμά
του στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν Χριστό, διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι νὰ ζεῖ γιὰ
τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἀφοῦ ἀποθέσει τὴν
εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ ἔγινε
ἄνθρωπος, καὶ ὄντας ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὡς ἄνθρωπος μὲν μεταδίδει
τὴ δικὴ τὸν ἀρετὴ καὶ φύση στοὺς συνανθρώπους, σ’ αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ τὸν
δέχθηκαν, μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Ἀδὰμ μετέδωσε σὲ ὅλους τους
ἀπογόνους του μὲ φυσικὸ τρόπο τὴ δική του παρεκτροπή, ὥστε οἱ ἄνθρωποι
τοῦ Ἰησοῦ νὰ γίνονται ἐπουράνιοι, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ γεννήθηκαν
χοϊκοί· διότι δὲν μποροῦν μόνοι τους καὶ μὲ τὶς δυνάμεις τους νὰ γίνουν
ἀρεστοὶ στὸν Θεό, παρὰ μόνο ἐν Χριστῷ. Ὡς Θεὸς μάλιστα μεταδίδει τὴ
θεότητά του, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀνορθώθηκαν καὶ μεταμορφώθηκαν μὲ τὴ δύναμη
τῆς ἐνανθρωπήσεώς του. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ ἄλλον τρόπο νὰ
πλησιάσουμε τὸν ἅγιο καὶ καθαρό, ἂν προηγουμένως δὲν ἀγωνιστοῦμε καὶ
καθαριστοῦμε καὶ γίνουμε ἀγαθοί, καὶ θεωθοῦμε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο. Διότι
οἱ πατέρες ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ
πραγματοποιηθεῖ ἡ σωτηρία, ἂν δὲν θεωθοῦν οἱ σωζόμενοι.
πεμπτουσίαhttp://www.orthodoxia-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου