Τό
θέμα τό ὁποῖο θά ἀναπτύξω ἀναφέρεται στήν θεολογία κατά τήν
Τουρκοκρατία. Βεβαίως, κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ρωμηῶν, ὁ
λαός βρισκόταν σέ δύσκολη θέση νά μαθαίνη καί νά ἀναπτύσση θεολογία,
ἀλλά ὅταν ὁμιλῶ γιά θεολογία στήν Τουρκοκρατία ἀναφέρομαι κυρίως στήν
θεολογία ἀπό Συνοδικά κείμενα, τά ὁποῖα δημοσιεύθηκαν εἴτε ἀπό τό
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε ἀπό τά ἄλλα Πατριαρχεῖα καί ἀπό
ἄλλες ἐκδόσεις καί ἀπό κείμενα καί ἀπό μεμονωμένους ἀνήσυχους ἀνθρώπους.
Ἡ πτώση
τῆς Κωνσταντινουπόλεως –Πρωτεύουσας τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας– στούς Ὀθωμανούς, πού ἔγινε τήν 29η Μαΐου 1453, δέν ἦταν
ἕνας κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ. Προηγήθηκε ἡ Φραγκοκρατία σέ πολλά τμήματα τῆς
ἄλλοτε Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια νά περάσουν πολλά
δυτικοθρησκευτικά ρεύματα στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή.
Δυό
σημαντικές χρονολογίες δείχνουν ἔντονα αὐτό τό πρόβλημα. Ἡ μία εἶναι τό
1054, πού εἶναι ἡ ὁριστική ἀπομάκρυνση τῆς λατινικῆς Δύσεως ἀπό τήν
Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἡ ἄλλη εἶναι τό 1071, πού ἔγινε ἡ περίφημη μάχη τοῦ
Ματζικέρτ, ὅπου ἡττήθηκε ὁ Ρωμαϊκός (Βυζαντινός) στρατός τοῦ Ρωμανοῦ
Διογένους καί ἔκτοτε ἡ Κωνσταντινούπολη δέν μποροῦσε νά ὑπερασπισθῆ τά
σύνορα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στίς μεταγενέστερες ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων.
Ἐπίσης, τό 1204 κυριεύθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Σταυροφόρους τῆς
Δ΄ Σταυροφορίας καί ἔστω κι ἄν ἀνακτήθηκε πάλι τό ἔτος 1261, ἐν τούτοις
ἦταν ἡ σκιά τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της.
Ἐπίσης, ἡ
Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) καί ἡ κατάληξή της ἄφησε
τραύματα στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Στήν Σύνοδο αὐτή, ἀπό πλευρᾶς ὀρθόδοξης
ἀντιπροσωπείας, ἐκφράσθηκαν τρία ρεύματα. Τό πρῶτον, ἐκφραζόταν ἀπό τόν
Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, πού πρότεινε τήν συνεργασία μέ τήν Δύση
γιά νά σωθῆ ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Τό δεύτερον, ἐκφραζόταν ἀπό τόν
Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, ὁ ὁποῖος πρότεινε τήν σύνδεση τῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, ἄλλωστε ὁ ἴδιος ἦταν
θιασώτης τοῦ Πλάτωνα, γι’ αὐτό συνετέλεσε μέ τίς διαλέξεις πού ἔδωσε
στήν Φλωρεντία νά στραφῆ ἡ Ἀναγέννηση ἀπό τόν Ἀριστοτέλη στόν Πλάτωνα.
Τό τρίτο ρεῦμα πού διατυπωνόταν ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Μάρκο
Εὐγενικό καί τόν μαθητή του Γεώργιο-Γεννάδιο Σχολάριο πρότεινε νά
στηριχθῆ τό Γένος στίς δικές του δυνάμεις, τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση,
πράγμα πού ἦταν καί ἡ πιό ρεαλιστική πρόταση, ἡ ὁποία δικαιώθηκε καί ἀπό
τήν ἱστορία.
Ὁ π.
Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του μέ τίτλο «Τουρκοκρατία» καί ὑπότιτλο
«Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμαντική Αὐτοκρατορία» παρουσιάζει μέ ὡραῖο καί
συγκροτημένο τρόπο τό πῶς ἡ Ρωμανία ὑποδουλώθηκε στούς Ὀθωμανούς, πῶς ὁ
ἑλληνισμός ἔζησε στήν νέα πραγματικότητα, πῶς ἐπιβίωσε μέσα στίς
δύσκολες συνθῆκες καί πῶς πορεύθηκε πρός τήν ἐλευθερία της. Στό βιβλίο
αὐτό περιγράφεται ἡ προσφορά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν θεολογία καί
τήν ὅλη παράδοσή της, καί πῶς στήριξε τό ὑπόδουλο Ἔθνος, τό κράτησε
ζωντανό καί τό ὁδήγησε στήν ἐλευθερία.
Σημαντικό
εἶναι τό δίτομο ἔργο, ἰδίως ὁ δεύτερος τόμος, τοῦ Στῆβεν Ράνσιμαν «Ἡ
Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ», καθώς ἐπίσης σημαντικό εἶναι καί τό
βιβλίο τοῦ Κώστα Σαρδελῆ «Ὁ θάνατος τῆς Αὐτοκρατορίας».
1. Δυτικές θεολογικές ἐπιδράσεις στούς ὑπόδουλους Ρωμηούς
Τόν 14ο
αἰώνα στόν ἀνατολικό χῶρο παρατηρήθηκαν δυτικές ἐπιρροές ἀπό τήν Δύση.
Αὐτό συνεχίσθηκε καί τόν 15ο αἰώνα. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τόν αἰώνα
αὐτό, παραμονές τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παρατηρήθηκε ἡ
ἐμφάνιση ὁρισμένων «παλαμιστῶν» πού ἐνῶ εἶχαν προσελκυσθῆ ἀπό τήν μέθοδο
τῆς συστηματοποίησης τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἐν τούτοις ἔγραψαν ἐναντίον
ὁρισμένων πλευρῶν τῆς θεολογίας του. Ἐπίσης, παρατηρήθηκε μιά τάση
συνδυασμοῦ Θωμισμοῦ καί Παλαμισμοῦ. Αὐτό τό κίνημα προσωποποιήθηκε ἀπό
τόν Γεννάδιο Σχολάριο, πού ἔγινε πρῶτος Πατριάρχης μετά τήν πτώση στούς
Τούρκους.
Βεβαίως,
διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι νοθεύθηκαν τά κείμενα τοῦ Γεωργίου-Γενναδίου
Σχολαρίου, καί αὐτή ἡ νόθευση προκαλεῖ σύγχυση. Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἄν
καί ἀποδεχόταν ἀπόψεις τοῦ Θωμιστικοῦ συστήματος, ἄλλωστε μετέφρασε
ἔργα τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη ἀπό τήν λατινική στήν ἑλληνική, ἐν τούτοις
ἀνέλαβε τήν διάσωση τοῦ Γένους κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί
ἔτσι «προτύπωνε τό βασανιστικό μονοπάτι πού θά ἀκολουθοῦσε ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453».
Πάντως,
ἡ ἡσυχαστική ἀναζωπύρωση στήν θεολογία καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή, πού
παρατηρήθηκε τόν 11ο ἕως τόν 14ο αἰώνα, ἦταν πραγματική εὐλογία γιά τήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἦταν περίοδος προετοιμασίας γιά τήν
ἀντιμετώπιση τῶν σκληρῶν χρόνων τῆς δουλείας στούς Τούρκους-Ὀθωμανούς. Ἡ
ἡσυχαστική παράδοση ἔδωσε δυνάμεις στούς Χριστιανούς γιά νά κρατήσουν
τήν πίστη καί ἦταν ἐνίσχυση τοῦ πνευματικοῦ ἀνοσολογικοῦ συστήματος τοῦ
ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.
Ὡστόσο,
ὅμως, ὑπῆρχε μιά διχοτομία μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί τῶν
δυτικῶν παραδόσεων. Ἤδη τόν 16ο αἰώνα στήν Δύση ἔγινε ἕνα μεγάλο ρῆγμα
στόν Χριστιανικό χῶρο, μέ τήν Μεταρρύθμιση, καί ἀποσπάσθηκε ἕνα μεγάλο
τμῆμα ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Ὁ Πάπας μέ τήν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο
(1545-1563) ἀντέδρασε στήν Μεταρρύθμιση μέ ἀποτέλεσμα νά ἔλθουν στήν
ἐπικαιρότητα τά σχολαστικά ἐπιχειρήματα. Ὁπότε, «ἡ Μεταρρύθμιση καί ἡ
Ἀντιμεταρρύθμιση πρόσθεσαν νέα σύγχυση στήν ἑρμηνεία τῆς Χριστιανικῆς
Παραδόσεως, καθώς οἱ Ὀρθόδοξοι βρέθηκαν στήν μέση μιᾶς καταστάσεως ἡ
ὁποία ὁλοένα καί περισσότερο περιοριζόταν στίς κατηγορίες "Ρώμη" καί
"Μεταρρύθμιση"».
Φαίνεται
ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀνάλογα μέ τίς σπουδές τους πού ἔκαναν σέ Χῶρες τῆς
δυτικῆς Εὐρώπης, ἄλλοτε ἐπηρεάζονταν ἀπό τούς Λατίνους, καί ἄλλοτε ἀπό
τούς Προτεστάντες. Αὐτό ἐκδηλωνόταν σέ βασικά θέματα πίστεως, ὅπως στήν
ἀποδοχή τῶν ὅρων γιά τό «προπατορικό ἁμάρτημα» καί τήν «μετουσίωση» στήν
θεία Εὐχαριστία, στήν συνέχεια ὅμως ἐξελίχθηκε σέ ἀποδοχή τῆς δυτικῆς
προοπτικῆς, τήν ὁποία ὑπέκρυπτε ἡ ὁρολογία αὐτή. Μάλιστα,
χρησιμοποιοῦσαν ἐπιχειρήματα τῶν Παπικῶν ἐναντίον τῶν Προτεσταντῶν καί
τῶν Προτεσταντῶν ἐναντίον τῶν Λατίνων.
Συνεπῶς,
κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας συνέπεσε ἡ μεγάλη θεολογική κρίση
στήν δυτική Εὐρώπη, ἀφοῦ μεγάλα τμήματα τῶν Χριστιανῶν, οἱ λεγόμενοι
Μεταρρυθμιστές, ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Πάπα, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνονται
διάλογοι μεταξύ Λατίνων καί Προτεσταντῶν γιά διάφορα θεολογικά ζητήματα.
Νά ἀναφερθῆ ἐδῶ «ἡ Αὐγουσταία ὁμολογία» καί ἡ Σύνοδος τοῦ Τριδέντου, ἡ
ὁποία ἔχει ἀποκληθῆ ὡς ἀντιμεταρρύθμιση.
Εἶναι
ἑπόμενο ἡ ὅλη ἀντιπαλότητα τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν νά ἐπηρεάση ἕνα μέρος,
τοὐλάχιστον ἀπό πλευρᾶς ὁρολογίας, καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἔτσι μέ
διαφόρους λόγους ἐξεδόθησαν διάφορες ὀρθόδοξες «Ὁμολογίες» γιά νά
ἀντιμετωπισθοῦν τά θέματα πού θίγονταν στόν διάλογο μεταξύ τῶν Λατίνων
καί τῶν Προτεσταντῶν.
Γιά
παράδειγμα, μεταξύ τῆς φερομένης ὡς Λουκάρειας Ὁμολογίας, ἡ ὁποία ἔχει
ἐπηρεασθῆ ἀπό Καλβινιστικές ἀπόψεις, καί τίς ὁμολογίες τοῦ Πέτρου
Μογγίλα καί τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό
λατινικές ἀπόψεις, ἐνδιάμεση θέση κατέχει ἡ Ὁμολογία Πίστεως τοῦ
Μητροφάνους Κριτοπούλου Πατριάρχη Ἱεροσολύμων τό 1625, ὁ ὁποῖος
θεολόγησε ὄχι κατά τά λατινικά καί προτεσταντικά πρότυπα, ἀλλά
βασιζόμενος στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπάρχουν
καί ἄλλα συνοδικά κείμενα, τά ὁποῖα ἐν πολλοῖς παρουσιάζουν τήν ὀρθόδοξη
παράδοση, ὅμως σέ μερικά ἐπί μέρους σημεῖα, ὅπως στό «προπατορικό
ἁμάρτημα», στόν ἀριθμό τῶν Μυστηρίων καί τήν λεγόμενη «μετουσίωση» τοῦ
ἄρτου καί τοῦ οἴνου στήν θεία Εὐχαριστία, παρατηροῦναι δυτικές
ἐπιδράσεις, ὡς πρός τήν ὁρολογία καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐννοίας
τους.
Παρά τίς
ἐπιδράσεις ἀπό τήν Δύση, κατά τόν 18ο αἰώνα ἐξεδόθησαν πολλά πατερικά
κείμενα μέ ἀποκορύφωμα τήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν ἀπό τόν ἅγιο
Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη μέ τήν συνεργασία του μέ τόν Ἐπίσκοπο πρώην
Κορίνθου Μακάριο Νοταρᾶ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος προωθοῦσε τήν ἡσυχαστική
παράδοση σέ συνδυασμό ὅμως μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό ἔκανε
λόγο τόσο γιά τήν προσευχή στήν καρδιά ὅσο καί γιά τήν συχνή θεία
Κοινωνία. Μέ τά ἔργα του παρουσίαζε τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
2. Θεολογικές ἀντιστάσεις
Κατά τήν
διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας οἱ Χριστιανοί τῆς πρώην Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας πέρασαν μεγάλη δοκιμασία, ἀλλά ἔπρεπε νά προσαρμοσθοῦν
στήν νέα σκληρή πραγματικότητα, γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά «πονεμένη
Ρωμηοσύνη». Ἡ δουλεία εἶχε πολλές συνέπειες στούς ὑπόδουλους Ρωμηούς.
Καίτοι
ὑπάρχει τήν περίοδο αὐτή μιά διχοτομία μεταξύ τοῦ lex credendi (νόμος
πίστεως) καί τοῦ lex orandi (νόμος προσευχῆς), ἀφοῦ οἱ ὁρολογίες τῆς
πίστεως (lex credendi) πού διατυπώθηκαν κατά καιρούς εἶχαν δεχθῆ
ἐπιρροές σέ μερικά σημεῖα ἀπό τόν δυτικό Χριστιανισμό, ὅπως αὐτό γινόταν
καί στούς Σλαυικούς λαούς, ἐν τούτοις ἡ οὐσία τῆς παραδόσεως τῶν
Μυστηρίων καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς (lex orandi) παρέμενε ἰσχυρή. Σέ αὐτό
βοήθησε καί ἡ ἡσυχαστική κίνηση πού εἶχε προηγηθῆ τῆς δουλείας. Αὐτό θά
τό δοῦμε σέ τρία σημεῖα.
α) Ἡ διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως
Στήν
περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρχε μιά σχέση τοῦ
Κράτους μέ τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ταυτίζονται, ἀλλά τό Ρωμαϊκό Κράτος
(τό Βυζάντιο) ἦταν ὀρθόδοξο χριστιανικό. Μέ τήν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας ἡ
Ἐκκλησία παρέμεινε καί ἐξασκοῦσε τό ἔργο της, καί ἐξακολουθοῦσε νά
διατηρῆ ὅλες τίς παραδόσεις τῆς Ρωμηοσύνης, καί νά διαφυλάττη τόν
πολιτισμό της.
Ὑπάρχουν
μερικοί πού ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ μοναχοί καί οἱ ἡσυχαστές συνετέλεσαν
στήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι ὀρθό, ἀφοῦ τό
ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δέν ταυτίζεται μέ τό Κρατικό ἔργο.
Τό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ὡς ἡ Πρώτη τῶν Ἐκκλησιῶν,
ἀνέλαβε τήν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καί τήν εὐθύνη
γιά τήν καλή λειτουργία της.
Ἡ
Ἐκκλησία, μέ πρωτεύοντα ρόλο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, στηρίζεται στίς
πνευματικές της δυνάμεις καί λειτουργεῖ ὡς πνευματικό νοσοκομεῖο. καί
ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι τά νοσοκομεῖα πού ἔχουν ἔργο νά θεραπεύουν τίς
σωματικές ἀσθένειες, εὐθύνονται γιά τίς πολιτικές καί κοινωνικές
καταστροφές, σφάλλουν, ὅπως τό ἴδιο σφάλλουν ὅσοι διατείνονται ὅτι
εὐθύνεται ἡ Ἐκκλησία γιά τήν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὅταν
ἐξετάζουμε τό θέμα ἀπό καθαρά θεολογικῆς πλευρᾶς ἡ περίοδος τῆς
Τουρκοκρατίας δέν εἶναι περίοδος παρακμῆς, ἀλλά δόξας, ἀφοῦ ἡ δόξα τῆς
Ἐκκλησίας δέν ταυτίζεται μέ τήν ἐπιτυχία ἤ τήν ἀποτυχία τοῦ Κράτους. Ἡ
δόξα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ διωγμοί, κατά τούς ὁποίους ἀναδεικνύονται
μάρτυρες, ἐνῶ πολλές φορές ἡ περίοδος ἐξωτερικῆς εὐημερίας εἶναι
περίοδος παρακμῆς.
Ἡ Ἐκκλησία
κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τό Κράτος, ἀπέφυγε
τούς κινδύνους τῆς σχολαστικοποιήσεως καί τοῦ ἐκπροτεσταντισμοῦ καί
ἔζησε τόν πυρήνα τῆς παραδόσεώς της. Παρέμεινε στόν ρόλο της πού εἶναι
θεραπευτικός, ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι πνευματικό νοσοκομεῖο, πράγμα τό
ὁποῖο ξεχνιόταν τήν προηγούμενη περίοδο, ἀφοῦ ἦταν σάν νά ὑπῆρχε τό
νοσοκομεῖο χωρίς νά ἔχη γιατρούς.
Ἡ ἀναβίωση
τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, πού ἔγινε μεταξύ 11ου καί 14ου αἰῶνος εἶχε ὡς
ἀποτέλεσμα νά εἰσέλθουν οἱ Ρωμηοί σέ αὐτήν τήν δύσκολη καί τραγική
περίοδο τῆς ἱστορίας τους -δηλαδή τήν Τουρκοκρατία- μέ ἀκεραία τήν
ὀρθόδοξη παράδοση.
β) Ἡ διατήρηση τοῦ μοναχισμοῦ καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς
Θεωρεῖται
ἀπό πολλούς ἐρευνητές ὅτι ἡ ἀναβίωση τοῦ ἡσυχασμοῦ ὑπῆρξε εὐεργετική γιά
τούς Ρωμηούς, κατά τήν πολύχρονη δουλεία στούς Ὀθωμανούς. Ὁ π. Γεώργιος
Μεταλληνός παρατηρεῖ:
«Ὁ
Ἡσυχασμός ἀποδείχθηκε ἡ μεγαλύτερη πνευματική δύναμη γιά τήν ἐπιβίωση
τοῦ Γένους. Τό "Βυζάντιο" πολιτικά προχωροῦσε στήν πτώση, πνευματικά
ὅμως παρέμενε ἀκμαῖο καί ἀδούλωτο. Μετά τήν ἅλωση θά θιγεῖ μόνο τό
πολιτικό μέρος τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, ὄχι ὅμως καί τό πνευματικό, ἀφοῦ
"κέντρον τῆς Ρωμαιοσύνης εἶναι ὁ θεούμενος, ὅστις φθάνει εἰς τήν θέωσιν
εἰς οἱανδήποτε ἐποχήν ἤ κατάστασιν, κρατικήν ἤ πολιτικήν" (π. Ἰ.
Ρωμανίδης). Μόνον οἱ δυτικίζοντες -ἑνωτικοί ὁμόφρονες τοῦ Βαρλαάμ- θά
θεωροῦν παρακμή τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἀνατολή δέν ἔχει σχολαστική Θεολογία
καί θά φροντίσουν νά τήν εἰσαγάγουν στή ζωή τοῦ Γένους. Ἡ ὀρθόδοξη
Ἀνατολή ὅμως τοῦ 14ου αἰώνα ἀπέρριψε τόν Βαρλαάμ καί τόν ἀνάγκασε νά
φύγει, ἀπορρίπτοντας τήν παράδοσή του. Ὁ Βαρλαάμ ἔφυγε, διότι ἔνοιωσε
κυριολεκτικά ξένος στήν Ἀνατολή. Οἱ ἀρχαιολάτρες-ἀντιησυχαστές θά
ἐγκαταλείψουν ἀργότερα τό "Βυζάντιον", καθώς θά πλησιάζει ὁ τουρκικός
κίνδυνος, ἤ θά μένουν στραμμένοι στή Δύση, ταυτισμένοι μαζί της».
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης παρατηρεῖ:
«Στήν
ἐποχή τῆς καταστροφῆς τοῦ Βυζαντίου ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν
μεγάλη. Ἦταν ἀκμαία ἡ Ἐκκλησία ὅταν ἔπεσε τό Κράτος. Παντοῦ τότε εἶχαν
ἐπικρατήσει Ἐπίσκοποι πού εἶχαν νοερά προσευχή, γιατί εἶχε ἐπικρατήσει ὁ
ἡσυχασμός. Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο σώθηκε τό ἔθνος. Διότι, ἄν στήν
Τουρκοκρατία δέν ὑπῆρχαν οἱ ἡσυχαστές Ἐπίσκοποι, δέν θά ὑπῆρχε τόσο
ἔντονο αὐτό τό φαινόμενο τῶν Νεομαρτύρων καί τῶν Μουσουλμάνων πού ἔγιναν
Ὀρθόδοξοι καί ὕστερα πῆγαν καί μαρτύρησαν. Τώρα, θά ἤμασταν ὅλοι
Μουσουλμάνοι, ὅπως ἔπαθαν οἱ Ὀρθόδοξοι στήν Μέση Ἀνατολή, πού ἔχουν
μείνει μιά χούφτα μόνο. Στόν χῶρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού
δέσποζε τό Ἅγιον Ὄρος, ἔμειναν πολλοί Ὀρθόδοξοι. Ὅλα τά Βαλκάνια εἶναι
Ὀρθόδοξοι.
Ἐκεῖνα
τά χρόνια, ὅταν ἄλλαζε κανείς πίστη, ἄλλαζε καί ἐθνικότητα. Ὁ Ρωμαῖος
ἦταν ὀρθόδοξος Χριστιανός καί ὁ Τοῦρκος ἦταν Μουσουλμάνος. Ὅταν ἕνας
Ρωμηός ἄλλαζε θρησκεία, δέν λέγανε μουσουλμάνεψε ἤ λατίνεψε, λέγαν
τούρκεψε ἤ φράγκεψε. Τό κριτήριο ἦταν τότε ἡ θρησκεία. Ἐάν δέν ὑπῆρχαν
αὐτοί οἱ ἡσυχαστές, αὐτή ἡ παράδοση γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν
θέωση, θά ὑπῆρχε σήμερα ρωμηοσύνη; Δέν θά ὑπῆρχε.
Ὁπότε ἔχουμε καί ἐθνολογικές ἐπιπτώσεις τῆς ἐπιτυχίας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποτυχημένη;».
Μέ τόν
ὀρθόδοξο μοναχισμό καί ἡσυχασμό κρατήθηκε καί ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων
λαῶν στά Βαλκάνια, πράγμα πού δέν πρέπει νά παραθεωρηθῆ.
Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός παρατηρεῖ:
«Ὁ
Ἡσυχασμός ὅμως θά παίξει σημαντικό ἑνωτικό ρόλο καί στά ταραγμένα
πολιτικά καί διασπασμένα Βαλκάνια, στά ὁποῖα, ὅπως ἄλλωστε καί στή
Ρωσία, ἦταν ἤδη γνωστός ὁ Ἡσυχασμός κυρίως μέσω τοῦ Γρηγορίου τοῦ
Σιναΐτου. Οἱ Ἡσυχαστές θά μετακινοῦνται ἐλεύθερα σ’ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη
Ἀνατολή, ἀπό τόπο σέ τόπο, πάνω ἀπό σύνορα καί ἐθνικές διαφορές. Αὐτό τό
γεγονός ἔκαμε τό μεγάλο ἁγιολόγο Fr. Halkin νά ὁμιλεῖ γιά μιά "Διεθνή
τοῦ Ἡσυχασμοῦ". Ὅταν σήμερα γίνεται λόγος γιά "ὀρθόδοξο τόξο", ὡς
προπύργιο κατά τοῦ "μουσουλμανικοῦ τόξου" τῆς Βαλκανικῆς, δέν πρέπει νά
παραθεωρεῖται ἡ ἡσυχαστική πνευματικότητα, ἡ μόνη πού μπορεῖ νά
ἐξασφαλίσει ἀληθινή ἑνότητα στά ὅρια τῆς ὀρθόδοξης-ρωμαίικης ὑπερεθνικῆς
καί ὑπερφυλετικῆς ὁμοψυχίας. Στήν ἡσυχαστική παράδοση θεμελιώνεται ἡ
διαβαλκανική ἑνότητά μας».
γ. Ἡ προσφορά τῶν Νεομαρτύρων
Ἡ
ἡσυχαστική παράδοση πού ἐπικρατοῦσε στήν Τουρκοκρατία εἶχε ἐπιπτώσεις
στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία τούς ἔκανε δυνατούς νά ὑπομένουν τό
μαρτύριο.
Αὐτό ἦταν μεγάλο ἔργο τῶν μοναχῶν καί τῶν Μοναστηριῶν. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:
«Στήν
ἐποχή (τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου) τό Ἅγιον Ὄρος ἦταν γεμᾶτο
ἀπό τέτοιους ἀνθρώπους. Τότε τό Ἅγιον Ὄρος εἶχε περίπου 20.000
καλογήρους. Ἀπό τούς περιηγητές μαθαίνουμε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε
καταποντισθῆ ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία μέσα στόν μοναχισμό. Ὑπάρχουν
πολλές καρικατοῦρες τῶν ξένων γιά τήν Ὀρθοδοξία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅτι
οἱ καλόγεροι ἦσαν ἀγράμματοι, ὅτι ἦσαν ἐτοῦτο, ἦσαν ἐκεῖνο κ.ο.κ. Καί
διερωτᾶται κανείς: Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει τήν ἱκανότητα νά πάρη ἕναν
Μουσουλμάνο πού ἔγινε Ὀρθόδοξος, νά τόν μάθη νοερά προσευχή, νά πάη στήν
πλατεία νά κάνη δημόσια ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, νά περάση τέτοια
βασανιστήρια καί μετά νά μήν ἀρνηθῆ τό Χριστό, αὐτός ὁ καλόγερος εἶναι
ἀγράμματος;».
Νεομάρτυρες
εἶναι ὅσοι Χριστιανοί δέν ἀρνήθηκαν τόν Χριστό καί ὑπέστησαν τά
μαρτύρια, ὅσοι Μουσουλμάνοι ἔγιναν Χριστιανοί καί καταδικάστηκαν σέ
θάνατο ἀπό τούς Μουσουλμάνους, καί ὅσοι ἀρνήθηκαν κατ’ ἀρχάς τόν Χριστό,
ὕστερα ὅμως μετενόησαν μέ τήν βοήθεια καί τήν πνευματική ἀγωγή τῶν
μοναχῶν καί πορεύθηκαν οἱ ἴδιοι στήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καί τό
μαρτύριο.
Οἱ βίοι
τῶν Νεομαρτύρων εἶναι μιά μεγάλη ἀπόδειξη ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι
ἀληθινή, ἀφοῦ καθαρίζει καί φωτίζει τόν ἄνθρωπο καί μπορεῖ νά ἀντέξη ὅλα
τά μαρτύρια.
Ἡ προσφορά
τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἡσυχαστική της παράδοση, ὅπως ἐκφράζεται στήν ζωή
τῶν Νεομαρτύρων, εἶναι ἀνεκτίμητη. Μέ αὐτήν οἱ Ὀρθόδοξοι παρέμεναν
σταθεροί στήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία καί ἀπέφευγαν νά ἀλλαξοπιστήσουν,
πού ἦταν τό μεγαλύτερο πρόβλημα κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας. Ἡ ἡμέρα
τοῦ μαρτυρίου ἑνός Νεομάρτυρος ἦταν ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά συγχρόνως
καί ἐθνική ἑορτή, δηλαδή ἑορτή τῆς Ρωμηοσύνης, καί αὐτό δείχνει ὅτι ἀπό
τῆς πλευρᾶς αὐτῆς γιά τήν Ἐκκλησία ἦταν ὁ «χρυσοῦς αἰώνας» της.
Ὅλα αὐτά
φαίνονται καθαρά στό Νέον Μαρτυρολόγιο πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης, καί στό ὁποῖο περιλαμβάνονται οἱ βίοι καί τά μαρτύρια τῶν
Νεομαρτύρων. Στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκθέτει πέντε
λόγους πού δείχνουν τήν μεγάλη ἀξία τῶν Νεομαρτύρων γιά τήν Ἐκκλησία,
ἀλλά καί γιά τούς ὑπόδουλους Ρωμηούς. Θά ἀναφερθοῦν, γιά νά φανῆ ἡ
προσφορά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ὀρθοδόξου
ἡσυχίας.
«Πρῶτον,
οἱ νέοι Μάρτυρες εἶναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».
«Δεύτερον, κάμνουν οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους
ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως». «Τρίτον, οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες εἶναι δόξα
μέν, καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ τῶν κακοδόξων».
«Τέταρτον, οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς, δι’ ὅλους
τούς ὀρθοδόξους ὁπού τυραννοῦνται ὑποκάτω εἰς τόν ζυγόν τῆς
αἰχμαλωσίας». «Πέμπτον δέ καί τελευταῖον· οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες εἶναι
θάρρος καί παρακίνησις, εἰς τό νά τούς μιμοῦνται διά τοῦ ἔργου καί ὅλοι
οἱ ἄλλοι Χριστιανοί, ἐξαιρέτως δέ, οἱ πρότερον ἀρνηθέντες τόν Χριστόν».
Ἡ ὅλη
ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἄν διαβαστῆ
προσεκτικά, ἀποδεικνύει τήν μεγάλη προσφορά καί ἀξία τῆς ὀρθοδόξου
ἡσυχαστικῆς, ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως πού μεγαλούργησε στήν διάρκεια
τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά καί τήν ἀλλοίωσή της μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς
Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό.
Τό
συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, πού ἐκφράζεται μέ τόν ἡσυχασμό
καί τό μαρτύριο, ἔπαιξε σημαντικό ρόλο γιά τήν διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπως
ἐκφράσθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατά τούς χρόνους τῆς
δουλείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου