Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Συνασκητής Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού Γέροντας Αρσένιος ο σπηλιώτης







Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ (1886 – 1983)

(ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ)

Σε μια μικρή συνάθροιση με λαϊκούς , ένας ευλαβής νέος είπε στο γέροντα Αρσένιο.
Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι για μένα.
Πώς σε λένε;Με λένε Ανδρέα.Εγώ να εύχομαι για τον Ανδρέα, αλλά για να πιάσει η δική μου προσευχή πρέπει να ενδιαφέρεται και να εύχεται και ο Ανδρέας για τον εαυτό του.
Ο άγιος Αντώνιος λέει, «ούτε εγώ σ` ελεώ ούτε ο Θεός σ` ελεεί, αν δεν ελεήσεις πρώτα εσύ τον εαυτό σου».Δηλαδή, Γέροντα;Μα δεν το καταλαβαίνεις;Καλά, τότε να σου πω κάτι που συνέβη επί των ημερών μου.Πέρασε ένας προσκυνητής από την έρημο ψάχνοντας άγιους, όπως και εσύ τώρα, για να του κάνουν προσευχή.Βρίσκει ένα ασκητή και του λέει.«σε παρακαλώ Γέροντα, προσευχήσου για μένα, έχω σοβαρά προβλήματα».Ο ασκητής τον λυπήθηκε και κάθε βράδυ στην αγρυπνία, δώστου προσευχή για τον κοσμικό.Μια νύχτα ενώ προσευχόταν, βλέπει έξω από το κελί του τον σατανά, να γελά  σαρκαστικά και να κοροϊδεύει.



Του λέει ο Μονάχος. «γιατί ρε καταραμένε μου χαλάς την ησυχία;», κι ο σατανάς, «χα, χα, χα γελώ που αγρυπνάς άδικα για τον δικό μου (τον Γιάννη). Κι αυτός αγρυπνά αλλά στα στέκια τα δικά μου (εννοώντας ασφαλώς τα κέντρα διαφθοράς).
Ε, τώρα κατάλαβες τι θέλω να πω;
Ναι , Γέροντα, τώρα κατάλαβα ότι πρέπει κι εμείς να ζούμε χριστιανικά και να προσπαθούμε όσο μπορούμε.
Κάποτε είπε ο Γέροντας ήμουν μόνος στον Άγιο Βασίλειο, δεν ξέρω πως, έχασε το δρόμο ένας Πειραιώτης και βρέθηκε έξω από την καλύβα μου.
Τον φιλοξένησα λίγο και του πρότεινα αν θέλει να διανυχτερεύσει.
«όχι- όχι μου λέει φεύγω». Πως μπορείς, πάτερ και ζεις χρόνια σ` αυτά τα βράχια;
Εγώ να με δέσεις θα κόψω το σχοινί να φύγω.
Εσύ που μένεις;
Στον Πειραιά.
Και μένα του απαντώ να με δέσεις στον Πειραιά , θα κόψω το σχοινί και θα έρθω εδώ!
Πράγματι ο παππούς με όλη την απλότητα έδωσε μια πολύ σοφή και εύστοχη απάντηση, και συνέχισε.
Καλά, τούτο δεν είναι τίποτε.
Ήλθε βράδυ τον έβαλε ο Γέροντας στο κελί του να κοιμηθεί και ο Γέροντας αγρυπνούσε στην εκκλησία.
Για μια στιγμή ακούμε φωνές, κραυγές, τρέχουμε κοντά του, πέφτει απάνω μου και σφιγγόταν κι έτρεμε ολόκληρος.
Τι συμβαίνει βρε ευλογημένε;
Πέφτει στα ποδιά μας με κλάματα.
Ήλθαν οι δαίμονες και μ` έσπασαν στο ξύλο, θα με σκοτώσουν.
Πάρτε με γρήγορα στην Αγια Άννα, δεν μπορώ.
Του λέει ο Γέροντας.
Ησύχασε, παιδί μου, ώσπου να ξημερώσει, δεν σε ξαναχτυπάνε, λάθος έκαναν.
Κάθε βράδυ εμένα πλακώνουν στο ξύλο, αλλά κατά λάθος τις έφαγες Εσύ!
Όσα και να του είπαμε αυτός τίποτα.
Θέλω να φύγω μας έλεγε.
Τι να κάνουμε; Νύχτα σκοτεινή τον κατεβάσαμε στην Αγια Άννα.
Ο γέροντας Παίσιος στο βιβλίο του «Αγιορείτες  πατέρες» αφιερώνει μικρό κεφαλαίο σε συνομιλία με τον Γέροντα Αρσένιο. Ο παππούς με απλότητα εκφράζει μια απορία.
«Όταν κάνω κομποσκοίνι όρθιος, αισθάνομαι έντονα ευωδία θεϊκή, όταν λέω την ευχή καθιστός ελάχιστη ευωδία αισθάνομαι».
Παρ` όλο που ήταν ενενήνταπεντε χρονών ο Γέροντας αγωνιζόταν φιλότιμα και συνεχεία πλουτίζονταν πνευματικά, κι ας είχε αποθηκευμένα πολλά πνευματικά κεφαλαία.
Ο Γερο- Παίσιος πολύ θαύμασε, γιατί η ευωδιά της προσευχής προϋποθέτει καθαρά καρδιά την  οποία μοσχοβολά η παρουσία του ενοικούντος Άγιου Πνεύματος.
Άλλος αδελφός ρώτησε.
Παππού πολλή μοναχοί συνηθίζουν να λένε χαιρετισμούς όταν δουλεύουν, αντί ευχή.
Τι είναι καλύτερα;
Α! Τους χαιρετισμούς πολύ αγαπά η Παναγία μας. Εμείς με τον Γέροντα τους λέγαμε σαν δουλεύαμε, απ` έξω, δυο τρεις φορές την μέρα.
Να εδώ έχω ένα βιβλιαράκι με τους χαιρετισμούς που στην αρχή αναφέρει ότι η Παναγία μας φανερώθηκε σε πολλούς αγίους και τους υποσχέθηκε ότι, οποίος λέει τους χαιρετισμούς της κάθε μέρα, θα τον φυλάει και σ` αυτήν τη ζωή, αλλά και μετά θάνατο θα τον υπερασπίσει ενώπιον του Υιού της.
Και συνέχισε. Η βάση βέβαια είναι η ευχή. Αν έχεις προθυμία στην ευχή μην την κόβεις να τα λέςόλα. Αν αδυνατίσει η ευχή, τότε πες τους χαιρετισμούς. Ακόμη και το «Θεοτόκε Παρθένε» πολύ αγαπά η Παναγία μας.
Κάποτε σαν το λες καμπόσες φορές, σου προσφέρει ένα γλύκισμα η Παναγία μας που δεν περιγράφεται.
Γέροντα, όταν από την πολλή κούραση παραλύει το σώμα, μπορούμε να λέμε ξαπλωμένη την ευχή;
Ο Χριστός μας οικονομά σύμφωνα με τις δυνάμεις μας. Αν πραγματικά δεν μπορούμε ούτε όρθιοι, ούτε γονατιστοί, ούτε καθιστοί, τότε μας οικονομά ακόμη και ξαπλωμένους.
Αν έχουμε δυνάμεις, ο σατανάς Εκεί είναι. Αμέσως φέρνει αμέλεια και ύπνο.
Και τώρα θα σας διηγηθώ μια ιστορία από τους Πατέρες.
Μια φορά είχε κάποιος τρεις φίλους. Με τον πρώτο φίλο κάθε μέρα περνούσε καλά.
Είχε δεύτερο. Και με εκείνον περνούσε καλά. Όχι όπως με τον πρώτο. Λιγότερα πιο κατώτερα.
Είχε και τρίτο φίλο δυστυχώς. Κάποτε τον έβλεπε αλλά με κρύα καρδιά.
Στο μεταξύ ήλθε είδηση από τον βασιλεία για κάποιο έγκλημα.
Ήθελε να τον δικάσει ο βασιλείας.
Τρέχει στον πρώτο φίλο του.
Του λέει. Φίλε μου ο βασιλιάς με προσκαλεί να με δικάσει. κάποιο έγκλημα έκανα.
Και ο φίλος του απαντά.
Και εγώ από το σπίτι μου δεν βγαίνω.
Αυτός απελπισμένος πηγαίνει στο δεύτερο φίλο του.
Και αυτός απαντά . εγώ  στην αυλή του βασιλεία  πηγαίνω αλλά μέσα δεν μπαίνω.
Τρέχει στον τρίτο φίλο αλλά ντρεπόταν. Πώς να του το πω.
Δεν τον ευχαρίστησα καμία φορά. Τελικά πηγαίνει με ντροπή και του λέει. Φίλε μου ο βασιλείας με κάλεσε να με δικάσει. Μπορείς να με βοηθήσεις.
Αυτός αμέσως πρόθυμος πήγε στον βασιλιά και τον βοήθησε.
Αυτό είναι παραβολικός. Οι τρεις φίλοι είναι.
Ο πρώτος είναι τα χρήματα, τα έπιπλα του σπιτιού κλπ.
Ο δεύτερος είναι γονείς, αδέλφια, συγγενείς.
Τρίτος είναι η ελεημοσύνη.
Όταν έρχεται ο θάνατος ο πρώτος φίλος δηλαδή τα χρήματα, έπιπλα από το σπίτι δεν βγαίνουν
Και ο δεύτερος φίλος συγγενείς, ίσα μέχρι το τάφο πηγαίνουν.
Ο τρίτος φίλος η ελεημοσύνη πηγαίνει στο Χριστό μας και τον βοήθα.
Τα πρώτα χρόνια που ήταν υποτακτικός μαζί με τον γέροντα Ιωσήφ τον Σπηλιώτη
μας διηγείται για τον Γέροντα του τον απλοϊκών και άγιο Γέροντα του Εφραίμ.
Το εργόχειρο του ήταν βαρελάς, αλλά και ξυλόγλυπτης.
Σκάλιζε τέμπλα σε πολλούς ιερούς ναούς.
Ανάμεσα στα αλλά συνέβη και το εξής περιστατικό.
« Την εποχή που κοινοβίαζαν οι μοναχοί Ιωσήφ και Αρσένιος κοντά του, Εκεί στα Κατουνάκια, ανακαινίσθηκε  ο ναός της καλύβας των Αρχαγγέλων.
Ο Γέροντας του κελιού κάλεσε ένα ξυλογλύπτη για προσφορά. Εκείνος ζήτησε 20 λίρες χρυσές.
Επειδή δεν είχε να δώσει τόσα πολλά κάλεσε τον Γ. Εφραίμ.
Φτιάχνεις το τέμπλο; Το φτιάχνω είπε.
Όσο για την τιμή, συζήτηση δεν έγινε.
Δώστου – Δώστου ο Γέροντας μας τελείωσε το τέμπλο. Τώρα η πληρωμή.
Ψάχνει ο Γέροντας του κελιού στ ταμείο, βρίσκει 2 λίρες.
Βγάζει και τις δίνει. Σύγχρονος του λέει.
Καλά είναι Γέρο – Εφραίμ;
Καλά, καλά Γέροντα ευχαριστώ.
Εγώ λέει ο Γερο Αρσένιος μόλις το έμαθα έγινα φωτιά. Πάω στο Γέροντα και του λέω.
Γέροντα, όλα κι όλα αυτό δεν το σηκώνω. Ο άλλος είκοσι λίρες ζήτησε κι εσένα με δυο λίρες σε ξόφλησε κιόλας.
Και του λέει το απλό και σοφό γεροντάκι.
Κι αν τα πληρωθούμε όλα εδώ, για τον ουρανό, τι θα μείνει παιδί μου;
Έτσι κατάλαβα είπε ο Γέροντας Αρσένιος ότι ο Γέροντας μας δεν ήταν κουτός.
Είχε αρετή που εμείς δεν μπορούσαμε να φτάσουμε.
Αλλά για να το δω και με τα μάτια μου, να σας πω τι μου έδειξε ο Θεός.
Λίγες μέρες μετά την κοίμηση του Γέροντα μου Εφραίμ τον είδα σαν προσευχόμουν σε όραμα.
Ήταν σε ένα πανευφρόσυνο τόπο. Το πρόσωπο του άστραφτε από τη πολλή δόξα και στεκόταν έξω από ένα ωραίο εκκλησάκι.
Αφού χάρηκα που τον είδα σε τόση δόξα κατόπιν τον ρώτησα.
Γέροντα τι είναι αυτό το όμορφο εκκλησάκι;
Α, αυτό είναι δικό μου.
Θυμάσαι που του σκάλισα το τέμπλο με δυο λίρες; Επειδή δεν πληρώθηκα εκεί και δεν γόγγυξα, ούτε κατέκρινα ο Χριστός μου το φύλαξε στον ουρανό. Θυμάσαι που σου το έλεγα;»
Συνήλθα από το όραμα γεμάτος χαρά. Αλλά μου έδωσε και ένα μεγάλο μάθημα, μετά θάνατο ο Γέροντας μου που το θυμάμαι σ` όλη την ζωή μου.
Εκείνο τον καιρό ασκήτευε και ένας ησυχαστής ο γέρων Δανιήλ.
Διηγείται ο γέροντας Αρσένιος. «Λοιπόν ο γέροντας αυτός ο παπα- Δανιήλ, είχε τυπικό να αγρυπνεί και να λειτουργεί κάθε βράδυ, ακριβώς τα μεσάνυχτα. Δεν δεχόταν κανένα.
Τον βοηθούσε στο ψάλσιμο ο υποτακτικός του, ο πατήρ Αντώνιος μόνος του.
Το γεγονός αυτό παρεξηγήθηκε ώστε πολλή να τον θεωρούν πλανεμένο.
Ο λόγος όμως ήταν ότι κάθε φορά που λειτουργούσε έχυνε ποτάμι τα δάκρυα και η λειτουργία παρατεινόταν δυο- τρεις ώρες.
Τελειώνοντας κλεινόταν αμέσως στο κελί του για να συνεχίσει κι Εκεί τα δάκρυα ώρες ολόκληρες. Ευτυχώς κατά εξαίρεση, εμάς τους δυο με τον Γέροντα μας δεχόταν.
Όταν τελείωνε την Θεια Λειτουργία, επειδή ήξερε ότι περιμέναμε λόγο αγαθό από το αγιασμένο στόμα του, η πρώτη του κουβέντα που συνήθιζε να λέει ήταν.
Η Αγια Συγκλητική λέγει το λυχνάρι φωτίζει, αλλά τα χείλη του καίει.
Το έλεγε και το εννοούσε, γιατί είχε μεγάλο φόβο μήπως με τις συνομιλίες χάση την κατάσταση που είχε.
Ωστόσο σε εμάς έλεγε μερικά λογάκια και μάλιστα για να μη χρονοτριβή, διάβαζε μόνο του τους λογισμούς μας, έμπαινε κατευθείαν στα προβλήματα μας και αφού μας έδινε τις κατάλληλες συνταγές, μας απέλυε με ειρήνη.»
Το φαγητό του παπα –Δανιήλ ήταν πάντα ίδιο. Όλο το χρόνο έτρωγε, μια φορά την μέρα, φασόλια βραστά. Τα έστελνε η κυρίαρχη Μονή ένα τσουβάλι κάθε χρόνο ο δε άγιος εκείνος γέροντας που τα` άφηνε όλα στο Θεό, έτρωγε αγογγύστως λέγοντας. Αυτά μας στέλνει ο Θεός αυτά τρώμε.
Ο Γερο – Ιωσήφ όμως δεν το ανέχτηκε αυτό το πράγμα.
γιατί για ένα ησυχαστή συνεχεία φασόλια δημιουργούν φουσκώματα και παρενέργειες στον οργανισμό. γι αυτό και αποτάθηκε στην Μεγίστη Λαύρα χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα.
Έκτοτε η Λαύρα δεν ξαναέστειλε φασόλια.
Κάποιος ρώτησε. Παππού από την αγία Γραφή τη να διαβάσουμε περισσότερο;
Όλη η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη και πρέπει να την διαβάζουμε. Από την Π. Διαθήκη πρέπει να διαβάζουμε το ψαλτήρι. Είναι πολύ δυνατή προσευχή.
Είπε πάλι. Η ανάγνωση είναι κι αυτή ένα είδος προσευχής.
Εμείς κάθε μέρα διαβάζαμε ένα δυο κεφάλαια Αγ. Γραφής και μετά διαβάζαμε πατερικά βιβλία. Όσο για τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τον κρατάμε πάντα στην μασχάλη μας.
Άλλο βιβλίο να μην έχεις ο Ισαάκ ο Σύρος φτάνει. Τα λέει όλα.
Όμως διαβάζουμε και Κλίμακα, Αββά Δωρόθεο, Ευεργετινό, άγιο Μακάριο και τους βίους των Άγιων μας.
Όταν διαβάζουμε βίους κερδίσουμε δυο πράγματα.
Πρώτο το παράδειγμα των αγώνων τους, μας ξυπνά από την νάρκη της αμέλειας, και δεύτερον οι άγιοι. Όταν διαβάζουμε το βίο με ευλάβεια, πρεσβεύουν στο Χριστό για μας.
Υπάρχουν κάτι αγριχελίδονα που χτίζουν τις φωλιές στους πανύψηλους εξωτερικούς τοίχους των μοναστηριών.
Είναι τόσα αγρία ώστε μόλις αντικρίσουν άνθρωπο πετούν και φεύγουν σαν αεροπλάνο.
Και όμως μια φορά, ενώ προσευχόταν ο παππούς στο μπαλκόνι, να ένα χελιδόνι σιμώνει και κάθεται στους ωμούς του!!
Βρε , λέει ο παππούς ο πειρασμός σ` έστειλε για να με κόψεις από την ευχή;
Γυρνώ το κεφάλι το κοιτάζω, με κοιτάζει. Ξανά στην προσευχή.
Σε λίγο ξανακοιτάω το πουλί. Κοιτάζει το πουλί εμένα.
Μωρέ, λέγω δεν είναι δουλειά. Σκέφτηκα να το διώξω. Το λυπήθηκα. Α, εσύ κατάλαβες εμένα.
Ο παππούς δεν σε πειράζει. Άντε, κάτσε όσο θέλεις αλλά μια συμφωνία. Μη μου βγάλεις στους
Ώμους καμία κουτσουλιά.
Μας διηγήθηκε για τον παπα- Εφραίμ τον Κατουνακιώτη τι έπαθε μια φορά.
Τα πρώτα χρόνια που το γνωρίσαμε, αγωνιζόταν με πόλη ζήλο στη προσευχή.
Μια βραδιά έπεσε στο κρεβάτι να ξεκουραστεί λίγο και μετά να σηκωθεί για αγρυπνία.
Οι δαίμονες πολύ φθόνο είχαν μέσα τους.
Η προσευχή του παπα Εφραίμ ήταν φωτιά.
Έρχονται λοιπόν , ένας ολόκληρος λεγεώνας, έξω από το κελί του και αρχίζουν φωνές.
Ξυπνά το καλογέρι φοβισμένο. Βάζει αυτή, κατάλαβε δαίμονες Είναι. Όλοι μαζί με μια φωνή. « Πόλεμος – Πόλεμος…».
Νόμιζαν ότι θα τρομάξει. Όμως τι κάνει το καλογέρι; Σηκώνεται από το κρεβάτι σαν αστραπή. Αρπάζει το τρακοσάρι (κομποσχοίνι)
Και τους απαντά και αυτός με θάρρος και δυνατά.
Ναι – ναι  Πόλεμος –Πόλεμος.
Και δώστου αρχινά η μάχη. « Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με»
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό».
Έβγαλε τέτοια αγρυπνία που την θυμόταν για χρόνια.
Έλεγε κι αυτός μετά ευχαριστώ, στους δαίμονες που τον ξυπνήσανε.
Στην Νέα σκήτη υπάρχει μια καλύβα τιμώμενη στο όνομα των είκοσι Αγ. Αναργύρων.
Εκεί έζησε ένας ευλαβέστατος μοναχός ονόματι Θεοφύλακτος.
Είχε και αυτός ενσωματωθεί στην συνοδεία του Γέροντα Ιωσήφ του Σπηλιώτη.
Ο Γέροντας αυτός Είχε πολλές αρετές.
Χρήματα δεν κρατούσε ποτέ. Όταν του τύχαινε οικονομική ανάγκη, με πίστη ζητούσε από Τους προστάτες του και του έστελναν όσο χρειαζόταν.
Τα κανδήλια του ναού ήταν ακοίμητα.
Αλλά και τα προσκυνητάρια της σκήτης άναβε χειμώνα καλοκαίρι.
Ακόμη και με μισό μέτρο χιόνι  έπρεπε να κατέβει ν` ανάψει τα καντηλάκια.
Μαγειρεμένο φαΐ έτρωγε Όταν του δίναμε, στο σπίτι του όμως ουδέποτε μαγείρεψε.
Σ` αυτό το γεροντάκι έδωσε ο Θεός και το χάρισμα να βλέπει πολλές φορές υπερφυσικά πράγματα με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής. Ως δείγμα αναφέρω δυο.
Μια φορά σε μια συνοδεία έβλεπε συνέχεια να τριγυρνά ο σατανάς και να στήνει παγίδα.
Λέγει στον Γέροντα του κελιού.
Πρόσεχε, ο σατανάς κάτι σχεδιάζει στην συνοδεία σου.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες κι ένα καλογέρι σηκώθηκε και έφυγε.
Σ` ένα πνευματικό είπε. «πρόσεξε ο σατανάς χτες τριγυρνούσε στο δωμάτιο σου».
Πράγματι την προηγούμενη μέρα ένας μοναχός με ψεύτικη εξομολόγηση τον ξεγέλασε και του έδωσε συμμαρτυρία για να χειροτονηθεί ιερέας.
Επανεξετάζοντας την απάτη απέσυρε την συμμαρτυρία.
Μας έλεγε σε ηλικία 95 χρονών.
Ξεκινώ για λίγο όρθιος την προσευχή. Με προλαβαίνει η Θεία Χάρις.
Ξεχνιέμαι και όταν αρχίζω να αισθάνομαι κόπο, κοιτάζω, πέρασαν τρεις ώρες. Η γλυκύτης, η χαρά και η ειρήνη της ψυχής του δυνάμωναν και το Αδύνατο σώμα του παππού.
Καθήμενοι μια μέρα ο παππούς με τον Γ. ΠΑΙΣΙΟ στο παγκάκι της αυλής Ρώτα ο Γέροντας Παίσιος. Γερο – Αρσένιε, βλέπεις καμία φορά τον γερο –Ιωσήφ στον ύπνο σου;
Του απαντά ο Γέροντας με απλότητα.
Ναι, Γέροντα τον Βλέπω.
Πριν λίγες νύχτες μάλιστα τον είδα ζωντανά, ήλθε και με αγκάλιασε και μου λέει.
«Μέχρι ποτέ θα ζούμε χώρια; Έλα σε περιμένω»
και εγώ του απαντώ. «Μα μήπως είναι στο χέρι μου;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου