51. Εκείνος
που φοβάται τον Κύριο, δε φοβάται τις επιθέσεις των δαιμόνων, ούτε τις
αδύναμες εφόδους τους, αλλά ούτε και τις απειλές των πονηρών ανθρώπων.
Όντας ολόκληρος σαν κάποια φλόγα και φωτιά που καίει, όταν περπατεί
νύχτα ή ημέρα σε επικίνδυνα και σκοτεινά μέρη, διώχνει τους δαίμονες, οι
οποίοι, αυτοί μάλλον τον αποφεύγουν και όχι αυτός εκείνους, για να μην
πυρποληθούν από τη φλόγα της θείας φωτιάς που ακτινοβολεί από αυτόν.
52. Όποιος βαδίζει με το φόβο του Θεού, αυτός και αν ζει ανάμεσα σε πονηρούς ανθρώπους δε φοβάται, γιατί έχει μέσα του το φόβο του Θεού και το ακαταμάχητο όπλο της πίστεως, με τα οποία έχει δύναμη και μπορεί όλα να τα κάνει, και αυτά ακόμη που φαίνονται στους πολλούς δύσκολα και αδύνατα. Είναι σαν γίγαντας ανάμεσα σε πιθήκους ή σαν βρυχόμενο λιοντάρι ανάμεσα σε σκύλους και αλεπούδες, στηρίζοντας την πεποίθησή του στον Κύριο. Και με το στέρεό του φρόνημα τους χτυπά και τους τρομάζει, κρατώντας σαν σιδερένια ράβδο το θείο λόγο της σοφίας.
53.
Όχι μόνο όποιος ησυχάζει μόνος ή είναι υποτακτικός, αλλά και ο ηγούμενος
και ο προϊστάμενος πολλών, και όποιος επίσης εκτελεί διακονία, οφείλει
χωρίς αμφιβολία να είναι αμέριμνος, δηλαδή ελεύθερος από όλα τα βιοτικά.
Γιατί αν μεριμνούμε γινόμαστε παραβάτες της εντολής του Θεού που λέει:
«Μη βάλετε μέριμνα στην ψυχή σας τι θα φάτε ή τι θα ντυθείτε· αυτά όλα
τα επιδιώκουν τα έθνη», και πάλι: «Προσέξετε μη βαρύνουν οι καρδιές σας
από την κραιπάλη και τη μέθη και τις βιοτικές μέριμνες».
54.
Εκείνος που έχει το λογισμό του να μεριμνά για τα πράγματα του βίου, δεν
είναι ελεύθερος. Γιατί κυριεύεται από τη μέριμνα γι' αυτά και
υποδουλώνεται σ' αυτήν, είτε για τον εαυτό του μεριμνά, είτε για τους
άλλους. Ο ελεύθερος από αυτή τη μέριμνα, δε θα μεριμνήσει για βιοτικά,
είτε για τον εαυτό του πρόκειται, είτε για τους άλλους, και αν συμβεί να
είναι Επίσκοπος ή Διάκονος ή Ηγούμενος. Ούτε όμως και θα μείνει αργός,
ούτε θα καταφρονήσει κάτι, ακόμη και από τα πιο ευτελή και πολύ μικρά.
Πράττοντας θεάρεστα όλα, θα είναι αμέριμνος σε όλα και σε όλο το βίο
του.
55.
Μην γκρεμίσεις το δικό σου σπίτι θέλοντας να χτίσεις το σπίτι του
πλησίον σου. Πρόσεξε πόσο επικίνδυνο και δύσκολο έργο είναι αυτό· μήπως,
επιδιώκοντας αυτό το πράγμα, και το δικό σου σπίτι κατεδαφίσεις, και το
σπίτι του πλησίον σου δεν μπορέσεις να χτίσεις.
56. Αν δεν αποκτήσεις τέλεια ελευθερία από εμπαθείς προσκολλήσεις στα πράγματα και στα χρήματα του βίου, μη θελήσεις να αναλάβεις τη διαχείριση πραγμάτων, για να μην κυριευθείς από αυτά και αντί να λάβεις μισθό διακονίας, υποστείς καταδίκη κλέφτη και ιερόσυλου. Κι αν σε υποχρεώνει σ' αυτό ο ηγούμενος, εσύ να έχεις τέτοια διάθεση, σαν να μεταχειρίζεσαι φωτιά που μπορεί να σε κάψει. Κι αν σου έρθει λογισμός να αφαιρέσεις τίποτε από αυτά, εμπόδιζέ τον με εξομολόγηση και μετάνοια- και με την ευχή του ηγουμένου θα φυλαχθείς αβλαβής.
57. Όποιος δεν έγινε απαθής, δε γνωρίζει ούτε ότι υπάρχει απάθεια, αλλά ούτε πιστεύει ότι υπάρχει κανένας απαθής πάνω στη γη. Γιατί πώς, εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τον εαυτό του και δεν έχυσε το αίμα του γι' αυτή την πράγματι μακάρια ζωή, θα διανοηθεί ότι το έκανε άλλος για να αποκτήσει την απάθεια; Έτσι και εκείνος που νομίζει ότι έχει Πνεύμα Άγιο, ενώ δεν έχει καθόλου, δεν πιστεύει ποτέ όταν ακούει για τις ενέργειές Του που εκδηλώνονται σ' εκείνους που έχουν το Άγιο Πνεύμα. Ούτε πιστεύει ότι υπάρχει στη γενεά αυτή κανένας που να δέχεται σαν τους Αποστόλους του Χριστού και όλους τους Αγίους τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και να κινείται από Αυτό, ή που να αξιώνεται να το δει με γνώση και αίσθηση. Γιατί ο καθένας κρίνει τους άλλους από την δική του κατάσταση, είτε αρετή έχει, είτε κακία.
58. Άλλο πράγμα είναι η απάθεια της ψυχής και άλλο η απάθεια του σώματος. Η πρώτη καθαγιάζει και το σώμα με τη λαμπρότητά της και τη φωτοχυσία του Πνεύματος. Η άλλη, από μόνη της δεν ωφελεί διόλου εκείνον που την απέκτησε.
59. Αυτός που από τον τελευταίο βαθμό της φτώχειας ανυψώθηκε από τον βασιλιά σε πλούτο και σπουδαίο αξίωμα και έλαβε από αυτόν λαμπρή στολή και εντολή να στέκεται δίπλα του, αυτός λοιπόν κοιτάζει με πόθο τον βασιλιά και τον υπεραγαπά ως ευεργέτη του και βλέπει ολοκάθαρα τη στολή που φόρεσε και έχει επίγνωση του αξιώματος και του πλούτου που του δόθηκε. Κατά τον όμοιο τρόπο και ο Μοναχός που αναχώρησε αληθινά από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου και προσήλθε στο Χριστό υπακούοντας με συναίσθηση στην πρόσκλησή Του και ανυψώθηκε σε υψηλή πνευματική θεωρία με την εργασία των εντολών, βλέπει χωρίς πλάνη τον ίδιο το Θεό και αντιλαμβάνεται ολοκάθαρα την αλλοίωση που του έχει γίνει. Βλέπει δηλαδή πάντοτε τη χάρη του Πνεύματος που τον περιλάμπει, η οποία και ένδυμα ονομάζεται και βασιλική πορφύρα. Ή μάλλον που είναι αυτός ο Χριστός, Αφού Αυτόν ντύνονται όσοι πιστεύουν σ' Αυτόν.
60. Πολλοί διαβάζουν τις θείες Γραφές, ενώ άλλοι τις ακούνε όταν διαβάζονται. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να γνωρίζουν ορθά την αξία και τη σημασία όσων διαβάζουν. Οι πολλοί άλλοτε αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, κι άλλοτε τα βρίσκουν απίστευτα ή τους δίνουν σφαλερή αλληγορική ερμηνεία. Και εκείνα που λένε οι Γραφές ότι θα γίνουν στον παρόντα χρόνο, τα νομίζουν για μέλλοντα, ενώ τα μέλλοντα, νομίζουν ότι έγιναν και κάθε μέρα γίνονται. Και δεν έχουν ορθή κρίση μέσα τους, ούτε αληθινή διάκριση σε θεία και ανθρώπινα πράγματα.
61. Όλους τους πιστούς οφείλομε να τους βλέπομε σαν έναν, και να σκεφτόμαστε ότι στον καθένα από αυτούς είναι ο Χριστός. Και να έχομε για τον καθένα τέτοια αγάπη, ώστε να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσομε για χάρη του και τη ζωή μας. Γιατί οφείλομε να μη λέμε ούτε να θεωρούμε κανένα άνθρωπο κακό, αλλά όλους να τους βλέπομε ως καλούς, όπως είπαμε. Κι αν δεις ένα αδελφό να ενοχλείται από πάθη, να μην τον μισήσεις αυτόν μίσησε τα πάθη που τον πολεμούν. Και αν τον δεις να τυραννείται από επιθυμίες και συνήθειες προηγουμένων αμαρτιών, περισσότερο σπλαχνίσου τον, μην τυχόν δοκιμάσεις και συ πειρασμό, Αφού είσαι από υλικό που εύκολα γυρίζει από το καλό στο κακό.
62. Όποιος είναι κίβδηλος λόγω υποκρισίας, ή επίμεμπτος για τα έργα του, ή ραγισμένος από κάποιο πάθος, ή κάπως ελλιπής από αμέλεια σε κάτι, αυτός δεν συμπεριλαμβάνεται στους ακέραιους κρίκους, αλλά απορρίπτεται ως άχρηστος και αδόκιμος. Γιατί αυτός μπορεί να γίνει αιτία σε καιρό εντάσεως να σπάσει η συνοχή της αλυσίδας, και να προξενήσει διαίρεση στα αδιαίρετα και λύπες και στα δύο μέρη: σ' όσους έχουν προχωρήσει, λύπη για κείνους που έμειναν πίσω- και σ' αυτούς, πόνο για το χωρισμό τους από αυτούς που προχωρούν.
63. Όπως όταν ρίξει κανείς χώμα πάνω στη φλόγα αναμμένου καμινιού, τη σβήνει, έτσι και οι βιοτικές μέριμνες και κάθε είδους εμπαθής προσκόλληση, έστω και σ' ένα ευτελές και παραμικρό πράγμα, εξαφανίζει τη φλόγα που άναψε από την αρχή στην καρδιά.
64. Εκείνος που εγκυμονεί το φόβο του θανάτου, σιχαίνεται κάθε φαγητό και ποτό και στολισμό στην ενδυμασία. Και δε θα φάει, ούτε νερό θα πιει ηδονικά· θα δώσει μόνο τα απαραίτητα στο σώμα, μόνο όσα του αρκούν για να ζήσει. Θα απαρνηθεί κάθε του θέλημα και θα γίνει με διάκριση δούλος για όλα όσα τον διατάζουν.
65. Εκείνος που παρέδωσε τον εαυτό του δούλο στους κατά Θεόν πατέρες του, από φόβο της κολάσεως, δε θα προτιμήσει να τον διατάζουν εκείνα που ανακουφίζουν τον πόνο της καρδιάς του, ούτε εκείνα που λύνουν τα δεσμά του φόβου. Ούτε θα υπακούσει σ' εκείνους που επιδιώκουν να τον οδηγήσουν σ' αυτά με τρόπο φιλικό ή κολακευτικό ή επιτακτικό. Αλλά μάλλον θα προτιμήσει εκείνα που μεγαλώνουν αυτόν τον πόνο και θα θελήσει εκείνα που σφίγγουν τα δεσμά του φόβου και θ' αγαπήσει όσα ενισχύουν αυτόν το δήμιο. Σ' αυτά θα εμμείνει, σαν να μην περιμένει ποτέ να ελευθερωθεί ολότελα από αυτά. Γιατί η ελπίδα της απαλλαγής κάνει ελαφρότερο τον πόνο, πράγμα που δεν ωφελεί εκείνον που μετανοεί θερμά.
66. Σε καθένα που αρχίζει να ζει κατά Θεόν, είναι ωφέλιμος ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννιέται από αυτόν. Εκείνος που φαντάζεται ότι μπορεί να βάλει αρχή χωρίς αυτόν τον πόνο και το δεσμό, δε θεμελιώνει μόνο πάνω στην άμμο τις πράξεις του, αλλά και νομίζει ότι μπορεί να χτίσει σπίτι στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα τελείως αδύνατο. Γιατί ο πόνος αυτός σε λίγο γεννά κάθε χαρά, και ο δεσμός αυτός συντρίβει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και των παθών, και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο, αλλά ζωή αιώνια.
67. Όποιος δε θελήσει να αποσκιρτήσει και να ξεφύγει τον πόνο που γεννά ο φόβος της αιώνιας κολάσεως, αλλά τον ακολουθήσει με την προαίρεσή του και σφίξει περισσότερο τα δεσμά του ανάλογα με την αντοχή του, θα έχει συντομότερο δρόμο και θα παρουσιαστεί εμπρός στον Βασιλέα των βασιλευόντων. Μόλις γίνει αυτό και δει αμυδρά τη δόξα Του, παρευθύς θα λυθούν τα δεσμά, ο δήμιος φόβος θα φύγει μακριά του και ο πόνος της καρδιάς του θα γίνει χαρά· και θα γίνει πηγή, η οποία αισθητώς θα αναβλύζει δάκρυα αέναα σαν ποτάμι, και νοητώς γαλήνη, πραότητα και ανέκφραστη γλυκύτητα. Κι ακόμη θα του δώσει ανδρεία και προθυμία να τρέχει ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς την απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στους αρχαρίους· είναι γνώρισμα όσων έχουν προκόψει και φτάσει στο μέσο. για όσους όμως πλησιάζουν στην τελείωση, η πηγή αυτή γίνεται φως με ξαφνική αλλοίωση και μεταβολή της καρδιάς.
68. Εκείνος που έχει μέσα του το φως του Παναγίου Πνεύματος, μην αντέχοντας να το βλέπει, πέφτει πρηνής στη γη και κράζει και φωνάζει με έκπληξη και μεγάλο φόβο, γιατί είδε και έπαθε κάτι που είναι πάνω από τη φύση και από κάθε λόγο και έννοια. Και γίνεται σαν άνθρωπος που άναψε μέσα στα σπλάχνα του φωτιά, από την οποία καίγεται και μην μπορώντας να υποφέρει την πυρπόληση αυτή, είναι σαν να βρίσκεται σε έκσταση και σαν να μην έχει δύναμη να ελέγξει τον εαυτό του. Και καθώς λούζεται με ακατάπαυστα δάκρυα και δροσίζεται από αυτά, ανάβει δυνατότερα τη φωτιά του πόθου του. Χύνει τότε περισσότερα δάκρυα και με αυτά πλένεται και αστράφτει πιο λαμπρά. Κι όταν πυρωθεί ολότελα και γίνει φως, τότε εκπληρώνεται το ρητό: «ο Θεός που ενώνεται με θεούς και γίνεται γνωστός σ' αυτούς, ίσως στο βαθμό που ήδη έχει ενωθεί με όσους ενώθηκαν μαζί Του και έχει αποκαλυφθεί σε όσους Τον γνώρισαν».
69. Πριν αποκτήσομε το πένθος και τα δάκρυα —ας μη μας ξεγελά κανείς με απατηλά λόγια και ας μη διατηρούμε αυταπάτες— δεν υπάρχει μέσα μας μετάνοια και αληθινή μεταμέλεια, ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας, ούτε καταδικάσαμε τους εαυτούς μας, ούτε η ψυχή μας ήρθε σε αίσθηση της μελλοντικής κρίσεως και των αιωνίων βασάνων. Γιατί αν καταδικάζαμε τους εαυτούς μας και αποκτούσαμε τα παραπάνω, ευθύς θα κυλούσαν και τα δάκρυά μας. Χωρίς αυτά ούτε η σκληροκαρδία μας μπορεί να μαλακώσει ποτέ, ούτε η ψυχή μας θα αποκτήσει πνευματική ταπείνωση, ούτε θα βρούμε τη δύναμη να γίνομε ταπεινοί. Kι εκείνος που δεν έφτασε σε τέτοια κατάσταση, δεν μπορεί να ενωθεί με το Άγιο Πνεύμα. Εκείνος πάλι που δεν ενώθηκε με Αυτό έπειτα από κάθαρσή του, ούτε στη θεωρία και στη γνώση του Θεού μπορεί να φτάσει, ούτε είναι άξιος να διδάσκεται μυστικά τις αρετές της ταπεινώσεως.
70. Εκείνους που υποκρίνονται ότι έχουν αρετή και άλλο δείχνει το σχήμα τους και άλλο είναι το εσωτερικό τους, γεμάτο από κάθε αδικία, από φθόνο, φιλονεικία και δυσωδία των ηδονών, οι περισσότεροι τους τιμούν σαν απαθείς και αγίους, επειδή δεν έχουν καθαρά τα μάτια της ψυχής και δεν μπορούν να τους αντιληφθούν από τους καρπούς τους. Εκείνους όμως που ζουν με ευλάβεια και αρετή και απλότητα στην καρδιά και είναι πράγματι άγιοι, τους περνούν για κοινούς ανθρώπους, τους προσπερνούν με καταφρόνηση και τους θεωρούν για μηδέν.
71. Τέτοιοι άνθρωποι θεωρούν διδακτικό και πνευματικό τον φλύαρο και επιδεικτικό· ενώ τον σιωπηλό που αποφεύγει με προσοχή την αργολογία, τον λένε αγροίκο και αμίλητο.
72. Εκείνον που μιλά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι υπερόπτες που σαν το διάβολο νοσούν από υπερηφάνεια, τον αποστρέφονται ως υπερόπτη και υπερήφανο, γιατί πληγώνονται μάλλον με τα λόγια του αντί να έρχονται σε κατάνυξη. Αντίθετα, εκείνον που μιλάει τορνευτά λόγια από το μυαλό του ή από μαθήματα και εξαπατά τους άλλους σχετικά με τη σωτηρία, αυτόν τον υπερεπαινούν και τον παραδέχονται. Και έτσι δεν υπάρχει ανάμεσά τους κανείς που να μπορεί να διακρίνει και να δει τα πράγματα όπως πράγματι είναι.
73. «Μακάριοι —λέει ο Θεός— όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό». Η καθαρή καρδιά δε γίνεται από μία αρετή, ούτε δύο, ούτε δέκα, αλλά όταν όλες μαζί αποτελέσουν μία, ας πούμε, και αυτή κατορθωθεί στον τέλειο βαθμό. Μα ούτε και τότε μπορούν οι αρετές μόνες τους να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την ενέργεια και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Όπως ο χαλκιάς εργάζεται την τέχνη του με τα εργαλεία του, αλλά χωρίς την ενέργεια της φωτιάς δεν μπορεί να κατασκευάσει το παραμικρό, έτσι και ο άνθρωπος κάνει τα πάντα και μεταχειρίζεται τις άρετές σαν εργαλεία, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός, όλα μένουν ανενέργητα και ανώφελα· δεν καθαρίζουν την ακαθαρσία και το πύον της ψυχής.
74. Από το άγιο Βάπτισμα παίρνομε την άφεση των αμαρτιών μας και ελευθερωνόμαστε από την παλιά κατάρα και αγιαζόμαστε με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Την τέλεια όμως χάρη, σύμφωνα με το ρητό: «Θα κατοικήσω μέσα τους και θα βαδίσω ανάμεσά τους», δεν την παίρνομε τότε· αυτή ανήκει σε όσους έχουν βέβαιη πίστη και την εκδηλώνουν με τα έργα τους. Γιατί όταν εκτραπούμε μετά το βάπτισμα σε πονηρές και αισχρές πράξεις, χάνομε τελείως τον αγιασμό που πήραμε σ' αυτό. Έπειτα, με ανάλογη μετάνοια και εξομολόγηση και δάκρυα, παίρνομε πρώτα την άφεση των αμαρτιών μας, και στη συνέχεια τον αγιασμό μαζί με την ουράνια χάρη.
75. Με τη μετάνοια γίνεται η εξάλειψη των αισχρών πράξεων. Ύστερα από αυτή, χορηγείται το Άγιο Πνεύμα, όχι βέβαια χωρίς προϋποθέσεις, αλλά ανάλογα με την πίστη, τη διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν με όλη την ψυχή τους, κι αφού λάβουν αυτοί την τέλεια άφεση των αμαρτιών τους από τον πνευματικό τους πατέρα και ανάδοχο. Γι' αυτό καλό είναι να μετανοούμε κάθε μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Γιατί το «μετανοείτε, έφτασε η βασιλεία των ουρανών» μας δείχνει ότι είναι απεριόριστη η εργασία της μετάνοιας.
76. Η χάρη του Παναγίου Πνεύματος δίνεται σαν αρραβώνας στις ψυχές που νυμφεύονται το Χριστό. Και όπως χωρίς αρραβώνα η γυναίκα δεν εξασφαλίζει ότι θα γίνει σίγουρα η ένωσή της με τον άνδρα, έτσι και η ψυχή ποτέ δε βεβαιώνεται εσωτερικά ότι θα είναι αιώνια μαζί με τον Κύριο και Θεό της, ή ότι θα ενώνεται μαζί Του με μυστικό και ανέκφραστο τρόπο και θα απολαμβάνει το απλησίαστο κάλλος Του, αν δεν λάβει τον αρραβώνα της χάρης Του και δεν τον αποκτήσει κατά τρόπο συνειδητό μέσα της.
77. Όπως τα προικοσύμφωνα, όταν δεν υπογραφούν από αξιόπιστους μάρτυρες, δεν κάνουν βέβαιο τον αρραβώνα, έτσι και η έλλαμψη της χάρης δεν είναι ασφαλής πριν από την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών. Η εργασία των εντολών και οι αρετές είναι για τον πνευματικό αρραβώνα ό,τι και οι μάρτυρες στα προικοσύμφωνα. Μ' αυτές δηλαδή αποκτούν οι μέλλοντες να σωθούν την τέλεια κατοχή του αρραβώνα.
78. Πρώτα γράφονται, ας πούμε, τα προικοσύμφωνα με την εργασία των εντολών, και κατόπιν σφραγίζονται από τις αρετές και υπογράφονται. Και τότε δίνει ο Νυμφίος Χριστός στην νύμφη ψυχή το δαχτυλίδι, δηλαδή τον αρραβώνα του Πνεύματος.
79. Όπως η νύμφη πριν από το γάμο παίρνει μονάχα τον αρραβώνα από τον νυμφίο, τη συμφωνημένη όμως προίκα και τα υποσχεμένα δώρα περιμένει να τα πάρει μετά το γάμο, έτσι και η νύμφη των πιστών Εκκλησία και η ψυχή του καθενός μας, πρώτα παίρνει από το Νυμφίο Χριστό μόνο τον αρραβώνα του Πνεύματος. Τα αιώνια όμως αγαθά και την ουράνια βασιλεία, περιμένει να τα λάβει μετά την αναχώρηση απ' αυτόν τον κόσμο, όπως βεβαιώνεται από τον αρραβώνα, ο οποίος της δείχνει σαν μέσα σε καθρέφτη τα αιώνια αγαθά και τη βεβαιώνει για τα συμφωνημένα με τον Κύριο και Θεό της.
80. Αν καθυστερεί ο νυμφίος σε ταξίδι μακρινό, ή απασχολείται με άλλες υποθέσεις και αναβάλλει το γάμο, η νύμφη μπορεί να θυμώσει, να καταφρονήσει την αγάπη του και να σβήσει ή να σχίσει το χαρτί του αρραβώνα, εγκαταλείποντας έτσι αμέσως τις ελπίδες της για το γάμο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Αν κάποιος από τους αγωνιζόμενους σκεφτεί: «ως πότε οφείλω να υποφέρω;» και παραμελήσει ολωσδιόλου τους ασκητικούς κόπους και αγώνες, είναι σαν να σβήνει και να σχίζει με την παραμέληση των εντολών και την εγκατάλειψη της αδιάκοπης μετάνοιας τα συμφωνητικά, κι έτσι χάνει αμέσως και τον αρραβώνα και την ελπίδα προς το Θεό ολότελα.
81. Όταν η νύμφη μεταθέσει την αγάπη της από το νυμφίο σε κάποιον άλλον και κοιμηθεί μαζί του φανερά ή κρυφά, όχι μόνον δεν παίρνει τίποτε από όσα της υποσχέθηκε ο νυμφίος, αλλά περιμένει και άξια τιμωρία και κατηγορία κατά το νόμο. Το ίδιο συμβαίνει και μ' εμάς. Όταν κανείς μεταθέσει την αγάπη του από το νυμφίο Χριστό στην επιθυμία κάποιου άλλου πράγματος φανερά ή κρυφά, και η καρδιά του δεθεί με αυτό το πράγμα, γίνεται μισητή και σιχαμερή στον Νυμφίο της και ανάξια να ενωθεί μαζί Του. Γιατί Αυτός είπε: «Εγώ αγαπώ όσους με αγαπούνε».
82. Από αυτά τα σημεία πρέπει ο καθένας να κατανοεί αν έλαβε τον αρραβώνα του Πνεύματος από το Νυμφίο και Δεσπότη Χριστό. Και αν τον έλαβε, ας φροντίζει να τον κρατά. Αν όμως δεν αξιώθηκε ακόμη να τον λάβει, ας φροντίσει με τα καλά έργα και τις πράξεις και την ολόθερμη μετάνοια να τον λάβει και να τον φυλάξει με την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών.
83. Τη στέγη κάθε σπιτιού τη στηρίζουν τα θεμέλια και οι τοίχοι. Τα θεμέλια πάλι μπαίνουν ως απαραίτητα και χρήσιμα για να σηκώσουν τη στέγη. Και ούτε η στέγη μπορεί να κατασκευαστεί χωρίς θεμέλια, ούτε τα θεμέλια χωρίς στέγη χρησιμεύουν ή ωφελούν στο παραμικρό. Έτσι και η χάρη του Πνεύματος συντηρείται με την εργασία των εντολών, ενώ τα έργα των εντολών καταβάλλονται σαν θεμέλια για τη δωρεά του Θεού. Και ούτε η χάρη του Πνεύματος παραμένει χωρίς την εργασία των εντολών, ούτε η εργασία των εντολών χωρίς τη χάρη του Θεού είναι χρήσιμη και ωφέλιμη.
84. Όπως το δίχως σκεπή σπίτι που έμεινε έτσι από αμέλεια του οικοδόμου, όχι μόνον είναι άχρηστο, αλλά και προκαλεί ειρωνείες σε βάρος εκείνου που το έκτισε, έτσι και εκείνος που έβαλε τα θεμέλια της εργασίας των εντολών και σήκωσε τοίχους υψηλών αρετών, αν δεν λάβει και τη χάρη του Πνεύματος με θεωρία και γνώση ψυχής, είναι ατελής και άξιος να τον οικτείρουν οι τέλειοι. Αυτός στερήθηκε τη χάρη οπωσδήποτε από δυο αίτιες. Ή αμέλησε τη μετάνοια, ή, βλέποντας το σύνολο των αρετών, αποθαρρύνθηκε από το άπειρο πλήθος τους και παρέλειψε κάποια από εκείνες που εμείς τις θεωρούμε πολύ μικρές, είναι όμως αναγκαίες για να ολοκληρωθεί το σπίτι των αρετών. Γιατί χωρίς αυτές δεν μπορεί να στεγασθεί με τη χάρη του Πνεύματος.
85. Αν γι' αυτό κατήλθε στη γη ο Υιός του Θεού και Θεός, για να μας συμφιλιώσει δηλαδή μέσω του εαυτού Του με τον Πατέρα Του, με τον Οποίο ήμαστε εχθροί, και να μας ενώσει συνειδητά με τον εαυτό Του μέσω του Αγίου και ομοουσίου Πνεύματός Του, ποια άλλη χάρη θα επιτύχει εκείνος που θα χάσει αυτή; Οπωσδήποτε ούτε συμφιλιώθηκε με Αυτόν, ούτε ενώθηκε μαζί Του με τη μέθεξη του Αγίου Πνεύματος.
86. Εκείνος που έγινε μέτοχος του θείου Πνεύματος, ελευθερώνεται από τις εμπαθείς επιθυμίες και ηδονές, δεν αποχωρίζεται όμως τις σωματικές ανάγκες της φύσεως. Ως ελευθερωμένος λοιπόν από τα δεσμά της εμπαθούς ορέξεως και ενωμένος με την αθάνατη δόξα και γλυκύτητα, βιάζεται αδιάκοπα να είναι στα ουράνια και να μένει μαζί με το Θεό, και ούτε για λίγο να μην απομακρύνεται από τη θεωρία Του και την ακόρεστη απόλαυσή Του. Αλλά και ως δεμένος με τη φθορά και με το σώμα, κατακάμπτεται από αυτό και σέρνεται και στρέφεται στα γήινα, και έχει γι' αυτό τόση λύπη, όση νομίζω έχει η ψυχή του αμαρτωλού, όταν χωρίζεται από το σώμα.
87. Όπως σ' εκείνον που αγαπά το σώμα του και τη ζωή του, τις ηδονές και τον κόσμο, ο χωρισμός από αυτά είναι θάνατος, ετσι και σ' εκείνον που αγαπά την αγνεία και το Θεό, τα άυλα και την αρετή, είναι πραγματικός θάνατος ακόμη και ο παραμικρός χωρισμός της διάνοιάς του από αυτά. Αν εκείνος που βλέπει το αισθητό φως κλείσει λίγο τα μάτια του ή του τα καλύψει ένας άλλος, στενοχωρείται και λυπείται και δεν μπορεί διόλου να το ανεχθεί αυτό, και μάλιστα αν εβλεπε πράγματα χρήσιμα και παράξενα. Δε θα λυπηθεί και δε θα θλιβεί περισσότερο εκείνος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και βλέπει αισθητά και νοερά, στην εγρήγορση ή στον ύπνο του, εκείνα τα αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τ' άκουσαν και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε, τα οποία και οι Άγγελοι επιθυμούν να καταβοήσουν, αν αποσπασθεί από τη θεωρία όλων αυτών από κάποιο άλλο πράγμα; Γιατί αυτό του φαίνεται θάνατος και αποξένωση από την αιώνια ζωή.
88. Άλλοι μακάρισαν τον ερημικό βίο και άλλοι τον κοινοβιακό, άλλοι το να είναι προϊστάμενοι λαού και να τον νουθετούν και να τον διδάσκουν και να συγκροτούν εκκλησίες, από τις οποίες πολλοί τρέφονται ψυχικά και σωματικά. Εγώ κανέναν δεν προτιμώ από τον άλλον ούτε τον ένα επαινώ, ούτε τον άλλο κατηγορώ, αλλά πιστεύω ότι σε όλα και σε κάθε έργο και πράξη, η ζωή που γίνεται για το Θεό και σύμφωνα με τις εντολές του Θεού είναι παμμακάριστη.
89. Η ζωή των ανθρώπων διατηρείται από διάφορες επιστήμες και τέχνες, ο καθένας δηλαδή ασκεί τη δική του εργασία και συνεισφέρει με αυτήν, και έτσι δίνοντας ο ένας στον άλλο και παίρνοντας από αυτόν, ζουν οι άνθρωποι ικανοποιώντας τις φυσικές και υλικές τους ανάγκες. Έτσι συμβαίνει και στα πνευματικά. Ασκώντας καθένας άλλη αρετή και ακολουθώντας άλλο δρόμο της ζωής, κατευθύνονται όλοι από κάθε μέρος στον ίδιο σκοπό.
90. Σκοπός όλων εκείνων που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού είναι να ευαρεστήσουν το Χριστό, το Θεό μας, να επιτύχουν τη συμφιλίωση με τον Πατέρα μέσω της μετοχής του Πνεύματος, και με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν τη σωτηρία τους. Γιατί αυτό είναι η σωτηρία κάθε ψυχής, και αν αυτό δε γίνει, άχρηστος ο κόπος και μάταιη η εργασία μας. Ανώφελος θα είναι και κάθε δρόμος ζωής, ο οποίος δεν οδηγεί σ' αυτό εκείνον που τον ακολουθεί.
91. Εκείνος που άφησε όλον τον κόσμο και πήγε στο βουνό τάχα για ησυχία, και από εκεί γράφει επιδεικτικά στους κοσμικούς, και άλλους μεν μακαρίζει, άλλους κολακεύει και άλλους επαινεί, μοιάζει με εκείνον που πήρε διαζύγιο από γυναίκα πόρνη, άσχημη και κακιά και έφυγε σε μακρινό τόπο για να απαλλαγεί ακόμη και από τη θύμησή της· κατόπιν όμως, αφού ξέχασε το σκοπό για τον οποίο πήγε στο βουνό, ορέγεται να γράφει προς όσους συναναστρέφονται με την πόρνη εκείνη και μολύνονται, ας πούμε, μαζί της, και να τους μακαρίζει. Αυτός, εφόσον παραδέχεται με την πρόθεσή του τους ανθρώπους αυτούς, συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο στη μίξη τους με εκείνη, αν όχι με το σώμα του, αλλά οπωσδήποτε με την καρδιά και το νου του.
92. Όσο αξιέπαινοι και μακάριοι είναι εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο και διατηρούν καθαρές τις αισθήσεις και τις καρδιές τους από κάθε πονηρή επιθυμία, τόσο αξιοκατηγόρητοι και αξιοκαταφρόνητοι είναι εκείνοι που ζουν σε όρη και σπήλαια και επιθυμούν τους επαίνους και τους μακαρισμούς των ανθρώπων. Γιατί αυτοί θεωρούνται μοιχοί από το Θεό που ερευνά τις καρδιές μας. Εκείνος που επιθυμεί να ακουστεί ο βίος του και το όνομά του και η πολιτεία του στον κόσμο, γίνεται πόρνος και μοιχός στη σχέση του με το Θεό, σύμφωνα με τον Δαβίδ, όπως παλιά ο λαός των Ιουδαίων.
93. Εκείνος που με ανεπιφύλακτη πίστη στο Θεό απαρνήθηκε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, πιστεύει ότι ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος και σπλαχνικός και δέχεται όσους έρχονται προς Αυτόν με μετάνοια. Ξέροντας ότι ο Θεός τιμά τους δούλους Του επιτρέποντας να δεχτούν ατιμώσεις, και τους πλουτίζει μέσα από τη φτώχεια τους, και τους δοξάζει μέσα από ύβρεις και εξευτελισμούς, και μέσα από το θάνατο τους καθιστά μετόχους και κληρονόμους της αιώνιας ζωής, τρέχει βιαστικά μέσω όλων αυτών προς την αθάνατη πηγή σαν το διψασμένο ελάφι. Και με αυτά ανεβαίνει προς τα επάνω σαν με σκάλα, την οποία ανεβαίνουν και κατεβαίνουν Άγγελοι για να βοηθούν τους ανερχόμενους, και στην κορυφή της κάθεται ο Θεός περιμένοντας να δείξομε όσο μπορούμε τη διάθεση και την προθυμία μας· όχι ότι ευχαριστείται να μας βλέπει να κοπιάζομε, αλλά γιατί ως φιλάνθρωπος θέλει να μας δίνει τους μισθούς, σαν να μας τους οφείλει.
94. Ο Θεός δεν αφήνει ποτέ εκείνους που προσέρχονται ανεπιφύλακτα σ' Αυτόν, να πέσουν χωρίς σηκωμό, αλλά όταν βλέπει ότι δεν έχουν δύναμη, συμπράττει και βοηθεί, τους προσφέρει ενίσχυση από ψηλά και τους φέρνει κοντά Του· συνεργεί και φανερά και κρυφά, και έτσι που αυτοί να μην το συνειδητοποιούν, και αλλιώς, με τρόπο συνειδητό, έως ότου αφού ανεβούν όλη την κλίμακα, προσεγγίσουν σ' Αυτόν και ενωθούν εξ ολοκλήρου με Αυτόν, και λησμονήσουν όλα τα επίγεια και βρεθούν μαζί Του εκεί ψηλά —είτε με το σώμα τους, είτε χωρίς το σώμα, δεν γνωρίζω— να ζουν μαζί Του και να απολαμβάνουν τα απόρρητα αγαθά.
95. Είναι δίκαιο πρώτα να βάζομε τον τράχηλό μας κάτω από το ζυγό των εντολών του Χριστού και ούτε να αφηνιάζομε, ούτε να οπισθοχωρούμε, αλλά ορθά και με προθυμία να βαδίζομε πάνω στα ίχνη τους μέχρι θανάτου και με αυτές να καλλιεργούμε τον εαυτό μας, που είναι πράγματι ο νέος του Θεού Παράδεισος, ώσπου ο Υιός μαζί με τον Πατέρα διά μέσου του Αγίου Πνεύματος έρθει και κατοικήσει μέσα μας. Και τότε, όταν Τον άποκτήσομε ολοκληρωτικά ένοικό μας και διδάσκαλο, όποιον από μας προστάξει και όποια υπηρεσία του εμπιστευθεί θα την αναλάβει και θα την εκτελέσει πρόθυμα όπως θέλει Εκείνος. Δεν πρέπει όμως να τη ζητούμε πριν την ώρα, μα και ούτε όταν μας την αναθέτουν άνθρωποι να τη δεχόμαστε, αλλά να είμαστε σταθεροί στις εντολές του Κυρίου μας και Θεού και να αναμένομε το δικό Του πρόσταγμα.
96. Όταν μας ανατεθεί μια διακονία θείων πραγμάτων και διαπρέψομε σ' αυτήν, αν μας κατευθύνει το Πνεύμα να στραφούμε σε άλλη διακονία ή εργασία ή πράξη, ας μη φέρομε αντίρρηση. Γιατί ο Θεός δε θέλει ούτε αργοί να είμαστε, ούτε στην ίδια εργασία που αρχίσαμε να μείνομε ως το τέλος, αλλά να προοδεύομε και να είμαστε αεικίνητοι για να επιτύχομε τα ανώτερα, καθώς θα συμμορφωνόμαστε με το θείο θέλημα και όχι με το δικό μας.
97. Εκείνος που φροντίζει να νεκρώσει το δικό του θέλημα, οφείλει να κάνει το θέλημα του Θεού. Και στη θέση του δικού του να αντεισάγει μέσα του το θέλημα του Θεού και να το φυτεύει και να το μπολιάζει μέσα στην καρδιά του. Οφείλει ακόμη να προσέχει με ακρίβεια εκείνα που φυτεύει και μπολιάζει, αν δηλαδή τα φυτά ρίζωσαν βαθιά και έπιασαν, και αν στα μπόλια έκλεισε η πληγή και αυτά ενώθηκαν και έγιναν ένα δένδρο· αν μεγάλωσαν και αν έβγαλαν άνθη και αν έκαναν ωραίο και γλυκό καρπό. Τότε θα λησμονήσει και τη γη που δέχθηκε πρωτύτερα το σπόρο και τη ρίζα πάνω στην οποία μπολιάστηκε το ακατανόητο και απερίγραπτο εκείνο φυτό που φέρνει ζωή.
98. Σ' εκείνον που κόβει το θέλημά του από φόβο Θεού, ο Θεός χαρίζει το δικό Του θέλημα χωρίς εκείνος να το ξέρει ή να το συνειδητοποιεί, και το κρατάει ανεξάλειπτο μέσα στην καρδιά του· ακόμη, ανοίγει τα μάτια της διάνοιάς του ώστε να το γνωρίζει καθαρά, και του δίνει δύναμη να το εκπληρώνει. Αυτά τα ενεργεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε.
99. Αν έλαβες την άφεση όλων των αμαρτημάτων σου, είτε με την εξομολόγηση, είτε με την περιβολή του αγίου και αγγελικού Σχήματος, για πόση θερμή αγάπη, ευχαριστία και ταπείνωση είναι αιτία αυτό; Γιατί ενώ ήσουν άξιος για μύριες τιμωρίες, όχι μόνον απαλλάχθηκες από αυτές, αλλά και αξιώνεσαι υιοθεσία και δόξα και βασιλεία των ουρανών. Αυτά στρέφοντας στο νου σου και έχοντας πάντα στη μνήμη σου, να είσαι έτοιμος και να προπαρασκευάζεσαι να μην προσβάλεις Εκείνον που σε έπλασε και σε τίμησε και συγχώρησε τα αναρίθμητα αμαρτήματά σου, αλλά να Τον δοξάσεις και να Τον τιμήσεις με όλα τα έργα σου, για να σε δοξάσει και Αυτός περισσότερο, εσένα που σε τίμησε παραπάνω από όλη την ορατή κτίση, και να σε ονομάσει γνήσιο φίλο Του.
100. Όσο η ψυχή είναι πολυτιμότερη από το σώμα, τόσο ο λογικός άνθρωπος είναι ανώτερος από όλη την κτίση. Μη βλέπεις λοιπόν, άνθρωπε, τα μεγέθη των κτισμάτων και τα νομίζεις πιο πολύτιμα από σένα. Αλλά βλέποντας τη χάρη που σου δόθηκε και κατανοώντας την αξία της νοερής και λογικής ψυχής σου, να ανυμνείς το Θεό που σε τίμησε παραπάνω από όλα τα ορατά.
Αγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια (μέρος Α΄, κεφ. 1-50)
56. Αν δεν αποκτήσεις τέλεια ελευθερία από εμπαθείς προσκολλήσεις στα πράγματα και στα χρήματα του βίου, μη θελήσεις να αναλάβεις τη διαχείριση πραγμάτων, για να μην κυριευθείς από αυτά και αντί να λάβεις μισθό διακονίας, υποστείς καταδίκη κλέφτη και ιερόσυλου. Κι αν σε υποχρεώνει σ' αυτό ο ηγούμενος, εσύ να έχεις τέτοια διάθεση, σαν να μεταχειρίζεσαι φωτιά που μπορεί να σε κάψει. Κι αν σου έρθει λογισμός να αφαιρέσεις τίποτε από αυτά, εμπόδιζέ τον με εξομολόγηση και μετάνοια- και με την ευχή του ηγουμένου θα φυλαχθείς αβλαβής.
57. Όποιος δεν έγινε απαθής, δε γνωρίζει ούτε ότι υπάρχει απάθεια, αλλά ούτε πιστεύει ότι υπάρχει κανένας απαθής πάνω στη γη. Γιατί πώς, εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τον εαυτό του και δεν έχυσε το αίμα του γι' αυτή την πράγματι μακάρια ζωή, θα διανοηθεί ότι το έκανε άλλος για να αποκτήσει την απάθεια; Έτσι και εκείνος που νομίζει ότι έχει Πνεύμα Άγιο, ενώ δεν έχει καθόλου, δεν πιστεύει ποτέ όταν ακούει για τις ενέργειές Του που εκδηλώνονται σ' εκείνους που έχουν το Άγιο Πνεύμα. Ούτε πιστεύει ότι υπάρχει στη γενεά αυτή κανένας που να δέχεται σαν τους Αποστόλους του Χριστού και όλους τους Αγίους τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και να κινείται από Αυτό, ή που να αξιώνεται να το δει με γνώση και αίσθηση. Γιατί ο καθένας κρίνει τους άλλους από την δική του κατάσταση, είτε αρετή έχει, είτε κακία.
58. Άλλο πράγμα είναι η απάθεια της ψυχής και άλλο η απάθεια του σώματος. Η πρώτη καθαγιάζει και το σώμα με τη λαμπρότητά της και τη φωτοχυσία του Πνεύματος. Η άλλη, από μόνη της δεν ωφελεί διόλου εκείνον που την απέκτησε.
59. Αυτός που από τον τελευταίο βαθμό της φτώχειας ανυψώθηκε από τον βασιλιά σε πλούτο και σπουδαίο αξίωμα και έλαβε από αυτόν λαμπρή στολή και εντολή να στέκεται δίπλα του, αυτός λοιπόν κοιτάζει με πόθο τον βασιλιά και τον υπεραγαπά ως ευεργέτη του και βλέπει ολοκάθαρα τη στολή που φόρεσε και έχει επίγνωση του αξιώματος και του πλούτου που του δόθηκε. Κατά τον όμοιο τρόπο και ο Μοναχός που αναχώρησε αληθινά από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου και προσήλθε στο Χριστό υπακούοντας με συναίσθηση στην πρόσκλησή Του και ανυψώθηκε σε υψηλή πνευματική θεωρία με την εργασία των εντολών, βλέπει χωρίς πλάνη τον ίδιο το Θεό και αντιλαμβάνεται ολοκάθαρα την αλλοίωση που του έχει γίνει. Βλέπει δηλαδή πάντοτε τη χάρη του Πνεύματος που τον περιλάμπει, η οποία και ένδυμα ονομάζεται και βασιλική πορφύρα. Ή μάλλον που είναι αυτός ο Χριστός, Αφού Αυτόν ντύνονται όσοι πιστεύουν σ' Αυτόν.
60. Πολλοί διαβάζουν τις θείες Γραφές, ενώ άλλοι τις ακούνε όταν διαβάζονται. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να γνωρίζουν ορθά την αξία και τη σημασία όσων διαβάζουν. Οι πολλοί άλλοτε αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, κι άλλοτε τα βρίσκουν απίστευτα ή τους δίνουν σφαλερή αλληγορική ερμηνεία. Και εκείνα που λένε οι Γραφές ότι θα γίνουν στον παρόντα χρόνο, τα νομίζουν για μέλλοντα, ενώ τα μέλλοντα, νομίζουν ότι έγιναν και κάθε μέρα γίνονται. Και δεν έχουν ορθή κρίση μέσα τους, ούτε αληθινή διάκριση σε θεία και ανθρώπινα πράγματα.
61. Όλους τους πιστούς οφείλομε να τους βλέπομε σαν έναν, και να σκεφτόμαστε ότι στον καθένα από αυτούς είναι ο Χριστός. Και να έχομε για τον καθένα τέτοια αγάπη, ώστε να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσομε για χάρη του και τη ζωή μας. Γιατί οφείλομε να μη λέμε ούτε να θεωρούμε κανένα άνθρωπο κακό, αλλά όλους να τους βλέπομε ως καλούς, όπως είπαμε. Κι αν δεις ένα αδελφό να ενοχλείται από πάθη, να μην τον μισήσεις αυτόν μίσησε τα πάθη που τον πολεμούν. Και αν τον δεις να τυραννείται από επιθυμίες και συνήθειες προηγουμένων αμαρτιών, περισσότερο σπλαχνίσου τον, μην τυχόν δοκιμάσεις και συ πειρασμό, Αφού είσαι από υλικό που εύκολα γυρίζει από το καλό στο κακό.
62. Όποιος είναι κίβδηλος λόγω υποκρισίας, ή επίμεμπτος για τα έργα του, ή ραγισμένος από κάποιο πάθος, ή κάπως ελλιπής από αμέλεια σε κάτι, αυτός δεν συμπεριλαμβάνεται στους ακέραιους κρίκους, αλλά απορρίπτεται ως άχρηστος και αδόκιμος. Γιατί αυτός μπορεί να γίνει αιτία σε καιρό εντάσεως να σπάσει η συνοχή της αλυσίδας, και να προξενήσει διαίρεση στα αδιαίρετα και λύπες και στα δύο μέρη: σ' όσους έχουν προχωρήσει, λύπη για κείνους που έμειναν πίσω- και σ' αυτούς, πόνο για το χωρισμό τους από αυτούς που προχωρούν.
63. Όπως όταν ρίξει κανείς χώμα πάνω στη φλόγα αναμμένου καμινιού, τη σβήνει, έτσι και οι βιοτικές μέριμνες και κάθε είδους εμπαθής προσκόλληση, έστω και σ' ένα ευτελές και παραμικρό πράγμα, εξαφανίζει τη φλόγα που άναψε από την αρχή στην καρδιά.
64. Εκείνος που εγκυμονεί το φόβο του θανάτου, σιχαίνεται κάθε φαγητό και ποτό και στολισμό στην ενδυμασία. Και δε θα φάει, ούτε νερό θα πιει ηδονικά· θα δώσει μόνο τα απαραίτητα στο σώμα, μόνο όσα του αρκούν για να ζήσει. Θα απαρνηθεί κάθε του θέλημα και θα γίνει με διάκριση δούλος για όλα όσα τον διατάζουν.
65. Εκείνος που παρέδωσε τον εαυτό του δούλο στους κατά Θεόν πατέρες του, από φόβο της κολάσεως, δε θα προτιμήσει να τον διατάζουν εκείνα που ανακουφίζουν τον πόνο της καρδιάς του, ούτε εκείνα που λύνουν τα δεσμά του φόβου. Ούτε θα υπακούσει σ' εκείνους που επιδιώκουν να τον οδηγήσουν σ' αυτά με τρόπο φιλικό ή κολακευτικό ή επιτακτικό. Αλλά μάλλον θα προτιμήσει εκείνα που μεγαλώνουν αυτόν τον πόνο και θα θελήσει εκείνα που σφίγγουν τα δεσμά του φόβου και θ' αγαπήσει όσα ενισχύουν αυτόν το δήμιο. Σ' αυτά θα εμμείνει, σαν να μην περιμένει ποτέ να ελευθερωθεί ολότελα από αυτά. Γιατί η ελπίδα της απαλλαγής κάνει ελαφρότερο τον πόνο, πράγμα που δεν ωφελεί εκείνον που μετανοεί θερμά.
66. Σε καθένα που αρχίζει να ζει κατά Θεόν, είναι ωφέλιμος ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννιέται από αυτόν. Εκείνος που φαντάζεται ότι μπορεί να βάλει αρχή χωρίς αυτόν τον πόνο και το δεσμό, δε θεμελιώνει μόνο πάνω στην άμμο τις πράξεις του, αλλά και νομίζει ότι μπορεί να χτίσει σπίτι στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα τελείως αδύνατο. Γιατί ο πόνος αυτός σε λίγο γεννά κάθε χαρά, και ο δεσμός αυτός συντρίβει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και των παθών, και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο, αλλά ζωή αιώνια.
67. Όποιος δε θελήσει να αποσκιρτήσει και να ξεφύγει τον πόνο που γεννά ο φόβος της αιώνιας κολάσεως, αλλά τον ακολουθήσει με την προαίρεσή του και σφίξει περισσότερο τα δεσμά του ανάλογα με την αντοχή του, θα έχει συντομότερο δρόμο και θα παρουσιαστεί εμπρός στον Βασιλέα των βασιλευόντων. Μόλις γίνει αυτό και δει αμυδρά τη δόξα Του, παρευθύς θα λυθούν τα δεσμά, ο δήμιος φόβος θα φύγει μακριά του και ο πόνος της καρδιάς του θα γίνει χαρά· και θα γίνει πηγή, η οποία αισθητώς θα αναβλύζει δάκρυα αέναα σαν ποτάμι, και νοητώς γαλήνη, πραότητα και ανέκφραστη γλυκύτητα. Κι ακόμη θα του δώσει ανδρεία και προθυμία να τρέχει ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς την απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στους αρχαρίους· είναι γνώρισμα όσων έχουν προκόψει και φτάσει στο μέσο. για όσους όμως πλησιάζουν στην τελείωση, η πηγή αυτή γίνεται φως με ξαφνική αλλοίωση και μεταβολή της καρδιάς.
68. Εκείνος που έχει μέσα του το φως του Παναγίου Πνεύματος, μην αντέχοντας να το βλέπει, πέφτει πρηνής στη γη και κράζει και φωνάζει με έκπληξη και μεγάλο φόβο, γιατί είδε και έπαθε κάτι που είναι πάνω από τη φύση και από κάθε λόγο και έννοια. Και γίνεται σαν άνθρωπος που άναψε μέσα στα σπλάχνα του φωτιά, από την οποία καίγεται και μην μπορώντας να υποφέρει την πυρπόληση αυτή, είναι σαν να βρίσκεται σε έκσταση και σαν να μην έχει δύναμη να ελέγξει τον εαυτό του. Και καθώς λούζεται με ακατάπαυστα δάκρυα και δροσίζεται από αυτά, ανάβει δυνατότερα τη φωτιά του πόθου του. Χύνει τότε περισσότερα δάκρυα και με αυτά πλένεται και αστράφτει πιο λαμπρά. Κι όταν πυρωθεί ολότελα και γίνει φως, τότε εκπληρώνεται το ρητό: «ο Θεός που ενώνεται με θεούς και γίνεται γνωστός σ' αυτούς, ίσως στο βαθμό που ήδη έχει ενωθεί με όσους ενώθηκαν μαζί Του και έχει αποκαλυφθεί σε όσους Τον γνώρισαν».
69. Πριν αποκτήσομε το πένθος και τα δάκρυα —ας μη μας ξεγελά κανείς με απατηλά λόγια και ας μη διατηρούμε αυταπάτες— δεν υπάρχει μέσα μας μετάνοια και αληθινή μεταμέλεια, ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας, ούτε καταδικάσαμε τους εαυτούς μας, ούτε η ψυχή μας ήρθε σε αίσθηση της μελλοντικής κρίσεως και των αιωνίων βασάνων. Γιατί αν καταδικάζαμε τους εαυτούς μας και αποκτούσαμε τα παραπάνω, ευθύς θα κυλούσαν και τα δάκρυά μας. Χωρίς αυτά ούτε η σκληροκαρδία μας μπορεί να μαλακώσει ποτέ, ούτε η ψυχή μας θα αποκτήσει πνευματική ταπείνωση, ούτε θα βρούμε τη δύναμη να γίνομε ταπεινοί. Kι εκείνος που δεν έφτασε σε τέτοια κατάσταση, δεν μπορεί να ενωθεί με το Άγιο Πνεύμα. Εκείνος πάλι που δεν ενώθηκε με Αυτό έπειτα από κάθαρσή του, ούτε στη θεωρία και στη γνώση του Θεού μπορεί να φτάσει, ούτε είναι άξιος να διδάσκεται μυστικά τις αρετές της ταπεινώσεως.
70. Εκείνους που υποκρίνονται ότι έχουν αρετή και άλλο δείχνει το σχήμα τους και άλλο είναι το εσωτερικό τους, γεμάτο από κάθε αδικία, από φθόνο, φιλονεικία και δυσωδία των ηδονών, οι περισσότεροι τους τιμούν σαν απαθείς και αγίους, επειδή δεν έχουν καθαρά τα μάτια της ψυχής και δεν μπορούν να τους αντιληφθούν από τους καρπούς τους. Εκείνους όμως που ζουν με ευλάβεια και αρετή και απλότητα στην καρδιά και είναι πράγματι άγιοι, τους περνούν για κοινούς ανθρώπους, τους προσπερνούν με καταφρόνηση και τους θεωρούν για μηδέν.
71. Τέτοιοι άνθρωποι θεωρούν διδακτικό και πνευματικό τον φλύαρο και επιδεικτικό· ενώ τον σιωπηλό που αποφεύγει με προσοχή την αργολογία, τον λένε αγροίκο και αμίλητο.
72. Εκείνον που μιλά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι υπερόπτες που σαν το διάβολο νοσούν από υπερηφάνεια, τον αποστρέφονται ως υπερόπτη και υπερήφανο, γιατί πληγώνονται μάλλον με τα λόγια του αντί να έρχονται σε κατάνυξη. Αντίθετα, εκείνον που μιλάει τορνευτά λόγια από το μυαλό του ή από μαθήματα και εξαπατά τους άλλους σχετικά με τη σωτηρία, αυτόν τον υπερεπαινούν και τον παραδέχονται. Και έτσι δεν υπάρχει ανάμεσά τους κανείς που να μπορεί να διακρίνει και να δει τα πράγματα όπως πράγματι είναι.
73. «Μακάριοι —λέει ο Θεός— όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό». Η καθαρή καρδιά δε γίνεται από μία αρετή, ούτε δύο, ούτε δέκα, αλλά όταν όλες μαζί αποτελέσουν μία, ας πούμε, και αυτή κατορθωθεί στον τέλειο βαθμό. Μα ούτε και τότε μπορούν οι αρετές μόνες τους να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την ενέργεια και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Όπως ο χαλκιάς εργάζεται την τέχνη του με τα εργαλεία του, αλλά χωρίς την ενέργεια της φωτιάς δεν μπορεί να κατασκευάσει το παραμικρό, έτσι και ο άνθρωπος κάνει τα πάντα και μεταχειρίζεται τις άρετές σαν εργαλεία, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός, όλα μένουν ανενέργητα και ανώφελα· δεν καθαρίζουν την ακαθαρσία και το πύον της ψυχής.
74. Από το άγιο Βάπτισμα παίρνομε την άφεση των αμαρτιών μας και ελευθερωνόμαστε από την παλιά κατάρα και αγιαζόμαστε με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Την τέλεια όμως χάρη, σύμφωνα με το ρητό: «Θα κατοικήσω μέσα τους και θα βαδίσω ανάμεσά τους», δεν την παίρνομε τότε· αυτή ανήκει σε όσους έχουν βέβαιη πίστη και την εκδηλώνουν με τα έργα τους. Γιατί όταν εκτραπούμε μετά το βάπτισμα σε πονηρές και αισχρές πράξεις, χάνομε τελείως τον αγιασμό που πήραμε σ' αυτό. Έπειτα, με ανάλογη μετάνοια και εξομολόγηση και δάκρυα, παίρνομε πρώτα την άφεση των αμαρτιών μας, και στη συνέχεια τον αγιασμό μαζί με την ουράνια χάρη.
75. Με τη μετάνοια γίνεται η εξάλειψη των αισχρών πράξεων. Ύστερα από αυτή, χορηγείται το Άγιο Πνεύμα, όχι βέβαια χωρίς προϋποθέσεις, αλλά ανάλογα με την πίστη, τη διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν με όλη την ψυχή τους, κι αφού λάβουν αυτοί την τέλεια άφεση των αμαρτιών τους από τον πνευματικό τους πατέρα και ανάδοχο. Γι' αυτό καλό είναι να μετανοούμε κάθε μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Γιατί το «μετανοείτε, έφτασε η βασιλεία των ουρανών» μας δείχνει ότι είναι απεριόριστη η εργασία της μετάνοιας.
76. Η χάρη του Παναγίου Πνεύματος δίνεται σαν αρραβώνας στις ψυχές που νυμφεύονται το Χριστό. Και όπως χωρίς αρραβώνα η γυναίκα δεν εξασφαλίζει ότι θα γίνει σίγουρα η ένωσή της με τον άνδρα, έτσι και η ψυχή ποτέ δε βεβαιώνεται εσωτερικά ότι θα είναι αιώνια μαζί με τον Κύριο και Θεό της, ή ότι θα ενώνεται μαζί Του με μυστικό και ανέκφραστο τρόπο και θα απολαμβάνει το απλησίαστο κάλλος Του, αν δεν λάβει τον αρραβώνα της χάρης Του και δεν τον αποκτήσει κατά τρόπο συνειδητό μέσα της.
77. Όπως τα προικοσύμφωνα, όταν δεν υπογραφούν από αξιόπιστους μάρτυρες, δεν κάνουν βέβαιο τον αρραβώνα, έτσι και η έλλαμψη της χάρης δεν είναι ασφαλής πριν από την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών. Η εργασία των εντολών και οι αρετές είναι για τον πνευματικό αρραβώνα ό,τι και οι μάρτυρες στα προικοσύμφωνα. Μ' αυτές δηλαδή αποκτούν οι μέλλοντες να σωθούν την τέλεια κατοχή του αρραβώνα.
78. Πρώτα γράφονται, ας πούμε, τα προικοσύμφωνα με την εργασία των εντολών, και κατόπιν σφραγίζονται από τις αρετές και υπογράφονται. Και τότε δίνει ο Νυμφίος Χριστός στην νύμφη ψυχή το δαχτυλίδι, δηλαδή τον αρραβώνα του Πνεύματος.
79. Όπως η νύμφη πριν από το γάμο παίρνει μονάχα τον αρραβώνα από τον νυμφίο, τη συμφωνημένη όμως προίκα και τα υποσχεμένα δώρα περιμένει να τα πάρει μετά το γάμο, έτσι και η νύμφη των πιστών Εκκλησία και η ψυχή του καθενός μας, πρώτα παίρνει από το Νυμφίο Χριστό μόνο τον αρραβώνα του Πνεύματος. Τα αιώνια όμως αγαθά και την ουράνια βασιλεία, περιμένει να τα λάβει μετά την αναχώρηση απ' αυτόν τον κόσμο, όπως βεβαιώνεται από τον αρραβώνα, ο οποίος της δείχνει σαν μέσα σε καθρέφτη τα αιώνια αγαθά και τη βεβαιώνει για τα συμφωνημένα με τον Κύριο και Θεό της.
80. Αν καθυστερεί ο νυμφίος σε ταξίδι μακρινό, ή απασχολείται με άλλες υποθέσεις και αναβάλλει το γάμο, η νύμφη μπορεί να θυμώσει, να καταφρονήσει την αγάπη του και να σβήσει ή να σχίσει το χαρτί του αρραβώνα, εγκαταλείποντας έτσι αμέσως τις ελπίδες της για το γάμο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Αν κάποιος από τους αγωνιζόμενους σκεφτεί: «ως πότε οφείλω να υποφέρω;» και παραμελήσει ολωσδιόλου τους ασκητικούς κόπους και αγώνες, είναι σαν να σβήνει και να σχίζει με την παραμέληση των εντολών και την εγκατάλειψη της αδιάκοπης μετάνοιας τα συμφωνητικά, κι έτσι χάνει αμέσως και τον αρραβώνα και την ελπίδα προς το Θεό ολότελα.
81. Όταν η νύμφη μεταθέσει την αγάπη της από το νυμφίο σε κάποιον άλλον και κοιμηθεί μαζί του φανερά ή κρυφά, όχι μόνον δεν παίρνει τίποτε από όσα της υποσχέθηκε ο νυμφίος, αλλά περιμένει και άξια τιμωρία και κατηγορία κατά το νόμο. Το ίδιο συμβαίνει και μ' εμάς. Όταν κανείς μεταθέσει την αγάπη του από το νυμφίο Χριστό στην επιθυμία κάποιου άλλου πράγματος φανερά ή κρυφά, και η καρδιά του δεθεί με αυτό το πράγμα, γίνεται μισητή και σιχαμερή στον Νυμφίο της και ανάξια να ενωθεί μαζί Του. Γιατί Αυτός είπε: «Εγώ αγαπώ όσους με αγαπούνε».
82. Από αυτά τα σημεία πρέπει ο καθένας να κατανοεί αν έλαβε τον αρραβώνα του Πνεύματος από το Νυμφίο και Δεσπότη Χριστό. Και αν τον έλαβε, ας φροντίζει να τον κρατά. Αν όμως δεν αξιώθηκε ακόμη να τον λάβει, ας φροντίσει με τα καλά έργα και τις πράξεις και την ολόθερμη μετάνοια να τον λάβει και να τον φυλάξει με την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών.
83. Τη στέγη κάθε σπιτιού τη στηρίζουν τα θεμέλια και οι τοίχοι. Τα θεμέλια πάλι μπαίνουν ως απαραίτητα και χρήσιμα για να σηκώσουν τη στέγη. Και ούτε η στέγη μπορεί να κατασκευαστεί χωρίς θεμέλια, ούτε τα θεμέλια χωρίς στέγη χρησιμεύουν ή ωφελούν στο παραμικρό. Έτσι και η χάρη του Πνεύματος συντηρείται με την εργασία των εντολών, ενώ τα έργα των εντολών καταβάλλονται σαν θεμέλια για τη δωρεά του Θεού. Και ούτε η χάρη του Πνεύματος παραμένει χωρίς την εργασία των εντολών, ούτε η εργασία των εντολών χωρίς τη χάρη του Θεού είναι χρήσιμη και ωφέλιμη.
84. Όπως το δίχως σκεπή σπίτι που έμεινε έτσι από αμέλεια του οικοδόμου, όχι μόνον είναι άχρηστο, αλλά και προκαλεί ειρωνείες σε βάρος εκείνου που το έκτισε, έτσι και εκείνος που έβαλε τα θεμέλια της εργασίας των εντολών και σήκωσε τοίχους υψηλών αρετών, αν δεν λάβει και τη χάρη του Πνεύματος με θεωρία και γνώση ψυχής, είναι ατελής και άξιος να τον οικτείρουν οι τέλειοι. Αυτός στερήθηκε τη χάρη οπωσδήποτε από δυο αίτιες. Ή αμέλησε τη μετάνοια, ή, βλέποντας το σύνολο των αρετών, αποθαρρύνθηκε από το άπειρο πλήθος τους και παρέλειψε κάποια από εκείνες που εμείς τις θεωρούμε πολύ μικρές, είναι όμως αναγκαίες για να ολοκληρωθεί το σπίτι των αρετών. Γιατί χωρίς αυτές δεν μπορεί να στεγασθεί με τη χάρη του Πνεύματος.
85. Αν γι' αυτό κατήλθε στη γη ο Υιός του Θεού και Θεός, για να μας συμφιλιώσει δηλαδή μέσω του εαυτού Του με τον Πατέρα Του, με τον Οποίο ήμαστε εχθροί, και να μας ενώσει συνειδητά με τον εαυτό Του μέσω του Αγίου και ομοουσίου Πνεύματός Του, ποια άλλη χάρη θα επιτύχει εκείνος που θα χάσει αυτή; Οπωσδήποτε ούτε συμφιλιώθηκε με Αυτόν, ούτε ενώθηκε μαζί Του με τη μέθεξη του Αγίου Πνεύματος.
86. Εκείνος που έγινε μέτοχος του θείου Πνεύματος, ελευθερώνεται από τις εμπαθείς επιθυμίες και ηδονές, δεν αποχωρίζεται όμως τις σωματικές ανάγκες της φύσεως. Ως ελευθερωμένος λοιπόν από τα δεσμά της εμπαθούς ορέξεως και ενωμένος με την αθάνατη δόξα και γλυκύτητα, βιάζεται αδιάκοπα να είναι στα ουράνια και να μένει μαζί με το Θεό, και ούτε για λίγο να μην απομακρύνεται από τη θεωρία Του και την ακόρεστη απόλαυσή Του. Αλλά και ως δεμένος με τη φθορά και με το σώμα, κατακάμπτεται από αυτό και σέρνεται και στρέφεται στα γήινα, και έχει γι' αυτό τόση λύπη, όση νομίζω έχει η ψυχή του αμαρτωλού, όταν χωρίζεται από το σώμα.
87. Όπως σ' εκείνον που αγαπά το σώμα του και τη ζωή του, τις ηδονές και τον κόσμο, ο χωρισμός από αυτά είναι θάνατος, ετσι και σ' εκείνον που αγαπά την αγνεία και το Θεό, τα άυλα και την αρετή, είναι πραγματικός θάνατος ακόμη και ο παραμικρός χωρισμός της διάνοιάς του από αυτά. Αν εκείνος που βλέπει το αισθητό φως κλείσει λίγο τα μάτια του ή του τα καλύψει ένας άλλος, στενοχωρείται και λυπείται και δεν μπορεί διόλου να το ανεχθεί αυτό, και μάλιστα αν εβλεπε πράγματα χρήσιμα και παράξενα. Δε θα λυπηθεί και δε θα θλιβεί περισσότερο εκείνος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και βλέπει αισθητά και νοερά, στην εγρήγορση ή στον ύπνο του, εκείνα τα αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τ' άκουσαν και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε, τα οποία και οι Άγγελοι επιθυμούν να καταβοήσουν, αν αποσπασθεί από τη θεωρία όλων αυτών από κάποιο άλλο πράγμα; Γιατί αυτό του φαίνεται θάνατος και αποξένωση από την αιώνια ζωή.
88. Άλλοι μακάρισαν τον ερημικό βίο και άλλοι τον κοινοβιακό, άλλοι το να είναι προϊστάμενοι λαού και να τον νουθετούν και να τον διδάσκουν και να συγκροτούν εκκλησίες, από τις οποίες πολλοί τρέφονται ψυχικά και σωματικά. Εγώ κανέναν δεν προτιμώ από τον άλλον ούτε τον ένα επαινώ, ούτε τον άλλο κατηγορώ, αλλά πιστεύω ότι σε όλα και σε κάθε έργο και πράξη, η ζωή που γίνεται για το Θεό και σύμφωνα με τις εντολές του Θεού είναι παμμακάριστη.
89. Η ζωή των ανθρώπων διατηρείται από διάφορες επιστήμες και τέχνες, ο καθένας δηλαδή ασκεί τη δική του εργασία και συνεισφέρει με αυτήν, και έτσι δίνοντας ο ένας στον άλλο και παίρνοντας από αυτόν, ζουν οι άνθρωποι ικανοποιώντας τις φυσικές και υλικές τους ανάγκες. Έτσι συμβαίνει και στα πνευματικά. Ασκώντας καθένας άλλη αρετή και ακολουθώντας άλλο δρόμο της ζωής, κατευθύνονται όλοι από κάθε μέρος στον ίδιο σκοπό.
90. Σκοπός όλων εκείνων που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού είναι να ευαρεστήσουν το Χριστό, το Θεό μας, να επιτύχουν τη συμφιλίωση με τον Πατέρα μέσω της μετοχής του Πνεύματος, και με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν τη σωτηρία τους. Γιατί αυτό είναι η σωτηρία κάθε ψυχής, και αν αυτό δε γίνει, άχρηστος ο κόπος και μάταιη η εργασία μας. Ανώφελος θα είναι και κάθε δρόμος ζωής, ο οποίος δεν οδηγεί σ' αυτό εκείνον που τον ακολουθεί.
91. Εκείνος που άφησε όλον τον κόσμο και πήγε στο βουνό τάχα για ησυχία, και από εκεί γράφει επιδεικτικά στους κοσμικούς, και άλλους μεν μακαρίζει, άλλους κολακεύει και άλλους επαινεί, μοιάζει με εκείνον που πήρε διαζύγιο από γυναίκα πόρνη, άσχημη και κακιά και έφυγε σε μακρινό τόπο για να απαλλαγεί ακόμη και από τη θύμησή της· κατόπιν όμως, αφού ξέχασε το σκοπό για τον οποίο πήγε στο βουνό, ορέγεται να γράφει προς όσους συναναστρέφονται με την πόρνη εκείνη και μολύνονται, ας πούμε, μαζί της, και να τους μακαρίζει. Αυτός, εφόσον παραδέχεται με την πρόθεσή του τους ανθρώπους αυτούς, συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο στη μίξη τους με εκείνη, αν όχι με το σώμα του, αλλά οπωσδήποτε με την καρδιά και το νου του.
92. Όσο αξιέπαινοι και μακάριοι είναι εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο και διατηρούν καθαρές τις αισθήσεις και τις καρδιές τους από κάθε πονηρή επιθυμία, τόσο αξιοκατηγόρητοι και αξιοκαταφρόνητοι είναι εκείνοι που ζουν σε όρη και σπήλαια και επιθυμούν τους επαίνους και τους μακαρισμούς των ανθρώπων. Γιατί αυτοί θεωρούνται μοιχοί από το Θεό που ερευνά τις καρδιές μας. Εκείνος που επιθυμεί να ακουστεί ο βίος του και το όνομά του και η πολιτεία του στον κόσμο, γίνεται πόρνος και μοιχός στη σχέση του με το Θεό, σύμφωνα με τον Δαβίδ, όπως παλιά ο λαός των Ιουδαίων.
93. Εκείνος που με ανεπιφύλακτη πίστη στο Θεό απαρνήθηκε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, πιστεύει ότι ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος και σπλαχνικός και δέχεται όσους έρχονται προς Αυτόν με μετάνοια. Ξέροντας ότι ο Θεός τιμά τους δούλους Του επιτρέποντας να δεχτούν ατιμώσεις, και τους πλουτίζει μέσα από τη φτώχεια τους, και τους δοξάζει μέσα από ύβρεις και εξευτελισμούς, και μέσα από το θάνατο τους καθιστά μετόχους και κληρονόμους της αιώνιας ζωής, τρέχει βιαστικά μέσω όλων αυτών προς την αθάνατη πηγή σαν το διψασμένο ελάφι. Και με αυτά ανεβαίνει προς τα επάνω σαν με σκάλα, την οποία ανεβαίνουν και κατεβαίνουν Άγγελοι για να βοηθούν τους ανερχόμενους, και στην κορυφή της κάθεται ο Θεός περιμένοντας να δείξομε όσο μπορούμε τη διάθεση και την προθυμία μας· όχι ότι ευχαριστείται να μας βλέπει να κοπιάζομε, αλλά γιατί ως φιλάνθρωπος θέλει να μας δίνει τους μισθούς, σαν να μας τους οφείλει.
94. Ο Θεός δεν αφήνει ποτέ εκείνους που προσέρχονται ανεπιφύλακτα σ' Αυτόν, να πέσουν χωρίς σηκωμό, αλλά όταν βλέπει ότι δεν έχουν δύναμη, συμπράττει και βοηθεί, τους προσφέρει ενίσχυση από ψηλά και τους φέρνει κοντά Του· συνεργεί και φανερά και κρυφά, και έτσι που αυτοί να μην το συνειδητοποιούν, και αλλιώς, με τρόπο συνειδητό, έως ότου αφού ανεβούν όλη την κλίμακα, προσεγγίσουν σ' Αυτόν και ενωθούν εξ ολοκλήρου με Αυτόν, και λησμονήσουν όλα τα επίγεια και βρεθούν μαζί Του εκεί ψηλά —είτε με το σώμα τους, είτε χωρίς το σώμα, δεν γνωρίζω— να ζουν μαζί Του και να απολαμβάνουν τα απόρρητα αγαθά.
95. Είναι δίκαιο πρώτα να βάζομε τον τράχηλό μας κάτω από το ζυγό των εντολών του Χριστού και ούτε να αφηνιάζομε, ούτε να οπισθοχωρούμε, αλλά ορθά και με προθυμία να βαδίζομε πάνω στα ίχνη τους μέχρι θανάτου και με αυτές να καλλιεργούμε τον εαυτό μας, που είναι πράγματι ο νέος του Θεού Παράδεισος, ώσπου ο Υιός μαζί με τον Πατέρα διά μέσου του Αγίου Πνεύματος έρθει και κατοικήσει μέσα μας. Και τότε, όταν Τον άποκτήσομε ολοκληρωτικά ένοικό μας και διδάσκαλο, όποιον από μας προστάξει και όποια υπηρεσία του εμπιστευθεί θα την αναλάβει και θα την εκτελέσει πρόθυμα όπως θέλει Εκείνος. Δεν πρέπει όμως να τη ζητούμε πριν την ώρα, μα και ούτε όταν μας την αναθέτουν άνθρωποι να τη δεχόμαστε, αλλά να είμαστε σταθεροί στις εντολές του Κυρίου μας και Θεού και να αναμένομε το δικό Του πρόσταγμα.
96. Όταν μας ανατεθεί μια διακονία θείων πραγμάτων και διαπρέψομε σ' αυτήν, αν μας κατευθύνει το Πνεύμα να στραφούμε σε άλλη διακονία ή εργασία ή πράξη, ας μη φέρομε αντίρρηση. Γιατί ο Θεός δε θέλει ούτε αργοί να είμαστε, ούτε στην ίδια εργασία που αρχίσαμε να μείνομε ως το τέλος, αλλά να προοδεύομε και να είμαστε αεικίνητοι για να επιτύχομε τα ανώτερα, καθώς θα συμμορφωνόμαστε με το θείο θέλημα και όχι με το δικό μας.
97. Εκείνος που φροντίζει να νεκρώσει το δικό του θέλημα, οφείλει να κάνει το θέλημα του Θεού. Και στη θέση του δικού του να αντεισάγει μέσα του το θέλημα του Θεού και να το φυτεύει και να το μπολιάζει μέσα στην καρδιά του. Οφείλει ακόμη να προσέχει με ακρίβεια εκείνα που φυτεύει και μπολιάζει, αν δηλαδή τα φυτά ρίζωσαν βαθιά και έπιασαν, και αν στα μπόλια έκλεισε η πληγή και αυτά ενώθηκαν και έγιναν ένα δένδρο· αν μεγάλωσαν και αν έβγαλαν άνθη και αν έκαναν ωραίο και γλυκό καρπό. Τότε θα λησμονήσει και τη γη που δέχθηκε πρωτύτερα το σπόρο και τη ρίζα πάνω στην οποία μπολιάστηκε το ακατανόητο και απερίγραπτο εκείνο φυτό που φέρνει ζωή.
98. Σ' εκείνον που κόβει το θέλημά του από φόβο Θεού, ο Θεός χαρίζει το δικό Του θέλημα χωρίς εκείνος να το ξέρει ή να το συνειδητοποιεί, και το κρατάει ανεξάλειπτο μέσα στην καρδιά του· ακόμη, ανοίγει τα μάτια της διάνοιάς του ώστε να το γνωρίζει καθαρά, και του δίνει δύναμη να το εκπληρώνει. Αυτά τα ενεργεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε.
99. Αν έλαβες την άφεση όλων των αμαρτημάτων σου, είτε με την εξομολόγηση, είτε με την περιβολή του αγίου και αγγελικού Σχήματος, για πόση θερμή αγάπη, ευχαριστία και ταπείνωση είναι αιτία αυτό; Γιατί ενώ ήσουν άξιος για μύριες τιμωρίες, όχι μόνον απαλλάχθηκες από αυτές, αλλά και αξιώνεσαι υιοθεσία και δόξα και βασιλεία των ουρανών. Αυτά στρέφοντας στο νου σου και έχοντας πάντα στη μνήμη σου, να είσαι έτοιμος και να προπαρασκευάζεσαι να μην προσβάλεις Εκείνον που σε έπλασε και σε τίμησε και συγχώρησε τα αναρίθμητα αμαρτήματά σου, αλλά να Τον δοξάσεις και να Τον τιμήσεις με όλα τα έργα σου, για να σε δοξάσει και Αυτός περισσότερο, εσένα που σε τίμησε παραπάνω από όλη την ορατή κτίση, και να σε ονομάσει γνήσιο φίλο Του.
100. Όσο η ψυχή είναι πολυτιμότερη από το σώμα, τόσο ο λογικός άνθρωπος είναι ανώτερος από όλη την κτίση. Μη βλέπεις λοιπόν, άνθρωπε, τα μεγέθη των κτισμάτων και τα νομίζεις πιο πολύτιμα από σένα. Αλλά βλέποντας τη χάρη που σου δόθηκε και κατανοώντας την αξία της νοερής και λογικής ψυχής σου, να ανυμνείς το Θεό που σε τίμησε παραπάνω από όλα τα ορατά.
Διαβάστε επίσης:
Αγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια (μέρος Α΄, κεφ. 1-50)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου