Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Συνασκητής Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού Γέροντας Αρσένιος ο σπηλιώτης







Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ (1886 – 1983)

(ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ)

Σε μια μικρή συνάθροιση με λαϊκούς , ένας ευλαβής νέος είπε στο γέροντα Αρσένιο.
Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι για μένα.
Πώς σε λένε;Με λένε Ανδρέα.Εγώ να εύχομαι για τον Ανδρέα, αλλά για να πιάσει η δική μου προσευχή πρέπει να ενδιαφέρεται και να εύχεται και ο Ανδρέας για τον εαυτό του.
Ο άγιος Αντώνιος λέει, «ούτε εγώ σ` ελεώ ούτε ο Θεός σ` ελεεί, αν δεν ελεήσεις πρώτα εσύ τον εαυτό σου».Δηλαδή, Γέροντα;Μα δεν το καταλαβαίνεις;Καλά, τότε να σου πω κάτι που συνέβη επί των ημερών μου.Πέρασε ένας προσκυνητής από την έρημο ψάχνοντας άγιους, όπως και εσύ τώρα, για να του κάνουν προσευχή.Βρίσκει ένα ασκητή και του λέει.«σε παρακαλώ Γέροντα, προσευχήσου για μένα, έχω σοβαρά προβλήματα».Ο ασκητής τον λυπήθηκε και κάθε βράδυ στην αγρυπνία, δώστου προσευχή για τον κοσμικό.Μια νύχτα ενώ προσευχόταν, βλέπει έξω από το κελί του τον σατανά, να γελά  σαρκαστικά και να κοροϊδεύει.



Του λέει ο Μονάχος. «γιατί ρε καταραμένε μου χαλάς την ησυχία;», κι ο σατανάς, «χα, χα, χα γελώ που αγρυπνάς άδικα για τον δικό μου (τον Γιάννη). Κι αυτός αγρυπνά αλλά στα στέκια τα δικά μου (εννοώντας ασφαλώς τα κέντρα διαφθοράς).
Ε, τώρα κατάλαβες τι θέλω να πω;
Ναι , Γέροντα, τώρα κατάλαβα ότι πρέπει κι εμείς να ζούμε χριστιανικά και να προσπαθούμε όσο μπορούμε.
Κάποτε είπε ο Γέροντας ήμουν μόνος στον Άγιο Βασίλειο, δεν ξέρω πως, έχασε το δρόμο ένας Πειραιώτης και βρέθηκε έξω από την καλύβα μου.
Τον φιλοξένησα λίγο και του πρότεινα αν θέλει να διανυχτερεύσει.
«όχι- όχι μου λέει φεύγω». Πως μπορείς, πάτερ και ζεις χρόνια σ` αυτά τα βράχια;
Εγώ να με δέσεις θα κόψω το σχοινί να φύγω.
Εσύ που μένεις;
Στον Πειραιά.
Και μένα του απαντώ να με δέσεις στον Πειραιά , θα κόψω το σχοινί και θα έρθω εδώ!
Πράγματι ο παππούς με όλη την απλότητα έδωσε μια πολύ σοφή και εύστοχη απάντηση, και συνέχισε.
Καλά, τούτο δεν είναι τίποτε.
Ήλθε βράδυ τον έβαλε ο Γέροντας στο κελί του να κοιμηθεί και ο Γέροντας αγρυπνούσε στην εκκλησία.
Για μια στιγμή ακούμε φωνές, κραυγές, τρέχουμε κοντά του, πέφτει απάνω μου και σφιγγόταν κι έτρεμε ολόκληρος.
Τι συμβαίνει βρε ευλογημένε;
Πέφτει στα ποδιά μας με κλάματα.
Ήλθαν οι δαίμονες και μ` έσπασαν στο ξύλο, θα με σκοτώσουν.
Πάρτε με γρήγορα στην Αγια Άννα, δεν μπορώ.
Του λέει ο Γέροντας.
Ησύχασε, παιδί μου, ώσπου να ξημερώσει, δεν σε ξαναχτυπάνε, λάθος έκαναν.
Κάθε βράδυ εμένα πλακώνουν στο ξύλο, αλλά κατά λάθος τις έφαγες Εσύ!
Όσα και να του είπαμε αυτός τίποτα.
Θέλω να φύγω μας έλεγε.
Τι να κάνουμε; Νύχτα σκοτεινή τον κατεβάσαμε στην Αγια Άννα.
Ο γέροντας Παίσιος στο βιβλίο του «Αγιορείτες  πατέρες» αφιερώνει μικρό κεφαλαίο σε συνομιλία με τον Γέροντα Αρσένιο. Ο παππούς με απλότητα εκφράζει μια απορία.
«Όταν κάνω κομποσκοίνι όρθιος, αισθάνομαι έντονα ευωδία θεϊκή, όταν λέω την ευχή καθιστός ελάχιστη ευωδία αισθάνομαι».
Παρ` όλο που ήταν ενενήνταπεντε χρονών ο Γέροντας αγωνιζόταν φιλότιμα και συνεχεία πλουτίζονταν πνευματικά, κι ας είχε αποθηκευμένα πολλά πνευματικά κεφαλαία.
Ο Γερο- Παίσιος πολύ θαύμασε, γιατί η ευωδιά της προσευχής προϋποθέτει καθαρά καρδιά την  οποία μοσχοβολά η παρουσία του ενοικούντος Άγιου Πνεύματος.
Άλλος αδελφός ρώτησε.
Παππού πολλή μοναχοί συνηθίζουν να λένε χαιρετισμούς όταν δουλεύουν, αντί ευχή.
Τι είναι καλύτερα;
Α! Τους χαιρετισμούς πολύ αγαπά η Παναγία μας. Εμείς με τον Γέροντα τους λέγαμε σαν δουλεύαμε, απ` έξω, δυο τρεις φορές την μέρα.
Να εδώ έχω ένα βιβλιαράκι με τους χαιρετισμούς που στην αρχή αναφέρει ότι η Παναγία μας φανερώθηκε σε πολλούς αγίους και τους υποσχέθηκε ότι, οποίος λέει τους χαιρετισμούς της κάθε μέρα, θα τον φυλάει και σ` αυτήν τη ζωή, αλλά και μετά θάνατο θα τον υπερασπίσει ενώπιον του Υιού της.
Και συνέχισε. Η βάση βέβαια είναι η ευχή. Αν έχεις προθυμία στην ευχή μην την κόβεις να τα λέςόλα. Αν αδυνατίσει η ευχή, τότε πες τους χαιρετισμούς. Ακόμη και το «Θεοτόκε Παρθένε» πολύ αγαπά η Παναγία μας.
Κάποτε σαν το λες καμπόσες φορές, σου προσφέρει ένα γλύκισμα η Παναγία μας που δεν περιγράφεται.
Γέροντα, όταν από την πολλή κούραση παραλύει το σώμα, μπορούμε να λέμε ξαπλωμένη την ευχή;
Ο Χριστός μας οικονομά σύμφωνα με τις δυνάμεις μας. Αν πραγματικά δεν μπορούμε ούτε όρθιοι, ούτε γονατιστοί, ούτε καθιστοί, τότε μας οικονομά ακόμη και ξαπλωμένους.
Αν έχουμε δυνάμεις, ο σατανάς Εκεί είναι. Αμέσως φέρνει αμέλεια και ύπνο.
Και τώρα θα σας διηγηθώ μια ιστορία από τους Πατέρες.
Μια φορά είχε κάποιος τρεις φίλους. Με τον πρώτο φίλο κάθε μέρα περνούσε καλά.
Είχε δεύτερο. Και με εκείνον περνούσε καλά. Όχι όπως με τον πρώτο. Λιγότερα πιο κατώτερα.
Είχε και τρίτο φίλο δυστυχώς. Κάποτε τον έβλεπε αλλά με κρύα καρδιά.
Στο μεταξύ ήλθε είδηση από τον βασιλεία για κάποιο έγκλημα.
Ήθελε να τον δικάσει ο βασιλείας.
Τρέχει στον πρώτο φίλο του.
Του λέει. Φίλε μου ο βασιλιάς με προσκαλεί να με δικάσει. κάποιο έγκλημα έκανα.
Και ο φίλος του απαντά.
Και εγώ από το σπίτι μου δεν βγαίνω.
Αυτός απελπισμένος πηγαίνει στο δεύτερο φίλο του.
Και αυτός απαντά . εγώ  στην αυλή του βασιλεία  πηγαίνω αλλά μέσα δεν μπαίνω.
Τρέχει στον τρίτο φίλο αλλά ντρεπόταν. Πώς να του το πω.
Δεν τον ευχαρίστησα καμία φορά. Τελικά πηγαίνει με ντροπή και του λέει. Φίλε μου ο βασιλείας με κάλεσε να με δικάσει. Μπορείς να με βοηθήσεις.
Αυτός αμέσως πρόθυμος πήγε στον βασιλιά και τον βοήθησε.
Αυτό είναι παραβολικός. Οι τρεις φίλοι είναι.
Ο πρώτος είναι τα χρήματα, τα έπιπλα του σπιτιού κλπ.
Ο δεύτερος είναι γονείς, αδέλφια, συγγενείς.
Τρίτος είναι η ελεημοσύνη.
Όταν έρχεται ο θάνατος ο πρώτος φίλος δηλαδή τα χρήματα, έπιπλα από το σπίτι δεν βγαίνουν
Και ο δεύτερος φίλος συγγενείς, ίσα μέχρι το τάφο πηγαίνουν.
Ο τρίτος φίλος η ελεημοσύνη πηγαίνει στο Χριστό μας και τον βοήθα.
Τα πρώτα χρόνια που ήταν υποτακτικός μαζί με τον γέροντα Ιωσήφ τον Σπηλιώτη
μας διηγείται για τον Γέροντα του τον απλοϊκών και άγιο Γέροντα του Εφραίμ.
Το εργόχειρο του ήταν βαρελάς, αλλά και ξυλόγλυπτης.
Σκάλιζε τέμπλα σε πολλούς ιερούς ναούς.
Ανάμεσα στα αλλά συνέβη και το εξής περιστατικό.
« Την εποχή που κοινοβίαζαν οι μοναχοί Ιωσήφ και Αρσένιος κοντά του, Εκεί στα Κατουνάκια, ανακαινίσθηκε  ο ναός της καλύβας των Αρχαγγέλων.
Ο Γέροντας του κελιού κάλεσε ένα ξυλογλύπτη για προσφορά. Εκείνος ζήτησε 20 λίρες χρυσές.
Επειδή δεν είχε να δώσει τόσα πολλά κάλεσε τον Γ. Εφραίμ.
Φτιάχνεις το τέμπλο; Το φτιάχνω είπε.
Όσο για την τιμή, συζήτηση δεν έγινε.
Δώστου – Δώστου ο Γέροντας μας τελείωσε το τέμπλο. Τώρα η πληρωμή.
Ψάχνει ο Γέροντας του κελιού στ ταμείο, βρίσκει 2 λίρες.
Βγάζει και τις δίνει. Σύγχρονος του λέει.
Καλά είναι Γέρο – Εφραίμ;
Καλά, καλά Γέροντα ευχαριστώ.
Εγώ λέει ο Γερο Αρσένιος μόλις το έμαθα έγινα φωτιά. Πάω στο Γέροντα και του λέω.
Γέροντα, όλα κι όλα αυτό δεν το σηκώνω. Ο άλλος είκοσι λίρες ζήτησε κι εσένα με δυο λίρες σε ξόφλησε κιόλας.
Και του λέει το απλό και σοφό γεροντάκι.
Κι αν τα πληρωθούμε όλα εδώ, για τον ουρανό, τι θα μείνει παιδί μου;
Έτσι κατάλαβα είπε ο Γέροντας Αρσένιος ότι ο Γέροντας μας δεν ήταν κουτός.
Είχε αρετή που εμείς δεν μπορούσαμε να φτάσουμε.
Αλλά για να το δω και με τα μάτια μου, να σας πω τι μου έδειξε ο Θεός.
Λίγες μέρες μετά την κοίμηση του Γέροντα μου Εφραίμ τον είδα σαν προσευχόμουν σε όραμα.
Ήταν σε ένα πανευφρόσυνο τόπο. Το πρόσωπο του άστραφτε από τη πολλή δόξα και στεκόταν έξω από ένα ωραίο εκκλησάκι.
Αφού χάρηκα που τον είδα σε τόση δόξα κατόπιν τον ρώτησα.
Γέροντα τι είναι αυτό το όμορφο εκκλησάκι;
Α, αυτό είναι δικό μου.
Θυμάσαι που του σκάλισα το τέμπλο με δυο λίρες; Επειδή δεν πληρώθηκα εκεί και δεν γόγγυξα, ούτε κατέκρινα ο Χριστός μου το φύλαξε στον ουρανό. Θυμάσαι που σου το έλεγα;»
Συνήλθα από το όραμα γεμάτος χαρά. Αλλά μου έδωσε και ένα μεγάλο μάθημα, μετά θάνατο ο Γέροντας μου που το θυμάμαι σ` όλη την ζωή μου.
Εκείνο τον καιρό ασκήτευε και ένας ησυχαστής ο γέρων Δανιήλ.
Διηγείται ο γέροντας Αρσένιος. «Λοιπόν ο γέροντας αυτός ο παπα- Δανιήλ, είχε τυπικό να αγρυπνεί και να λειτουργεί κάθε βράδυ, ακριβώς τα μεσάνυχτα. Δεν δεχόταν κανένα.
Τον βοηθούσε στο ψάλσιμο ο υποτακτικός του, ο πατήρ Αντώνιος μόνος του.
Το γεγονός αυτό παρεξηγήθηκε ώστε πολλή να τον θεωρούν πλανεμένο.
Ο λόγος όμως ήταν ότι κάθε φορά που λειτουργούσε έχυνε ποτάμι τα δάκρυα και η λειτουργία παρατεινόταν δυο- τρεις ώρες.
Τελειώνοντας κλεινόταν αμέσως στο κελί του για να συνεχίσει κι Εκεί τα δάκρυα ώρες ολόκληρες. Ευτυχώς κατά εξαίρεση, εμάς τους δυο με τον Γέροντα μας δεχόταν.
Όταν τελείωνε την Θεια Λειτουργία, επειδή ήξερε ότι περιμέναμε λόγο αγαθό από το αγιασμένο στόμα του, η πρώτη του κουβέντα που συνήθιζε να λέει ήταν.
Η Αγια Συγκλητική λέγει το λυχνάρι φωτίζει, αλλά τα χείλη του καίει.
Το έλεγε και το εννοούσε, γιατί είχε μεγάλο φόβο μήπως με τις συνομιλίες χάση την κατάσταση που είχε.
Ωστόσο σε εμάς έλεγε μερικά λογάκια και μάλιστα για να μη χρονοτριβή, διάβαζε μόνο του τους λογισμούς μας, έμπαινε κατευθείαν στα προβλήματα μας και αφού μας έδινε τις κατάλληλες συνταγές, μας απέλυε με ειρήνη.»
Το φαγητό του παπα –Δανιήλ ήταν πάντα ίδιο. Όλο το χρόνο έτρωγε, μια φορά την μέρα, φασόλια βραστά. Τα έστελνε η κυρίαρχη Μονή ένα τσουβάλι κάθε χρόνο ο δε άγιος εκείνος γέροντας που τα` άφηνε όλα στο Θεό, έτρωγε αγογγύστως λέγοντας. Αυτά μας στέλνει ο Θεός αυτά τρώμε.
Ο Γερο – Ιωσήφ όμως δεν το ανέχτηκε αυτό το πράγμα.
γιατί για ένα ησυχαστή συνεχεία φασόλια δημιουργούν φουσκώματα και παρενέργειες στον οργανισμό. γι αυτό και αποτάθηκε στην Μεγίστη Λαύρα χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα.
Έκτοτε η Λαύρα δεν ξαναέστειλε φασόλια.
Κάποιος ρώτησε. Παππού από την αγία Γραφή τη να διαβάσουμε περισσότερο;
Όλη η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη και πρέπει να την διαβάζουμε. Από την Π. Διαθήκη πρέπει να διαβάζουμε το ψαλτήρι. Είναι πολύ δυνατή προσευχή.
Είπε πάλι. Η ανάγνωση είναι κι αυτή ένα είδος προσευχής.
Εμείς κάθε μέρα διαβάζαμε ένα δυο κεφάλαια Αγ. Γραφής και μετά διαβάζαμε πατερικά βιβλία. Όσο για τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τον κρατάμε πάντα στην μασχάλη μας.
Άλλο βιβλίο να μην έχεις ο Ισαάκ ο Σύρος φτάνει. Τα λέει όλα.
Όμως διαβάζουμε και Κλίμακα, Αββά Δωρόθεο, Ευεργετινό, άγιο Μακάριο και τους βίους των Άγιων μας.
Όταν διαβάζουμε βίους κερδίσουμε δυο πράγματα.
Πρώτο το παράδειγμα των αγώνων τους, μας ξυπνά από την νάρκη της αμέλειας, και δεύτερον οι άγιοι. Όταν διαβάζουμε το βίο με ευλάβεια, πρεσβεύουν στο Χριστό για μας.
Υπάρχουν κάτι αγριχελίδονα που χτίζουν τις φωλιές στους πανύψηλους εξωτερικούς τοίχους των μοναστηριών.
Είναι τόσα αγρία ώστε μόλις αντικρίσουν άνθρωπο πετούν και φεύγουν σαν αεροπλάνο.
Και όμως μια φορά, ενώ προσευχόταν ο παππούς στο μπαλκόνι, να ένα χελιδόνι σιμώνει και κάθεται στους ωμούς του!!
Βρε , λέει ο παππούς ο πειρασμός σ` έστειλε για να με κόψεις από την ευχή;
Γυρνώ το κεφάλι το κοιτάζω, με κοιτάζει. Ξανά στην προσευχή.
Σε λίγο ξανακοιτάω το πουλί. Κοιτάζει το πουλί εμένα.
Μωρέ, λέγω δεν είναι δουλειά. Σκέφτηκα να το διώξω. Το λυπήθηκα. Α, εσύ κατάλαβες εμένα.
Ο παππούς δεν σε πειράζει. Άντε, κάτσε όσο θέλεις αλλά μια συμφωνία. Μη μου βγάλεις στους
Ώμους καμία κουτσουλιά.
Μας διηγήθηκε για τον παπα- Εφραίμ τον Κατουνακιώτη τι έπαθε μια φορά.
Τα πρώτα χρόνια που το γνωρίσαμε, αγωνιζόταν με πόλη ζήλο στη προσευχή.
Μια βραδιά έπεσε στο κρεβάτι να ξεκουραστεί λίγο και μετά να σηκωθεί για αγρυπνία.
Οι δαίμονες πολύ φθόνο είχαν μέσα τους.
Η προσευχή του παπα Εφραίμ ήταν φωτιά.
Έρχονται λοιπόν , ένας ολόκληρος λεγεώνας, έξω από το κελί του και αρχίζουν φωνές.
Ξυπνά το καλογέρι φοβισμένο. Βάζει αυτή, κατάλαβε δαίμονες Είναι. Όλοι μαζί με μια φωνή. « Πόλεμος – Πόλεμος…».
Νόμιζαν ότι θα τρομάξει. Όμως τι κάνει το καλογέρι; Σηκώνεται από το κρεβάτι σαν αστραπή. Αρπάζει το τρακοσάρι (κομποσχοίνι)
Και τους απαντά και αυτός με θάρρος και δυνατά.
Ναι – ναι  Πόλεμος –Πόλεμος.
Και δώστου αρχινά η μάχη. « Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με»
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό».
Έβγαλε τέτοια αγρυπνία που την θυμόταν για χρόνια.
Έλεγε κι αυτός μετά ευχαριστώ, στους δαίμονες που τον ξυπνήσανε.
Στην Νέα σκήτη υπάρχει μια καλύβα τιμώμενη στο όνομα των είκοσι Αγ. Αναργύρων.
Εκεί έζησε ένας ευλαβέστατος μοναχός ονόματι Θεοφύλακτος.
Είχε και αυτός ενσωματωθεί στην συνοδεία του Γέροντα Ιωσήφ του Σπηλιώτη.
Ο Γέροντας αυτός Είχε πολλές αρετές.
Χρήματα δεν κρατούσε ποτέ. Όταν του τύχαινε οικονομική ανάγκη, με πίστη ζητούσε από Τους προστάτες του και του έστελναν όσο χρειαζόταν.
Τα κανδήλια του ναού ήταν ακοίμητα.
Αλλά και τα προσκυνητάρια της σκήτης άναβε χειμώνα καλοκαίρι.
Ακόμη και με μισό μέτρο χιόνι  έπρεπε να κατέβει ν` ανάψει τα καντηλάκια.
Μαγειρεμένο φαΐ έτρωγε Όταν του δίναμε, στο σπίτι του όμως ουδέποτε μαγείρεψε.
Σ` αυτό το γεροντάκι έδωσε ο Θεός και το χάρισμα να βλέπει πολλές φορές υπερφυσικά πράγματα με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής. Ως δείγμα αναφέρω δυο.
Μια φορά σε μια συνοδεία έβλεπε συνέχεια να τριγυρνά ο σατανάς και να στήνει παγίδα.
Λέγει στον Γέροντα του κελιού.
Πρόσεχε, ο σατανάς κάτι σχεδιάζει στην συνοδεία σου.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες κι ένα καλογέρι σηκώθηκε και έφυγε.
Σ` ένα πνευματικό είπε. «πρόσεξε ο σατανάς χτες τριγυρνούσε στο δωμάτιο σου».
Πράγματι την προηγούμενη μέρα ένας μοναχός με ψεύτικη εξομολόγηση τον ξεγέλασε και του έδωσε συμμαρτυρία για να χειροτονηθεί ιερέας.
Επανεξετάζοντας την απάτη απέσυρε την συμμαρτυρία.
Μας έλεγε σε ηλικία 95 χρονών.
Ξεκινώ για λίγο όρθιος την προσευχή. Με προλαβαίνει η Θεία Χάρις.
Ξεχνιέμαι και όταν αρχίζω να αισθάνομαι κόπο, κοιτάζω, πέρασαν τρεις ώρες. Η γλυκύτης, η χαρά και η ειρήνη της ψυχής του δυνάμωναν και το Αδύνατο σώμα του παππού.
Καθήμενοι μια μέρα ο παππούς με τον Γ. ΠΑΙΣΙΟ στο παγκάκι της αυλής Ρώτα ο Γέροντας Παίσιος. Γερο – Αρσένιε, βλέπεις καμία φορά τον γερο –Ιωσήφ στον ύπνο σου;
Του απαντά ο Γέροντας με απλότητα.
Ναι, Γέροντα τον Βλέπω.
Πριν λίγες νύχτες μάλιστα τον είδα ζωντανά, ήλθε και με αγκάλιασε και μου λέει.
«Μέχρι ποτέ θα ζούμε χώρια; Έλα σε περιμένω»
και εγώ του απαντώ. «Μα μήπως είναι στο χέρι μου;».

Γνωριμία με τον π. Εφραίμ Κατουνακιώτη




Ο π. Εφραίμ ήτο μια από τις μεγαλύτερες ασκητικές φυσιογνωμίες στον Άθωνα κατά τα τελευταία χρόνια. Είχε σε μεγάλη ευλάβεια τους ασκητές μας π. Ιωσήφ και π. Αρσένιο και τους επεσκέπτετο συχνά.Οπότε κάποια φορά ρώτησα τον π. Αρσένιο:
-Γέροντα, ο παπα-Εφραίμ κατάγεται από άλλη συνοδεία και πως θεωρείται σαν μέλος της δικής σας συνοδείας;-Ο παπα-Εφραίμ, όταν πρωτοήρθε στο Άγιο Όρος το 1933 Πήγε στον παπα Νικηφόρο. Αυτός μόλις τον είδε νεαρόν τότε με τόση ευλάβεια και αγωνιστικό φρόνημα, τον έκειρε μοναχό και με την ευλογία του χειροτονήθηκε ιερεύς. Ρασοφόρος μοναχός έγινε από τον Γέροντα του παπα Νικηφόρου, τον Γέροντα Λογγίνο, Αλλ' επειδή αυτός κοιμήθηκε σύντομα, μεγαλόσχημος μοναχός έγινε από τον παπα Νικηφόρο.Ο Γέρο-Νικηφόρος ήτο αυστηρός στα καλογέρια του. Τους επέβαλε εργόχειρο από το πρωί μέχρι το βράδυ, αλλά από εμπειρία προσευχής δεν είχε πολλά να τους προσφέρη; Αλλά καλόγερος πού μόνο δουλεύει χωρίς να ασκείται με υπομονή καθημερινά στην προσευχή, δεν διαφέρει πολύ από τους κοσμικούς!



Ο παπα-Εφραίμ είχε πολύ ζήλο στην προσευχή. Όταν όμως διεπίστωσε ότι ο Γέροντας του δεν μπορούσε να τον βοηθήση, εστενοχωρείτο και οι λογισμοί του τον ταλάνιζαν. Δεν ήξερε τι να κάνη. Όμως κάτι καλό οικονόμησε ο Φιλάνθρωπος Κύριος μας. Πριν γίνη ακόμη ιερεύς ο π. Εφραίμ, γύρω στο 1935 κάλεσε ο Γέρο Ιωσήφ τον παπα Νικηφόρο να λειτουργήση στο Εκκλησάκι της Καλύβης μας, πού ήτο προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Μαζί του πήρε ο παπάς και τον νεαρό π. Εφραίμ. Εκείνη η συνάντησις ήτο και σταθμός για το υπόλοιπον της μοναχικής ζωής του νεαρού τότε π.Εφραίμ. Ο Γέροντας διέβλεπε στο πρόσωπο του «μια διψασμένη έλαφο» και ανέμενε την κατάλληλη ευκαιρία να του μεταδώση το ζων ύδωρ του θείου λόγου και η ευκαιρία αυτή οικονομήθηκε ως έξης: Ο π. Νικηφόρος βλέποντας την υπερβολική ευλάβεια του νέου υποτακτικού του, απεφάσισε τον επόμενο κιόλας χρόνο της κουράς του να τον κάνη ιερέα. Τότε βρήκε την χρυσή ευκαιρία ο Γέροντας και ζήτησε από τον παπα Νικηφόρο, τον Γέροντα του να του στέλνη τακτικά τον παπα Εφραίμ για θεία Λειτουργία. Του έδωσε την ευλογία του κι έτσι ο παπα-Εφραίμ εθεωρείτο σαν δικός μας αδελφός.
Μετά την πρώτη λειτουργία του, τον πλησίασε ο Γερο-Ίωσήφ και τον ρώτησε:
-Πως περνάς, παιδί μου;
-Καλά-καλά, Γέροντα.
-Μα εγώ δεν σε βλέπω καλά, παιδί μου. Πες μου τι σου συμβαίνει. Σιγά-σιγά έλαβε θάρρος ο νεαρός παπα-Εφραίμ και του είπε: «Μα, Γέροντα, είναι καλογερική ζωή αυτή πού κάνουμε εμείς; Μια καλή κουβέντα να μην ακούς από τον Γέροντα σου, και μόνο δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ;».
-Παιδί μου, αυτός είναι ο Γέροντας σου. Αυτόν σου έδωσε ο θεός. Ούτε μπορείς να φύγης, ούτε επιτρέπεται να τον κατακρίνης.
-Μα είναι συμπεριφορά αυτή, Γέροντα;
-Εσύ, παιδί μου, αρνήθηκες τον κόσμο και από την άλλη ζητάς να σε τιμούν και να σε κολακεύουν. Έπεσες έξω στους συλλογισμούς σου. Αν θέλης να είσαι δούλος του Χριστού οφείλεις να δεχτής κι εσύ ότι υπέμεινε για χάρι μας ο Κύριος: Εξευτελισμούς, ύβρεις, ακόμη και ξύλο και φτύσιμο και κάθε καταφρόνησι για την Βασιλεία των Ουρανών. Η υπομονή μπροστά σε τέτοιου είδους δοκιμασίες είναι και για μας ένας μικρός σταυρός. Με τις ανέσεις και ψευτοευγένειες σωτηρία δεν επιτυγχάνεται.
Ο νέος ιερομόναχος, επειδή ήτο καλοπροαίρετος, δέχθηκε τις συμβουλές του Γέροντος και του απήντησε:
-Καλά αυτά τα λόγια σου, Γέροντα, Αλλά σαν μοναχοί δεν πρέπει να μάθουμε και την προσευχή;
Σωστά με ρώτησες. Εσύ κράτησε την υπακοή σου στον Γέροντα σου και όσον αφορά για την πρόοδο σου στην προσευχή, αυτό είναι δουλειά δική μου. Από σήμερα θ' αρχίσης να λες συνέχεια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Ελέησόν με» και το βράδυ θα κάμνης το ίδιο με το δικό μας τυπικό.
Έτσι ο Γέροντας μου του διώρθωσε τους λογισμούς του, τον δίδαξε την νοερά προσευχή και μετά από διάστημα τριών μηνών ο παπα-Εφραίμ είχε γίνει δυναμώσει. Τον Γέροντα μου τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ευεργέτη του μετά τον Θεό.
Ακόμη ο Γέροντας μου τον βοήθησε και σ' ένα άλλο σοβαρό θέμα, την υγεία του, η οποία από τον κόσμο ήτο κλονισμένη και λόγω και της πολλής σκληραγωγίας στην καλογερική ζωή, εκινδύνευε να πάθη φυματίωσι.
Ο τόσο αυστηρός για τον εαυτό του Γέροντας μου, έλεγε ο π. Αρσένιος, παρήγγειλε να έλθουν από τον κόσμο τυρί, βούτυρο, αυγά, κουτιά γάλακτος, ψάρια για να βοηθήση τον νεαρό του Εφημέριο. Εκείνος αρχικά αντέδρασε ως ασυμβίβαστα αυτά τρόφιμα με την μοναχική ζωή. Χάριν όμως της υπακοής έφαγε όσο του εχρειάζετο και επανέφερε, όπως ο ίδιος ομολογούσε, την ποθητή υγεία του.

Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους




Πρὸ ἐτῶν Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀναφερόμενος στὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν χαρακτήρισε ὡς ἕνα εὐφυῆ μοναχό. Ἄραγε ὁ ἅγιος Νικόδημος ἦτο μόνο ἕνας εὐφυὴς μοναχὸς καὶ ὄχι ἕνας ἅγιος καὶ σοφὸς κατὰ κόσμον καὶ κατὰ Θεὸν μοναχὸς καὶ μία ἀληθινὴ πατερικὴ μορφή;
Ἕτερος Καθηγητὴς πρὸ ὀλίγων ἐτῶν προσῆψε βαρύτατες κατηγορίες κατὰ τοῦ Ἁγίου, χαρακτηρίζοντάς τον ὡς ἠθικιστὴ καὶ ὡς ὑπεύθυνο γιὰ τὴν ἐπικράτηση στὴν νεοελληνικὴ κοινωνία τοῦ δυτικοῦ πνεύματος. Στὶς κατηγορίες αὐτὲς ἀπήντησε ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ ἐμπεριστατωμένο κείμενό της.
Ὀφείλονται ἄραγε οἱ ἀπόψεις αὐτὲς σὲ ἄγνοια τῆς χαρισματούχου προσωπικότητας καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου ἢ σὲ ἐσφαλμένες καὶ μὴ ὀρθόδοξες θεολογικὲς προϋποθέσεις; Τοὺς Ἁγίους δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς δοῦμε σωστά, ἐὰν δὲν προσπαθοῦμε νὰ ζοῦμε κατὰ τὸν τρόπο ἢ τὸ πνεῦμα τῆς ἰδικῆς των ζωῆς. Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ συμμετέχοντας στὶς ἁγιορείτικες ἀγρυπνίες θὰ ἀκούσει τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου στοὺς Ἀθωνίτες Πατέρες καὶ στοὺς Νεομάρτυρες καὶ τὶς Ἀκολουθίες ποὺ γι᾿ αὐτοὺς ἔγραψε, δὲν θὰ νιώσει τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἄνωθεν σοφία τοῦ Ἁγίου μας καὶ δὲν θὰ εὐχαρίστηση τὸν Θεόν, ποὺ χάρισε στὴν Ἐκκλησία Του στὰ δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἕνα τέτοιον πατέρα καὶ διδάσκαλο;


Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μελετηθεῖ καὶ νὰ παρουσιασθῇ ἡ προσωπικότης καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου. Ὄχι γιατί ὁ Ἅγιος ἔχει ἀνάγκη νὰ τιμηθεῖ καὶ ἀποκατασταθεῖ. Ἀλλὰ γιατί ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη νὰ τοποθετηθοῦμε σωστὰ ἀπέναντί του γιὰ τὴν ἰδική μας ὀρθὴ πορεία καὶ σωτηρία.
Ὀφείλουμε χάριτας στὴν ὁμώνυμη τοῦ Ἁγίου εὐλογημένη Ἱερὰ Μονὴ γιὰ τὴν πρωτοβουλία της νὰ ὀργανώσῃ τὸ σεμνὸ αὐτὸ Συνέδριο.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρὸ πάντων ἕνας ταπεινός, γνήσιος, ἀληθινός, ἅγιος μοναχός. Πίστευε βαθιὰ στὴν ἀξία τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἔζησε, ἀφ᾿ ἧς ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος μέχρι τὴν μακαρία τελευτή του, μὲ ἀδιάκοπο ζῆλο καὶ συνέπεια.

Ἔφθανε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας μοναχικῆς του ζωῆς, γιὰ νὰ εἶναι ὑποτύπωσις καὶ στηλογραφία κάθε ὀρθοδόξου μοναχοῦ. Ὅμως, ἐπειδὴ ἔλαβε πλούσια τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἔρρευσαν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος» (πρβλ. Ἰω. ζ´, 38) καὶ «ἐξηρεύξατο ἡ καρδία του λόγους ἀγαθούς» (πρβλ. Ψαλμ. 44) περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ἂς ἀντλήσομε καὶ ἐμεῖς, Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς νάματα καθαρά, τὰ ὁποῖα εἴθε δι᾿ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου καὶ δι᾿ εὐχῶν σας νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα καὶ νὰ βιώσουμε τὴν χριστιανικὴ καὶ μοναχική μας πολιτεία.
Α´. Ὁ ἅγιος Νικόδημος θαυμαστής, ἐραστὴς καὶ διαπρύσιος κῆρυξ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ἀφ᾿ ὅτου ὡς νέος γνώρισε τοὺς ὁσίους Γέροντες Σίλβεστρο, Ἀρσένιο, Γρηγόριο καὶ Νήφωνα, ὁ θεῖος πόθος πυρπόλησε τὴν καρδιά του γιὰ τὴν ἰσάγγελον ζωὴ τῶν μοναχῶν. Τόσος ἦταν ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ παραμείνη καὶ μία ἀκόμη στιγμὴ στὸν κόσμο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ περιστατικὸ ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ λιμάνι τῆς Νάξου τὴν ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὅταν γράφη γιὰ τὸ κάλλος τῆς παρθενίας καὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δὲν φείδεται λέξεων καὶ ἐκφράσεων γιὰ νὰ τὸ περιγράψει:
«Τί ἄλλο ποθεινότερο, ὡσὰν τὸ νὰ μιμεῖται τινὰς ἐπὶ γῆς τῶν Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν; Τί ἄλλο ἐρασμιώτερο ἢ μακαριστώτερο, ὡσὰν τὸ νὰ εἶναι τινὰς ἑνωμένος μὲ τὸν ἀγαπητόν του Θεὸν διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀδιάλειπτου ἐν καρδίᾳ προσευχῆς, ἥτις ξεῦρει νὰ ἀποκτᾶται διὰ μέσου τῆς ἡσυχίας; Καὶ πότε μὲν νὰ φωνάζει μὲ τὸν Παῦλον «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ...» καὶ τὰ ἑξῆς· πότε δὲ μὲ τὸν θεοφόρο Ἰγνάτιο «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται...»;.
Ὅταν στὶς διδαχές του πρὸς τοὺς ἐν τῷ κοσμῷ Χριστιανοὺς ὑποχρεώνεται νὰ συγκρίνει τὴν μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἄλλους τρόπους χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἐραστὴς τῆς μοναχικῆς ζωῆς γράφει:
«Διατὶ νὰ μὴ διάλεξης τὴν παρθενικὴ ζωὴν τῶν μοναχῶν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλέον καλλίτερα, ἡ πλέον ἁγιότερα καὶ ἡ πλέον μακαριότερα ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ζωᾶς τῶν ὑπανδρεμένων;».
Ὅταν πάλιν ἑρμηνεύει τὸν ἀναβαθμὸ τοῦ πλ. α᾿ ἤχου: «τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεικῷ ἔρωτι πτερουμένοις», γράφει:

«μακαρία δὲ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν. ..διατὶ αὐτοὶ πτεροῦνται πρὸς τὸν Θεὸν μὲ ἕνα διάπυρον, μὲ ἕνα ὑπερβολικόν, καὶ μὲ ἕνα ἐπιτεταμένον ἔρωτα».
Χρησιμοποιεῖ ἐπίθετα ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς ἰδικῆς του ψυχῆς καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐρημία. Γι᾿ αὐτὸ κάνει τὴν πολὺ ὀρθὴ παρατήρηση:
«Ἀλλ᾿ οὐδὲ εἶπεν ὁ Μελωδὸς ὅτι οἱ ἐρημίται ἐρῶσι τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι πτεροῦνται μὲ τὸν θεϊκὸν ἔρωτα».
Β. Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Νικόδημου περὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς στὴν ἐπιστολὴ "Ἀπολογία περὶ Μοναχισμοῦ".
Συστηματικότερα ἐκθέτει τὶς ἀπόψεις του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς ὁ Ἅγιος στὴν ἐν λόγω ἐπιστολή. Τὴν εἶχε στείλει σὲ κάποιον Θωμᾶ, σπουδαστὴ στὴν Βιέννη, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει μαθητὴς τοῦ ἀοιδίμου διδασκάλου, ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, καὶ ἐκ Βιέννης εἶχε γράψει κατὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἐκ συμπαθείας πρὸς τὸν ὑπεραλγούντα ἅγιο Ἀθανάσιο, στὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς Θωμᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ γίνη μοναχός, καὶ ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν πλανηθέντα αὐτὸν σπουδαστή, ἔγραψε διεξοδικὴ ἀνασκευὴ τῶν ἑξῆς κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ ἀπόψεων ποὺ περιείχοντο στὸ γράμμα τοῦ Θωμᾶ:
α) Ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο καὶ ὀλεθριώτερο πράγμα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή.
β) ὅτι οἱ ἐρημίται δὲν ἄφησαν συγγράμματα ἀληθείας καὶ δὲν ὠφέλησαν μήτε ἑαυτοὺς μήτε τὸν κόσμο,
γ) ὅτι ἡ νηστεία δὲν ἔχει ἱκανὰ ἐρείσματα στὴν Ἁγία Γραφή,
δ) ὅτι ἡ ἀσκητικὴ κακοπάθεια δὲν τιμᾶ τοὺς ἀσκητές, ἀλλὰ τοὺς κατατάσσει μὲ τὰ ἄλογα ζῶα. Καί,
ε) Ἡ παρθενία τῶν μοναχῶν προσκρούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν αὔξηση τοῦ γένους καὶ στὴν εὐλόγηση τοῦ γάμου ἀπὸ τὸν Κύριο ἐν Κανᾷ.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἔναντι τῶν ἀπόψεων αὐτῶν ἐκθέτει τὰ ἑξῆς:
α) οἱ ὅσιοι Πατέρες μὲ τὴν ἄσκησή τους στὴν ἔρημο ἔφθασε σὲ τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι ἀληθινὰ ὠφέλησαν τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προσευχή τους ἐξιλέωναν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ παντοιοτρόπως εὐεργετοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους, ἐπιστρέφοντες τὰ πλήθη στὴν θεογνωσία. Ἄφησαν ἐπίσης συγγράμματα ἀπαράμιλλου ἀξίας καὶ αἰωνίου κύρους, ὅπως τὰ ἀσκητικὰ τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ἡ Κλίμαξ, ἡ Φιλοκαλία κ. ἄ. Ἀκόμη καὶ οἱ Κανόνες τῶν Ἱερῶν Συνόδων εἶναι ἐν τινι μέτρῳ ἔργο τῶν ὁσίων μοναχῶν, ἐφ᾿ ὅσον σ᾿ αὐτὲς παρίστατο καὶ μοναχοὶ καὶ ἀσκητές.
β) Τὴν νηστεία θεσμοθέτησε ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, φύλαξαν Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί, καὶ ἐπανανομοθέτησε ὁ Κύριος νηστεύσας 40 ἡμέρες στὴν ἔρημο. Ὁ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ καθαρθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν παχύτητα τῶν παθῶν, ὥστε ὁ νοῦς νὰ λεπτυνθεῖ καὶ νὰ γίνη ἐπιτήδειος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐργασία.
γ) Μὲ τὴν ἀσκητικὴ κακοπάθεια τιθασεύονται οἱ ἐμπαθεῖς ὁρμὲς καὶ ὁ νοῦς ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν ἠμπορεῖ νὰ ἀδολέσχη στὰ πνευματικὰ νοήματα. Μὲ αὐτὴν οἱ μοναχοὶ ἀγωνίζονται νὰ μιμηθοῦν τὴν πολιτεία τῶν Ἀγγέλων. Ἡ πολύωρος προσευχὴ στὸν ναό, ἡ μονολόγιστος εὐχή, δὲν εἶναι βατολογία ἀλλὰ ἔλλογος συνομιλία μὲ τὸν Θεό. Τὸ γυμνητεύειν εἶναι ἑκούσιος μίμησις τοῦ γυμνωθέντος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ Κυρίου. Ἡ ἀγρυπνία προσφέρει στὴν ψυχὴ χερουβικοὺς ὀφθαλμοὺς γιὰ νὰ θεωρεῖ τὸν Θεό. Ἡ πείνα, τέλος, καὶ ἡ δίψα γυμνάζουν τὸν νοῦ νὰ ἡγεμονεύει ἐπὶ τῶν ἀλόγων ὀρέξεων ἀντὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτές.
δ) Τὴν παρθενία τίμησε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε παρθένος ἐκ παρθένου Πατρὸς κατὰ τὴν ἄναρχο Θεία Του γέννησι καὶ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μητρός Του κατὰ τὴν ἐν χρόνῳ δευτέρα Του γέννησι. Τὴν παρθενία τίμησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅπως ὁ ἐπιστήθιος μαθητὴς Ἰωάννης καὶ ἰδιαιτέρως ὁ μέγας Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἤθελε καὶ οἱ ἔχοντες γυναίκα νὰ ζοῦν ὡς μὴ ἔχοντες, διότι παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου. Ἡ παρθενία εἶναι μίμησης τῆς μακάριας ζωῆς τῶν πρωτοπλάστων πρὸ τῆς πτώσεως.
Κατακλείων τὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει τὰ αἴτια τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως καὶ τῆς κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ πολεμικῆς τοῦ σπουδαστοῦ τῆς Βιέννης. Μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀπειρία τῆς ὀμορφιᾶς καὶ γλυκύτητας τῆς μοναχικῆς ζωῆς, περὶ τῆς ὁποίας γράφει:
«Ἄχ, ἀδελφέ μου· πιστευσόν μοι ἐξ ἀγάπης καὶ ἀληθείας λέγοντι, ὅτι ἂν ὁ Θεὸς ἤθελε σὲ καταξίωση νὰ ἔλθεις νὰ καθίσεις ὄχι πολύ, ἀλλὰ μόνο δυὸ χρόνους, καὶ ὁπωσοῦν νὰ ἔλθη ὁ νοῦς σου εἰς ἑαυτὸν ἐκ τοῦ κάτωθεν διασκορπισμοῦ καὶ περιπλανήσεως, βεβαιότατα ἤθελες εὐχαριστῇς κάθε ὥραν μὲ γλυκύτατα δάκρυα τὸν ἅγιον Θεόν, ἤθελες ἐλεεινολογήσεις τοὺς χρόνους ὅπου πέρασες εἰς τὴν ματαιότητα...».

Δὲν παραλείπει μάλιστα στὸ τέλος νὰ τὸν προτρέψει στὴν μοναχικὴ ζωὴ γιὰ νὰ ἐκπλήρωση τὴν πρώτη του ὑπόσχεση:
«Φαντάσου πάντοτε καὶ συλλογίσου τὴν καλογερικὴ ζωὴν ὡς μέγα τι πράγμα καὶ οὐράνιον... Τοιαύτης εὐτυχίας καὶ δόξης ἐπιτυχεῖν πόθησον, ἀδελφέ, καὶ καταλιπῶν τὴν αὐτόθι Πεντάπολιν (ἐννοεῖ τὴν Βιέννη), φεῦγε ὡς ὁ Λὼτ εἰς τὸ ὄρος τοῦτο τὸ Σηγώρ, τὸν λιμένα τῆς σωτηρίας, τὸν εὐανθῆ της Θεοτόκου παράδεισον, νὰ ἐνδυθεῖς τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ ἀποδώσεις τῷ Κυρίῳ τὰς εὐχάς σου, ἵνα καὶ Θεὸν καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους χαροποίησῃς...ἐξαιρέτως δὲ τὸν ἱερόν σου διδάσκαλο καὶ πάντας ἡμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ σου ἀδελφούς».
Γ. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀγάπησε τὴν τελεία μοναχικὴ ζωή, ὅπως αὐτὴ ἀποκρυσταλλώθηκε στὴν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Οὐδέποτε φαίνεται νὰ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν δυτικὸ ἀκτιβιστικὸ μοναχισμό. Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἄσκηση ὡς αὐτοσκοπό, ἀλλὰ ὡς μέσο γιὰ τὴν τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶναι αὐστηρὸς στὶς συμβουλές του, δὲν περιορίζει τὸ νόημα στὴν σωματικὴ κακοπάθεια, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὴν ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν καὶ στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοερᾶς ἐργασίας.
Στὶς διδασκαλίες του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς φαίνονται τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Σημειώνουμε τὰ σπουδαιότερα:
α) Ὁ πόθος καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Φεύγει ὁ μοναχὸς στὴν ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ μάταια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ἀγαπήσει ἀμετεωρίστως «τὸ ἄκρον καὶ ἀνώτατον ἐραστόν, ὅπερ ἐστὶν ὁ Θεός». Τὸ ἄπειρον θεῖο κάλλος ἕλκει τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ πρὸς ἕνα «ἄπαυστον καὶ ἀεικίνητον» θείο πόθο, ἡ δὲ ἔρημος βοηθεῖ στὸ νὰ μὴ ἀνακόπτεται, ἀλλὰ διαρκῶς νὰ ἀναρριπίζεται πρὸς τελειότερα ἀγάπη. Αὐτὰ λέγει ὁ Ἅγιος ἑρμηνεύων τὸν δεύτερο ἀναβαθμὸ τοῦ α᾿ ἤχου «τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὐσι τοῦ ματαίου ἐκτός»: «Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἡσυχίᾳ κατοικούντων μοναχῶν, δὲν ἕλκεται ἀπὸ κανένα ὑλικὸ καὶ μάταιο πράγμα· οὔτε γίνεται ἄλλοτε ἄλλος, δελεαζόμενος ἀπὸ ἡδονές, ἢ πλοῦτο, ἢ δόξα τὰ ὁποῖα φθείρονται καὶ ἀφανίζονται... Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος κατὰ φύσιν καὶ ἄφραστος, διὰ τοῦτο καὶ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν πόθος τῶν ἐρημιτῶν δὲν στέκεται ποτέ, ἀλλ᾿ εἶναι πάντοτε ἄπαυστος καὶ ἀεικίνητος, πάντοτε λαμβάνων αὔξησιν, καὶ πάντοτε τρέχων πρὸς τὸ ἀνώτερον... Σπουδάζει μὲν γὰρ ὁ νοῦς νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ ὕψος τοῦ θείου κάλλους, καὶ νὰ χωρήση αὐτὸ ὁλόκληρο ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠμπορεῖ, διὰ τοῦτο στοχαζόμενος, ὅτι ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐδυνήθη νὰ χωρήση, εἶναι ἀνώτερο καὶ ἠδονικώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο, ὅπου χώρησε· τούτου χάριν θαυμάζει καὶ ἀπορεῖ· ἐκ δὲ τοῦ θαυμασμοῦ, γεμίζει ἀπὸ θείους ἔρωτας, καὶ πόθους ἀναρριπίζει διακαεῖς τῇ ψυχῇ... τὴν ἀπορία πορισμὸ ἐρώτων τιθέμενος, κατὰ τὸν ἅγιον καὶ νηπτικώτατο Κάλλιστο».
β) Ἡ ἡσυχία.
Ἡ ἡσυχία κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, εἶναι ὁ καταλληλότερος τόπος καὶ τρόπος γιὰ νὰ ἐργάζεται ὁ νοῦς τὴν ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ὡς ἀπραξία. Οἱ ἱερῶς ἡσυχάζοντες ἀσκοῦν μία σύντονο καὶ ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία νίψεως καὶ προσευχῆς.
«Οἱ δὲ ἐν τῇ ἐρήμῳ καθήμενοι, καὶ τὴν ἠσύχιον ζωὴν μεταχειριζόμενοι, αὐτοὶ καταφρονοῦσι μὲν ὅλα τὰ ἠδέα, καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ποθούμενα, ὡς βλαπτικὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ χωρίζοντα· συμμαζόνουσι δὲ τὸν νοῦν τους, ἀπὸ κάθε σύγχυσιν τοῦ κόσμου καὶ θεωρίαν, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καὶ ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχονται, μελετῶντες τὸ παμπόθητον καὶ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγοντες ἀγαπητικῶς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἐκ τῆς τοιαύτης δὲ ἀδιάλειπτου προσευχῆς καὶ συχνῆς μελέτης τοῦ θείου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀνάπτουσι μὲν τὴν καρδίαν τους εἰς μόνον τὸν τοῦ Θεοῦ πόθον καὶ ἔρωτα, ἐκτείνουσι δὲ καὶ τὸν νοῦν ἑαυτῶν εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ θείου κάλλους. Ὅθεν ἀπὸ τὸ ὑπέρκαλλον ἐκεῖνο κάλλος καταθελγόμενοι, καὶ ἔξω γενόμενοι ἑαυτῶν, λησμονοῦσι καὶ φαγητά, καὶ ποτά, καὶ φορέματα καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴ ἀνάγκην τοῦ σώματος».
γ) Ἡ Χριστομίμητος ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ τῶν μοναχῶν δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ πειθαρχία, ἠναγκασμένη ἢ συμβατική. Πρότυπό της ἔχει τὴν ὑπακοὴ τοῦ Κυρίου στὸν Οὐράνιό Του Πατέρα, κατὰ τὸ «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β´, 8), καὶ στὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, κατὰ τὸ «ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. β´, 51).
Ἀληθινὴ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ φρονήματος. Γράφει ὁ Ἅγιος:
«Ὑπότασσε λοιπὸν εἰς αὐτὸν [τὸν διὰ τοῦ μοναδικοῦ σχήματος γενόμενον γέροντά σου], ὄχι μόνον ὅλα σου τὰ θελήματα, τὸ ὁποῖον εἶναι εὐκολότερον, ἀλλ᾿ ἀκόμη καὶ ὅλα σου τὰ φρονήματα, τὸ ὅποιον εἶναι δυσκολότερον. Πολλοὶ γὰρ ὑποτακτικοὶ ἐκκόπτουσι καὶ τὸ θέλημά των καὶ κάμνουσι τὸ θέλημα τοῦ γέροντός των, μὰ τὸ φρόνημά των δὲν τὸ ἐκκόπτουσι καὶ μάλιστα ἂν εἶναι, καὶ λογιώτατοι ἀλλ᾿ ἐχουσι πάντοτε μίαν τοιαύτην ἰδέαν βαθέως ριζωμένη εἰς τὴν καρδίαν τους, ὅτι ἐκεῖνο ὁποῦ αὐτὰ φρονοῦσι καὶ συλλογίζονται διὰ κάθε πράγμα, εἶναι καλλίτερον καὶ φρονιμώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ φρονεῖ καὶ συλλογίζεται ὁ γέροντάς των».
Μὲ τὴν διδασκαλία αὐτὴ ὁδηγεῖ τὸν ὑποτακτικὸ στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου.
δ) Ἡ ἐργασία.
Τὸ ἐργόχειρο ἢ τὸ διακόνημα εἶναι ἀπαραίτητο στὸν μοναχό, γιὰ λόγους ποὺ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει. Πρῶτα, γιὰ νὰ μὴ ἔχη ὁ λογισμὸς τοῦ μοναχοῦ ἀφορμὲς μετεωρισμοῦ. Καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ ὑποχρεώνεται ὁ μοναχὸς νὰ βγαίνει στὸν κόσμο γιὰ συλλογὴ ἐλεημοσύνης, διότι ἀπὸ αὐτὸ προκαλοῦνται πειρασμοὶ καὶ πτώσεις, δημιουργοῦνται ἀφορμὲς σκανδαλισμοῦ τῶν κοσμικῶν καὶ εἰσάγονται στὰ μοναστήρια κοσμικὲς συνήθειες καὶ φρονήματα.
Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ εἶναι τέτοιο, ὥστε νὰ μὴ βάζει τὸν μοναχό σε μέριμνες, πειρασμοὺς καὶ αἰσχροκέρδειες, Ἰδιαιτέρως δὲ γιὰ τὸν ἐρημίτη νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖται ἀπερίσπαστος στὸ ἐρημικό του καλύβι.
ε) Ἡ προσευχή.
Ὅλος ὁ μοναχικὸς ἀγώνας, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, συντείνει στὸ νὰ ἐξασφάλιση στὸ νοῦ τὴν ἐλευθερία νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος. Ὁ ἴδιος ὡς ἐρημίτης εἰργάζετο τὴν μονολόγιστο εὐχὴ καὶ αὐτὴν συνιστοῦσε ἐνθέρμως:
«Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, παρακαλῶ σε καὶ τρίτον, ἂς εἶναι γλυκὺ μελέτημα τῆς καρδίας σου, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἐντρύφημα τῆς γλώσσης σου· ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι τὸ ἀδολέσχημα καὶ ἡ ἰδέα τοῦ νοός σου· ἐν συντομίᾳ, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἡ ἀναπνοή σουΣ· καὶ ποτὸ νὰ μὴ κορέννυσαι ἐπικαλούμενος τὸν Ἰησοῦν».
Ἀλλὰ παραλλήλως δίδασκε καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς προσευχῆς καὶ θείας λατρείας στὸν ναό. Στὸ ἔργο του «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» ὁ Ἅγιος προτρέπει τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς νὰ συμμετέχουν στὸν Ἑσπερινό, στὸν Ὄρθρο καὶ στὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους, γιὰ νὰ συνηθίζουν, καὶ συνιστᾶ νὰ μὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς κοινὲς Ἀκολουθίες προφασιζόμενοι τὴν κατ᾿ ἰδίαν προσευχὴ στὸ σπίτι. Χάριν τῆς κοινῆς προσευχῆς στὸν ναὸ συνέθεσε Κανόνες διαφόρων ἑορτῶν, συνέταξε τὸ Θεοτοκάριο καὶ ἑρμήνευσε τοὺς εἱρμοὺς τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὥστε ἡ ψαλμωδία νὰ εἶναι λογικὴ λατρεία.
στ) Ἡ ἀγάπη.
Ἡ μοναχικὴ ἄσκησις χωρὶς ἀγάπη δὲν σώζει. Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸ τονίζει μὲ ἔμφαση:
«Δὲν εἶναι θρήνων ἄξιον, νὰ βλέπη τινὰς τόσους καὶ τόσους ἀδελφοὺς νὰ ἀφήσουν τὸν κόσμον, καὶ νὰ κατοικοῦν μέσα εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια, διὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχήν τους· νὰ ἐκχέουν τόσους αἱματωμένουςἱδρῶτας· νὰ ἀγωνίζονται μὲ ὑπερβολικοὺς ἀγώνας, νηστειῶν, ἀγρυπνιῶν, κακοπαθειῶν, νωτοφοροῦντες, ὑδροφοροῦντες, καὶ πεζοὶ ὁδεύοντες μέσα εἰς δύσβατους καὶ ἀμφικρήμνους τόπους, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὅλα αὐτά, νὰ βλέπη τοὺς τοιούτους νὰ τρέφουν εἰς τὴν καρδίαν τους ἓν τόσον φαρμακερὸ βασιλίσκο; τὸ μίσος, λέγω, κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους; ὤ! καὶ τίς νὰ μὴ ἀναστενάξει; ὤ! καὶ τίς νὰ μὴ χύση καρδιοστάλακτα δάκρυα;».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἄσκησε τὴν ἀγάπη, παρότι ἔζησε ἔντονα τὶς συνέπειες τῶν ἀγώνων του ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων παραδόσεων, κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, διώχθηκε.
Στὴν Ὁμολογία Πίστεως, ποὺ χρειάσθηκε νὰ σύνταξη γιὰ νὰ πληροφόρηση, ὅπως λέγει, τοὺς μὴ εἰδότας καὶ νὰ διόρθωση τοὺς ἐν γνώσει κατηγοροῦντας, γράφει περὶ τῶν κατηγόρων του ποὺ δυστυχῶς εἶχαν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη:
«Ἡ μοναδικὴ πολιτεία ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουν οἱ Μοναχοὶ πραότητα, καὶ ἀταραξία καρδίας· αὐτοὶ ὅμως οἱ εὐλογημένοι...ταράττονται, ἀνάπτουν ἀπὸ τὸν θυμό, καὶ εὐθὺς λέγουν τὰ δυσφημότατα... καὶ μὲ τοῦτο δείχνουν τὸ μίσος καὶ τὴν πικρία, ὅπου φυλάττουν μέσα εἰς τὴν ψυχήν τους».
Τοὺς παρακαλεῖ νὰ συνέλθουν, νὰ ἀφήσουν τὰ πείσματα, νὰ ἐκριζώσουν τὸ μίσος καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν τὴν ἀγάπη.
Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, καταλήγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ἐὰν δὲν ἐκριζώσετε τὸ μίσος ἀπὸ τὴν καρδίαν σας, καὶ δὲν ἐμφυτεύσετε τὴν ἀγάπην, καὶ ἐὰν δὲν παύσετε ἀπὸ τὰς κατὰ τῶν ἀδελφῶν σας δυσφημίας, νὰ ἠξεύρετε (καὶ σύγγνωτε ἡμῖν διὰ τὴν τόλμη) ὅτι ματαίως κατοικεῖτε εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ· μάταιοι εἶναι ὅλοι οἱ ἀσκητικοί σας ἀγῶνες καὶ κόποι καὶ ἵδρωτες· νὰ εἰποῦμε καὶ τὸ μεγαλύτερον; μαρτύριο αἰσθητὸ ἐὰν ὑπομείνετε διὰ τὸν Χριστόν, ἔχετε δὲ μίσος, μάταιο εἶναι τὸ τοιοῦτον μαρτύριό σας».

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από τό Βιβλίο:
Β΄ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ»- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989
Η Ησυχαστική Παράδοση Στο Άγιον Όρος Από Τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά Έως Σήμερα


Η  επεξεργασία  , επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/

Θέα του Ακτίστου Φωτός και Μοναχισμός Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους




       Κατά τον μέγα Φωστήρα της Εκκλησίας, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, υπάρχουν τριών ειδών θεολογίες:
       α) Η ασφαλής και μυστική των θεοπτών θεολόγων, οι οποίοι ομιλούν εκ προσωπικής εμπειρίας και κοινωνίας με τον Ζώντα Θεό.
       β) Η φιλόσοφος θεολογία των μη εχόντων προσωπική εμπειρία θεοπτίας, αλλά εν ταπεινώσει δεχομένων τις εμπειρίες και θεοπτίες των Άγιων και θεολογούντων συμφώνως προς αυτές. Η θεολογία αυτή χρησιμοποιεί την αποδεικτική μέθοδο, αυτήν δηλαδή που αποδεικνύει τις θεολογικές θέσεις με συλλογισμούς βάσει της Αποκαλύψεως και των καταγεγραμμένων εμπειριών των Αγίων, και
       γ) Η καινή θεολογία των θρασέων θεολόγων, οι οποίοι απορρίπτουν τις εμπειρίες των Αγίων και θεολογούν διαλεκτικώς κατά τις δικές τους φιλοσοφικές αρχές. Εκπρόσωπος της διαλεκτικής θεολογίας ήταν στους χρόνους του Αγίου Παλαμά ο δυτικός μοναχός Βαρλαάμ.
        Την αποδεικτική μέθοδο ηκολούθησαν και οι Αγιορείται Πατέρες οι συντάξαντες τον Αγιορειτικό Τόμο το έτος 1340, οι οποίοι καταλήγουν: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν, ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν. ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας».
       Είναι χαρακτηριστικός και ο τρόπος που υπέγραφε ο επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους, Ιάκωβος: «Ο ταπεινός Επίσκοπος Ιερισσού και  Αγίου Όρους Ιάκωβος, ταις αγιορειτικαίς και πατρικαίς ανατεθραμμένος παραδόσεσι, και μαρτυρών, ότι δια των ενταύθα υπογραφάντων λογάδων, άπαν το Άγιον Όρος συμφωνούντες υπέγραψαν, και αυτός συμφωνών και επισφραγίζων, υπέγραψα. Και τούτο μετά πάντων προσγράφων. ότι τον μη συμφωνούντα τοις αγίοις καθώς και ημείς και οι μικρό προ ημών Πατέρες ημών, ημείς την αυτού κοινωνίαν ου παραδεξόμεθα».
Στην ταπεινή μου εισήγησι θα ακολουθήσω την αποδεικτική μέθοδο.


Α΄. Το Άκτιστον Φως, Φως της Θεότητος

       Στους αγίους μοναχούς οφείλεται ο πλούτος της εμπειρίας και της θεολογίας του Ακτίστου Φωτός. Γι' αυτό και θα δώσω τον λόγο σε αγίους μοναχούς, παλαιούς και νέους, οι οποίοι θα διαπραγματευτούν την περί Ακτίστου Φωτός πίστι της Εκκλησίας. Έτσι θα διαπιστωθή ότι στον χώρο του Ορθοδόξου Μοναχισμού εβιώθη η εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και διετυπώθη η περί αυτού θεολογία.
       Ο Θεός είναι Φως, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο: «Και αυτή εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν απ' αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α΄  Ιω. α΄  5).
       Ερμηνεύων ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης το εν λόγο χωρίον γράφει: «Φως λοιπόν είναι ο Θεός και φως αληθινόν, με την λαμπρότητα του όποίου συγκρινόμενος ο ήλιος και όλα τα κτιστά φώτα, ευρίσκονται φώτα ψευδή. Φως είναι ο Θεός, κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον, διότι γεμίζει από κάθε νοητόν φως κάθε υπερουράνιον νουν, και διότι διώκει κάθε αγνωσίαν και πλάνην από τας ψυχάς εκείνας, εις τας οποίας λάμπει τας ακτίνας του και μεταδίδει εις αυτάς φως ιερόν (κεφ. δ' Περί θείων ονομάτων). Φως είναι ο Θεός νοερόν, κατά τον Θεοφύλακτον και Οικουμένιον, διατί κινεί τους οφθαλμούς της ψυχής εις το να θεωρήσουν, και διατί αποστρέφει τα ομμάτια του νοός από ταύτα όλα τα υλικά και τραβίζει την όρεξιν και επιθυμίαν του άνθρώπου, εις το να αγαπά μόνον τον Θεόν με ένα ερωτικόν πάθος».
       Στο σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «Φως εκ Φωτός». Σε πολλά άλλα σημεία της θείας Λατρείας χαρακτηρίζουμε τον Τριαδικό Θεό ως Φως.
       Άραγε στις περιπτώσεις αυτές το φως νοείται εν ηθική έννοια η εν οντολογική; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής απαντά ότι «κατ' ουσίαν αληθώς φως υπάρχων ο Θεός» και «φύσει φως ο Θεός» και «ουκ άλλο και άλλο φως υπάρχων αλλά κατ' ουσίαν εν και το αυτό, κατά τον της υπάρξεως τρόπον τρισσοφαές»  .
       Ο «υπερφαής και αρχίφωτος Θεός», κατά τον άγιο Γρηγόριo τον Παλαμά, έπλασε τις λoγικές φύσεις, αγγέλους και ανθρώπους, δεκτικές του θείου φωτός και ικανές να βλέπουν το θείον φως, αφού «φως είναι την του Θεού τελειωτάτην θέαν».
       Οι θείοι άγγελοι, όσο δεν εξέπεσαν, έχουν πλέον συνεχή την κοινωνία με το Tρισήλιο Φως, που είναι και «η των πνευμάτων τροφή, των τε αγγέλων και των δικαίων».
       Ο Αδάμ προ της παρακοής μετείχε της θείας ελλάμψεως και λαμπρότητος. Αυτήν φορούσε «ως στολήν δόξης». Έτσι δεν ήταν γυμνός «ουδ' ασχήμων υπήρχεν ότι γυμνός», αλλ' αντιθέτως ήταν πολύ λαμπρότερος αυτών που φορούν τα στολισμένα με πολύ χρυσό και πολύτιμους λίθους διαδήματα.
       Ακολουθεί όμως η παράβασις και ο χωρισμός από τον Θεό, που είναι ο χωρισμός από την Ζωή και το Φως του Θεού. Τώρα η ανθρωπίνη φύσις είναι γυμνή και άσχημη. Κάλυμμα σκότους έχει επιβληθεί στην ψυχή. Οι πρωτόπλαστοι αισθάνονται την γύμνωσί τους και εντρέπονται.
       Την έλλαμψι του θείου Φωτός "προϋπέγραφε" ο Θεός στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα κατά την τεσσαρακονταετή πορεία του Ισραήλ στην έρημο.
       Αναφέρονται συχνά οι Πατέρες στον Μωϋσή, ο οποίος, όταν συνωμίλησε με τον Θεό τεσσαράκοντα ήμέρες και νύκτες και εδέχθη τις δεύτερες πλάκες του Δεκαλόγου, «τόσην πολλήν δόξαν έλαβε εκ της θείας συνομιλίας το πρόσωπον αυτού, ώστε δεν εδύναντο οι Υιοί Ισραήλ να ιδούσιν αυτό. όθεν ηναγκάσθη να βάλλη κάλυμμα εις το πρόσωπόν του, και να εγκλείση τρόπον τινά την πολλήν λαμπρότητα και δόξαν την έξω χυνομένην, και ούτως εδυνήθησαν και είδον αυτόν οι Ισραηλίται. "Και είδον, φησίν, οι Υιοί Ισραήλ το πρόσωπον Μωϋσέως ότι δεδόξασται. και περιέθηκε  Μωϋσής κάλυμμα επί το πρόσωπο αυτού" (Έξ. λδ΄ 35)».
        Κατά τους αγίους Πατέρας, η δόξα και λαμπρότης του Μωϋσέως εν σχέσει προς την δόξαν του μεταμορφωθέντος Χριστού δεν είναι απλώς ολιγωτέρα αλλά πέρα πάσης συγκρίσεως.
       Κατά τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο: «Έδειξεν ο Χριστός ότι εξ όλου του σώματος έβρυεν η δόξα της Θεότητος αυτού, και εξ όλων των μελών έλαμπε το φως αυτού. ου γαρ ως Μωσής έξωθεν η σαρξ αυτού έλαμψεν εν ευπρεπεία, αλλ' εξ αυτού έβρυεν η δόξα της Θεότητος αυτού».
       Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: «οράτε ότι και Μωϋσής μετεμορφώθη αναβάς εις το Όρος, και ούτως είδε την δόξαν Κυρίου; αλλ' έπαθε την μεταμόρφωσιν, ουκ ενήργησε, κατά τον λέγοντα (ήτοι τον Θεολόγον Γρηγόριον). εις τούτο με φέρει το μέτριον ενταύθα φέγγος της αληθείας, λαμπρότητα Θεού ιδείν και παθείν. ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός οίκοθεν είχε την λαμπρότητα εκείνην».
       Επιλέγει δε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Λέγων δε ο άγιος ότι ο Μωϋσής έπαθε την μεταμόρφωσιν και ουκ ενήργησε, δηλοί ότι έξωθεν εκ του φωτός του προσώπου Κυρίου μετεμορφώθη: ήτοι ενηλλάγη κατά ψυχήν και σώμα. και ο μεν Μωϋσής δια του γνόφον εφωτίσθη, ο δε Χριστός και αυτόν τον γνόφον φωτίζει, επειδή και φωτεινήν έδειξεν εν τω Όρει Θαβώρ την γνοφώδη νεφέλην. και ο συνομιλών με τον Θεόν, από εκεί έλαβε το φως. ο δε Χριστός μίαν μικράν φλέβα ανοίξας της κατά φύσιν πηγαίας φωτοχυσίας του, το Θαβώριον όλον εφαίδρυνε, και τους δύο Προφήτας και τους τρεις Αποστόλους ελάμπρυνε».
       Την γυμνή από το θείο Φως ανθρωπίνη φύσι ελέησε ο Χριστός προσλαβών αυτήν και ενώσας με την θεία του φύσι στην υπόσταση του Θεού Λόγου.
       Κατά την θεία Μεταμόρφωσι στο Θαβώρ απεκαλύφθη ότι ο Κύριος ενέδυσε πάλι την ανθρωπίνη φύσι με το ένδυμα του θείου Φωτός και της θείας δόξης και την εθέωσε.
       Ερμηνεύων ο άγιος Νικόδημος τροπάριον του α΄ Κανόνος (του άγιου Κοσμά Μαϊουμά) της εορτής της Μεταμορφώσεως γράφει: «Αστράφας λοιπόν ο Χριστός επάνω εις το Θαβώριον Όρος με δόξαν απρόσιτον της Θεότητος, ελάμπρυνε μεν την Κτίσιν, μόνους δε τους ανθρώπους εθέωσε. γαρ η φύσις δεκτική εστί της Θεώσεως. Όθεν οι άνθρωποι δια μέσου του θεωθέντος προσλήμματος του Κυρίου εθεώθησαν κατά χάριν, κατά το "Έγώ είπα. θεοί εστέ και υιοί υψίστου πάντες"(Ψαλμ. πα΄ 6)».
       Εις άλλο σημείο διευκρινίζει: «Σημείωσαι δε, ότι οι Μαθηταί είδον εις το Όρος το άκτιστον φως της του Κυρίου Θεότητος όχι μόνον με τον νουν, όστις είναι οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με τους αισθητούς οφθαλμούς του σώματος. Αλλά πως είδον αυτό; μένοντες εν τη φυσική δυνάμει αυτών; όχι, αλλά αλλοιωθέντες εις το κρείττον και θειότερον, και δυναμωθέντες υπό της δυνάμεως του φωτός εκείνου. επειδή κτιστοί και αισθητοί οφθαλμοί το άκτιστον και υπέρ αίσθησιν και νουν φως χωρήσαι ου δύναται. Υπό του φωτός εκείνου λοιπόν ενισχυθέντες και δυναμωθέντες οι των Αποστόλων αισθητοί οφθαλμοί, και υπέρ τους όρους της εαυτών φύσεως γεγονότες, είδον το υπερφυές εκείνο και άκτιστον και της θείας ουσίας αχώριστον φως, κατά την κοινήν δόξαν των Ιερών Θεολόγων» .
       Είναι γνωστό ότι τόσο η ιερά υμνολογία της Εκκλησίας μας, όσο και οι άγιοι Πατέρες, τονίζουν ότι το λάμψαν εις το Θαβώρ Φως δεν είναι η ουσία του Θεού, ούτε κτιστόν φως, ούτε φάντασμα φωτός, αλλά το άκτιστον Φως του Θεού, άκτιστος και θεία και θεοποιός ενέργεια .
       Το άκτιστον της θείας Χάριτος, ενεργείας, θείου φωτός, είναι προϋπόθεσις της δυνατότητος της θεώσεώς μας.
       Ο δυτικός Βαρλαάμ επολέμησε λυσσωδώς την περί θέας του Ακτίστου Φωτός εμπειρία των Αγιορειτών, διότι δεν εδέχετο την διάκρισι ουσίας και ενεργείας στον Θεό.
       Αλλά ο Αγιορείτης της άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέλαβε σθεναρόν άγωνα, διότι, εάν επικρατούσε η ορθολογιστική άποψις του Βαρλαάμ, ο άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να θεωθή δια κτιστής Χάριτος.
       Το Άγιον Όρος με τον Αγιορειτικό Τόμο του 1340, τον οποίο υπέγραφαν οι λογιώτεροι Αγιορείται, υιοθέτησε την διδασκαλία του αγίου Παλαμά. Ομοίως και η Εκκλησία, δια των εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδων των ετών 1341,1347 και 1351, ανεκήρυξε τον άγιο Γρηγόριο ως απλανή διδάσκαλο της Εκκλησίας και την διδασκαλία του ως διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ανεθεματίσθησαν μάλιστα οι μη δεχόμενοι την διδασκαλία αυτή και το άκτιστον της θείας Χάριτος, όπως αναφέρεται και στο "Συνοδικόν της Οpθoδoξίας".
       Στις Συνόδους αυτές συμμετείχαν και πρωταγωνίσθησαν και διακεκριμένοι μοναχοί. Ειρήσθω παρεμπιπτόντως ότι μέχρι σήμερα ο δυτικός Χριστιανισμός (Παπικοί και Προτεστάνται) δεν δέχονται το άκτιστον της θείας Χάριτος, θεωρούντες μάλλον την Χάριν κτίσμα. Αλλ' όταν η Χάρις είναι κτίσμα, δεν ημπορεί να θεώση τον άνθρωπο. Γι' αυτό οι δυτικοί δεν ομιλούν περί θεώσεως αλλά μόνον περί ηθικής καλλιτερεύσεως του ανθρώπου.
       Φρονούμεν ότι η σοβαρά αυτή διαφορά θα πρέπει να προστεθή στις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας αφ' ενός και Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών αφ' έτέρου.

Β'. Οι συνέπειες της ελλάμψεως του θείου Φωτός

       Ο άνθρωπος ελλαμπόμενος από το θείο και άκτιστο Φως απολαμβάνει πολλών θείων και υπερφυών δωρεών. Οι συνέπειες της ελλάμψεως του Φωτός δεν είναι μόνον ηθικές, άλλά πρωτίστως είναι οντολογικές. Η παρουσία του θείου Φωτός γίνεται πηγή υπερφυών πνευματικών χαρισμάτων.
       Το Άκτιστο Φως ονομάζεται από τους αγίους Πατέρας ενυπόστατον φως, διότι δεν γίνεται και απογίνεται, όπως τα πνευματικά νοήματα, αλλά μένει και φωτίζει μονίμως την ψυχή. Λέγει σχετικώς ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Η τοιαύτη, φησί, του Πνεύματος έλλαμψις, ουχ οίον νοημάτων μόνον αποκάλυψίς εστί και φωτισμός χάριτος, ώσπερ είρηται, αλλ' υποστατικού φωτός εν ταις ψυχαίς βεβαία και διηνεκής έλλαμψις» .
       Κατά τον όσιο Νικήτα τον Στηθάτο, με την παρουσία του Φωτός οι δυνάμεις της ψυχής ειρηνεύουν και η ψυχή συνάγεται από τον έξωθεν διασκορπισμό προς το θείο Φως και ενούμενη με αυτό τελειούται και καθίσταται μύστις θείων θεωριών και κατοικητήριον της ΑγίαςΤριάδος.
       Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο, δια της ελλάμψεως του θείου Φωτός αίρεται από την ψυχή το εκ της πτώσεως του Αδάμ πνευματικό σκότος: «Φανερώς ουν δια τούτων απέδειξε, κάλυμμα σκότους επιβεβλήσθαι την ψυχή. όπερ από της του Αδάμ παραβάσεως, χώραν έσχε εις την ανθρωπότητα παραδύναι. νυνί δε από της του Πνεύματος ελλάμψεως περιαιρείσθαι τούτο πιστεύομεν εκ των πιστών και αξίων τω όντι ψυχών» .
       Ο άνθρωπος, κατά τον π. Σωφρόνιο, δια της μετοχής και ελλάμψεως του θείου Φωτός αξιούται «βαθείας τινός αισθήσεως του Ζώντος Θεού εν τη καpδία και τω νοΐ», δέχεται την «αποκάλυψιν της Θεότητος του Κυρίου Ιησού Χριστού» και «την πείραν της αναστάσεως ως πρόγευσιν της μελλούσης μακαριότητος», κοινωνεί με τον Θεό πρόσωπον προς πρόσωπον, ασκεί τις αρετές και αποκτά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος: «Το άγιον τούτο Φως, όταν εμφανίζηται εν δυνάμει, φέρει την ταπεινήν αγάπην. Αποδιώκει πάσαν αμφιβολίαν και πάντα φόβον, εγκαταλείπει μακράν εις τα οπίσω πάσας τας γήινας σχέσεις» , κατά δε τον αββά Φιλήμονα: «κατατρυφά του Κυρίου πνευματικήν τίνα και ακατάληπτον ευφροσύνην».
       Συμφώνως προς την προσωπική μαρτυρία του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη στον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, οι καρποί του Αγίου Πνεύματος, που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, αποκτώνται επίσης δι' αυτού του Φωτός: «Και τότε ωσάν αρπαχθή ο νους του άνθρώπου από εκείνο το θεϊκόν φως και φωτισθή φωτισμόν θεϊκής γνώσεως, γίνεται η καρδία του γαληνή και πραοτάτη και αναβρύει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, την χαράν, την ειρήνην, την μακροθυμίαν, την καλωσύνην, την συμπάθειαν, την αγάπην, την ταπείνωσιν και τα λοιπά» .
       Όπως παρατηρεί και ο άγιος Διάδοχος Φωτικής, μόνον δια της μετοχής του θείου Φωτός είναι δυνατή η απόκτησις της τελείας αγάπης: «Εάν γαρ μη τελείως το καθ' ομοίωσιν δια του θείου φωτός απολάβη ο νους, πάσας μεν τας άλλας αρετάς σχεδόν έχειν  δύναται, της δε τελείας αγάπης έτι άμοιρος μένει».
       Αλλά και μόνο δι' αυτού του Φωτός αποκτώνται τα υπερφυή χαρίσματα των τελείων, λέγουν οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος, οι  Ξανθόπουλοι: « Και αυθίς ούτως, ως εξ ηλιακού δίσκου, ανατέλλει τούτοις το ανακρίνειν, το διακρίνειν, το διοράν, το προοράν, και τα παραπλήσια. και απαξαπλώς δι' αυτού απαυγάζει τούτοις η των αδήλων μυστηρίων πάσα δηλωσίς τε και αποκάλυψις. δυνάμεώς τε υπερφυούς και θείας εν πνεύματι εμπίπλανται. και δια της τοιάσδε υπερφυούς δυνάμεως και ο χους αυτών κουφιζόμενος, ή μάλλον το βρίθον της σαρκός απολεπτυνόμενον και μετεωριζόμενον, υπερίπταται. Δια ταύτης της εν Αγίω Πνεύματι φωτιστικής δυνάμεως, έτι μετά σαρκός όντες και τίνες των Αγίων Πατέρων, ως άϋλοι και ασώματοι, ποταμούς αβάτους και θαλάττας ναυσιπόρους, ποσίν αβρόχοις διήλθον. δρόμους τε μακρούς και πολυημέρους, ακαριαίως διώδευσαν. και έτερα εξαίσια, εν ουρανώ, εν γη, εν ηλίω, εν θαλάσση, εν ερημίαις, εν πόλεσιν, εν παντί τόπω και χώρα, εν θηρίοις και ερπετοίς και απλώς εν πάση τη κτίσει και πάσι τοις στοιχείοις εξειργάσαντο και δια πάντων εδοξάσθησαν. και εν προσευχαίς δε τούτων ισταμένων και τα αυτών ευαγή και τίμια σώματα γήθεν ως υπόπτερα υπερήροντο, τω αναλωτικώ και ενθέω και αύλω πυρί, τω της χάριτος, το σωματικόν πάχος, ναι μην και το βάρος, αποτεφρούμενοι. κούφως τε αίρεσθαι ενεργούμενοι, ω του θαύματος, μεταστοιχειούμενοι και μεταχαλκευόμενοι προς το θειότερον, το θεουργώ παλάμη της ενσκηνούσης αυτοίς ισχύος και χάριτος. και μετά τέλος δε, ενίων και τα σεβάσμια σώματα το αδιάλυτον φέρουσι, προδήλως την ενοικούσαν αυτοίς και πάσι τοις βεβαιοπίστοις υπέρ φύσιν χάριν και δύναμιν πιστούμενα».
       Εν τω Φωτί, λέγει ο π. Σωφρόνιος ακολουθών τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τους άλλους Πατέρας, γινόμεθα τρόπον τινά άναρχοι: «Ως άναρχος ενέργεια του Θεού, το Φως τούτο εισδύει εν ημίν δια της δυνάμεως αυτού και ημείς γινόμεθα άναρχοι, ουχί κατά την φύσιν ημών, αλλά κατά την δωρεάν της χάριτος: «Άναρχος ζωή μεταδίδεται εις ημάς».
       Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «πάντες οι Δίκαιοι εν τω αυτώ ακτίστου φωτί της Θεότητος έχουν να γνωρίσουν αλλήλους και όσους ποτέ σωματικώς δεν εγνώρισαν, κατά τον μέλλοντα αιώνα» .

Γ΄. Εμπειρίες θέας Ακτίστου Φωτός

       Πολλοί μοναχοί δια μέσου των αιώνων έπαθαν την θέωσιν και αξιώθηκαν της θέας του Ακτίστου Φωτός. Ολίγοι όμως ωμίλησαν γι' αυτήν.
       Ο άγιος Σuμεών ο Νέος Θεολόγος εδέχετο συχνά την επίσκεψι του Ακτίστου Φωτός και μάλιστα κατά την τέλεσι της θείας Λειτουργίας, την οποία καθημερινώς ετελούσε: «Διατί εις αυτόν δεν έστειλεν ο Θεός Αγγέλους και Χερουβείμ δια να τον φυλάττωσιν, οίτινες είναι "πνεύματα λειτουργικά εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν", ως λέγει ο μακάριος Παύλος, αλλ' αυτό αμέσως το ίδιον ζωαρχικόν και πανάγιον Πνεύμα ο φύσει Θεός και Δεσπότης όλων ομού των Αγγέλων και των ανθρώπων έσκεπεν αυτόν και εφύλαττε δια της φωτοφόρου Χάριτός Του και πάντοτε μεν, εξαιρέτως δε και μάλιστα όταν ο άγιος ευρισκόμενος ως Ιερεύς μέσα εις το άδυτον βήμα ελειτούργει Θεώ την μυστικήν και αναίμακτον ιερουργίαν. η γαρ φωτεινή νεφέλη εκείνη, όπου τότε τον εσκέπαζε και όλον αυτόν από κάθε μέρος περιελάμβανε, καθώς αναφέρει ο βίος του, η παντοδύναμος και φωτοπάροχος χάρις του παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος ήτον. Όθεν και από αυτήν τοσούτον ο Άγιος ελαμπρύνετο και ψυχή και σώματι, και νοΐ και καρδία, ώστε όπου το θείον και ιερόν του πρόσωπον ηκτινοβόλει και ήστραπτεν, ωσάν άλλος δεύτερος ήλιος. Διο κανείς δεν ηδύνατο να βλέπη αυτό ακλινώς, καθώς δεν δύναται να βλέπη ούτε τον ήλιον. Ω δόξαι! Ω μεγαλεία! Ω  υπερφυή και ουράνια χαρίσματα του ιερού Συμεώνος, τα οποία βυθίζουσι κάθε νουν και κάμνουσιν άλαλον κάθε  γλώσσαν!» .
       Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκ της προσωπικής του πείρας ομιλεί περί του Ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να αποκαλύψη ότι αυτός υπήρξε θεόπτης: «Βλέπει βεβαίως ως φως εκείνο το αγαπητότατο πράγμα που αρπάζει τον νου, τον κάνει να εξίσταται από όλα και τον στρέφει ολόκληρο μόνο σ' αυτό, είναι αποκαλυπτικό άλλ' όχι αισθητών σωμάτων, το βλέπει να μη τελειώνη ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα άνω ούτε προς τα πλάγια, και δεν διακρίνει κάποιο τέλος του φωτός που βλέπει και τον περιλάμπει, αλλά σαν να ήταν ήλιος που είναι απειροπλάσια λαμπρότερος και μεγαλύτερος του σύμπαντος. στο μέσον δε ευρίσκεται αυτός, όντας ολόκληρος οφθαλμός. κάτι τέτοιο είναι εκείνο (η έκστασις )».
       Είναι χαρακτηριστικό πως ένας σύγχρονος όσιος Γέροντας, ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, διατυπώνει την εμπειρία του εκ της θέας του Ακτίστου Φωτός: «Η ενέργεια του Φωτός, περί του οποίου γράφω, επί του πνεύματος του ανθρώπου μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού: Είναι άκτιστον, ανονόμαστον, ακράτητον. είναι μυστηριώδες, άϋλον, απαραβίαστον. Απορώ. Πώς να σκεφθώ ή να ομιλήσω περί αυτού;
       »Το Φως τούτο είναι ως προς την φύσι αυτού υπερκόσμιον. Η κάθοδος αυτού εφ' ημάς δεν είναι άλλο τι, ει μη η φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον: αποκάλυψις ουρανίων μυστηρίων. Κατά την Μεταμόρφωσιν επί του Θαβώρ δια της δωρεάς του Φωτός τούτου εδραιώθη η Θεογνωσία. Από της στιγμής της ελλάμψεως των Αποστόλων υπό του Φωτός τούτου επί του Θαβώρ, το Φως εισήλθεν εις την Ιστορίαν του κόσμου και εγένετο "αναφαίρετος κληρονομία" δια τας επερχομένας γενεάς των πιστευόντων εις τον Χριστόν-Θεόν. Άνευ του Φωτός τούτου η γη θα παρέμενεν έξω της αληθούς Θεογνωσίας. Βάσει της προσωπικής μου πείρας, επέτρεψα εις εαυτόν να ονομάση το Φως τούτο Φως αναστάσεως.
       Δια της ελεύσεως του Φωτός τούτου το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται εις την σφαίραν όπου δεν υπάρχει θάνατος. Άνευ της ελλάμψεως του Φωτός τούτου δεν κατανοείται ορθώς το μυστήριον των οδών της σωτηρίας. ο κόσμος, οι άνθρωποι, θα παρέμενον εν τω σκότει της αγνοίας. Η αφηρημένη θεολογική μόρφωσις, έτι και η πλέον εκλελεπτυσμένη, δεν σώζει, διότι παρέχει διανοητικήν μόνον γνώσιν και δεν ανάγει όντως εις τον χώρον του θείου Είναι.
       »Ενίοτε δυνάμεθα να παρουσιάσωμεν το Φως τούτο προς νεφέλην καλύπτουσαν την κορυφήν όρους, επί του οποίου ιστάμεθα: Η νεφέλη καθ' εαυτήν είναι έμπλεος Φωτός, αλλ' ημείς ουδέν βλέπομεν, ει μη μόνον αυτήν. Άπας ο λοιπός κόσμος δεν οράται. Κατά τον αυτόν τρόπον το Θείον Φως, αποκαλύπτον ημίν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. Το Φως τούτο είναι ομοιόμορφον, ακέραιον, πλήρες βαθείας ειρήνης. Εν αυτώ η ψυχή θεωρεί την Αγάπην και την Αγαθότητα του Θεού. Όταν τούτο εκχέηται αφθόνως επί τον άνθρωπον, παύει ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε και την του σώματος αυτού. Επί πλέον βλέπει εαυτόν ως φως. Το Φως τούτο έρχεται ιλαρώς, τρυφερώς, ούτως ώστε να μη παρατηρώμεν πως τούτο περιέβαλεν ημάς. Ουχί αίφνης, αλλ' ηρέμα ο κόσμος συνήθως "λησμονείται". Το φαινόμενον τούτο ομοιάζει προς ήρεμον επέλευσιν ύπνου εις φυσιολογικώς υγιά άνθρωπον. όμως, βεβαίως, δεν πρόκειται περί ύπνου, αλλά περί πληρώματος ζωής».

Δ΄. Διάκρισις Ακτίστου Φωτός από άλλα φώτα

       Οι θεόπται Πατέρες διευκρινίζουν ότι κάθε ορώμενον φως δεν είναι Άκτιστον Φως. Υπάρχουν και άλλα φώτα, που δεν πρέπει να συγχέωνται με αυτό. Υπάρχει το φως του νοός και το δαιμονικόν φως.
       Για τα φώτα αυτά γράφει ο π. Σωφρόνιος: «Επειράσθην ωσαύτως υπό φωτοειδών εμφανίσεων προερχομένων εκ των εναντίων πνευμάτων. Αλλ' ότε εις ώριμον ήδη ηλικίαν επέστρεψα εις τον Χριστόν ως τον τέλειον Θεόν, περιέλαμψεν εμέ το άναρχον Φως. Το θαυμαστόν τούτο Φως, έστω και εν τω μέτρω εν τω οποίο εδόθη εις εμέ να γνωρίσω δια της Άνωθεν ευδοκίας, επεσκίασε πάντα τα άλλα, ως ο ανατέλλων ήλιος δεν επιτρέπει να ίδωμεν εισέτι και τους πλέον λαμπρούς αστέρας».
       Οι άγιοι Ιγνάτιος και Κάλλιστος Ξανθόπουλοι διασώζουν την περιγραφήν του δαιμονικού φωτός, όπως την διετύπωσε ο όσιος Παύλος ο εν τω Λάτρω: «Το μεν της αντικειμένης δυνάμεως φως, πυροειδές εστί και καπνώδες και του αισθητού πυρός όμοιον. και επειδάν αυτό μετριοπαθής και κεκαθαρμένη ψυχή θεάσηται, αηδώς έχει προς αυτό και βδελύττεται. το δε του αγαθού αγαθόν, χαριέστατόν τε εστί και ακραιφνές, και προσβαλόν αγιάζει, φωτός τε και χαράς και ιλαρότητος πληροί την ψυχήν και ηπίαν αυτήν ,και φιλάνθρωπον απεργάζεται».
       Η διάκρισις των φώτων είναι ιδιαιτέρως αναγκαία σήμερα που διάφορες "πνευματικότητες", ανατολικής κυρίως προελεύσεως, επαγγέλλονται εμπειρίες υπέρλογες που, εάν δεν είναι δαιμονικές, είναι του νοός, αποτέλεσμα ανθρωποκεντρικών ασκήσεων. Ο βασανιζόμενος μέσα στην ορθολογιστική και αιτιοκρατική φυλακή σύγχρονος άνθρωπος, αγνοών ή και μη θέλων λόγω αυταρκείας να γνωρίση το Άκτιστο Φως του Χριστού, καταλήγει σ' αυτές για να βρη κάποια διέξοδο στο πνευματικό του αδιέξοδο.
       Θα μπορούσαμε να ειπούμε ότι στις ανατολικές πνευματικότητες ο άνθρωπος κάνει διάλογο με τον εαυτό του. Στην Ορθόδοξο άσκησι αντίθετα ο άνθρωπος εισέρχεται στον έσω άνθρωπο, για να συναντήση, διαλεχθή και ενωθή με τον Θεό.

Ε'. Προϋποθέσεις της θέας του Ακτίστου Φωτός.

       Κατά τον Μέγα Βασίλειο, η κάθαρσις από τα πάθη επιτρέπει, «ίνα γαληνιώσης της ημών ψυχής και δι' ουδενός πάθους ταρασσομένης, οίον εν κατόπτρο τινί καθαρά γένηται και ανεπισκότητος η έλλαμψις του Θεού». και «ούτε γαρ κατόπτρω ρυπώντι δυνατόν των εικόνων δέξασθαι τας εμφάσεις, ούτε ψυχήν ταις βιοτικαίς προειλημμένην μερίμναις και τοις εκ του φρονήματος της σαρκός επισκοτουμένην πάθεσι δυνατόν υποδέξασθαι του Αγίου Πνεύματος τας ελλάμψεις».
       Κατά τον άγιον Ισαάκ: «Ου δύναται άνθρωπος θεάσασθαι το κάλλος το όν ένδοθεν αυτού, πριν η ατιμάση και βδελύξηται παν κάλλος έξωθεν αυτού» και «Ο σωφρονών, και ταπεινοφρονών, και βδελυττόμενος την παρρησίαν, και τον θυμόν εκ της καρδίας απωσάμενος, εγώ πιστεύω, ότι όταν αναστή εν τη προσευχή, καθορά εν τη ψυχή αυτού το φως του αγίου πνεύματος, και σκιρτά εν ταις λαμπηδόσιν αυτού της ελλάμψεως του φωτός, και ευφραίνεται εν τη θεωρία της δόξης αυτής, και εν τη εαυτής αλλοιώσει προς την αυτού ομοιότητα».
       Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη: «Κατά την αναλογίαν της καθαρότητος των καρδιών ημών εφώτισεν ημάς ο φωτοπάροχος Ιησούς. καθώς γαρ το αισθητόν τούτο φως φωτίζει τους έχοντας καθαρούς και υγιείς τους οφθαλμούς του σώματος. ούτω και το άϋλον και άκτιστον φως της υπερουσίου Θεότητος φωτίζει τους έχοντας νουν καθαρόν και καρδίαν λελαμπρυσμένην. οι γαρ με το θείον φως ενωθήναι βουλόμενοι, φως πρέπει να είναι και αυτοί δια των αρετών» .
       Η νήψις, η μετάνοια, η αυτομεμψία είναι κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο προϋποθέσεις της ελλάμψεως του θείου Φωτός: «Έχειν δε τον νουν πάντοτε προς τον Θεόν, εν τε ύπνω και εγρηγόρσει, εστιάσει και ομιλία, εργοχείρω τε και πάση άλλη πράξει κατά το προφητικόν λόγιον. προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός. Ηγού δε εαυτόν αμαρτωλότερον παντός ανθρώπου. Χρονιζούσης γαρ ταύτης της μνήμης, πέφυκεν εγγίνεσθαι τη διανοία έλλαμψις δίκην ακτίνος. Και όσον ταύτην επιζητείς, πολλή προσοχή και απερισπάστω διανoία, κόπω τε πολλώ και δάκρυσι, τηλαυγέστερoν φαίνεται. Φαινομένη δε, αγαπάται. αγαπωμένη δε, καθαίρει. καθαίρουσα δε, θεοειδή απεργάζεται, φωτίζουσα και διδάσκουσα διακρίνειν το καλόν από του χείρονος.
       Πλην, αδελφέ, πολλού δει κόπου, συν Θεώ του τελείως ταύτην εισοικισθήναι τη ση ψυχή και ταύτη καταυγάσαι, ώσπερ η σελήνη, τον της νυκτός ζόφον. Προσέχειν δε δει και τας προσβολάς των λογισμών, κενοδοξίας τε και οιήσεως, και του μη κατακρίνειν τινά ορώντα απρεπές τι πράττοντα» .
       Βασική προϋπόθεσις θεώσεως και θεωρίας είναι η αδιάλειπτος νοερά καρδιακή προσευχή. Ο αββάς Ισαάκ λέγει: «Ο θέλων ιδείν τον Κύριον, μηχανάται καθαρίσαι αυτού την καρδίαν εν αδιαλείπτω μνήμη του Θεού. και ούτως εν τη λαμπρότητι της διανοίας αυτού εν πάση ώρα όψεται τον Κύριον».
       Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην περίφημη ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου λέγει, ότι η Κυρία Θεοτόκος σχολάζουσα στα Άγια των Αγίων ήσκησε πρώτη την προσευχή αυτή: «Ταύτας λοιπόν τας γηίνας σχέσεις αποβαλούσα η Παρθένος από την πρώτην αρχήν της ζωής της, αναχώρησεν από τους ανθρώπους, και φυγoύσα τον αμαρτωλόν βίον, εδιάλεξε μίαν ζωήν αθεώρητον από όλους ενδιατρίβουσα μέσα εις τα άγια, εις τα οποία διατελούσα ελύθη από κάθε δεσμόν υλικόν. απετίναξε κάθε σχέσιν. ανέβη επάνω από κάθε αγάπην έως και αυτού του ιδίου σώματός της και ούτω ήνωσε τον νουν της εις τον εαυτόν του με μίαν στροφήν και προσευχήν και με θείαν και παντοτεινήν προσευχήν. και δια μέσου αυτής της στροφής του νοός ηνώθη όλως δι' όλου με τον εαυτόν της. υψώθη επάνω από κάθε είδος και σχήμα, και έτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εις τούς ουρανούς, δηλαδή την νοητήν (δια να την ονομάσω έτζι) σιωπήν, εις την οποίαν προσκολλήσασα τον νουν της, αναβαίνει επάνω από όλα τα κτίσματα, και βλέπει δόξαν Θεού τελειότερον από τον Μωϋσήν, και ορά θείαν Χάριν, ήτις δεν καταλαμβάνεται τελείως από την αίσθησιν, αλλά είναι ένα ιερόν και χαριέστατον θέαμα μοναχών των ψυχών των καθαρών και αγίων αγγέλων».
       Έτσι η Θεοτόκος εισήγαγε στον κόσμο την ησυχαστική προσευχή, κατά την οποίαν ο νους απερίσπαστος από κάθε σκέψι εισέρχεται στην καρδιά και εκεί ενώνεται δια της προσευχής με τον Χριστό και αξιούται της θεωρίας του θείου Φωτός.
       Επειδή στους αγωνιζομένους για την ησυχαστική προσευχή ελλοχεύει ο κίνδυνος της πλάνης, οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την υπακοή σε πεπειραμένο γέροντα που εκ πείρας προσωπικής θα ημπορεί να οδηγή απλανώς τον ασκούμενο μοναχό .

ΣΤ΄. Άλλες εμπειρίες της Ακτίστου Χάριτος του Θεού.

       Σύμφωνα με όσα μας παραδίδουν οι θεόπται άγιοι Πατέρες, η ανωτέρα και τελειωτέρα εμπειρία της Χάριτος του Θεού είναι η θεωρία-θέα του Ακτίστου Φωτός.
         Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, η θεωρία του θείου Φωτός και κάλλους είναι η γλυκυτέρα και ποθεινοτέρα των άλλων του Θεού προσόντων, που γεννά στην ψυχή τον θείο πόθο και "έρωτα".
       Προς παρηγορίαν ημών των μη θεασαμένων το Άκτιστον Φως οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ότι ο Φιλάνθρωπος Κύριος παρακαλεί τις πιστές ψυχές και με άλλες εμπειρίες της Ακτίστου Χάριτός του.
       Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: «Εν τίσι μεν οράται ως φως ανατέλλον. Εν άλλοις δε, αγαλλίασις έντρομος. Εν ετέροις δε, χαρά. Εν άλλοις δε, σύμμικτος χαρά και φόβος. Ev τίσι δε, τρόμος και χαρά. Εστί δ' ότε και εις τίνας, δάκρυα και φόβος. χαίρει μεν η ψυχή την επισκοπήν και το έλεος του Θεού, φοβείται δε και τρέμει την παρουσίαν αυτού, ως υπεύθυνος εν αμαρτίαις πολλαίς. Ετέροις δε πάλιν γίνεται παρά τας αρχάς άρρητος συντριβή και πόνος άφατος ψυχής, οδυνωμένη καθάπερ η τίκτουσα και ωδίνουσα κατά την Γραφήν. διϊκνούμενος γαρ ο ζων και ενεργής λόγος, τουτέστιν ο Ιησούς, ως φήσιν ο Απόστολος, μεχρι μερισμού ψυχής και σώματος, αρμών τε και μυελών, Ίνα το εμπαθές εξ όλων των της ψυχής μερών και του σώματος βιαίως εκτήξη. Εν άλλοις δε, αγάπη και ειρήνη άμαχος προς πάντας οράται. Εν ετέροις δε, αγαλλίαμα, όπερ σκίρτημα πολλαχώς οι Πατέρες ειρήκασι, πνεύματος ούσα δύναμις και καρδίας ζώσης κίνημα. τούτο και παλμός λέγεται και στεναγμός, του πνεύματος αλαλήτως υπέρ ημών προς τον Θεόν εντυγχάνoντoς. Κύμα δε τούτο της του Θεού δικαιοσύνης και ο Ησαΐας ονόμασε. και νυγμόν ο μέγας Εφραίμ. ο δε Κύριος, πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. (ύδωρ δε, το πνεύμα ονόμασε,) πηδώντος εν καρδία και υπερζέον τω σφοδρώ της δυνάμεως».
       Όμως κανείς δεν πρέπει να γίνεται μοναχός για να λάβη εμπειρίες της θείας Χάριτος. Κατά τον άγιο Διάδοχο Φωτικής: «Ου δει ουν επί ταύτη τη ελπίδι τίνα τον ασκητικόν μετιέναι βίον, Ίνα μη ο σατανάς ετοίμην εύρη την ψυχήν εντεύθεν εις συναρπαγήν. Αλλ' ίνα φθάσωμεν μόνον εν πάση αισθήσει και πληροφορία της καρδίας αγαπήσαι τον Θεόν, όπερ εστίν εν όλη ψυχή και εν όλη καρδία και εν όλη διανοία. Ο γαρ εις τούτο υπό της χάριτος ενεργούμενος του Θεού, αποδημεί του κόσμου, καν εν τω κόσμω παρή»48 .
       Μήπως επειδή, πριν μετανοήσουμε και καθαρθούμε από τα πάθη, δεν πρέπει να ζητούμε εμπειρίες θεωρίας, δεν πρέπει ούτε και να ομιλούμε γι' αυτές και μάλιστα για την θέωσι ως σκοπό της ζωής μας;
       Την απάντησι δίδει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Αυτός που δεν πιστεύει σ' αυτό το μεγάλο μυστήριο της νέας χάριτος, μήτε αποβλέπει στην ελπίδα της θεώσεως, δεν θα ημπορούσε να καταφρονή ούτε ηδονή σαρκός ούτε χρήματα και κτήματα και την δόξα των ανθρώπων. Αλλά και αν ημπορούσε έστω και για λίγο, τον ακολουθεί η υπερηφάνεια, ωσάν να επέτυχε το τέλειο. Έτσι με την υπερηφάνεια εκπίπτει στους ακαθάρτους. Αλλά εκείνος που αποβλέπει (στην θέωσι), ακόμη και όταν κατορθώση κάθε αγαθό, έχοντας εμπρός του την υπερτελεία και ατελείωτη τελειότητα, δεν νομίζει ότι επέτυχε κάτι, κι έτσι γίνεται ταπεινότερος. Σκεπτόμενος δε αφ' ενός μεν την υπεροχή των προπορευθέντων Αγίων, αφ' έτέρου δε το ύφος της θείας φιλανθρωπίας, πενθεί και βοά το του Ησαΐου "οίμοι ότι ακάθαρτος ων και ακάθαρτα χείλη έχων, Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου". Αυτό το πένθος προσθέτει στην καθαρότητα (της ψυχής), ο δε Κύριος της χάριτος επιδαψιλεύει σ' αυτήν παράκλησι (παρηγορία) και έλλαμψι».

Ζ'. Επίλογος

      Από τις όσες εμπειρίες των Αγίων εξετέθησαν στην εισήγησι αυτή έγινε, νομίζω, φανερός ο στενός δεσμός μοναχισμού και θέας του Άκτίστου Φωτός.
       Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι κυρίως στον χώρο του Μοναχισμού άνθησαν τα εύοσμα άνθη της θεώσεως.
       Παράδοξο θα ήταν το αντίθετο, να μη ανθούν αυτά στον χώρο του Μοναχισμού, χώρο διαρκούς μετανοίας, νήψεως, καθάρσεως από τα πάθη, αδιαλείπτου προσευχής, αποκτήσεως των ευαγγελικών αρετών, εκδημίας του κόσμου και ενδημίας στον Κύριο.
       Ας δώσουμε τον λόγο στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, για να κλείση αυτός την εισήγησί μας: «Μοναχόν διαμένοντα εν τη αγρυπνία μετά διακρίσεως νοός, τούτον μη ίδης ως σαρκοφόρον. Τάξεως γαρ αγγελικής ως αληθώς τούτο το έργον. Αδύνατον γαρ τους εν τη διαγωγή ταύτη δια παντός πολιτευομένους, άνευ χαρισμάτων μεγάλων παρά Θεού αφεθήναι δια την νήψιν αυτών, και εγρήγορσιν της καρδίας, και δια την εμμέριμνον διαγωγήν των λογισμών αυτών προς αυτόν. Ψυχή η εν το διαγωγή ταύτης της αγρυπνίας κοπιώσα και διαπρέπουσα, οφθαλμούς χερουβικούς έξει, του διαπαντός ατενίζειν και κατοπτεύειν την επουράνιον θεωρίαν».



(*) Εισήγησις εις το Παμμοναστικόν Συνέδριον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος εις τα Άγια Μετέωρα (12-14 Σεπτεμβρίου 2000), ωργανωθέν εις τα πλαίσια των εορτασμών της Εκκλησίας της Ελλάδος δια τα 2000 χρόνια από της Γεννήσεως του Κυρίου.



Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από τό Βιβλίο:
Β΄ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ»- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989
Η Ησυχαστική Παράδοση Στο Άγιον Όρος Από Τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά Έως Σήμερα


Η  επεξεργασία  , επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/