Α) Στην πρώτη περίπτωση -της φυσικής
αποκάλυψης- ο Θεός, γίνεται γνωστός μέσα από την ίδια την κτίση,
φανερώνοντας την ζώσα παρουσία Του, μέσα από όλα τα ορατά και τα αόρατα
κτίσματα, «διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός
αυτοίς εφανέρωσε. τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι
νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι
αυτούς αναπολογήτους» [10]. Επιπρόσθετα, το κάλος και το μέγεθος του
κόσμου, καταδεικνύουν την θεία παρουσία στην όλη δημιουργία της κτιστής
πραγματικότητας, ως στοιχείο υπεροχής της γενεσιουργού αυτών αιτίας, που
δεν είναι άλλη παρά ο Θεός: «ο γαρ του κάλλους γενεσιάρχης έκτισεν
αυτά…εκ γαρ μεγέθους καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός αυτών
θεωρείται» [11].
Με φυσικό τρόπο επίσης, ο Θεός γίνεται
γνωστός μέσα από την συνείδηση του ανθρώπου, η οποία λειτουργεί, ως η
ενδιάθετη φωνή του θεικού στοιχείου στον άνθρωπο και του υποδεικνύει με
φυσικό τρόπο, την ταύτιση των ενεργειών του προς το νόμο του Θεού: «ου
γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου
δικαιωθήσονται. όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου
ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το
έργον του νόμου γραπτόν εν ταίς καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών
της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων η και
απολογουμένων» [12].
Τέλος ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό μέσα
από την ροή της ιστορίας καθόσον, «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν
αγαθοποιών, ουρανόθεν υμίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους,
εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας υμών.» [13] Μάλιστα εντός της
ιστορίας ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει το Θεό, μέσα από την προσαρμογή
του ανθρώπινου νου στην φυσική τάξη του κόσμου και της ανθρωπότητας,
καθόσον «εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν
το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας
της κατοικίας αυτών, ζητείν τον Κύριον ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και
εύροιεν, και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα.» [14].
Μέσα από αυτόν το φυσικό τρόπο γνώσεως
του Θεού, ο ανθρώπινος νους επιχειρεί να συστηματοποιήσει λογικά, την
περί Θεού γνωστική αντίληψη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, έχοντας πέραν της
πίστεως και τον ορθό λόγο, ως όργανο και μέσον για την αναγωγή προς το
Θεό, διδάσκουν, πως μέσα από την αρμονία, την τάξη και τα φαινόμενα της
ίδιας της φύσης, ο άνθρωπος δύναται να αποκτήσει σχετική γνώση του
«όντως όντα Θεού». Τούτο είναι εφικτό διότι, η οδός προς την γνώση του
Θεού, δεν βρίσκεται έξω και μακριά από τον άνθρωπο, αλλά βρίσκεται εντός
του ανθρώπου, στην ψυχή και στο νου του, αποτελώντας την μόνη και
ασφαλή πορεία θεώρησης και νοήσεως του θείου [15].
Β) Στην δεύτερη περίπτωση –της
υπερφυσικής αποκάλυψης- ο Θεός γίνεται γνωστός κατά τον τρόπο που
παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή, όπως αυτή διασφαλίστηκε μέσα από την ιερά
Παράδοση της Εκκλησίας. Η υπερφυσική αποκάλυψη καλύπτει την ανεπάρκεια
της φυσικής αποκάλυψης για την γνώση του Θεού, μέσα από μια
διαγραμματική εξελικτική πορεία, παρέχοντας πληρέστερη εικόνα περί του
Θεού.
Έτσι στον προπτωτικό άνθρωπο,
αποκαλύπτεται η μακαριότητα του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος μετέχει
έχοντας πνευματική κοινωνία και αναφορά προς το Θεό. Μεταπτωτικά, η
αποκαλυπτική πορεία του Θεού στον άνθρωπο, μέσα από τις ενέργειές Του,
κατεργάζεται την επαναγωγή του ανθρώπου στην προ της πτώσεως υπαρξιακή
του παρουσία. Τέλος, η δια του Ιησού Χριστού αποκάλυψη, ως σαρκωμένη
παρουσία του Λόγου του Θεού, αποκαθιστά την κοινωνία του πεπτωκότος
ανθρώπου με τον Θεό, δια της σταυρικής θυσίας και Αναστάσεως και
παράλληλα «προβάλλει και εξηγεί» το Θεό, ώστε το περιεχόμενο της
αποκάλυψης να αποτελεί και γνώση Θεού και επίγνωση σωτηρίας: «Θεόν
ουδείς εώρακεν πώποτε· ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός
εκείνος εξηγήσατο.» [16].
Σαφώς, η αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο
εξακολουθεί μέχρι την συντέλεια του αιώνος, καθόσον υπάρχει η
διαβεβαίωση του Χριστού ότι «όταν δε έλθη ο παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν
παρά του πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του πατρός εκπορεύεται,
εκείνος μαρτυρήσει περί εμού·» [17] (και μάλιστα το Ευαγγέλιο μαρτυρεί
και τον τρόπο και το μέσον αυτής της αποκάλυψης, μέσω του Χριστού,
αναφέροντας «και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν,
ίνα μένει μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, … ο δε
παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου,
εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν.» [18].
Διερευνώντας ουσιαστικά την πορεία της
θείας αποκάλυψης, μέσα από τα κείμενα της Αγίας Γραφής, διαπιστώνουμε,
πως ο άνθρωπος γνωρίζει ότι: H αιτία της θεότητας και αγέννητος Πατήρ,
εξηγείται δια του ενανθρωπίσαντος Υιού, και ο Υιός μαρτυρείται μέσω του
Αγίου Πνεύματος, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός και ενεργεί δια του
Υιού. Η υπερφυσική αποκάλυψη, καλύπτει την ανεπάρκεια της φυσικής
ανθρώπινης δυνατότητας να σχηματίσει την περί Θεού γνώση.
Συνοψίζοντας, τα συμπεράσματα που
εξάγονται πιστοποιείται, ότι ο άνθρωπος δεν έχει ούτε απόλυτη ή τέλεια
δυνατότητα γνώσεως του Θεού, αλλά ούτε και απόλυτη ή τέλεια άγνοια του
Θεού. Οι Πατέρες ορίζουν ότι, ο άνθρωπος γνωρίζει τα «περί της φύσεως»
της Τριαδικής Θεότητας, εννοώντας την δυνατότητα μετοχής στις άκτιστες
ενέργειες, αλλά όχι στην ουσία του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου