Στην δομή της θεολογικής
σπουδής και μελέτης η προσέγγιση της γνώσης του Θεού και ειδικότερα η
περί την θείαν ουσία αντίληψη που επιχειρεί να σχηματοποιήσει ο άνθρωπος
[1] ακολουθούνται κατά βάση δύο οδοί. Η πρώτη χαρακτηρίζεται ως η οδός
της καταφάσεως και εκφράζεται με την σχηματοποίηση της καταφατικής
θεολογίας και μέσω καταφατικών σχημάτων λόγου, ενώ η δεύτερη οδός
παρουσιάζεται με λογικά σχήματα αρνήσεως και χαρακτηρίζεται ως αποφατική
θεολογία [2].
Μέσα από την φυσική αποκάλυψη, την Αγία
Γραφή [3] και την Ιερά Παράδοση [4] ο άνθρωπος επιδιώκει να αναχθεί στην
αποκεκαλυμμένη υπερφυσική αλήθεια αποδίδοντας στον Θεό ιδιώματα και
ονόματα σε μια προσπάθεια προσδιορισμού της υπάρξεώς του. Τα
ιδιώματα-ονόματα αυτά έχουν είτε καταφατικό χαρακτήρα (π.χ. αιώνιος,
παντοδύναμος, πανταχού παρών κ.α.), είτε έχουν αποφατικό χαρακτήρα (π.χ.
ακατάληπτος, άναρχος κ.α.).
Στην ουσία μέσω της καταφατικής
θεολογικής σπουδής (via affirmationis), αποδίδουμε στο Θεό κάθε
τελειότητα στον υπέρτατο βαθμό και στην ύψιστη αιτία της τελειότητας που
αντιλαμβανόμαστε σε σχέση με τον κόσμο. Στην καταφατική θεολογία, η
θέση των όντων, δηλ. η απόδοση θετικών ιδιωμάτων στο Θεό παράγεται
εξαιτίας της αιτιώδους σχέσης του Θεού με τον ίδιο τον κόσμο. Μάλιστα σε
αυτό το πεδίο καταφατικής προσέγγισης της περί θεού γνώσεως,
διακρίνονται δύο πορείες: α) Η οδός της υπεροχής (via eminentiae) που
παρουσιάζει το θείον ως υπερέχων κάθε άλλου κτιστού όντος και β) στην
οδό της αιτιότητας (via causalitatis) που παρουσιάζει το Θεό ως
δημιουργική και ουσιαστική αιτία των πάντων. Ουσιαστικά δηλαδή η
καταφατική θεολογία αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη
του Θεού [5].
Αντιθέτως στην αποφατική θεολογία, μέσα
από την μέθοδο της αρνήσεως (via negationis) η θεολογική σκέψη αρνείται
να προσδώσει στον Θεό κάθε ατέλεια του κόσμου, αλλά και κάθε στοιχείο,
χαρακτηρισμό ή ιδίωμα που δεν αρμόζει στο Θείο. Στην ουσία αυτής της
θεώρησης η αποφατική θεολογία αποδίδει στον Θεό αποφατικά και αρνητικά
ιδιώματα, διαφοροποιώντας Αυτόν παντελώς από την κτιστή πραγματικότητα.
Έτσι παράγει ουσιαστική διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου,
υπογραμμίζοντας και εξαίροντας την υπεροχή του Θεού έναντι των κτιστών
όντων. Εξαιτίας αυτής της διαφοράς που παράγεται στο σχήμα κτιστού και
ακτίστου, η αποφατική θεολογία παρουσιάζεται υψηλότερη της καταφατικής,
διότι καταφέρνει να αναχθεί στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη
του Θεού, τονίζοντας στην ουσία την πεπερασμένη δυναμική του κτιστού
ανθρώπινου νου [6].
Σε κάθε μία των περιπτώσεων, είτε
αναφερόμαστε στο Θεό γνωσιολογικά μέσω της αποφατικής ή της καταφατικής
θεολογίας, πρέπει να τονιστεί ότι ο Θεός είναι και παραμένει πέρα από
κάθε σχήμα γνώσης υπερκείμενος κάθε καταφατικής ή αποφατικής
σχηματοποίησης από τον ανθρώπινοι πεπερασμένο νου. Ο Θεός ως άκτιστος,
απερινόητος, ακατάληπτος, άναρχος, αόρατος, αΐδιος, ανερμήνευτος και
υπέρχρονος δεν μπορεί να περιοριστεί στην γνωστική ανθρώπινη αντίληψη
και παραμένει υπερκείμενος και υπεράνω κάθε γνωσιολογικού σχήματος του
όποιου ανθρώπινου λόγου [7].
Με δεδομένες αυτές τις θεολογικές
θέσεις, μπορούμε να προσδιορίσουμε τα όρια της δυνατότητας του ανθρώπου
για την γνώση του Θεού με δύο τρόπους. Ο πρώτος φυσικός, ο δεύτερος
υπερφυσικός. Και στις δύο περιπτώσεις ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο.
Η αποκάλυψη νοείται, ως η ελεύθερη θεία ενέργεια, μέσα από την οποία ο
άκτιστος Τριαδικός Θεός, γνωστοποιεί στον άνθρωπο την ύπαρξη, τις
ενέργειες, την αιώνια βουλή Του, καθώς και την εν χρόνω πραγματοποίηση
αυτής, για την σωτηρία του ανθρώπου [8]. Ουσιαστικά δηλαδή, ο Θεός
αυτό-αποκαλυπτόμενος, δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να γνωρίσει, όλα
όσα είναι αδύνατο να γνωρίσει στηριζόμενος στις δικές του και μόνο
δυνάμεις [9].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου