Αν διαβάσουμε με προσοχή τους τέσσερις ευαγγελιστές, θα δούμε ότι μεταξύ των θαυμάτων του Χριστού υπάρχουν τρεις αναστάσεις νεκρών προσώπων.
Η πρώτη είναι η ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυναγώγου Ιαείρου (Λουκ. 8,41-56), η δεύτερη είναι του υιού της χήρας της Ναΐν (Λουκ.7,11-17) και η τρίτη είναι η ανάσταση του Λαζάρου (Ιω. 11,1-45). Η πρώτη είναι ανάσταση παιδιού, η δεύτερη είναι νέου και η τρίτη είναι άνδρα. Η πρώτη γίνεται στο σπίτι της νεκρής, η δεύτερη στο δρόμο προς το νεκροταφείο, η τρίτη μέσα στον τάφο. Η πρώτη συμβαίνει αμέσως μόλις πέθανε η κόρη, η δεύτερη μετά από λίγες ώρες, η τρίτη μετά από τέσσερις ολόκληρες μέρες. Γιατί όλες αυτές οι ποικιλίες και οι διαφοροποιήσεις του θαύματος; Διά ν’ αποδειχθεί ότι τίποτα δεν αδυνατεί στο Χριστό και ότι οιοσδήποτε θάνατος, με οποιεσδήποτε συνθήκες κι αν συμβαίνει, θα νικηθεί και θα κατατροπωθεί από το μεγάλο νικητή του θανάτου το Χριστό.
Ας μελετήσουμε την τρίτη ανάσταση, του Λαζάρου, η οποία είναι και το πιο συνταρακτικό θαύμα του Χριστού. Ας δούμε τι απέβλεπε ο Χριστός με τη νεκρανάσταση αυτή.
Ο Χριστός γνωρίζει ότι τα πάθη του πλησιάζουν· ο σταυρός πρόκειται να στηθεί γρήγορα. Πρέπει λοιπόν να προετοιμάσει τους μαθητές του, να τους προειδοποιήσει να μη αιφνιδιασθούν και καταρρεύσουν από το ξαφνικό και θλιβερό γεγονός. Να τους διδάξει με έργα, πρώτον, ότι ο σταυρός και ο θάνατος δεν είναι σημάδι αδυναμίας και καταπτώσεως αλλά σημάδι της αγάπης και της φροντίδας του για τον άνθρωπο, και δεύτερον, ότι ενώ είναι κύριος του θανάτου και τον εξουσιάζει, θεληματικά και σκόπιμα προγραμματίζει την ώρα και τη στιγμή που αυτός θέλει να πεθάνει ως άνθρωπος, για να τους σώσει, όχι από τη σκλαβιά των Ρωμαίων όπως αυτοί περίμεναν, αλλά από τη σκλαβιά του θανάτου. Γι’ αυτό ανασταίνει το Λάζαρο· για να προεικονίσει και τη δική του ανάσταση και να δώσει θάρρος στους δειλούς μαθητές του. Θέλει να τους ενημερώσει εμπράκτως ότι ολιγόχρονη θα είναι η παραμονή του στο χώμα κι ότι αυτός που έδιωξε το θάνατο από τους άλλους, θα τον διώξει και από τον εαυτό του.
Επειδή λοιπόν θέλει να τους διδάξει όλα αυτά, μόλις μαθαίνει ότι αρρώστησε ο Λάζαρος, καθυστερεί επίτηδες δύο μέρες, κι ενώ θα μπορούσε να τον αναστήσει από μακριά, όπως θεράπευσε τον υπηρέτη του εκατόνταρχου και την κόρη της Χαναναίας, εν τούτοις δεν το κάνει. Αντίθετα χρονοτριβεί και άλλο, προλέγει καθ’ οδόν τον θάνατο του Λαζάρου στους μαθητές του, ώστε να φανερώσει την παγγνωσία του, και, κι όταν φθάνει επιτέλους στην Βηθανία τον βρίσκει ενταφιασμένο προ τεσσάρων ημερών. Εκεί βάζει τους ίδιους τους Ιουδαίους, που φερόταν εχθρικά απέναντι του, ν’ ανοίξουν τον τάφο, διότι ότι μπορεί να το κάνει ο άνθρωπος δεν το κάνει ο Θεός. Επίσης τους βάζει ν’ ανοίξουν αυτοί, για να δουν ότι πράγματι ο Λάζαρος, όχι μόνο πέθανε, αλλά άρχισε να σαπίζει και να βρωμάει. Και τότε, ενώ όλα έδειχναν το βέβαιο του θανάτου του και το ανεπίστρεπτο του μοιραίου γεγονότος, κι ενώ όλοι είχαν απελπισθεί και κλαίγανε για το χαμό του, εκείνος βροντοφώναξε· «Λάζαρε δεύρο έξω». Κι έτσι «αυτός που είχε πάθει αποσύνθεση σηκώθηκε, αυτός που είχε σαπίσει αισθάνθηκε, αυτός που ήταν νεκρός υπάκουσε, αυτός που ήταν δεμένος βάδισε, αυτός που τον μοιρολογούσανε χοροπηδούσε»! Με την ίδια ευκολία που μια μητέρα ξυπνά το παιδί της από τον ύπνο και το επαναφέρει στην εγρήγορση και τη δράση, παρόμοια κι ο Χριστός φώναξε το Λάζαρο από τον Άδη να γυρίσει πίσω. Γι’ αυτό, οι πατέρες θεωρούν ότι ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος και ο ύπνος ένας μικρός θάνατος. Γι’ αυτό και τα νεκροταφεία, μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, ονομάζονται κοιμητήρια Παρόμοια ο Χριστός θα μας φωνάξει να ξυπνήσουμε την ημέρα της Β΄ παρουσίας του και εμείς θα εγερθούμε από τα μνημεία αποκτώντας πλέον άφθαρτα και αθάνατα σώματα.
* * *
Αυτό ήταν το θεολογικό μέρος της περικοπής. Δεν αρκεί όμως να σταματήσουμε σ’ αυτό. Δεν φθάνει μόνο η θεολογία, το δόγμα, για να μας σώσει. Χρειάζεται και το ήθος, η πράξη, η ζωή.
Τι πρακτικό δίδαγμα έχει να μας δώσει η περικοπή αυτή; Τι μας συμβουλεύει, τι μας νουθετεί; Πολλά και διάφορα. Και, επειδή είναι μεγάλη και είναι αδύνατο να ερμηνευθεί ολόκληρη, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας μόνο σ’ ένα σημείο. Το σημείο που ενώ ο Ιησούς μαθαίνει από τους απεσταλμένους της Μάρθας και της Μαρίας, των αδελφών του Λαζάρου, ότι ο φίλος του ο αγαπημένος ασθενεί, αυτός, αντί να τρέξει, καθυστερεί δύο μέρες, περιμένει να πεθάνει, και μετά πορεύεται προς τις αδελφές.
Τι περίεργη αλήθεια η στάση αυτή του Ιησού; Ο φίλος του ο Λάζαρος ν’ ασθενεί, να έχει ανάγκη της βοηθείας του, κι αυτός να καθυστερεί. Να παραμένει ατάραχος, ν’ αδιαφορεί και τέλος να πηγαίνει προς αυτόν, όταν πλέον εκείνος είχε πεθάνει. Είναι σαν να πνίγεται κάποιος δικός μας σε μια λίμνη και να φωνάζει, να κραυγάζει, να ζητά απεγνωσμένα βοήθεια· κι ενώ στην άκρη της λίμνης υπάρχει ένας ψαράς φίλος του με τη βάρκα του, να μη δίνει σημασία, ν’ αγνοεί τις κραυγές του, να συνεχίζει να ψαρεύει και, αφού εκείνος πνιγεί, τότε να πλησιάζει και να περισυλλέγει το πτώμα του. Τι εξοργιστικό και παράλογο και απάνθρωπο θα μας φαινόταν. Το ίδιο θα αισθανόμασταν και με τη στάση του Ιησού. Κι όμως, αν σκεφθούμε σε τι απέβλεπε ο Χριστός, ποιο ήταν το σχέδιο του, και ότι αποσκοπούσε να δείξει τη δύναμή του ακόμη και στη προχωρημένη κατάσταση της σήψεως, όπως και πόσο ένδοξος και φημισμένος έγινε ο Λάζαρος ανά τους αιώνες μετά το συγκλονιστικό αυτό θαύμα, τότε κατανοούμε και βρίσκουμε πολύ λογική τη στάση του.
Κι αν ανατρέξουμε στην ιερά ιστορία, θα δούμε πολλές τέτοιες παράξενες και ακατανόητες περιπτώσεις της ενεργείας του Θεού.
Έτσι αφήνει τον πάγκαλο Ιωσήφ να τον πουλήσουν τ’ αδέλφια του ως δούλο, να τον συκοφαντήσει η γυναίκα του Πετεφρή, να φυλακισθεί, για να τον κάνει στο τέλος αντιβασιλέα της Αιγύπτου.
Αφήνει τον Ιωνά να τον καταπιεί το κήτος, για να τον κάνει πρώτο κήρυκα και απόστολο του στα έθνη.
Αφήνει τον Αβραάμ να περιμένει είκοσι πέντε χρόνια για ν’ αποκτήσει υιό, του τον δίνει, όταν έχει χάσει κάθε ελπίδα να τον αποκτήσει, και, αφού περάσουν αρκετά χρόνια, ζητά να τον θυσιάσει σ’ αυτόν, ώστε ο Αβραάμ να γίνει το πρότυπο της πίστεως και της αφοσιώσεως στο Θεό και εμείς να καταλάβουμε ότι όταν αγαπούμε το Θεό παραπάνω από τον εαυτό μας τότε και κείνος μας αγαπά παραπάνω από τον εαυτό του.
Ας τα θυμόμαστε λοιπόν όλα αυτά, όσες φορές έχουμε απόλυτη ανάγκη της θείας βοηθείας, και ο Θεός φαίνεται ότι την αναβάλλει, ότι την καθυστερεί, ότι μας έχει ξεχάσει. Όχι τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει· απλώς ο Θεός ενεργεί έτσι από αγάπη, διότι θέλει να μας δοξάσει περισσότερο ή διότι το συμφέρον της Εκκλησίας του απαιτεί κάτι διαφορετικό από το δικό μας θέλημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου