Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Ευσέβεια…

Ευσέβεια…

Fear_of_Criticism
Ο φόβος έλειψε εντελώς από τις ψυχές• στη θέση του εμπήκε η αναίδεια
έρμαια στον τυχόντα είναι η θεογνωσία και τα βάθη του Πνεύματος. 
Εγίναμε όλοι ευσεβείς μόνο σ’ ένα πράγμα, στο να κατηγορούμε τους άλλους ως ασεβείς.
Χρησιμοποιούμε ως δικαστάς μας τους άθεους, ρίχνουμε τα άγια στους σκύλους και πετούμε μπροστά στους χοίρους τα μαργαριτάρια, κοινολογώντας τα ιερά σε αυτιά και ψυχές ασεβών. Εκτελούμε οι τρισάθλιοι ακριβώς τις επιθυμίες των εχθρών μας και δεν ντρεπόμαστε να ζούμε σε πλήρη ανηθικότητα. Ξένοι εντελώς προς την πίστιν μας, σωστοί Μωαβίται και Αμμανίται, οι οποίοι ούτε επιτρέπονταν να πλησιάσουν την Εκκλησία του Κυρίου, ερευνούν και αλωνίζουν μέσα στα αγιώτατά μας.
Ανοίξαμε σ’ όλους όχι τις πύλες της δικαιοσύνης, αλλά περάσματα εμπαιγμού και αυθαδείας εναντίον αλλήλων κι είναι για μας άριστος, όχι εκείνος που δεν εκστομίζει μάταιο λόγο από φόβο Θεού, αλλά όποιος τύχει να είπη εναντίον του άλλου τις περισσότερες κατηγορίες, είτε ανοιχτά, είτε υπονοούμενα• όποιος δηλαδή δημιουργεί ζητήματα με τη γλώσσα του, ή για να το πούμε πιο σωστά, χύνει σαν φίδι δηλητήριο.

Προσέχουμε ακόμη τις αμαρτίες των άλλων. Όχι για να πονέσουμε γι’ αυτές, αλλά για να τους ειρωνευθούμε• Όχι για να τους θεραπεύσουμε, αλλά για να τους κτυπήσουμε απ’ επάνω• κι έχουμε ως απολογία των δικών μας αμαρτιών τις παραβάσεις των άλλων! Παραδεχόμαστε καλούς και κακούς όχι κατά τα έργα τους, αλλά ανάλογα με την έχθρα ή τη φιλία μας• κι ό,τι επαινούμε στον ένα σήμερα, αύριο το κακίζουμε για τον άλλον κι όσα οι άλλοι καταγγέλλουν, εμείς τα καμαρώνουμε• και με προθυμία συγχωρούμε το κάθε τι στον άσεβη.
Τόσο μεγαλόψυχοι είμαστε απέναντι της κακίας!
Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου
«Το της Ιερωσύνης επάγγελμα»
Απολογητικός (περί Ιεροσύνης),
μετ. Θ. Καστανά, εκδ. «Ενορίας», 1948, Αποσπάσματα.
http://www.egolpion.com/ierosinis_epagelma.el.aspx

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Η Αγία Προσκομιδή

Η Αγία Προσκομιδή

Ο χώρος στον οποίο προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα και μνημονεύονται οι ψυχές ονομάζεται Αγία Προσκομιδή. Αφού λοιπόν ενδυθούν τα άμφια τους ο διάκονος και ο ιερέας έτσι λαμπεροί σαν ουράνιοι άνθρωποι ξεκινούν την προσκομιδή. Όλο αυτό το μέρος της Ακολουθίας σκοπό έχει την προετοιμασία των αναγκαίων για την Θεία Ευχαριστία. Καθώς η τελετή της προσκομιδής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προετοιμασία της Λειτουργίας, η Εκκλησία τη συνέδεσε με την ανάμνηση των πρώτων χρόνων της ζωής του Χριστού, τότε που Εκείνος προετοιμαζόταν για το έργο Του, για τα πάθη και τον θάνατό Του. Η προετοιμασία αυτή γίνεται μέσα στο ιερό με τα βημόθυρα και τα βήλα κλειστά, μακριά από τα μάτια των πιστών, όπως μυστικά ετοιμαζόταν ο Χριστός τα πρώτα χρόνια της επίγειας ζωής Του για τη δημόσια δράση Του.
Κατόπιν και οι δύο πλένουν τα χέρια τους και αφού κάνουν τρεις μετάνοιες ο καθένας λέγουν «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλω και ελέησόν με» τρεις φορές και κατόπιν ο ιερέας βάζει «ευλογητός» και πλησιάζουν στην Αγία Πρόθεση που βρίσκεται από αριστερά της Αγίας Τραπέζης και πήρε το όνομά της γιατί σε αυτό το σημείο του Ιερού τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού συγκεντρώνονταν, δηλαδή προτίθενται όλες οι προσφορές των χριστιανών για την κοινή τράπεζα. Ο ιερέας παίρνει ένα από τα πρόσφορα τα οποία προσφέρονται, το σφραγίζει με την Αγία λόγχη σταυροειδώς, εικονίζοντας έτσι το σωτήριο πάθος του Χριστού, ως ανάμνηση των παθημάτων Του και λέγει τρεις φορές «εις ανάμνηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». 

Έπειτα με την λόγχη, η οποία εικονίζει εκείνη με την οποία έτρωσαν την πλευρά του Κυρίου, κόβει στης 4 πλευρές το κεντρικό σημείο της προσφοράς που έχει την σφραγίδα με το όνομα ΙΣ ΧΣ (Ιησούς Χριστός) ΝΙ ΚΑ. Με την αποκοπή αυτή θα δείξει τον σωματικό χωρισμό του Κυρίου από την Παρθένο Μαρία καθώς Τον γέννησε, ο άρτος είναι ο αμνός που προσφέρεται ως θυσία για τη σωτηρία του κόσμου και εν γένει η Προσκομιδή είναι το ρεαλιστικό δράμα συνεπτυγμένο που αναπαριστάνει την θυσία του αμνού και θα ολοκληρωθεί στην Θεία Λειτουργία. Ο ιερέας σαν τον Προφήτη Ησαΐα διαβλέπει αυτά που θα γίνουν μελλοντικά καθώς τελεί την Προσκομιδή κι έτσι κάθε πράξη του την συνοδεύει με τα ανάλογα προφητικά λόγια. Βυθίζοντας την λόγχη στη δεξιά πλευρά της σφραγίδας προφέρει τις λέξεις «ως πρόβατον επί σφαγή ήχθη» (δηλαδή σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή ο Κύριός μας). Μετά βυθίζει την λόγχη στην αριστερή πλευρά της σφραγίδας λέγοντας «και ως αμνός άμωμος, εναντίον του κείροντας αυτόν, άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (δηλαδή και σαν αρνί αμώμητο που κάθεται άφωνο μπροστά σ' αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι εκείνος δεν ανοίγει το σόμα Του). Κατόπιν με τη λόγχη στο πάνω μέρος στη σφραγίδας λέει τα λόγια «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (καταδικάσθηκε δηλαδή σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν δίκαιη κρίση) . και τέλος βυθίζοντας τη λόγχη στο κάτω μέρος της σφραγίδας συγκλονισμένος αναφωνεί: «την δε γενεάς αυτου τις διηγήσετε;» (και ποιος μπορεί να μιλήσει για την καταγωγή του;)
Καθώς ο ιερέας έχει κόψει ήδη τον αμνό στις τέσσερις πλευρές του κάνει στο κάτω μέρος του μία οριζόντια τομή ανασηκώνει το κεντρικό αυτό σημείο του άρτου και το τοποθετεί στο Άγιο Δισκάριο λέγοντας: «ότι αιρεται από της γης η ζωή αυτού» (εξάλειψαν την ζωή Του από το πρόσωπο της γης) και χαράζοντας το κάτω μέρος σε σχήμα σταυρού προσθέτει «θύεται ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας « (δηλαδή θυσιάζεται ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου για τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου.) κατόπιν τοποθετεί τον αμνό στο κέντρο του δισκαρίου και τρυπά με την αιχμή της λόγχης στο σημείο ΙΣ (δηλαδή Ιησούς) και λέει «εις των στρατιωτών λόγχη την πλευράν αυτού ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε και αληθινή εστίν η μαρτυρία αυτού». (δηλαδή ένας από τους στρατιώτες τρύπησε την πλευρά Του με τη λόγχη και αμέσως έτρεξε αίμα και νερό. Και αυτός που αναφέρει το γεγονός το είδε με τα μάτια του και είναι αληθινή η μαρτυρία του.) αμέσως τότε μέσα στο Άγιο Ποτήριο ρίχνει κρασί και νερό και κατόπιν ευλογεί την αγία ένωση. Τα δώρα που προσφέρονται δηλαδή το ψωμί, το νερό και το κρασί είναι οι απαρχές της ανθρώπινης ζωής και τα πιο βασικά συστατικά, γι' αυτό και δηλώνουν το μεγάλο και το λαμπρό της προσφοράς. Μ' αυτόν τον τρόπο προετοιμάζονται ο άρτος και ο οίνος που θα μεταβληθούν στην διάρκεια της Θείας Λειτουργίας σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Κατόπιν ο ιερέας από ένα δεύτερο πρόσφορο (ή και από το ίδιο), κόβει την μερίδα «εις τιμήν και μνήμην της Υπερευλογημένης Ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου» και την τοποθετεί στο δεξί μέρος του αμνού πάνω στο δισκάριο λέγοντας τα προφητικά λόγια του ψαλμού «παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών Σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (δηλαδή στα δεξιά σου κάθισε η Βασίλισσα ντυμένη με ρούχα χρυσοΰφαντα και καταστολισμένη.) κατόπιν στα αριστερά του αμνού τοποθετεί τις μερίδες των αγγέλων και των αγίων και τέλος παίρνοντας ψυχία από το πρόσφορο και στο κάτω μέρος του αμνού, πάνω στο δισκάριο, μνημονεύει τις ψυχές των ζώντων και των κεκοιμημένων. 
Όπως είπαμε ο αμνός δεν έχει γίνει ακόμα Σώμα Χριστού, δηλαδή ο άρτος έχει παραμείνει άρτος και συμβολίζει τον Χριστό κατά την πρώτη του ηλικία, γι' αυτό ο ιερέας σκεπάζει τα Δώρα επειδή η δύναμη του σαρκωμένου Θεού Λόγου είναι σκεπασμένη προς το παρόν μέχρι τη δημόσια εμφάνισή Του και δεν φαίνεται. Ο ιερέας πρώτα τοποθετεί τον αστερίσκο που συμβολίζει το αστέρι της Βηθλεέμ στο Άγιο Δισκάριο λέγοντας «και ιδού ο Αστήρ ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον» ( δηλαδή και ιδού αστέρας ήλθε και εκάθισε επάνω από εκεί που βρισκόταν το παιδί.) Κατόπιν τοποθετεί τα καλύμματα στο Άγιο Δισκάριο και έπειτα στο Άγιο Ποτήριο και τα δύο τα καλύπτει με τον αέρα.
Τα Άγια Σκεύη που χρησιμοποιούνται στην Προσκομιδή και στη Θεία Λειτουργία είναι το Άγιο Ποτήριο, το Δισκάριο, ο Αστερίσκος, η Αγία Λαβίδα, ο αέρας, τα καλύμματα, η Αγία Λόγχη, το μάκτρο, ο σπόγγος και η μούσα. 
Η Αγία Πρόθεσις γενικότερα συμβολίζει τη φάτνη, το σπήλαιο της Βηθλεέμ όπου καταδέχθηκε να σαρκωθεί και ν' ανακλιθεί ο Σωτήρας μας. Το Άγιο Ποτήριο από το οποίο όλοι μας κοινωνούμε, εικονίζει εκείνο το Ποτήριο μέσα στο οποίο ο Σωτήρας μας ιερούργησε το Αίμα Του και γι' αυτό γεμίζει ο ιερέας το Δισκοπότηρο με κρασί και νερό ακριβώς, όπως είπαμε, την στιγμή που κεντά με τη λόγχη τον αμνό και μνημονεύει την στιγμή που από την πλευρά του Χριστού βγήκε αίμα και ύδωρ. Το Δισκάριο εικονίζει τον Ουρανό και γι' αυτό είναι στρογγυλό και στο κέντρο του κρατά τον Δεσπότη του Ουρανού. Πάνω σε αυτόν είναι χαραγμένη η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα σπλάχνα της οποίας εξήλθε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. 
Ο Αστερίσκος εικονίζει τον αστέρα εκείνον ο οποίος εμφανίστηκε στη γέννηση του Χριστού. Η Αγία Λόγχη είναι μια μικρή λόγχη με την οποία κάνουμε ακριβώς ότι και ο στρατιώτης επάνω στο σώμα του Εσταυρωμένου Χριστού, δηλαδή λογχίζουμε τον Αμνό που θα μεταβληθεί σε Σώμα Χριστού στη Θεία Λειτουργία. Το κάλυμμα του δισκαρίου εικονίζει τα σπάργανα του Χριστού τα οποία δηλώνουν την Ενανθρώπιση του Λόγου γι' αυτό και ο ιερέας καλύπτοντας το δισκάριο λέγει: « Ο Κύριος εβασίλευσεν ευπρέπειαν ενεδύσατο». Το κάλυμμα δε του Αγίου Δισκοποτηρίου συμβολίζει τα εντάφια σάβανα του Χριστού. Ο αέρας με τον οποίον ο ιερέας καλύπτει το δισκοπότηρο και το δισκάριο μαζί, συμβολίζει τη φωτεινή νεφέλη του Θαβώρ. Ο ιερέας καθώς καλύπτει λέγει τον ψαμό «εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού και της συνέσεως αυτού πλήρης η γη» (δηλαδή ότι ο Ιησούς Χριστός ως Θεός είναι Εκείνος ο οποίος σκεπάζει τον ουρανό με τις αρετές Του και η γη πληρώθηκε από την σύνεση και την γνώση Του, εφόσον Τον γνώρισε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα όλη η Οικουμένη). Τον αέρα κινεί ο ιερέας πάνω από τα Τίμια Δώρα καλώς λέμε αργότερα, στη Θεία Λειτουργία, το σύμβολο της Πίστεως και συμβολίζει τον θρίαμβο της Αναστάσεως. 
Το μάκτρο είναι το κόκκινο πανάκι με το οποίο σκουπίζουμε το στόμα μας όταν κοινωνούμε και το οποίο συμβολίζει τη χλαμύδα με την οποία έντυσαν τον Χριστό στο Πραιτώριο οι στρατιώτες και η οποία ποτίστηκε από το Πανάγιο Αίμα Του που έτρεχε από το μαστιγωμένο Σώμα Του. Ο σπόγγος είναι σφουγγάρι στρογγυλό, φυσικό και εικονίζει εκείνον τον σπόγγο με τον οποίον πότισαν τον Κύριο πάνω στο Σταυρό με ξύδι. Συνήθως, όταν ο ιερέας καταλύσει μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και σκουπίσει καλά το Άγιο Ποτήριο κατόπιν τοποθετεί τον σπόγγο μέσα στο δισκοπότηρο για ν' απορροφά την υγρασία και να μην οξειδώνεται το μέταλλο. Η μούσα είναι επίσης σφουγγάρι φυσικό το οποίο είναι λεπτό και καλά πατημένο, κατάλληλο για να συλλέγει ο ιερέας τις μερίδες από το αντιμήνσιο και για να καθαρίζει το δισκάριο. Αφού λοιπόν ο ιερέας στην Προσκομιδή σκεπάσει με τον αέρα τα καλυμμένα δισκάριο και δισκοπότηρο, υποκλίνεται μπροστά στην Αγία Πρόθεση και θυμιάζει τα προσφερόμενα Δώρα λέγοντας την ευχή «θυμίαμα σου προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών εις οσμήν ευωδίας πνευματικής ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντακατάπεμψον ημιν την χάριν του Παναγίου σου Πνεύματος» (δηλαδή σου προσφέρουμε θυμίαμα Χριστέ και Θεέ μας ως πνευματική ευωδία , δέξου το στο υπερουράνιο θυσιαστήριό σου και στείλε μας σαν αντάλλαγμα τη Χάρη του Παναγίου σου Πνεύματος). Ζητά από τον Θεό να ευλογήσει τα προτεθέντα και να τα δεχθεί στο υπερουράνιο θυσιαστήριο και να μνημονεύσει όσους πρόσφεραν τα Δώρα αυτά κι εκείνους για τους οποίους προσφέρθηκαν. Κατόπιν κάνει την απόλυση της προσκομιδής θυμιάζοντάς την όπως και την Αγία Τράπεζα, όπως ακριβώς και ξεκίνησε όταν μπήκε στην Εκκλησία δείχνοντας έτσι ότι αρχή και τέλος είναι ο Θεός όπου θρόνος και τόπος του είναι το θυσιαστήριο. Ο ιερέας κατόπιν ασπάζεται το Ευαγγέλιο κι ευλογεί τον Διάκονο ο οποίος ασπάζεται την Αγία Τράπεζα. Και αφού παίρνει την ευχή του βγαίνει από το ιερό στέκεται στο κέντρο, απέναντι από την Ωραία Πύλη και καλεί τον ιερέα να ξεκινήσει την Θεία Λειτουργία λέγοντας δυνατά «Ευλόγησον Δέσποτα». Από την Αγία Τράπεζα ο ιερέας αποκρίνεται «ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις του αιώνας των αιώνων». (δηλαδή ας είναι δοξασμένη η Βασιλεία του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος τώρα και πάντοτε και τις της ατέλειωτη αιωνιότητα) κι έτσι αρχίζει η Θεία Λειτουργία. http://clubs.pathfinder.gr/Arxontariki/722725

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Οσίας Συγκλητικής διδαχές… (5 Ιανουαρίου)

Οσίας Συγκλητικής διδαχές… (5 Ιανουαρίου)


Τμήμα μωσαϊκού ναού του Αγίου Απολιναρίου του νέου στη Ραβέννα (526 μ.Χ)
1. Είπε η αμμάς Συγκλητική· «Εκείνους που πλησιάζουν προς τον Θεό στην αρχή τους περιμένει αγώνας και πολύς κόπος, ύστερα όμως χαρά ανείπωτη. Γιατί όπως ακριβώς αυτοί που θέλουν να ανάψουν φωτιά στην αρχή καπνίζονται και δακρύζουν και μόνον τότε κατορθώνουν αυτό που γυρεύουν να κάνουν – γιατί βέβαια λέει πως ο Θεός μας είναι φωτιά που κατατρώει – έτσι κι εμείς πρέπει να ανάψουμε μέσα μας τη θεία φωτιά με δάκρυα και πόνους».
2. Είπε ακόμη ότι «Εμείς που διαλέξαμε τη μοναχική ζωή οφείλουμε να έχουμε άκρα σωφροσύνη. Βέβαια και ανάμεσα στους κοσμικούς φαίνεται να υπάρχει η σωφροσύνη, όμως μαζί μ’ αυτήν συνυπάρχει και η αφροσύνη, επειδή αυτοί αμαρτάνουν με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις, αφού και βλέπουν άπρεπα και γελούν άτακτα».
3. Είπε πάλι· «Καθώς τα πολύ ισχυρά φάρμακα διώχνουν τα δηλητηριώδη ερπετά, έτσι και η προσευχή μαζί με τη νηστεία εξαφανίζει τους πονηρούς λογισμούς».
4. Είπε πάλι· «Πολλές είναι οι παγίδες του διαβόλου. Με την φτώχεια δεν κατάφερε να κλονίσει μια ψυχή; Τότε φέρνει σαν δόλωμα τον πλούτο. Αν ούτε με τις ύβρεις και τους ονειδισμούς δεν μπορέσει, χρησιμοποιεί τους επαίνους και τη δόξα. Σαν νικηθεί με τη σωματική υγεία, φέρνει αρρώστιες στο κορμί. Όταν δεν κατορθώσει να μας ξεγελάσει με τις ηδονές, προσπαθεί να μας κάνει να ξεστρατίσουμε με αθέλητες ταλαιπωρίες. Φέρνει – ύστερα από παραχώρηση – βαρύτατες ασθένειες, ώστε εξαιτίας αυτών να ολιγοψυχήσουμε και έτσι να νοθευτεί η αγάπη προς το Θεό. Ακόμη κατατρώγει το κορμί με σφοδρότατους πυρετούς και το θλίβει με ακατάσχετη δίψα.
Αν λοιπόν τα παθαίνεις αυτά επειδή έχεις αμαρτήσει, υπενθύμισε στον εαυτό σου τη μέλλουσα κόλαση και το αιώνιο πυρ και τις καταδικαστικές ποινές και δεν θα ολιγοψυχήσεις για αυτά που σου συμβαίνουν. Να χαρείς γιατί ενδιαφέρθηκε ο Θεός για σένα και έχε στο στόμα σου το γλυκύτατο εκείνο ρητό· «Με διάφορους τρόπους με παίδευσε ο Κύριος, αλλά τελικά δεν με παρέδωσε στον θάνατο». Αν ήσουν σαν το σίδερο, γνώριζε πως μόνο με τη φωτιά διώχνεις τη σκουριά. Αν πάλι ασθενείς, ενώ είσαι δίκαιος, μάθε πως ανεβαίνεις σε ακόμη υψηλότερα μέτρα. Κι αν ακόμη είσαι χρυσάφι, με τη φωτιά γίνεσαι γνησιότερος. Μήπως όμως σου δόθηκε σατανικός άγγελος να βασανίζει τη σάρκα σου; Να αγαλλιάσεις τότε από χαρά, άκου με ποιόν εξομοιώθηκες – έχεις αξιωθεί της μερίδας του Παύλου. Ή πάλι βασανίζεσαι από πυρετό και παιδεύεσαι με ρίγη; Λέει η Γραφή σχετικά· «Περάσαμε μέσα από φωτιές και θάλασσες και μας οδήγησες σε αναψυχή». Βρίσκεσαι τώρα στην πρώτη φάση; Περίμενε θάρθει και η δεύτερη. Καθώς ασκείς την αρετή να κραυγάζεις τα λόγια του αγίου που λέει· «Είμαι φτωχός και θλίβομαι από τους πόνους». Έτσι μέσα από αυτούς τους δυο τρόπους θλίψης θα γίνεις τέλειος, όπως λέει· «Μέσα από τη θλίψη με ύψωσες». Με αυτά τα γυμνάσματα λοιπόν να προπονήσουμε τις ψυχές μας, γιατί ο αντίπαλος βρίσκεται ήδη μπροστά μας».
5. Είπε ακόμη· «Όταν νηστεύεις, μη προφασιστείς αρρώστια, γιατί σε ίδιες αρρώστιες πέφτουν πολλές φορές και αυτοί που δεν νηστεύουν, Άρχισες το καλό; Μην κάνεις πίσω, αν σου ριχτεί ο εχθρός. Με την υπομονή σου θα τον τσακίσεις. Και οι ναυτικοί όταν καθώς ξανοίγονται με το πλοίο έχουν ευνοϊκό άνεμο και αφού απλώσουν τα πανιά συναντούν αντίθετο, τότε εξαιτίας αυτής της αναποδιάς δεν ρίχνουν μεμιάς την πραμάτεια τους στη θάλασσα. Αλλά, αφού ησυχάσουν για λίγο ή και έστω βγουν έκτος μάχης από την τρικυμία, πάλι συνεχίζουν την πορεία τους. Έτσι και εμείς λοιπόν και αν πέσει καταπάνω μας ενάντιος αγέρας, αντί για πανί να σηκώσουμε ψηλά τον Σταυρό και άφοβα στο υπόλοιπο ταξίδι να πλεύσουμε».
6. Είπε η ίδια· «Είναι επικίνδυνο να διδάσκει ένας που δεν έχει προχωρήσει στην πράξη της αρετής. Όπως δηλαδή καθώς κάποιος έχει σπίτι ετοιμόρροπο και δεχθεί σ’ αυτό φιλοξενούμενους, θα τους κάνει κακό με την πτώση των τοίχων, έτσι και εκείνοι οι οποίοι δεν κατάρτισαν πρώτα τους εαυτούς τους, θα προξενήσουν την απώλεια σε όσους προσέρχονται σε αυτούς. Γιατί με τα λόγια βέβαια τους προσκάλεσαν στο δρόμο της σωτηρίας, με την κακή τους όμως συμπεριφορά θα βλάψουν τελικά τους αγωνιστές».
7. Είπε πάλι· «Καλό είναι να μη οργίζεται κανείς. Αλλά και αν συμβεί αυτό, γνώριζε πως ούτε μιας ημέρας καιρό δεν σου παραχώρησε για το πάθος, εκείνος που είπε· «Ας μη σας προλάβει οργισμένους η δύση του ήλιου». Εσύ όμως περιμένεις να σε προλάβει η δύση της ζωής σου. Γιατί μισείς τον άνθρωπο που σε λύπησε; Δεν είναι αυτός που σε αδίκησε, αλλά ο διάβολος. Να μισήσεις την αρρώστια λοιπόν και όχι τον άρρωστο».
8. Είπε πάλι· «Όσο περισσότερο προοδεύει κάποιος αθλητής, τόσο και με ισχυρότερο αντίπαλο συναγωνίζεται».
9. Είπε πάλι· «Έχει γραφεί· “Γίνετε συνετοί σαν τα φίδια και άμεμπτοι όπως τα περιστέρια”. Το να γίνετε συνετοί σαν τα φίδια λέχθηκε για να μη μας διαφεύγουν οι επιθέσεις και οι πονηριές του διαβόλου, γιατί το όμοιο από το όμοιο του αναγνωρίζεται πολύ γρήγορα. Το άμεμπτο όμως του περιστεριού υποδεικνύει την καθαρότητα των πράξεών μας».
10. Είπε πάλι· «Όπως ένας θησαυρός χάνεται σαν φανερωθεί, έτσι και η αρετή που αναγνωρίζεται και γίνεται ευρέως γνωστή εξαφανίζεται. Και ακόμη όπως το κερί λιώνει μπρος στη φωτιά, έτσι και η ψυχή εξαιτίας των επαίνων χαλαρώνει και σταματάει να αγωνίζεται».
11. Είπε πάλι· «Καθώς δεν είναι δυνατό στον ίδιο τόπο όπου υπάρχει αγριάδα να φυτρώσει σπόρος, έτσι είναι αδύνατο να κάνουμε καρπό ουράνιο όταν μας περιβάλλει η ανθρώπινη δόξα».
12. Είπε πάλι· «Παιδιά μου· όλοι θέλουμε να σωθούμε, όμως εξαιτίας της δικής μας αμέλειας απομακρυνόμαστε τελικά από τη σωτηρία».
13. Είπε επίσης· «Ας είμαστε προσεκτικοί, γιατί οι κλέφτες μπαίνουν και χωρίς να το θέλουμε διαμέσου των σωματικών μας αισθήσεων. Πώς είναι δυνατό να μη μαυρίσει ένα σπίτι από τους καπνούς που θα σηκωθούν έξω αν έχει ανοιχτά παράθυρα;».
14. Είπε πάλι· «Δεν πρέπει σ’ αυτή τη ζωή να ξενοιάσουμε, όπως λέει και η Γραφή· «Αυτός που νομίζει πως στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει». Πλέουμε σαν το καράβι στο άγνωστο, άλλωστε η ζωή μας έχει χαρακτηριστεί ως θάλασσα από τον ψαλμωδό. Όμως η θάλασσα αλλού είναι γεμάτη υφάλους, αλλού είναι φουρτουνιασμένη και αλλού πάλι γαλήνια. Εμείς λοιπόν θεωρούμε πως πλέουμε εκεί που είναι γαληνεμένη η θάλασσα, ενώ για τους κοσμικούς εκεί που έχει τρικυμία. Ακόμη πως ταξιδεύουμε μέσα στην ημέρα και μας οδηγεί ο ήλιος της δικαιοσύνης. Όμως είναι ενδεχόμενο πολλές φορές ο κοσμικός άνθρωπος που ταξιδεύει μέσα στο σκοτάδι και την κακοκαιρία, αν ξαγρυπνήσει, να σώσει το πλοίο του, ενώ εμείς που είμαστε μέσα στη γαλήνη, εάν από αμέλεια αφήσουμε το πηδάλιο των αρετών, να βυθιστούμε».
15. Είπε πάλι· «Όπως είναι αδύνατο χωρίς καρφιά να κατασκευαστεί ένα πλοίο, έτσι αποκλείεται να σωθεί κανείς δίχως την ταπεινοφροσύνη».
16. Είπε πάλι· «Υπάρχει λύπη ωφέλιμη, αλλά υπάρχει και λύπη που προξενεί βλάβη. Η ωφέλιμη λύπη είναι όταν θλίβεται κανείς για τις αμαρτίες του, ώστε να μην χάσει την καλή του πρόθεση για σωτηρία, ή όταν στενοχωρείται για την πνευματική ασθένεια των γύρω του, φτάνοντας με αυτό τον τρόπο στην τέλεια αρετή. Η λύπη όμως που προέρχεται από τον εχθρό είναι γεμάτη παραλογισμό, γι’ αυτό και ονομάστηκε από μερικούς ακηδία. Αυτήν την κατάσταση πρέπει να την απομακρύνει κανείς με την προσευχή και την ψαλμωδία».
17. Αυτός που μέσα στη μύτη του έχει τη δική του δυσωδία, δεν αισθάνεται άλλη μυρωδιά, έστω και αν σταθεί πάνω από όλα τα πτώματα.
 (Δ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν». Διηγήσεις αγ. Μητέρων της ερήμου- επιλογή).

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Υπέρ της ημετέρας Σωτηρίας

Epistula ad Liberium


Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας ἀντίγραφον ὃ ἔγραψε Λιβερίῳ ἀρχιεπισκόπῳ Ῥώμης, ὅτι τέλειον ἄνθρωπον ἀνέλαβεν ὁ θεὸς Λόγος ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας σωτηρίας.


Εἷς θεὸς ἀθάνατος, ἀόρατος, ἀψηλάφητος· «Πνεῦμα γὰρ ὁ θεός», οὗτος ἀχώρητος μὴ ἔχων τόπον, ὅπου οὐκ ἔστιν. ὁ τούτου Λόγος ἀθάνατος,  σοφία ἄφθαρτος, ἀόρατος, τούτου καλεῖται  υἱὸς πρωτότοκος,  συνεργός, ἄναρχος,  ἀψηλάφητος,  «μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν ἔχων μήτε τέλος ζωῆς» προσδοκῶν. «διὰ τούτου ἐγένετο τὰ πάντα καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν». οὗτος ὁ πλάσας τὸν ἄνθρωπον· οὗτος ὁ τὴν κιβωτὸν δείξας, πῶς ἵνα γένηται· οὗτος ὁ τὴν ἐπαγγελίαν δοὺς τῷ Ἀβραάμ· οὗτος ὁ καταβὰς ἐπὶ τῷ σῶσαι τὸν λαόν, ὁ Μωσεῖ τὸν νόμον δούς· οὗτος «ὁ θεὸς Ἀβραὰμ καὶ θεὸς Ἰσαὰκ καὶ θεὸς Ἰακώβ», «ὁ ἐν τοῖς προφήταις λαλήσας», ὁ διαθέμενος τὴν παλαιὰν  καὶ τὴν καινὴν διαθήκην· ὁ «ἐπὶ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν» σάρκα ἐκ παρθένου λαβὼν θνητὴν οὐκ αὐτὸς ὢν θνητός, ἀσθενῆ οὐκ αὐτὸς ἀσθενής, ὀφειλομένην  θανάτῳ οὐκ αὐτὸς ὀφειλόμενος, ὁρατὴν οὐκ αὐτὸς ὁρατός· αὕτη ἐκρεμάσθη οὐκ αὐτός, αὕτη ἐτάφη οὐκ αὐτός, αὕτη πάντα τὰ ἀνθρώπινα πάθη ὡς ἄνθρωπος ὑπέμεινεν οὐκ αὐτός· ἐκεῖνος δὲ δύναμις  θεοῦ,  τουτέστι  θεός.
  ὁ τὰ ἄλυτα  τοῦ ἅδου λύσας καὶ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καταργήσας ἀνέβη ὅθεν καὶ κατέβη· ἐγείρας ἐκεῖνο τὸ ταφὲν προσήνεγκε τῷ πατρί, ἐλευθερώσας, οὗ ἐκράτει, τοῦ θανάτου. ἐν τούτῳ τὸν πατέρα νοοῦμεν–ἓν γὰρ καὶ ταὐτὸ τῇ θεότητι, τῇ δυνάμει, τῇ οὐσίᾳ, τῇ ὑποστάσει, τῇ δόξῃ, τῷ ὀνόματι τοῦ θεοῦ–καὶ αὐτὸν τὸν υἱὸν ἐν τῷ πατρί. οὗτος ὁ μετὰ τὸ λαβεῖν τὴν σάρκα Ἰησοῦς κληθείς, καθότι καὶ ἄνθρωπος, τουτέστιν ἀνέλαβεν ἄνθρωπον ἐν ἑαυτῷ, «ἐν ᾧ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος οἰκεῖ σωματικῶς».  τοῦτον  ἔχομεν οὐ διακεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ πατρὸς ἢ τοῦ ἁγίου πνεύματος οὐδὲ τὸν πατέρα λέγοντες καταβεβηκέναι καὶ ἐν ἀνθρώπῳ  γενέσθαι. οὕτως εἷς θεὸς παντοκράτωρ παρ' ἡμῖν πιστεύεται.  καὶ διὰ τοῦτο ἡ πίστις ἡμῶν  ἐστὶν εἰς ἕνα θεόν,  πατέρα παντοκράτορα,  καὶ εἰς τὸν υἱὸν αὐτοῦ  τὸν  κύριον  ἡμῶν  Ἰησοῦν  Χριστὸν καὶ  εἰς  τὸ ἅγιον  πνεῦμα·  ταῦτα  δὲ ἐξ ἑνότητος μιᾶς θεότητος, μιᾶς δυνάμεως, μιᾶς ὑποστάσεως, μιᾶς οὐσίας, μιᾶς δοξολογίας,  μιᾶς κυριότητος,  μιᾶς βασιλείας, μιᾶς εἰκόνος τῆς τριάδος ὁμοούσιον,
«δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο». οὕτως καὶ σαρκὸς ἀνάστασιν πιστεύομεν τουτέστιν «τοῦ σώματος ἡμῶν» κατὰ τὰς ἁγίας γραφάς, τοῦ φθαρτοῦ καὶ θνητοῦ αὐτοῦ μεταβαλλομένου εἰς ἀφθαρσίαν καὶ ἀθανασίαν ὑπὸ τοῦ θεοῦ. ἀμήν.



Ἔλεγχος της ὑποκρίσεως




Refutatio hypocriseos Meletii et Eusebii

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


Ἔλεγχος τῆς ὑποκρίσεως τῶν περὶ Μελέτιον, καὶ Εὐσέβιον τὸν Σαμοσατέα κατὰ τοῦ Ὁμοουσίου.


Ἄνθρωπος καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ γέγονε, καὶ ἔστιν οὐ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος· τὸ γὰρ ὅμοιόν τινι  οὐκ ἔστιν αὐτὸ ἐκεῖνο,  ᾧ ὁμοιοῦται.  Ὡς καὶ τὸ, ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ καὶ σπέρματι, καὶ οὐδὲν τούτων  ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· καὶ, ὅμοιος ἀνθρώπῳ  οἰκοδεσπότῃ ὁ μαθητευθεὶς τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν,  ἀλλ' οὐκ οἰκοδεσπότης οὗτος· καὶ ἕτερα τοιαῦτα πολλά.  Ὅμοια δὲ καὶ ἐν τοῖς σώμασι, λύκος κυνὶ, ἀλλ' οὐ κύων ἐστί· καὶ κασσίτερος ἀργύρῳ, ἀλλ' οὐκ ἄργυρος· χαλκὸς χρυσῷ, ἀλλ' οὐ χρυσός· καὶ κόκκινον αἵματι, ἀλλ' οὐχ αἷμα· καὶ γύψος χιόνι, ἀλλ' οὐ χιών· καὶ ἄλλα διάφορα τοιαῦτα θεωρεῖται.  Θεῷ οὖν οὐχ ὅμοιος ὁ Υἱὸς, Θεὸς ὢν, ἀλλ'  ἓν  καὶ  τοῦτο·  ὡς  γέγραπται·  «Ἐγὼ  καὶ  ὁ  Πατὴρ ἕν  ἐσμεν.»  Καὶ θεότητα ἡρμήνευσε τὴν ἑνότητα· θεότητα δὲ οὐχ οἵαν τῶν θεοποιηθέντων· ἅτε δὴ ἀντιτιθεὶς αὐτὴν πρὸς ἐκείνην, ὡς ἔχει τὸ λόγιον τοῦ Κυρίου· Θεὸς γάρ ἐστιν, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ γενόμενος· καὶ Θεὸς ὀνομαζόμενος τῇ ὁμοιώσει, οὐ τῇ φύσει· ὁμοιωμένην ἔχων Θεῷ τὴν οὐσίαν· καὶ δὴ καὶ προκόπτων ἐν τῇ ὁμοιότητι· καθ' ἣν ἤδη φύσιν, «Τέκνα Θεοῦ ἐσμεν,» καὶ «Ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα.»
Ὅπου δὲ ἡ οὐσία ἡ αὐτὴ, οὐ προκόπτει οὐσία εἰς τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον, ἀλλὰ ἄνθρωπος μὲν οὕτως, ὁ δὲ Κύριος ὁ αὐτὸς ἀεί· καὶ οὐ ποτὲ μὲν ἥττων,  ποτὲ δὲ μείζων,  ὡς Θεός· «Ἰησοῦς, φησὶν,  χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.»  Ὁ τοίνυν ἀναιρῶν, τὸ εἶναι τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ, λέγων δὲ ὅμοιον, ἀναιρεῖ τὸ εἶναι Θεόν. Ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ ἐξηγούμενος τὸ ὁμοούσιον, ὡς ὅμοιον τῇ οὐσίᾳ, ἑτέραν τὴν
οὐσίαν λέγει, Θεῷ δὲ ὁμοιωμένην. Οὐ τοίνυν οὐδὲ τὸ ἐκ τῆς οὐσίας εἶναι πρεπόντως λέγει,  μὴ φρονῶν  ὁμοούσιον, ὡς ἄνθρωπος ἐκ τῆς ἀνθρώπου οὐσίας. Εἰ δὲ μὴ, ὡς ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου κατ' οὐσίαν, ἐκ Θεοῦ ὁ Υἱὸς, ἀλλ' ὡς ἐν ὁμοιώματι, καθάπερ ἀνδριὰς  ἀνθρώπῳ,  ἢ ὡς  ἄνθρωπος  Θεῷ· δῆλός  ἐστιν  ὁ τοιοῦτος  ὁμοούσιον μὲν λέγων, ὁμοούσιον δὲ οὐ φρονῶν· οὐ γὰρ κατὰ τὴν συνήθειαν βούλεται τὸ ὁμοούσιον ἀκούεσθαι, ὅπερ ἐστὶν, ἐπὶ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς οὐσίας, ἀλλὰ παρὰ τὴν συνήθειαν· καὶ ἵνα  διαβάλλῃ  ταύτην,




  Ἑλληνικὴν  ῥῆσιν  εἰρηκέναι,  τὸ  ὁμοούσιον  ῥῆμα  τοῦ  ἐν Ἕλλησιν ἔθους ἐπ' οὐδενὶ ἑτέρῳ κείμενον,  ἢ ἐπὶ τῷ τὴν αὐτὴν φύσιν παραστῆσαι· ὅπερ δεῖ  πιστεῦσαι ἐπὶ  Πατρὸς, καὶ  Υἱοῦ, καὶ  ἁγίου  Πνεύματος.  Ἅμα τε οὖν  τὸ ὁμοούσιον οὗτος ἐκτρέπει, καὶ τὸ τῆς οὐσίας νόθως ὀνομάζει· ὡς ἔργον νοῶν,  οὐχ ὡς γέννημα,  καὶ διὰ τοῦτο  καὶ τὸ ἀπαθῶς  προστίθησι πιθανῶς·  οὐχ ἵνα  πάθους
ἀφέλῃ διαβολήν· τίς γὰρ καὶ λέγει Θεοῦ πάθος; ἀλλ' ἵνα ποιητὸν ἐκ Θεοῦ λέγῃ, καὶ μὴ γεννητὸν  ἐκ Θεοῦ προεληλυθότα· ὡς τῆς τοιαύτης  προόδου παθητικῆς  οὔσης· καθὰ δὲ λέγειν εἰώθασιν οἱ τὴν μὲν ἐκ τῆς οὐσίας πρόοδον ὡς πάθος ἐκβάλλοντες, ἢν δὲ λέγουσιν  ἐκ τῆς οὐσίας ποίησιν ὡς ἀπαθῆ συνιστῶντες.  Ὥσπερ εἰ καὶ τῆς ποιήσεως, εἰ ἀνθρωπίνως  λαμβάνοιτο,  κίνησιν ἐχούσης, καὶ τὸν ἐκ τῆς κινήσεως κάματον· ἅπερ ἀλλότρια δημιουργοῦντος Θεοῦ· ὅμως γοῦν, ὡς γέννησιν ἀπαθῆ διὰ τοιαύτης  ἐξηγήσεως  τὴν  τοῦ  Υἱοῦ νοοῦντες  πρόοδον,  τὸ  Πνεῦμα  ἀλλοτριοῦσι Πατρὸς καὶ Υἱοῦ· ὅτι μὴ γεννήσει ἡ τούτου πρόοδος, ἀλλὰ πνεύσει ὁμοιοῦται διὰ τὴν μετάληψιν,  ὡς πνοῆς ἐκ στόματος ἐρχομένης καὶ τὸν μεταλαμβάνοντα ἁγιαζούσης, καθὰ δὴ λέγεται  πνεύματος.  Ἦν δὲ ἀδύνατον  ἐν τῇ τῆς Τριάδος δόξῃ τὸ Πνεῦμα δοξάζεσθαι, μὴ προοδικῶς ὂν ἐκ Θεοῦ δι' Υἱοῦ, ἀλλὰ ποιητικῶς ἐκ Θεοῦ γεγονὸς, ὡς λέγουσιν.  Οὐ γὰρ συνδοξάζεται ποίημα ποιητῇ,  οὐδὲ δοῦλος δεσπότῃ· οὐδὲ ἡ τῆς ἀλλοτρίας  Θεοῦ οὐσίας μέθεξις ἂν εἴη Θεοῦ· «Ἐν τούτῳ γὰρ,» φησὶν ὁ Ἰωάννης, «γινώσκομεν, ὅτι ἐν ἡμῖν ἐστιν, ἐκ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔδωκεν ἡμῖν.»

Είς το πάθος



Homilia de passione et cruce domini


ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ.

«Ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωσέως.» Ἄρτι δὲ τολμήσας κατὰ τοῦ Κυρίου, θεωρεῖ ἑαυτὸν ἐκβληθέντα τοῦ παντὸς,  καὶ ὑπὸ πάντων  καταπατούμενον, καὶ συντριβόμενον ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν· τό γε μὴν μέγα καὶ παράδοξον, ὅτι καὶ ἐπ' αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ κρεμαμένου τοῦ Κυρίου, (αὐτοῦ γὰρ ἦν τὸ σῶμα, καὶ ἐν αὐτῷ ἦν ὁ Λόγος·) ὁ μὲν ἥλιος ἐσκοτίσθη, ἡ δὲ γῆ ἐτρόμαξεν, αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη, καὶ πολλὰ σώματα τῶν προκεκοιμωμένων  ἀνέστη· καὶ οὐδεὶς, ὥσπερ νῦν Ἀρειανοὶ τολμῶσι, διελογίσατο εἰ δεῖ σαρκωθέντι τῷ Λόγῳ πείθεσθαι· ἀλλὰ  καὶ ἄνθρωπον  βλέποντες,  ἐπεγίνωσκον  αὐτὸν  ὄντα  δημιουργὸν αὐτῶν· καὶ ἀνθρωπίνης φωνῆς ἀκούοντες, οὐ διὰ τὸ ἀνθρώπινον ἔλεγον ὅτι ὁ Λόγος κτίσμα ἐστίν· ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἔτρεμον, καὶ οὐδὲν ἧττον ἐγίνωσκον,  ὅτι ἐκ ναοῦ ἁγίου  ἐφθέγγετο·  οὐ γὰρ κτίσμα ἡ κτίσις προσκυνεῖ· οὐδὲ πάλιν  διὰ τὴν  σάρκα, παρῃτεῖτο τὸν Κύριον ἑαυτῆς προσκυνεῖν, ἀλλὰ τὸν ἑαυτῆς δημιουργὸν ἔβλεπεν ἐν τῷ σώματι· καὶ ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ ἔκαμπτε καὶ κάμψει,  καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· οὐ γὰρ ἀδοξίαν ἤνεγκεν ἡ σὰρξ τῷ Λόγῳ· μὴ γένοιτο·
ἀλλὰ μᾶλλον αὕτη δεδό ξασται παρ' αὐτοῦ· οὐδὲ ἐπειδὴ δούλου μορφὴν ἀνέλαβεν ὁ ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων Υἱὸς, ἠλαττώθη τῆς θεότητος, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ αὐτὸς ἐλευθερωτὴς πά ης σαρκὸς καὶ πάσης κτίσεως γέγονεν· ὃς καὶ σταυρούμενος, ἐμαρτυρεῖτο ∆εσπότης τῆς κτίσεως· συστείλαντος μὲν ἡλίου τὰς ἀκτῖνας, καὶ τῆς γῆς τρεμούσης, τῶν δὲ πετρῶν σχιζομένων, καὶ τῶν δημίων ἐπιγνόντων, ὅτι ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἐστιν ὁ σταυρωθείς· οὐ γὰρ ἀνθρώπου τινὸς ἦν τὸ  βλεπόμενον  σῶμα,  ἀλλὰ  Θεοῦ· ἐν  ᾧ  τυγχάνων   καὶ  ὅτε  ἐσταυροῦτο,  ἤγειρε νεκρούς· ὅτε καὶ ὁ ἥλιος ἀγανακτῶν,  καὶ μὴ φέρων τὰς κατὰ τοῦ κοινοῦ πάντων ∆εσπότου  γενομένας  σωματικὰς  ὕβρεις,  ἃς  ἑκὼν  αὐτὸς  ὑπὲρ  ἡμῶν  ὑπέμεινεν, ἀπεστράφη· καὶ τὰς ἀκτῖνας συστείλας, τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἀνήλιον ἔδειξεν.



Ἔκθεσις ὁμολογίας της Καθολικής Πίστεως



Ὅστις ἂν βούληται σωθῆναι, πρὸ πάντων  χρὴ κρατεῖν τὴν καθολικὴν πίστιν· ἣν εἰ μὴ  εἷς  ἕκαστος  σώαν  καὶ  ἀμώμητον  τηρήσῃ,  ἄνευ  δισταγμοῦ  εἰς  τὸν  αἰῶνα ἀπολεῖται. Πίστις δὲ ἡ καθολικὴ αὕτη ἐστὶν, ἵνα ἕνα Θεὸν ἐν Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι  σεβώμεθα,  μήτε  συγ χέοντες  τὰς  ὑποστάσεις,  μήτε  τὴν  οὐσίαν  διαχωρί ζοντες. Ἄλλη γάρ ἐστιν ἡ ὑπόστασις τοῦ Πατρὸς, ἄλλη 28.1586.40 τοῦ Υἱοῦ, ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ Πατρὸς, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, μία ἐστὶν ἡ θεότης, μία ἐστὶν ἡ δόξα, συναΐδιος ἡ μεγαλειότης.  Οἷος ὁ Πατὴρ, τοιοῦτος ὁ Υἱὸς, τοιοῦτον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄκτιστος ὁ Πατὴρ, ἄκτιστος ὁ Υἱὸς, ἄκτιστον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον.  Ἀκατάληπτος ὁ Πατὴρ, ἀκατάληπτος  ὁ Υἱὸς, ἀκατάληπτον  καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Αἰώ νιος ὁ Πατὴρ, αἰώνιος ὁ Υἱὸς, αἰώνιον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Πλὴν  οὐ  τρεῖς   αἰώνιοι,   ἀλλ'   εἷς   αἰώνιος·   οὐδὲ   τρεῖς   ἄκτιστοι,   οὐδὲ   τρεῖς ἀκατάληπτοι,  ἀλλ' εἷς ἄκτιστος, εἷς ἀκατάληπτος.
Ὁμοίως παντοδύναμος  ὁ Πατὴρ, παντοδύναμος  ὁ Υἱὸς, καὶ παντοδύναμον  καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν  οὐ τρεῖς παντοδύναμοι,  ἀλλ' εἷς παντο δύναμος. Οὕτω Θεὸς ὁ Πατὴρ, Θεὸς ὁ Υἱὸς, Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς θεοὶ, ἀλλ' εἷς Θεός. Ὁμοίως Κύριος ὁ Πατὴρ, Κύριος ὁ Υἱὸς, Κύριον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς κύριοι, ἀλλ' εἷς ἐστι Κύριος Ὅτι ὡς ἰδίᾳ μίαν ἑκάστην ὑπόστασιν, Θεὸν καὶ Κύριον ὁμολογεῖν τῇ Χριστιανικῇ ἀληθείᾳ βιαζό  μεθα·  οὕτω  τρεῖς  θεοὺς  ἢ  τρεῖς  κυρίους  λέγειν,   τῇ  καθολικῇ  ἀληθείᾳ κωλυόμεθα.  Ὁ Πατὴρ ἀπ'  οὐδενός  ἐστιν,  οὔτε  μὴν  κτιστὸς,  οὔτε  ποιητὸς,  οὐδὲ γεννητός.   Ὁ Υἱὸς ἀπὸ  τοῦ  Πατρὸς μόνου  ἐστὶν,  οὐ  ποιη  τὸς,  οὐ  κτιστὸς,  ἀλλὰ γεννητός.  Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπὸ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ οὐ ποιητὸν, οὐ κτιστὸν, οὐδὲ γεννητὸν,  ἀλλ'  ἐκπορευτόν.  Εἷς οὖν ὁ Πατὴρ, οὐ τρεῖς πατέρες· εἷς Υἱὸς, οὐ τρεῖς υἱοί· ἓν Πνεῦμα ἅγιον, οὐ τρία πνεύματα τὰ ἅγια. Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ Τριάδι οὐδὲν πρότερον  ἢ  ὕστερον,  οὐδὲν  μεῖζον  ἢ  ἔλαττον,  ἀλλὰ  πᾶσαι αἱ  τρεῖς  ὑποστάσεις συναΐδιοί εἰσιν ἑαυταῖς καὶ ἴσαι. Ὥστε κατὰ πάντα (καθὼς εἴρηται) καὶ τὴν μονάδα ἐν Τριάδι, καὶ τὴν Τριάδα ἐν μονάδι σέβεσθαι δεῖ. Ὁ γοῦν  βουλόμενος  σωθῆναι, οὕτω  περὶ  Τριάδος φρονείτω.

 Πλὴν  ἀναγκαῖόν  ἐστι  πρὸς  τὴν  αἰώνιον σωτηρίαν,  ὅπως  καὶ  τὴν  ἐνσάρκωσιν  τοῦ  Κυρίου ἡμῶν  Ἰησοῦ  Χριστοῦ ὀρθῶς πιστεύσῃ. Ἔστι γὰρ πίστις ὀρθὴ, ἵνα πιστεύωμεν καὶ ὁμολογῶμεν, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπός ἐστι. Θεὸς ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς πρὸ αἰώνων γεννη θεὶς, καὶ ἄνθρωπος ἐκ τῆς οὐσίας τῆς Μητρὸς ἐν τῷ αἰῶνι τεχθείς.  Τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος  ἄνθρωπος,  ἐκ ψυχῆς  λογικῆς  καὶ ἀνθρωπίνης σαρκὸς ὑφιστάμενος.  Ἴσος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, ἐλάττων  τοῦ Πατρὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα.  Ὃς, εἰ καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπός ἐστιν, οὐ δύο ὅμως, ἀλλ' εἷς ἐστι Χριστός. Εἷς δὲ οὐ τροπῇ τῆς θεότητος εἰς σάρκα, ἀλλὰ προσλήψει τῆς ἀνθρωπότητος εἰς Θεόν. Εἷς πάντως οὐ συγχύσει τῆς οὐσίας, ἀλλ' ἑνότητι τῆς ὑποστάσεως. Καὶ γὰρ ὡς ἡ ψυχὴ λογικὴ καὶ ἡ σὰρξ εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω καὶ ὁ θεάνθρωπος εἷς ἐστι Χριστός. Ὃς ἔπαθε διὰ τὴν σωτηρίαν ἡμῶν, καὶ κατῆλθεν εἰς ᾅδου, ἀνέστη ἐν τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἀνῆλθεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς, κάθηται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς παντοκράτορος,  ὅθεν  ἥξει  κρῖναι  ζῶντας  καὶ  νεκρούς.  Οὗ τῇ  παρουσίᾳ πάντες οἱ ἄνθρωποι ἀναστήσονται μετὰ τῶν σωμάτων αὐτῶν,  καὶ ἀποδώσουσιν ἐξ ἰδίων ἔργων ἀπολογίαν.  Καὶ οἱ τὰ ἀγαθὰ πράξαντες πορεύσονται εἰς ζωὴν αἰώνιον· οἱ δὲ φαῦλα εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.  Αὕτη ἐστὶν ἡ καθολικὴ πίστις, ἣν ἐὰν μή τις ἐκ πίστεως βεβαίως πιστεύσῃ, σωθῆναι οὐ δυνή σεται. Εἴ τις βούλοιτο σωθῆναι,  πρὸ πάντων αὐτῷ χρεία κρατῆσαι τὴν ὀρθόδοξον πίστιν· ἣν ἐὰν μή τις ἀμό λυντον καὶ ἄφθορον  τηρήσῃ, αἰώνιον  εὑρήσει τὴν  ἀπώλειαν.  Πίστις οὖν  ἡ ὀρθόδοξος αὕτη ἐστὶν, ἵνα ἕνα Θεὸν ἐν. Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι σέβωμεν, μήτε συγχέοντες τὰς ὑποστάσεις, μήτε τὴν οὐσίαν διαιροῦντες.

Ἄλλη γὰρ ὑπόστασις τοῦ Πατρὸς, ἄλλη τοῦ Υἱοῦ, ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μία ἐστὶν ἡ θεότης, ἓν τὸ κράτος, μία ἐξουσία, μία βασιλεία, ἴση ἡ δόξα, ἴση ἡ μεγαλωσύνη καὶ αἰώνιος.  Οἷος ὁ Πατὴρ, τοιοῦτος ὁ Υἱὸς, τοιοῦτον  τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄκτιστος ὁ Πατὴρ, ἄκτιστος ὁ Υἱὸς, ἄκτιστον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ οὐ τρεῖς ἄκτιστοι,  ἀλλ'  εἷς ἄκτιστος.  Παντοκράτωρ ὁ Πατὴρ, παντοκράτωρ  ὁ Υἱὸς, παντοκράτωρ  τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον·  καὶ οὐ τρεῖς  παντο  κράτορες,  ἀλλ'  εἷς παντοκράτωρ. Αἰώνιος ὁ Πατὴρ, αἰώνιος ὁ Υἱὸς, αἰώνιον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ οὐ τρεῖς  αἰώνιοι,  ἀλλ'  εἷς  αἰώνιος.  Παντοδύναμος  ὁ Πατὴρ, παντοδύναμος  ὁ Υἱὸς, παντοδύναμον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ οὐ τρεῖς παντοδύναμοι,  ἀλλ' εἷς παντοδύναμος.  Οὕτω Θεὸς ὁ Πατὴρ, Θεὸς ὁ Υἱὸς, Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ οὐ τρεῖς θεοὶ, ἀλλ' εἷς ἐστι Θεός. Κύριος ὁ Πατὴρ, Κύριος ὁ Υἱὸς, Κύριος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ οὐ τρεῖς κύριοι, ἀλλ' εἷς ἐστι Κύριος. Καὶ ὥσπερ μοναδικῶς μίαν ἑκάστην ὑπόστασιν Θεὸν καὶ Κύριον ὁμολογεῖν  Χριστιανικῇ ἀληθείᾳ  συνηγοροῦμεν,  οὕτω τρεῖς θεοὺς ἢ τρεῖς κυρίους λέ γειν οὐ συναινοῦμεν, ἀλλὰ παντελῶς ἀπαγορεύομεν. Πατὴρ γὰρ παρ' οὐδενός ἐστι ποιητὸς, οὐ κτιστὸς, ἀλλ' ἀγέννητος.  Ὁ Υἱὸς ἀπὸ τοῦ Πατρός ἐστιν οὐ ποιητὸς, οὐ κτιστὸς, ἀλλὰ γεννητός.  Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπὸ τοῦ Πατρός ἐστιν οὐ ποιητὸν,  οὐ κτιστὸν, οὐ γεννητὸν,  ἀλλ' ἐκπορευτόν.


 Εἷς λοιπὸν ὁ Πατὴρ, οὐ τρεῖς πατέρες· εἷς Υἱὸς, οὐ τρεῖς υἱοί· ἓν Πνεῦμα ἅγιον, οὐ τρία πνεύματα ἅγια. Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ Τριάδι οὐδεὶς πρῶτος ἢ ἔσχατος, οὐδεὶς μέγας ἢ μι κρός· ἀλλὰ αἱ τρεῖς ὑποστάσεις αἰώνιοί τέ εἰσι καὶ ἴσαι εἰς πάντα, ὡς προείρηται. Μονάδα γοῦν ἐν Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι πᾶς Χριστιανὸς εὐσεβείσθω· καὶ οὕτω περὶ τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ καὶ ὁμοουσίου Τριάδος δοξαζέτω. Ἀναγκαῖον δέ ἐστι καὶ τὴν σάρκωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀρθῶς πιστεύειν. Ἔστι γοῦν ἡ πίστις ὀρθὴ, ἵνα πιστεύωμεν καὶ ὁμολογῶμεν,  ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ τοῦ  Θεοῦ Υἱὸς, Θεὸς καὶ  ἄνθρωπός  ἐστι.  Θεός ἐστιν  ἐκ  τῆς  οὐσίας Πατρὸς [al. ἄκτιστός ἐστι καὶ οὐσία Πατρὸς], ἄνθρωπός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τῆς Μητρός. Ἐπειδὴ γὰρ ἁμαρτήσας ὁ Ἀδὰμ θανάτῳ  τὸ γένος τῶν  ἀνθρώπων  ὑπέβαλε,  καὶ τὴν φύσιν ἡμῶν ὑπεύθυνον τῷ χρέει πεποίηκεν· ὁ Υἱὸς λοιπὸν τοῦ ἀοράτου Πατρὸς καὶ Θεοῦ, τῶν οὐρανῶν οὐκ ἐκστὰς, πρὸς ἡμᾶς κατῆλθε· καὶ δι' ἀκοῆς εἰσδὺς τὴν νηδὺν τῆς ἁγίας Παρθένου, μυστικῶς τὴν  κυοφορίαν  εἰργάσατο, ἐνδὺς τὴν  ἡμετέραν φύσιν κατ'  ἄκραν  ἕνωσιν·  Θεὸς ὁμοῦ  καὶ  ἄνθρωπος  προελθὼν,   οὕτω  τὴν  καθ'  ἡμᾶς οἰκονομίαν  ἐπλήρωσε  δι'  ἄφατον  ἔλεον.  Καὶ τέλειος  Θεὸς ὢν,  γέγονε  τέλειος ἄνθρωπος,  μὴ τραπεὶς,  μὴ ἀλλοιωθεὶς  τὴν  ὑπερούσιον καὶ ἄφραστον οὐσίαν τῆς αὐτοῦ θεότητος, ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ ἀνθρωπίνης σαρκὸς οὐσιωθείς· αὐτὸς ἑαυτῷ σὺν τῷ συμφυεῖ αὐτοῦ παναγίῳ  Πνεύματι δημιουργήσας τὴν παναγίαν  τῆς σαρκὸς πρόσληψιν, τελείαν οὐσίαν ἀνθρωπίνην ἐνυπόστατον αὐτῷ καὶ ἀδιαίρετον ἐξ αὐτοῦ, ἁμαρτίας ἀμέθεκτον· ἐκ τῶν παρθενικῶν  ἁγνῶν αἱμάτων τῆς Θεομήτορος συμπαγέντος τοῦ σώματος, χωρίς τινος θελήματος ἢ ἐννοήματος σαρκικοῦ· τῆς δὲ ψυχῆς ἀΰλως κτισθείσης, νοερᾶς, λογικῆς, θελητικῆς, ἐνεργητικῆς, ὅλης τεθεαμένης σὺν τῇ σαρκὶ, ἐξ αὐτῆς ἀρχῆς, ἐκ πρώτης ὑπάρξεως, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν τὸν Θεὸν Λόγον ἄκραν ἕνωσιν, ἀσύγχυτον καθ' ὑπόστασιν. Ἴσος οὖν ἐστι τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα,  ἐλάττων  δὲ  τοῦ  Πατρὸς κατὰ  τὴν  ἀνθρωπότητα.   Καὶ ὄντως  ἀληθινὸς ὑπάρχει  Θεὸς καὶ  ἄνθρωπος·  ὅμως  οὐ δύο,  ἀλλ'  εἷς  ἐστιν  ὁ Χριστός· εἷς  δὲ οὐ τραπεῖσα ἡ σὰρξ, ἀλλὰ ἀναληφθεῖσα εἰς τὸν Θεόν· εἷς ὁλικῶς οὐ συγχύσει οὐσιῶν, ἀλλ'  ἑνώσει τὸ καθ' ὑπόστασιν. Καὶ γὰρ ὥσπερ ψυχὴ λογικὴ καὶ σὰρξ εἷς ὑπάρχει ἄνθρωπος, οὕτω καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος εἷς ἐστιν ὁ Χριστός. Ὃς ἔπαθε τῇ σαρκὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, ἀπαθοῦς τῆς θεότητος μενούσης· καὶ ταφεὶς,  καὶ ἀναστὰς, καὶ  ἀναληφθεὶς   εἰς  τοὺς  οὐρανοὺς,  ἐκάθισεν  ἐκ  δεξιῶν  τοῦ  Θεοῦ καὶ  Πατρός. Ἐκεῖθεν δὲ πάλιν ἐρχόμενος κρινεῖ ζῶντας καὶ νεκρούς. Οὗ τῇ παρουσίᾳ πάντες οἱ ἀπ'  αἰῶνος  κεκοιμημένοι  ἄνθρωποι  ἀναστήσονται,  λόγον  ἀποδοῦναι  περὶ  τῶν πράξεων αὐτῶν. Καὶ οἱ μὲν τὰ ἀγαθὰ πράξαντες, πορεύσονται τῷ κελεύσματι αὐτοῦ εἰς αἰώνιον  ζωήν· οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες,  πορεύσονται εἰς αἰωνίους  κολάσεις. Αὕτη τοίνυν  ἐστὶν ἡ ὀρθόδοξος πίστις,  ἣν ὁ μὴ τηρήσας ἀμώμητον, σωθῆναι οὐ δύναται.


Ἔκθεσις ὁμολογίας τῆς καθολικῆς πίστεως τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας.



 Symbolum "quicumque"


ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ.


Εἴ τις θέλει σωθῆναι, πρὸ πάντων χρὴ αὐτῷ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν· ἣν εἰ μή τις ὑγιῆ καὶ ἄμωμον τηρήσειε, πάσης ἀμφιβολίας ἐκτὸς εἰς τὸν αἰῶνα ἀπολεῖται. Πίστις δὲ  καθολικὴ  αὕτη  ἐστὶν,  ἵνα  ἕνα  Θεὸν ἐν  Τριάδι,  καὶ  Τριάδα ἐν  μονάδι σέβωμεν, μήτε συγχέοντες  τὰ πρόσωπα, μήτε τὴν οὐσίαν διαιροῦντες.  Ἄλλη  γάρ ἐστιν ἡ τοῦ Πατρὸς ὑπόστασις, ἄλλη τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀλλὰ Πατρὸς, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, μία ἐστὶ θεότης, ἴση δόξα, συνδιαιωνίζουσα ἡ μεγαλειότης. Οἷος ὁ Πατὴρ, τοιοῦτος καὶ ὁ Υἱὸς, τοιοῦτον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄκτιστος  ὁ Πατὴρ, ἄκτιστος  ὁ Υἱὸς, ἄκτιστον  καὶ τὸ ἅγιον  Πνεῦμα. Ἄμετρος  ὁ Πατὴρ, ἄμετρος ὁ Υἱὸς, ἄμετρον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Αἰώνιος ὁ Πατὴρ, αἰώνιος ὁ Υἱὸς, αἰώνιον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Καὶ ὅμως οὐ τρεῖς αἰώνιοι, ἀλλ' εἷς αἰώνιος· ὥσπερ οὐ τρεῖς ἄκτιστοι,  οὐδὲ τρεῖς ἄμετροι,  ἀλλ'  εἷς ἄκτιστος,  καὶ εἷς ἄμετρος. Ὁμοίως παντοκράτωρ ὁ Πατὴρ, παντοκράτωρ ὁ Υἱὸς, παν τοκράτωρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ ὅμως οὐ τρεῖς παντοκράτορες, ἀλλ' εἷς παντοκράτωρ. Οὕτω Θεὸς ὁ Πατὴρ, Θεὸς ὁ Υἱὸς, Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· ἀλλ'  ὅμως οὐ τρεῖς θεοὶ,  ἀλλ'  εἷς Θεός. Ὡσαύτως Κύριος ὁ Πατὴρ, Κύριος ὁ Υἱὸς, Κύριος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ ὅμως οὐ τρεῖς κύριοι, ἀλλ' εἷς ἐστι Κύριος. Ὅτι, ὥσπερ μοναδικῶς ἑκάστην ὑπόστασιν Θεὸν καὶ Κύ ριον ὁμολογεῖν Χριστιανικῇ ἀληθείᾳ ἀναγκαζόμεθα, οὕτω τρεῖς θεοὺς ἢ τρεῖς κυρίους λέγειν καθολικῇ εὐσεβείᾳ κωλυόμεθα. Ὁ Πατὴρ ὑπ' οὐδενός ἐστι πεποιημένος,  οὔτε δεδημιουργημένος,  οὔτε γεγεννημένος.  Ὁ Υἱὸς ἀπὸ μόνου τοῦ Πατρός ἐστιν  οὐ πεποιημένος, οὐδὲ δεδημιουργημένος, ἀλλὰ γεγεννημένος. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπὸ τοῦ Πατρὸς οὐ πεποιημένον, οὔτε δεδημιουργημένον,  οὔτε γεγεννημένον, ἀλλ' ἐκπορευτόν.

 Εἷς οὖν ἐστι Πατὴρ, οὐ τρεῖς πατέρες· εἷς Υἱὸς, οὐ τρεῖς υἱοί· ἓν Πνεῦμα ἅγιον, οὐ τρία πνεύματα ἅγια. Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ Τριάδι οὐδὲν πρῶτον  ἢ ὕστερον, οὐδὲν  μεῖ ζον ἢ ἔλαττον,  ἀλλ'  ὅλαι αἱ τρεῖς ὑποστάσεις συν διαιωνίζουσαι ἑαυταῖς εἰσι καὶ ἴσαι. Οὕτως, ἵνα διὰ πάντων,  ὥσπερ ἤδη προείρηται, καὶ Τριὰς ἐν μονάδι, καὶ μονὰς ἐν Τριάδι λατρεύηται.  Ὁ θέλων οὖν σωθῆναι οὕτω περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος νοείτω. Ἀλλ' ἀναγκαῖον δέ ἐστι πρὸς αἰωνίαν σωτηρίαν, ἵνα καὶ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ βεβαίως πιστεύῃ. Ἔστιν οὖν πίστις ὀρθὴ, ἵνα πιστεύωμεν καὶ ὁμολογῶμεν, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰη σοῦς Χριστὸς, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς, Θεὸς καὶ ἄνθρωπός ἐστι. Θεός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς, πρὸ αἰώνων  γεννηθείς·  καὶ  ἄνθρωπός  ἐστιν  ἐκ  τῆς  οὐ  σίας τῆς  μητρὸς,  ἐν  χρόνῳ γεννηθείς.  Τέλειος Θεὸς, καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ ἀνθρω πίνης σαρκὸς ὑποστάς· ἴσος τῷ  Πατρὶ κατὰ τὴν  θεότητα,  ἥττων  τοῦ Πατρὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα.  Ὃς, εἰ καὶ Θεὸς ὑπάρχει καὶ ἄνθρωπος,  ὅμως οὐ δύο, ἀλλ'  εἷς ἐστι Χριστός· εἷς δὲ οὐ τροπῇ θεότητος εἰς σάρκα, ἀλλὰ προσλήψει ἀνθρωπότητος  εἰς θεότητα. Εἷς καθόλου οὐ συγχύσει φύσεων,  ἀλλ'  ἑνώσει ὑπο στάσεων· ὥσπερ γὰρ ψυχὴ λογικὴ καὶ σὰρξ εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω Θεὸς καὶ ἄνθρωπος εἷς ἐστι Χριστός· ὁ παθὼν διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, καὶ κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἀνελθὼν  εἰς τοὺς οὐρανοὺς, καὶ καθήμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς τοῦ παν τοκράτορος, ὅθεν ἐλεύσεται κρῖναι  ζῶντας  καὶ νε κρούς.  Οὗ τῇ ἐλεύσει πάντες  ἄνθρωποι  ἀναστήσονται  σὺν τοῖς  ἑαυτῶν  σώμασιν ἀποδώσοντες περὶ τῶν ἰδίων ἔργων λόγον· καὶ οἱ καλὰ πράξαντες εἰσελεύ σονται εἰς ζωὴν αἰώνιον, οἱ δὲ κακὰ εἰς πῦρ αἰώνιον. Αὕτη ἐστὶν ἡ καθολικὴ πίστις, ἣν εἰ μή τις πιστῶς  τε  καὶ  βεβαίως  πιστεύσῃ,  σωθῆναι  οὐ δυνήσεται.
 Τοῦ ἐν  ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ μεγάλου ὁμολογία τῆς καθολικῆς πίστεως, ἢν ἔδωκε πρὸς  Ἰούλιον   πάπαν  Ῥώμης.   Τῷ  θέλοντι   σωθῆναι  πρὸ  πάντων   ἀνάγκη  τὴν καθολικὴν πίστιν κατέχειν· ἣν εἰ μή τις ἀκεραίαν καὶ ἀπαράθραυστον συντηρήσειεν, ἀναμφιβόλως εἰς τὸν αἰῶνα ἀπολεῖται. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ καθολικὴ πίστις, ἕνα Θεὸν ἐν Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι σέβειν ἡμᾶς, μήτε τὰ πρόσωπα συγχέοντας, μήτε τὴν οὐσίαν διαιροῦντας.  Ἄλλο γάρ ἐστι τὸ τοῦ Πατρὸς πρόσωπον,  ἄλλο τὸ τοῦ Υἱοῦ, ἄλλο  τὸ  τοῦ  ἁγίου  Πνεύματος.  Ἀλλὰ  τοῦ  Πατρὸς καὶ  τοῦ  Υἱοῦ καὶ  τοῦ  ἁγίου Πνεύματος μία ἐστὶ θεότης, ἴση δόξα, συναΐ διος μεγαλειότης. Οἷος ὁ Πατὴρ, τοιοῦτος ὁ Υἱὸς, τοιοῦτον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄκτιστος ὁ Πατὴρ, ἄκτιστος ὁ Υἱὸς, ἄκτιστον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄπειρος ὁ Πατὴρ, ἄπειρος ὁ Υἱὸς, ἄπειρον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἀΐδιος ὁ Πατὴρ, ἀΐδιος ὁ Υἱὸς, ἀΐδιον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Οὐ μὴν τρεῖς ἀΐδιοι, ἀλλ' εἷς ἀΐδιος.


  Οὕτως οὐδὲ τρεῖς ἄκτιστοι,  οὔτε τρεῖς ἄπειροι,  ἀλλ'  εἷς ἄκτιστος,  εἷς ἄπειρος. Ὁμοίως παντοδύνα μος ὁ Πατὴρ, παντοδύναμος ὁ Υἱὸς, παντοδύναμον  τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· οὐ μὴν τρεῖς παντοδύναμοι, ἀλλ' εἷς παντοδύναμος. Οὕτω καὶ Θεὸς ὁ Πατὴρ, Θεὸς ὁ Υἱὸς, Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· οὐ μὴν τρεῖς θεοὶ, ἀλλ'  εἷς Θεός. Οὕτω Κύριος ὁ Πατὴρ, Κύριος ὁ Υἱὸς, Κύριος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· οὐ μὴν τρεῖς κύριοι,  ἀλλ'   εἷς  Κύριος· ἐπεὶ  καθὼς  ἕκαστον  τῶν  προσώπων  Θεὸν  ἢ  Κύριον ὁμολογεῖν  ὑπὸ τῆς Χριστιανικῆς ἀληθείας ἀναγκαζόμεθα,  οὕτω καὶ τρεῖς θεοὺς ἢ κυρίους λέγειν  ἡ καθολικὴ  θρησκεία κωλύει.  Ὁ Πατὴρ τοίνυν  ὑπ'  οὐδενὸς  οὔτε πεποίηται, οὔτε ἔκτισται, οὔτε γεγέννηται.  Μόνος Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρὸς μόνου ἐστὶν οὐ ποιηθεὶς, οὐ κτισθεὶς, ἀλλὰ γεννηθείς. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον παρὰ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ οὐ ποιηθὲν,  οὐ κτισθὲν, οὐ γεννηθὲν,  ἀλλ'  ἐκπορευό μενον.  Εἷς τοίνυν  Πατὴρ, οὐ τρεῖς πατέρες· εἷς ὁ Υἱὸς, οὐ τρεῖς υἱοί· ἓν Πνεῦμα ἅγιον, οὐ τρία πνεύματα ἅγια. Ἀλλ' ἐν ταύτῃ τῇ Τριάδι οὐδὲν πρότερον ἢ ὕστερον, οὐδὲν μεῖζον ἢ ἔλαττον· ἀλλὰ τρία πρόσ ωπα συναΐδια ἑαυτοῖς ἐστι, καὶ διὰ πάντων  ἴσα. Οὕτως ὡς κατὰ πάντα,  καθὼς ἤδη εἴπομεν,  καὶ τὴν Τριάδα ἐν τῇ μονάδι,  καὶ τὴν μονάδα ἐν τῇ Τριάδι  σέβειν  ἡμᾶς.   Ὁ  βουλόμενος   τοίνυν   σωθῆναι,   οὕτω  περὶ  τῆς  Τριάδος φρονείτω.  Ἀναγκαῖον  δὲ πρὸς τὴν  αἰώνιον  σωτηρίαν,  καὶ τὴν  τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ  Χριστοῦ  σάρκωσιν  πιστῶς   κατέχειν.   Ἔστι  τοίνυν   βεβαία  πίστις,   ἵνα πιστεύωμεν καὶ ὁμολογῶμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰη σοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, Θεὸν  καὶ  ἄνθρωπον   εἶναι·  Θεὸν  ἐκ  τῆς  οὐσίας  τοῦ  Θεοῦ,  πρὸ  τῶν   αἰώνων γεννηθέντα· τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ ἀνθρωπίνης σαρκὸς ὑφεστῶτα· ἴσον τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, ἐλάττονα τοῦ Πατρὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Ὃς, εἰ καὶ Θεός ἐστι καὶ ἄνθρωπος, οὐ μὴ δύο, ἀλλ' εἷς ἐστι Χρι στός· εἷς δὲ, οὐ τῆς θεότητος μεταβληθείσης εἰς σάρκα, ἀλλὰ τῆς ἀνθρωπότητος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσ ληφθείσης· εἷς παντελῶς,  οὐ φυρμῷ τῆς οὐσίας, ἀλλὰ τῇ τοῦ προσώπου ἑνότητι. Ὥσπερ γὰρ ἡ λο γικὴ ψυχὴ καὶ ἡ σὰρξ εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος εἷς ἐστι Χριστός· παθὼν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας ἡμῶν, κατελθὼν  εἰς τὸν ᾅδην, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστὰς, καὶ ἀνελθὼν  εἰς τοὺς οὐρανοὺς, καὶ καθήμενος  ἐκ δεξιῶν  τοῦ παντοδυνάμου  Θεοῦ καὶ Πατρὸς, ἐκεῖθεν  ἥξων  κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· οὗ πρὸς τὴν παρουσίαν πάντες οἱ ἄνθρωποι ἀναστήσονται μετὰ τῶν ἰδίων σωμάτων ἀποδώσοντες λόγον περὶ τῶν ἔργων αὐτῶν. Οἱ μὲν οὖν ἀγαθὰ πράξαντες  εἰς  τὴν  αἰώνιον  ἀπελεύσονται  ζωὴν,  οἱ  δὲ  τὰ  φαῦλα  εἰς  τὸ  πῦρ  τὸ αἰώνιον. Αὕτη ἐστὶν ἡ κα θολικὴ πίστις, ἣν εἰ μή τις πιστῶς καὶ βεβαίως πιστεύσειεν, οὐχ οἷός τε ἔσται σωθῆναι.


Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗN ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ESSEX




ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΣΤΗN ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ESSEX

Αφού συναντηθήκαμε με τον πάτερ Μάριο στο σταθμό St Pancras του Λονδίνου, κατευθυνθήκαμε στον υπόγειο από όπου πήραμε το τραίνο για το σταθμό Liverpool Street. Στην συνέχεια πήραμε το τραίνο της National Rail για το Witham. Η διαδρομή περνούσε μέσα από πράσινα λιβάδια και υπέροχες περιοχές. Μετά από 45 λεπτά φθάσαμε στο Witham. Βγαίνοντας από τον σταθμό του τραίνου κατευθυνθήκαμε προς το ταξί. Η ενδυμασία του πάτερ Μάριου πρόδιδε και τον προορισμό μας. Ο οδηγός του ταξί ευγενικά μας ρώτησε εάν πάμε στο μοναστήρι ( to the monastery ?). Αφού του απαντήσαμε θετικά ξεκινήσαμε για την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Οι άνθρωποι της περιοχής γνωρίζουν το μοναστήρι και σέβονται τόσο τους μοναχούς όσο και τις μοναχές. Η διαδρομή και πάλι μέσα από καταπράσινα τοπία με τον καιρό να είναι μεν συννεφιασμένος αλλά χωρίς βροχή και με θερμοκρασία γύρω στους 9 C. Μετά από 45 λεπτά φθάσαμε στο μοναστήρι. Το μοναστήρι αποτελείται από δύο πτέρυγες οι οποίες χωρίζονται από τον δρόμο.
Στην πρώτη πτέρυγα βρίσκεται το μοναστήρι με τους κοιτώνες των μοναχών, την μικρή τραπεζαρία και το βιβλιοπωλείο ενώ στην δεύτερη πτέρυγα βρίσκεται η μεγάλη τράπεζα με τους κοιτώνες των μοναζουσών.
Περνώντας από την είσοδο μέσα στο μοναστήρι βλέπουμε αριστερά μας τον Ιερό Ναό του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου.
Ο Ναός που οικοδομήθηκε από τον Γέροντα Σωφρόνιο, προοριζόταν να αφιερωθεί στον Τίμιο Πρόδρομο. Τον ίδιο καιρό όμως είχε Αγιοποιηθεί ο Γέροντας Σιλουανός ο Αθωνίτης, στον οποίο ο Γέροντας Σωφρόνιος υπήρξε υποτακτικός του, οπ' όταν και τον αφιέρωσε στον Όσιο Σιλουανό.
Η εξωτερική πλευρά του Ναού είναι διακοσμημένη με τρία υπέροχα ψηφιδωτά ύψους πάνω από τρία μέτρα το καθένα. Παρουσιάζονται από αριστερά προς δεξιά, η μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου, Του Κυρίου Ιησού Χριστού και του Τιμίου Προδρόμου. Προχωρώντας και στρίβοντας αριστερά, στο βάθος απέναντι μας βλέπουμε το πρώτο σπίτι που υπήρχε τότε στην περιοχή.
Μέσα σ' αυτό το σπίτι υπάρχει το εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Εδώ φυλάσσεται και λείψανο του Οσίου Σιλουανού. Το σπίτι αυτό χρησιμοποιείται και ως Αρχονταρίκι.
Αριστερά μας βρίσκονται οι νέοι κοιτώνες των μοναχών. Προχωρήσαμε προς το Αρχονταρίκι όπου συναντήσαμε τον πάτερ Μελχισεδέκ, Φιλανδός στην καταγωγή. Αφού συστηθήκαμε και μας καλωσόρισε μας οδήγησε στα δωμάτια μας για να ταχτοποιηθούμε. Ο πάτερ Μελχισεδέκ καθώς και οι άλλοι πατέρες και αδελφές μιλούν διάφορες γλώσσες, όπως Αγγλικά, Ελληνικά, Γαλλικά, Σέρβικα και άλλες. Όπως μας έχουν πληροφορήσει διαμένουν στο μοναστήρι μοναχοί και μοναχές από δεκαέξι χώρες. Αφού τακτοποιηθήκαμε βγήκαμε έξω για να γνωρίσουμε το μοναστήρι. Ενώ περπατούσαμε συναντήσαμε το Γέροντα της μονής πάτερ Κύριλλο. Αφού πήραμε την ευχή του, μας καλωσόρισε και μας παρότρυνε να μεταβούμε στην τραπεζαρία όπου θα μας προσφερόταν φαγητό.
Αφού διασταυρώσαμε τον δρόμο προχωρήσαμε προς την τραπεζαρία. Μπαίνοντας μέσα μας υποδέχτηκαν οι μοναχές, οι οποίες με μεγάλη ευγένεια μας υποδέχτηκαν. Αμέσως έστρωσαν την τράπεζα με κάθε λογής φαγητά. Τα φαγητά ήταν όλα καλομαγειρεμένα και εύγεστα. Η συνεννόηση για την διαμονή μας στο μοναστήρι είχε γίνει με την αδελφή Παύλα γι' αυτό ζητήσαμε να την δούμε και να την ευχαριστήσουμε. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό ήρθε και η αδελφή Παύλα. Αφού συστηθήκαμε, μας καλωσόρισε και εμείς στην συνέχεια την ευχαριστήσαμε για την διευθέτηση της διαμονή μας στο μοναστήρι. Αφού φύγαμε από την τράπεζα πήγαμε περίπατο γύρω από το μοναστήρι όπου απολαύσαμε το καταπράσινο τοπίο. Στην συνέχεια, η ώρα 5.00 μμ πήγαμε στον Ιερό Ναό του Οσίου Σιλουανού όπου είχε προσευχή με την Ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Του Θεού, ελέησον ημάς».
Η προσευχή διαρκεί περίπου δύο ώρες και η ευχή λέγεται σε δύο τρείς γλώσσες. Μετά την προσευχή μεταβήκαμε στην τράπεζα. Παρόντες όλοι, ο Γέροντας π. Κύριλλος, οι μοναχοί, οι μοναχές και κάποιοι επισκέπτες όπως εμείς. Αρχίζοντας με προσευχή ακολουθεί η τράπεζα με τα υπέροχα και εύγεστα εδέσματα που ετοιμάζουν με πολύ αγάπη και προσευχή οι μοναχές. Κάποιος μοναχός αναγινώσκει το ανάγνωσμα ενώ στη αίθουσα επικρατεί μεγάλη ησυχία. Στο τέλος πάλι προσευχή και αναχώρηση για τα δωμάτια μας για το βράδυ. Την επομένη το πρωί, η ώρα 7.00 πμ λάβαμε μέρος στην Ιερά ακολουθία που έλαβε μέρος και πάλι στον Ιερό Ναό του Οσίου Σιλουανού.
Μετά το τέλος της ακολουθίας πήραμε πρόγευμα στην μικρή τράπεζα που βρίσκεται δίπλα από το βιβλιοπωλείο. Ακολούθως περπατώντας αρχίσαμε να εξερευνούμε το μοναστήρι.
Είδαμε το σπιτάκι του μακαριστού Γέροντος Σωφρονίου καθώς και τον Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων. Κάτω από τον Ναό είναι η κρύπτη του μοναστηριού και το οστεοφυλάκιο της μονής με τον τάφο του μακαριστού Γέροντος Σωφρόνιου ακριβώς κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Με την συνοδεία μοναχού πήγαμε επίσης και στον Ιερό Ναό του Τιμίου Προδρόμου όπου προσκυνήσαμε το Ιερό λείψανο του Αγίου Σιλουανού.
Το μοναστήρι έχει επίσης ακόμα ένα Ναό των Αγίων Πάντων ο οποίος ευρίσκεται σε απόσταση περίπου 10 λεπτά περπατητός από το μοναστήρι.
Την επομένη, αφού τους ευχαριστήσαμε όλους για την φιλοξενία τους αναχωρήσαμε για το αεροδρόμιο του Luton όπου και επιστρέφαμε στη Κύπρο.

ΙΕΡΑ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΕΣΣΕΞ (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ)

ΙΕΡΑ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΕΣΣΕΞ (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ)


.Το Πατριαρχικό Σταυροπηγιακό Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου είναι μια Mοναστική αδελφότητα η οποία απαρτίζεται από μοναχές και μοναχούς οι οποίοι κατάγονται από την Ελλάδα και πολλές άλλες χώρες.

Η Μονή υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και συγκεκριμένα βρίσκεται στην περιοχή Tolleshunt Knights του Maldon στο Essex της Αγγλίας. Υπάρχουν γύρω στις 15-20 μοναχές και ένας μικρότερος αριθμός μοναχών.
Η Ιερά Μονή οφείλει την σύστασή της στον Γέροντα Σωφρόνιο Ζαχάρωφ ο οποίος ξεκίνησε τη μοναστική του ζωή από το Άγιον Όρος.

Μετά από την αναχώρησή του από εκεί και την εγκατάστασή του στο Παρίσι, απεφάσισε να μείνει σε ένα Ρώσικο γηροκομείο βοηθώντας τον εκεί Ιερέα. Το 1958, ο Γέροντας Σωφρόνιος απέκτησε μια συνοδεία έξη ατόμων που ποθούσαν να γίνουν και αυτοί μοναχοί και αποφασίζουν να αναχωρήσουν για το Tolleshunt Knights, στο Essex. Την άνοιξη του 1959, η νεοσύστατη Μοναστική αδελφότητα του Τιμίου Προδρόμου συγκροτείται εκεί. Το Μοναστήρι, από τις απαρχές του, είχε και μοναχούς και μοναχές, επειδή ο Γέροντας Σωφρόνιος δεν ήταν σε θέση να επιβλέπει δυο ξεχωριστές αδελφότητες.

Το Μοναστήρι εντάχθηκε απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1965, και έτσι έγινε Πατριαρχικό. Αργότερα, το Μοναστήρι πήρε και τον τίτλο του ‘Σταυροπηγιακού’.

Όπως μας πληροφόρησαν οι ξεναγοί μας, η Θεία Λειτουργία, τη θερινή περίοδο, γίνεται στο ναό των Αγίων Πάντων -το μικρό, λιτό εκκλησάκι ενός νεκροταφείου- λίγες εκατοντάδες μέτρα από τη Μονή, νοτιοανατολικά αυτής. Η μικρή εκκλησία άρχισε να γεμίζει σιγά σιγά από πιστούς, έλληνες και κύπριους ως επί το πλείστον, που έφταναν από το Λονδίνο και τα περίχωρα. Τη ημέρα εκείνη επρόκειτο να συλλειτουργήσει και ένας επίσκοπος εκ Κύπρου.

Οι αιτήσεις, τα ειρηνικά, το ευαγγέλιο και οι ψαλμωδίες –γενικότερα στις Ιερές Ακολουθίες- απαγγέλλονται είτε στην Αγγλική, είτε στην Ελληνική ή στη Γαλλική, ακόμα και στη Σερβική γλώσσα.

Στο τέλος της λειτουργίας, επιστρέψαμε στις εγκαταστάσεις της Μονής και όλος ο κόσμος μαζευτήκαμε στην τραπεζαρία όπου σερβιρίστηκε φαγητό που είχαν ετοιμάσει οι καλόγριες είτε είχαν φέρει μαζί τους οι πιστοί• ακολούθησε λοιπόν «κοινή τράπεζα»

Εμείς είχαμε τα …μέσα, οπότε η περιποίηση ήταν εξαιρετική.

Ξεναγηθήκαμε στους χώρους της Μονής, στις εκκλησίες και στα κτήματα της. Το απόγευμα ήπιαμε το καθιερωμένο τσάιμε τα διαφόρων λογιών κέικ και κουλουράκια, το βούτυρο με τις μαρμελάδες και …γεμάτοι -στη ψυχή, στο πνεύμα αλλά και στο στομάχι- αναχωρήσαμε για το κατάλυμά μας, στο Λονδίνο.

Όπως θα διαπιστώσετε κι εσείς από τις φωτογραφίες και από το Google Earth, ο περιβάλλον χώρος είναι καταπράσινος, τα κτίσματα και οι εκκλησίες λιτές, οι αγιογραφίες στο εσωτερικό επίσης λιτές με απαλά χρώματα, στους δε εξωτερικούς τοίχους υπάρχουν ψηφιδωτά αγίων, παραστάσεων (πχ του Νώε με την Κιβωτό και τη συγκέντρωση των ειδών) και εδώ είδα για πρώτη φορά ψηφιδωτό-αγιογραφία του Πρωτόπλαστου Αδάμ.

Σε διπλανό χώρο -ένα παλιό αγρόκτημα-φάρμα με τις παραδοσιακές εγκαταστάσεις- ο οποίος αγοράστηκε από τη Μονή, εγκαταστάθηκαν τα κελιά των μοναχών, χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση των κτισμάτων. Εκεί βρίσκονται και τα κτήματα της Μονής με τις καλλιέργειες.