Από όσα είπαμε ως τώρα, καταφαίνεται ότι:
Α. Τα δόγματα αντλούν το κύρος τους από την πιστότητα, την οποία εμφανίζουν, ως προς την αρχική εικόνα της υπαρξιακής σχέσεως Θεού – κόσμου, η οποία όχι απλώς αποκαλύπτεται ως νοητική «γνώση», αλλά πραγματώνεται ως κοινωνία Θεού – ανθρώπου – κόσμου εν Χριστώ, στην εμπειρία των πρώτων Μαθητών και αποστολικών κοινοτήτων, και όπως καταγράφεται στην Κ.Δ.
Β. Για να έχουν κύρος και αυθεντία τα δόγματα, προϋποτίθεται ότι λειτουργεί σωστά η ευχαριστιακή κοινότητα, ότι δηλαδή είναι σωστά δομημένη με τα στοιχεία που αναφέραμε πιο πάνω, και ότι λειτουργεί ως κοινωνία όλων των χαρισμάτων και τάξεων. Το κύρος των δογμάτων, συνεπώς, δεν επιβάλλεται άνωθεν στο όνομα μιας εξουσίας που νοείται δικανικά (= ως ενυπάρχουσα εξ ορισμού σε κάποιο θεσμό), αλλά εμφαίνεται και εδραιώνεται ως το «Αμήν» ολοκλήρου του πληρώματος. Από τη στιγμή πάντως που το δόγμα θα ολοκληρωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα εδραιωθεί στη συνείδηση της Εκκλησίας, το κύρος του καθίσταται αμετάκλητο και το μόνο που επιτρέπεται πλέον είναι η βίωση και η ερμηνεία του (από τη δογματική θεολογία, την άσκηση, την υμνογραφία, την αγιογραφία κλπ).
Έτσι ό,τι «θεσπίστηκε» (με την παραπάνω έννοια) ως «δόγμα» έχει απόλυτο κύρος και αυθεντία και καμιά μεταγενέστερη σύνοδος ή θεολογία δεν επιτρέπεται να το «άρει», για να το μετατοπίσει, παρά μόνο να το ερμηνεύσει, διατυπώνοντας ίσως νέα δόγματα, τα οποία όμως για να γίνουν δόγματα με κύρος και αυθεντία ισάξια με τα προηγούμενα, πρέπει να πληρώσουν τις προϋποθέσεις που είπαμε παραπάνω.
Γ. Από αυτά καταφαίνεται η έννοια που έχει το αλάθητο των δογμάτων (και της Εκκλησίας). Για τους Ορθοδόξους το αλάθητο δεν συνίσταται σε κανένα θεσμό καθαυτό (π.χ. σύνοδοι, επίσκοποι), ούτε σε κάποια ηθική τελειότητα ή ατομική εμπειρία και δια της εμπειρίας γνώση του. Οι άγιοι ή οι γέροντες, ως άτομα δεν είναι αυτομάτως και εξ ορισμού αλάθητοι). Το αλάθητο είναι αποτέλεσμα της «κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος», το Οποίον «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Αλάθητος συνεπώς, δεν είναι κανένας ως άτομο, δηλαδή λαμβανόμενος καθαυτόν χωρίς αναφορά στα άλλα χαρίσματα και λειτουργήματα της Εκκλησίας. Ο καθένας όμως μπορεί εμπειρικά να εκφράσει την αλήθεια της Εκκλησίας που διατυπώνουν οι σύνοδοι των επισκόπων κατά τρόπον «αλάθητο», αν είναι πιστός στην αλήθεια αυτή (π.χ. ένας υμνογράφος ή ένας αγιογράφος ή ένας ασκητής ή ένας μάρτυρας ή ένας απλός Χριστιανός που ζει πιστά και ταπεινά ως μέλος του ευχαριστιακού σώματος της Εκκλησίας).
Δ. Ειδικά για τη δογματική θεολογία είναι προφανές ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει το αλάθητο με την ίδια έννοια που το διεκδικούν τα θεσπισμένα δόγματα. Πολλοί θεολόγοι συγχέουν τα δόγματα με τη θεολογία των Πατέρων ως προς την αυθεντία: «Το λέγει ο δείνα πατήρ, άρα αλάθητο». Αυτό δημιουργεί επικίνδυνη σύγχυση. Για να γίνει καθολικού κύρους μια πατερική θέση, πρέπει να περάσει από το καμίνι της «κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος» που περιγράψαμε πιο πάνω, και δεν αρκεί η αγιότητα ή το προσωπικό κύρος του Αγίου Πατρός για να την κάνει ισάξια με τα δόγματα. Π.χ. ο Μ. Αθανάσιος εξέφρασε σωστά την πίστη της Εκκλησίας πριν δογματίσει η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Αλλά μόνον όταν εδραιώθηκε στην Εκκλησία η διδασκαλία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου κατέστη η θεολογία του Αθανασίου αλάθητο «δόγμα» με υποχρεωτική καθολικη αποδοχή.
Γεννάται βέβαια το ερώτημα, τι γίνεται σε περιόδους που δεν λειτουργεί η οικουμενική σύνοδος και δεν θεσπίζονται τα δόγματα. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία ζει και ομολογεί την αλήθεια της Χριστοφάνειας του Θεού δια μέσου ποικίλων μορφών εμπειρίας και ομολογίας, δια μέσου νέων πατέρων (η Εκκλησία πάντοτε έχει Πατέρες – δεν σταμάτησε η Πατερική εποχή τον 9ο αιώνα όπως επεκράτησε στη Δύση να λέγεται).
Αλλά οι Πατέρες αυτοί ερμηνεύουν τα δόγματα, χωρίς να παράγουν δόγματα, δηλ. χωρίς να αξιούν καθολικό κύρος στην κατά την Οικουμένην εκκλησία για όσα λέγουν. Έτσι και προκειμένου για τη Δογματική (για όλους εμάς που ασχολούμεθα είτε ως διδάσκοντες είτε ως διδασκόμενοι με τα ιερά δόγματα), αυτό που επιχειρείται είναι μια ερμηνεία (υπαρξιακή) των δογμάτων, η οποία δεν μπορεί να αξιώνει καθολικό κύρος.
Είναι κάπως υπερβολικό, αν όχι αυθάδες, να αξιώνει ένας θεολόγος ότι η δική του ερμηνεία είναι εκείνη που εκφράζει πλήρως και έγκυρα την ερμηνεία των δογμάτων. Όλοι μας είναι δυνατόν να σφάλλουμε, και γι’ αυτό όλοι μας πρέπει να έχουμε την ταπείνωση να ακούμε ο ένας τον άλλο. Χωρίς αυτή την ταπείνωση, κινδυνεύουμε να ανακηρύξουμε τους εαυτούς μας σε αλάθητους πάπες, πράγμα που φαίνεται συχνά να συμβαίνει στην Ορθοδοξία, στην οποία ο κάθε θεολόγος έχει την τάση να είναι ένας «πάπας». Η αλήθεια αποκαλύπτεται και εδραιώνεται (= γίνεται αλάθητη) μόνο με την ταπεινή μας ένταξη στο σώμα της Εκκλησίας και με το να αφεθούμε στην κοινωνία και κοινότητα του Αγίου Πνεύματος. Γιατί ο Θεός γνωρίζεται τελικά μόνο «εν Πνεύματι» με την αγάπη. Αλλά περί αυτού στο επόμενο κεφάλαιο περί Γνωσιολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου