Ο όσιος Νήφων καταγόταν από το Λούκοβο της Βορείου Ηπείρου. Ο πατέρας του ήταν ιερεύς ευλαβέστατος και θεοφοβούμενος. Σε ηλικία 10 ετών τον πήρε ο αδελφός του
πατέρα του και τον πήγε στο Μοναστήρι του αγίου Νικολάου Μεσοποτάμιου κοντά στο Δέλβινο. Αργότερα χειροτονήθηκε ιερεύς. Από μικρός άρχισε να μελετά την Αγία Γραφή
και τους βίους των αγίων και έγινε πολυμαθέστατος. Επειδή διψούσε να ζήσει τελειότερα τη μοναχική ζωή, αποφάσισε να φύγει από το Μοναστήρι και πήγε υποτακτικός σ’ ένα
γέροντα Σιναΐτη στο Γηρομέρι και μετά το θάνατο του Γέροντα πήγε στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα μέρη της Μεγίστης Λαύρας. Εκεί έγινε υποτακτικός του θαυμαστού
ασκητού Θεογνώστου. Με τη συνεχή άσκηση έφθασε σε μεγάλα ύψη αρετής και πάρα πολλοί μοναχοί επιθυμούσαν να γίνουν υποτακτικοί του Οσίου. Επειδή όμως αγαπούσε
την ησυχία, έφυγε και πήγε κοντά στον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη και ησύχαζε μαζί του αρκετά χρόνια.
Όταν ήρθε ένας πατριώτης του μοναχός, ο Μάρκος, και του ζήτησε να γίνει υποτακτικός του, ο Όσιος δεν έφερε αντίρρηση, τον δέχθηκε και του είπε να κατασκευάσει δύο
καλύβες, μία γι’ αυτόν και μία για τον αδελφό του. Μόλις άκουσε ο Μάρκος τα λόγια του Οσίου, τον ρώτησε: «πως είναι δυνατόν, πάτερ, να έρθει εδώ ο αδελφός μου που είναι
κοσμικός;». Ο Όσιος, για να μην φανερωθεί η αρετή του, του είπε: «εγώ, αδελφέ, παραλογίσθηκα, συ κάνε ότι θέλεις». Στην εορτή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, ο Όσιος
έστειλε τον Μάρκο στη Λαύρα για υπηρεσία και του είπε: «όταν θα επιστρέφεις, να φέρεις μαζί σου και τον αδελφό σου». Πράγματι στη Λαύρα συνάντησε τον αδελφό του και
γύρισαν μαζί. Όταν ο Μάρκος εκοιμήθη, άφησε σαν διάδοχο υπακοής του τον ανεψιό του Γαβριήλ, που μόναζε μαζί με τον πατέρα του Δοσίθεο.
Μετά από χρόνια παρουσιάσθηκε στο Άγιον Όρος επιδημία πανώλους που προσέβαλε και τον Γαβριήλ, που κινδύνεψε να πεθάνει. Βλέποντας ο πατέρας του την κατάστασή
του αυτή άρχιζε να κλαίει απαρηγόρητα. Ο Όσιος όμως ήρεμα τον παρηγόρησε και του είπε: «Μη κλαις, αδελφέ, ο γιος σου δεν πρόκειται να πεθάνει». Και αμέσως άρχισε να
προσεύχεται μυστικά για τον ασθενή υποτακτικό του και με τη Χάρη του Θεού ο Γαβριήλ έγινε καλά δοξάζοντας τον Θεό. Τότε ο Όσιος είπε προς αυτούς: «ο αδελφός μας με τη
βοήθεια του Θεού έγινε καλά, εγώ όμως κατά τον καιρόν της νηστείας των Αγίων Αποστόλων απέρχομαι». Όταν ήρθε η νηστεία των Αγίων Αποστόλων το πρωί του πρώτου
Σαββάτου σηκώθηκε, προσευχήθηκε, κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και είπε στη συνοδεία του: «παιδιά μου, ιδού ήρθε ο καιρός για να πάω προς τον Κύριο, που
επόθησε η ψυχή μου. Δεν πρέπει να λυπάσθε, γιατί από τώρα και στο εξής θα με έχετε πρέσβυ προς τον Θεό για να τον παρακαλώ για τη σωτηρία σας. Εσείς μόνο να φυλάγετε
τις εντολές Του». Την επομένη 14 Ιουνίου 1330 εκοιμήθη σε ηλικία 96 ετών. Το πρόσωπό του έλαμψε, όπως ο ήλιος, δίνοντας θαυμαστό σημείο της προς τον Θεό παρρησίας του.
Στίχος
Νήφων παρῆλθεν, ἀρεταῖς νῦν τοὺς πάντες. Κἂν τοῖς χρόνοις ἤσκησε νῦν τοῖς ἐσχάτοις. Τετάρτῃ δεκάτῃ ἀπέπτη Νήφων βιότοιο.
Στίχος
Νήφων ὁ Νήφων ἐστιν ἐκ τῶν πραγμάτων· Νήψει νοὸς γὰρ διέδραμε τὸν βίον.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Παθῶν κατεδούλωσας, σαρκὸς τὸ φρόνημα, τὸ χεῖρον ὑπέταξας, πάτερ τῷ κρείττονι, Νήφων θεσπέσιε θῦτα, ἔθραυσας τῶν δαιμόνων τὴν ὀφρὺν ἐν ἀσκήσει, ἔλλαμψας
ἐν τῷ Ἄθῳ, ὥσπερ ἥλιος ἄλλος, τὴν κτίσιν πᾶσαν δαδουχῶν ξένως τοῖς ἔργοις σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῆς Ἠπείρου τὸν γόνον καὶ τοῦ Ἄθωνος ὄρπηκα, καὶ τῶν ἱερέων τὴν δόξαν, τὸν θεόληπτον Νήφωνα, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροὶς ἀσκήσει γὰρ ὅσιων ἀρετῶν, οὐρανίων
χαρισμάτων ἀξιωθεῖς, λαμπρύνει τοὺς κραυγάζοντας δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληρούντι διὰ σου, πάντων τὰ αἰτήματα.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ'. Τῇ Ὑπερμάχῳ
Τῷ ὑπερμάχῳ ἐν δεινοῖς καὶ ἀντιλήπτορι, τῆς μετανοίας τὰς ὁδοὺς πᾶσι γνωρίσαντι, συνελθόντες μοναζόντων ἡ πληθὺς πᾶσα, ἐγκωμίων ἀναπλέξωμεν τὸν στέφανον,
καὶ Θεῷ χαριστηρίους ὕμνους ἄδοντες, ἀνακράξωμεν: Χαίροις Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν τῷ Ἄθῳ ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Μοναστῶν τὸν σύλλογον, ταῖς σαῖς λαμπρύνων ἀρεταῖς, Ὅσιε Νήφων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ στεφάνῳ τῆς δόξης κεκόσμησαι.
Κάθισμα Ἦχος πλ. α'. Τὸν Συνάναρχον Λόγον
Ἀποθέμενος πᾶσαν σχέσιν ἐπίγειον, τὸ πολίτευμα δὲ σου εἰς οὐρανοὺς ἐσχηκώς, καθυπέταξας σοφῶς σάρκα τῷ πνεύματι· ὅθεν ἐδόξασε Χριστός, μετ’ Ἀγγέλων
σε φαιδρῶν, καὶ γῆν σοι τὴν τῶν πραέων, ἀναφαίρετον ὥσπερ κλῆρον, Νήφων δωρεῖται πᾶσι νέμων ζωήν.
Ὁ Οἶκος
Ἄσαρκος ὤσπερ Πάτερ καὶ ἀσώματος ὤφθης, σὺν ὕλῃ καὶ σαρκὶ καὶ τῇ φύσει· τοὺς γὰρ ὑπερφυεῖς καὶ λαμπροὺς καὶ γενναίους ἄθλους, θεωρῶν Ἅγιε, ἐξίσταμαι,
ἐκπλήττομαι, καὶ θαυμάζω, βοῶν σοι ταῦτα·
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος λαμπτήρ, καὶ τῶν μοναζόντων ἐτοιμότατος ἀρωγός· χαίροις θείας δόξης, ὁ μέτοχος καὶ μύστης, τῶν ἱερῶν θαυμάτων, ὦ Νήφων ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῆς Ἠπείρου χαῖρε θεῖε βλαστέ, πόλεως Λουκώβης, πολυτίμητε θησαυρέ, Ἄθω δὲ τοῦ ὄρους, φρουρὲ Νήφων θεόφρον, καὶ Καυσοκαλυβίων σκήτεως ἔρεισμα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς νήψεως φρυκτωρὸς, καὶ τῶν ἰαμάτων ὁ ἀστείρευτος ποταμός, Νήφων θεοφόρε, τοῖς εὐλαβῶς τελοῦσιν, τὴν μνήμην σου παράσχου, νήψεως νάματα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Νήψει ἀνενδότῳ ἀεὶ τρυφῶν, τῆς αΰλου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός· ἧς νῦν ἀπολαύων, ὦ Νήφων θεοφόρε, προλήψεων ματαίων, ῥῦσαί με δέομαι.
Χαῖρε δι’ οὗ ὁ Χριστὸς ηὐφράνθη,
Χαῖρε δι’ οὗ Σατὰν ἐπλήγη.
Χαῖρε ἀρετῶν ὑποθήκη καὶ γνώρισμα,
Χαῖρε πολιτείας ἀρίστης διδάσκαλε.
Χαῖρε ὕψος τὸ ἀκρότατον ἀνελθῶν τῆς πρακτικῆς,
Χαῖρε βάθος δυσανάβατον, θεωρίας κατιδών.
Χαῖρε ὅτι θαλάσσας τῶν παθῶν ἀπεδύσω,
Χαῖρε ὅτι τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἐνεδύσω.
Χαῖρε φωστὴρ τοῦ Ἄθω φαιδρότατε,
Χαῖρε ἀστὴρ ἀστέρων λαμπρότατε.
Χαῖρε δεικνὺς μετανοίας τὰς τρίβους,
Χαῖρε φυγὼν τοὺς τοῦ βίου θορύβους.
Χαῖρε Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου