Ὡς
εἰσαγωγή: Ποιοί εἶναι
οἱ
Φραγκολατῖνοι
Κατά
πρῶτον, θεωρῶ ἀπαραίτητο νά γράψω λίγα
λόγια γιά τούς Φραγκολατίνους, πού ἡ
θεολογία τους εἶναι ἄκρως ἀντίθετη
ἀπό τήν δική μας, αὐτό ἀκριβῶς πού
εἶναι τό θέμα μας. [1]
Ἡ ἑνωμένη κάποτε χριστιανική ρωμαϊκή
αὐτοκρατορία λεγόταν ὁλόκληρη «Ρωμανία»
καί χωριζόταν στό δυτικό καί τό ἀνατολικό
της τμῆμα. Ἡ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας
Ρώμη βρισκόταν στό δυτικό τμῆμα, ἀλλά
θά ἦταν καλύτερα νά ἦταν στήν Ἀνατολή.
Γι᾿ αὐτό καί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
μετέφερε τήν πρωτεύουσα στό Βυζάντιο
καί ὀνομάστηκε στήν ἀρχή Νέα Ρώμη,
ἀργότερα ὅμως ἔλαβε τό ὄνομά του,
Κωνσταντινούπολις.
Καί
τό δυτικό καί τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς
ἑνωμένης χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας (τῆς Ρωμανίας) ἀντιμετώπιζε
ἐχθρούς. Γιά τήν Δύση, πού ἐνδιαφερόμαστε
ἐδῶ, οἱ κυριώτεροι ἐχθροί ἦταν οἱ
Φράγκοι, ἕνας βάρβαρος καί ἀπολίτιστος
λαός. Οἱ Φράγκοι κατόρθωσαν, τελικά, νά
ὑποτάξουν τό δυτικό τμῆμα τῆς
αὐτοκρατορίας καί, γιά νά φανοῦν ὅτι
εἶναι διάδοχοι αὐτῆς τῆς Ρωμαϊκῆς
αὐτοκρατορίας, ὀνομάστηκαν μόνοι τους
Ρωμαῖοι, ἐνῶ Ρωμαῖοι, «Ρωμηοί», εἴμαστε
καί λεγόμαστε μόνο ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι.
(Γι᾿ αὐτό καί πρέπει μέ πολλή ἐπιμέλεια
νά ἀποφεύγουμε νά ὀνομάζουμε τούς
Φράγκους «Ρωμαίους» ἤ, τό χειρότερο,
νά τούς λέμε καί «Ρωμαιοκαθολική
Ἐκκλησία»!). Γιά νά ἀποκόψουν δέ ἐντελῶς
οἱ Φράγκοι τούς κατακτηθέντας Ρωμηούς
τοῦ δυτικοῦ τμήματος ἀπό τούς ἄλλους
ὀρθοδόξους ἀδελφούς τους τοῦ ἀνατολικοῦ
τμήματος, ἀνέσυραν ἀπό τό λεξιλόγιό
τους μιά προσβλητική ὀνομασία καί
ὀνόμασαν μέ αὐτή τούς ἀνατολικούς
Ρωμηούς· τούς ὀνόμασαν «Γραικούς», πού
σημαίνει «ἀπατεῶνες». Καί ἀργότερα
τούς ὀνόμασαν καί «Βυζαντινούς». Ἐνῶ
τήν παλαιά ἔνδοξη ὀνομασία «Ρωμαῖοι»,
«Ρωμηοί», πού σήμαινε τούς δυτικούς καί
ἀνατολικούς Ὀρθοδόξους τῆς ἑνωμένης
αὐτοκρατορίας, τήν κράτησαν οἱ Φράγκοι
γιά τόν ἑαυτό τους καί τούς κατακτηθέντες
ἀπ᾿ αὐτούς. Ἀλλά οἱ Φράγκοι, ὅταν
ὑπέταξαν τό δυτικό τμῆμα τῆς
αὐτοκρατορίας, κατάλαβαν ὅτι τότε θά
ἔχουν πλήρη κυριαρχία στήν Δύση, ἄν
καταφέρουν νά ὑποτάξουν τήν Ἐκκλησία,
καί νά δώσουν στούς χριστιανούς τῆς
Δύσεως δική τους θεολογία. Ἀλλά εἶχαν
θεολογία οἱ Φράγκοι γιά νά δώσουν; Ἤδη
ἀπό τόν 8ο αἰώνα οἱ Φράγκοι παρέλαβαν
ἕτοιμη τήν θεολογία τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέει ὁ
πολύς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί θά
ἀποδείξουμε στήν ἐδῶ μελέτη μας,
«οὐσιαστικῶς
ἠγνόει τήν Πατερικήν θεολογίαν καί τάς
προϋποθέσεις αὐτῆς».
Κατάφεραν, λοιπόν, τελικά οἱ Φράγκοι,
τόν 11ο αἰώνα (1014-1046), νά ὑποτάξουν τήν
Ἐκκλησία τῶν ὑποδούλων τους ὀρθοδόξων
χριστιανῶν τῆς Δύσεως καί νά τούς
ἐπιβάλουν τήν δική τους Αὐγουστίνειο
θεολογία, ἡ ὁποία δέν ἐκφράζει τήν
πατερική παράδοση.
Τούς
αἱρετικούς Φράγκους θά τούς ὀνομάζουμε
Φράγκους καί ὄχι Ρωμαίους οὔτε
Καθολικούς, γιατί Ρωμαῖοι καί Καθολικοί
εἴμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Ἐπειδή
δέ οἱ Φράγκοι παρέλαβαν ὡς ἐκκλησιαστική
καί θεολογική τους γλώσσα τήν λατινική,
καί οἱ ἴδιοι θέλησαν νά ὀνομάζονται
«Λατῖνοι», γι᾿ αὐτό καί τούς λέμε
«Φραγκολατίνους». Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει
ὅτι συγχέουμε τήν λατινόφωνο Πατερική
παράδοση μέ τήν Φραγκική καί ἀπορρίπτουμε,
λοιπόν, τούς ἁγίους Πατέρες πού ἔγραψαν
στήν λατινική γλώσσα, οὔτε, πάλι, κάνουμε
ἐσφαλμένη διάκριση μεταξύ Ἑλλήνων καί
Λατίνων Πατέρων. Δεχόμαστε Ὀρθοδόξους
(Ρωμαίους) Πατέρες, πού ἄλλοι ἔγραψαν
στήν ἑλληνική καί ἄλλοι στήν λατινική
γλώσσα. [2]
Μετά
ἀπό αὐτά τά ἀναγκαῖα παραπάνω εἰσαγωγικά
εἰσερχόμεθα στό θέμα μας.
Σωστή
μελέτη τῶν ἁγίων Πατέρων
Θά
ἀρχίσω τόν λόγο μου ἀπό τούς ἁγίους
Πατέρες πρῶτα. Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι
ἔχουμε Πατέρες καί τόν Θεό μας τόν
δοξάζουμε ὡς «Θεόν
τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Κάθε λατρευτική μας Σύναξη ἀλλά καί
τήν ἀτομική μας προσευχή τήν κατακλείουμε
μέ τό «Δι᾿
εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν».
Πέρασαν χρόνια πού δόθηκε τό σύνθημα
«ἐπιστροφή στούς Πατέρες» καί ἔχουν
γίνει καί γίνονται πολλές πατερικές
σπουδές καί μελέτες. Τήν βαθειά ὅμως
κατάληψη τῶν Πατέρων τήν πετυχαίνουν
μόνο ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στήν ζωή τους
ἀκολουθοῦν τήν μέθοδο καί τόν τρόπο
ζωῆς τῶν ἁγίων Πατέρων. Καί αὐτό εἶναι
πολύ λογικό: Ὁ ἅγιος ἐννοεῖ τόν ἅγιο.
Δέν εἶναι δυνατόν μέ ἐπιστημονική
μέθοδο νά κατανοήσουμε τίς ἐμπειρίες
καί τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων,
γιατί ἡ θεοφόρα ζωή τους καί οἱ θεοπτίες
τῶν ἁγίων Πατέρων καί ἡ ἀπ᾿ αὐτές
ἀπορρέουσα θεολογία τους ὑπερβαίνει
τίς δυνάμεις τῆς λογικῆς καί τῆς
ἐπιστήμης καί γι᾿ αὐτό δέν ἀνήκουν
στά πλαίσια τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας.
Οὔτε, πάλι, μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε
μέ τήν βοήθεια τῆς ψυχολογίας τούς
ἁγίους Πατέρες, γιατί ἡ θέωση, ἡ
κατάσταση δηλαδή τήν ὁποία βίωναν οἱ
ἅγιοι Πατέρες, δέν εἶναι οὔτε φυσική
οὔτε παρά φύση, γιά νά ἐπέμβει ἡ
ψυχολογία, ἀλλά εἶναι μιά ὑπερφυσική
κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό,
ξαναλέγομε ὅτι τήν βαθειά κατάληψη τῶν
Πατέρων τήν πετυχαίνουν μόνο ἐκεῖνοι
πού βιώνουν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους
καί ἔχουν ἐμπειρίες τῶν φαινομένων
της. Εἶναι πολύ ὡραῖα αὐτά πού μᾶς
γράφει ὁ μακαριστός Καθηγητής
Πανεπιστημίου καί μεγάλος θεολόγος τοῦ
αἰῶνος μας π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:
«Ἡ
θέωσις ἤ ἡ ἐν Θεῷ θεωρία εἶναι ἄκτιστος
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνουσα πάντα
τά κατηγορήματα τῶν κτισμάτων καί εἰς
τήν ὁποίαν μετέχουν μόνον οἱ κεχαριτωμένοι
προφῆται, ἀπόστολοι καί ἅγιοι. Ὁ ἔχων
τήν ἐν προκειμένῳ πεῖραν γίνεται
ἀντιληπτός ὑπό τοῦ ἔχοντος τήν ἰδίαν
ἐμπειρίαν καί οὐδέποτε ὑπό ἄλλου
τινός καί ἰδίως ὑπό ἑτεροδόξου ἤ ὑπό
τοῦ μή γνωρίζοντος ἐκ τῶν ἔσω τήν
Βιβλιοπατερικήν θεολογίαν τῆς ἐν
Χριστῷ μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας». [3]
Κάνουν
ὅμως καί οἱ ἑτερόδοξοι πατερικές
μελέτες καί μάλιστα πιστεύουν ὅτι
μποροῦν νά κατανοήσουν βαθειά τήν
πατερική παράδοση καί καλύτερα ἀκόμη
ἀπό τούς μεμυημένους σ᾿ αὐτήν, δηλαδή
ἀπό ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους. Αὐτό
προέρχεται ἀπό τήν ὑπερήφανη ἀντίληψη
τῶν Φραγκολατίνων ὅτι ὁ διανοούμενος
μπορεῖ, μέ τήν ἰσχυρή του λογική καί
μόρφωση, νά εἰσέλθει στό βάθος τῆς
πατερικῆς παραδόσεως καί νά τήν
κατανοήσει ἀπόλυτα καί ἄς εἶναι ἄσχετος
μέ αὐτή. Τό κακό ὅμως εἶναι ὅτι ἡ
ὑπεροψία αὐτή τῶν Δυτικῶν διανοουμένων
ἐπικρατεῖ καί μεταξύ μερικῶν Ὀρθοδόξων,
μέ ἀποτέλεσμα νά μή γίνεται καί ἀπό
᾿μᾶς τούς Ὀρθοδόξους σωστή κατανόηση
τῶν Πατέρων, ἄν δέν ὑπάρχει ἡ πνευματική
προϋπόθεση μελέτης τους, ὁ ἀγώνας
δηλαδή γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό
τά πάθη καί τῆς ἐνοικήσεως τῆς Χάριτος
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ᾿ αὐτήν.
Ἀσχολούμαστε δηλαδή μέ θεολογικές
μελέτες χωρίς τήν πατερική προϋπόθεση
τῆς κάθαρσης τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη
μας.
Οἱ
ἑτερόδοξοι μελετητές τῶν Πατέρων ἔχουν
πολύ λανθασμένες προϋποθέσεις στίς
μελέτες τους, ἔχουν θεολογικές καί
φιλοσοφικές προϋποθέσεις ξένες πρός
τήν Βιβλιοπατερική θεολογία τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γι᾿ αὐτό καί
δέν μπορεῖ νά κάνουν σωστή παρουσίαση
τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Ἄς μή μᾶς κάνουν
δέ καθόλου ἐντύπωση οἱ πατερικές τους
μελέτες, γιατί εἶναι, ἐπαναλαμβάνομε,
λανθασμένες, γιατί ἐξετάζουν τούς
Πατέρες μέ τήν σκέψη τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου. Ὁ π. Ρωμανίδης μᾶς λέει:
«Ὅταν
οἱ Φράγκοι τελικῶς ἀπέκτησαν μίαν
σχετικήν οἰκειότητα μέ τά Ἑλληνικά
Πατερικά κείμενα, καθυπέταξαν τήν
Πατερικήν θεολογίαν εἰς τά κατηγορήματα
τῆς Αὐγουστινείου θεολογίας, ὅπως
ἀκριβῶς ἔκαμαν κατά τόν ΙΓ΄αἰῶνα μέ
τήν Ἀριστοτελικήν φιλοσοφίαν. Οὕτω
βλέπομεν νά ἑρμηνεύωνται οἱ μεταφρασθέντες
εἰς τά Λατινικά Ἑλληνόφωνοι Ρωμαῖοι
Πατέρες ὑπό τό πρῖσμα τοῦ Αὐγουστίνου». [4]
Ὄχι
χωρισμός τῶν Πατέρων σέ
παρατάξεις
Ἡ
πιό λανθασμένη προϋπόθεση στήν μελέτη
τῶν ἁγίων Πατέρων ὑπό τῶν Φράγκων
εἶναι ὅτι αὐτοί δέν δέχονται τήν
ἑνότητά τους, ἀλλά παραδέχονται
παρατάξεις τῶν Πατέρων. Νομίζουν ὅτι
ὑπάρχουν διάφορες πατερικές θεολογίες
καί διάφοροι ἄρα τύποι πνευματικότητος,
ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε τήν
ἑνότητα τῶν ἁγίων Πατέρων καί
ἀπορρίπτουμε τήν ἰδέα ὅτι ἕνας Πατήρ
δύναται νά πρωτοτυπήσει. Ἐάν πρωτοτυπήσει
δέν ἀνήκει στούς Πατέρες.
Ἡ
ἰδέα ὅτι ὑπάρχουν διάφορες ὀρθόδοξες
πατερικές παραδόσεις καί διάφορες
Σχολές θεολογικῆς σκέψεως προέρχεται
ἀπό τήν Φραγκολατινική ἤ Σχολαστική
παράδοση καί δέν ἀπαντᾶ στούς Πατέρες.
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καί δικοί μας,
ὀρθόδοξοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι,
συμφωνοῦντες μέ τούς Φραγκολατίνους,
δέχονται παρατάξεις τῶν ἁγίων Πατέρων
καί ὅτι μερικοί Πατέρες πρωτοτυποῦν
σέ ὁρισμένα σημεῖα. [5] Ἔτσι, λοιπόν,
χωρίζουν τούς Πατέρες σέ κοινωνικούς,
νηπτικούς ἤ καί δογματικούς ἤ μᾶς
λέγουν περί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, γιά παράδειγμα, ὅτι πρωτοτύπησε
καί ἀποκαλοῦν ὡς «παλαμισμό» τήν
θεολογία του, ὡς δικό του δηλαδή
κατασκεύασμα. Καί τήν πνευματικότητα
τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου ἄλλοι,
Φραγκολατῖνοι καί δικοί μας, πού
παραδέχονται παρατάξεις καί πρωτοτυπίες
τῶν Πατέρων, τήν χαρακτηρίζουν ὡς
ἀνώτερη ἀπό τήν ὑπάρχουσα μέχρι τότε
κύρια πατερική παράδοση καί ἄλλοι,
ἀντίθετα, τήν χαρακτηρίζουν ὡς πτώση
ἀπ᾿ αὐτή. Πάντως, τήν λέγουν ὡς πρωτότυπη
διδασκαλία καί ζωή. Ἡ ἀλήθεια ὅμως
εἶναι ὅτι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ἀκολουθεῖ κατά πάντα τήν μία καί ἑνιαία
πατερική παράδοση, ὅπως τό κάνουν ὅλοι
οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Καί
ἀκόμη οἱ Φραγκολατῖνοι δέν βλέπουν
τήν ἑνότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῶν
Πατέρων, ἀλλά χαρακτηρίζουν ὡς
διαφορετική τήν βιβλική ἀπό τήν πατερική
θεολογία. Ἀκόμη ὁ Δυτικός, ὅπως βλέπει
ποικίλες πατερικές θεολογίες, βλέπει
καί ποικίλες βιβλικές θεολογίες. Γι᾿
αὐτό, γιά τούς Φραγκολατίνους, κάθε
συγγραφεύς τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς
Διαθήκης ἔχει τήν προσωπική του θεολογία.
Ὁ
λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ Ὀρθόδοξοι
βλέπουμε τήν ἑνότητα τῶν ἁγίων Πατέρων
καί τήν ἑνότητα τῆς Βιβλικῆς καί τῆς
Πατερικῆς θεολογίας εἶναι ὅτι μία εἶναι
ἡ θεοποιός Χάρις στήν ὁποία μετέχουν
οἱ Προφῆτες καί Ἀπόστολοι (πού ἔγραψαν
τήν Ἁγία Γραφή) καί οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Παραθέτω
αὐτή τήν ὡραία περικοπή τοῦ πατρός
Ἰωάννου Ρωμανίδη:
«Ἐν
ἀντιθέσει πρός τήν Φραγκολατινικήν,
Προτεσταντικήν καί λοιπήν σύγχρονον
Δυτικήν ἀντίληψιν περί τῆς ποικιλίας
τῆς Βιβλικῆς καί Πατερικῆς θεολογίας,
ἡ Ὀρθόδοξος Ρωμαιοσύνη εὕρισκεν
ἀνέκαθεν τήν ἑνότητα τῆς Βιβλικῆς
καί Πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν
ταυτότητα τῆς ἐν Θεῷ θεωρίας ἤ θεώσεως
τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων. Ἡ
θεολογία καί ἡ πνευματικότης τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τῶν Πατέρων εἶναι μία καί
ἑνιαία, διότι ἡ θεοποιός χάρις εἰς τήν
ὁποίαν μετεῖχον καί μετέχουν οἱ
θεούμενοι προφῆται, ἀπόστολοι καί
ἅγιοι εἶναι ἡ αὐτή. Τά χαρίσματα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος εἶναι πολλά καί ὁ
βαθμός μεθέξεως ἑκάστου εἰς αὐτά
διάφορος, ἀλλά ἡ ἀδιαιρέτως διαιρουμένη
καί ἀμετόχως μετεχομένη χάρις καί
βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία, ὡς
γίνεται ἀντιληπτή ὑπό τῶν θεουμένων.
Καί ἀκριβῶς διά τόν λόγον αὐτόν παρά
τήν γλωσσική ποικιλίαν τῶν ἁγίων ἡ
θεολογία αὐτῶν εἶναι μία.
Ἀκριβῶς
ἐπειδή ἡ ὀρθή κατανόησις τῆς ἐν Θεῷ
θεωρίας τῶν θεουμένων ἀπουσιάζει ἀπό
τήν θεολογίαν καί ἑρμηνευτικήν τῆς
Αὐγουστινείου Φραγκολατινικῆς
Παραδόσεως, οἱ Δυτικοί κληρονόμοι αὐτῆς
ἀδυνατοῦν νά ἀντιληφθοῦν τήν φύσιν
καί τόν χαρακτῆρα τῆς θεολογικῆς καί
πνευματικῆς ταυτότητος τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
ὡς καί τῆς ταυτότητος τῶν Πατέρων
μεταξύ των. Οἱ εὑρισκόμενοι ὑπό τήν
ἐπίδρασιν τῶν Δυτικῶν Ὀρθόδοξοι
εὑρίσκονται εἰς τήν ἰδίαν μοῖραν». [6]
Λοιπόν,
γιά νά κλείσουμε τήν παράγραφο αὐτή:
Ὅσοι θέλουν νά κάνουν σωστή μελέτη τῶν
ἁγίων Πατέρων πρέπει νά ξεκαθαρίσουν
τήν θέση τους: Δέχονται τήν ἑνότητα τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων
καί τήν ἑνότητα τῶν ἁγίων Πατέρων
μεταξύ τους; Ἐάν ναί, τότε ὀρθοδοξοῦν.
Κατά τόν καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη
ἐκεῖνος πού θέλει νά μελετήσει τούς
Πατέρες «τό
ἰδεῶδες ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς καί
πνευματικῆς θά ἦτο νά εὕρισκε πνευματικόν
πατέρα γνήσιον, ἵνα δι᾿ αὐτοῦ μυηθῇ
εἰς τά μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως
καί, ἀφοῦ εὑρεθῆ καθ᾿ ὁδόν πρός τήν
μύησιν ταύτην, μελετήσῃ ἐπισταμένως
τήν Ἁγίαν Γραφήν καί συγχρόνως τήν
Πατερικήν ἑρμηνείαν Αὐτῆς. Οὕτω θά
διαπιστώσῃ ἐμπειρικῶς ἐάν ὑπάρχῃ
διαφορά 1) μεταξύ τῶν Πατέρων καί τῆς
Ἁγίας Γραφῆς, 2) μεταξύ τῶν Πατέρων καί
3) μεταξύ τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν Πατέρων». [7]
Ὁ
ἱερός Αὐγουστῖνος δέν ἀνήκει στούς
ἁγίους Πατέρες, γιατί πρωτοτύπησε. Ὅπως
γίνεται γενικά πιστευτό, ὁ Αὐγουστῖνος
ἀποσπάστηκε ἀπό τήν πατερική Παράδοση,
χωρίς ὅμως νά τό ἔχει καί ὁ ἴδιος
ἀντιληφθεῖ, ὅπως τό σημειώνει ὁ π.
Ρωμανίδης. Τό κακό γιά τόν ἱερό Αὐγουστῖνο
εἶναι ὅτι δέν μελέτησε τούς γράψαντας
στήν ἑλληνική ἁγίους Πατέρες, γιατί
δέν ἐγνώριζε ἑλληνικά. Ἦταν ἀπομονωμένος
θεολογικά. Ἐθεολόγησε βάσει μόνο τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἰσχυρᾶς του
λογικῆς, βάσει τῆς ἀρχῆς «Credo
ut intelligam»
(=
πιστεύω γιά νά κατανοήσω), πού ἔγινε
θεολογικό σύνθημα τῶν Φράγκων, ὅπως
θά ποῦμε ἀργότερα. Ἦταν ὅμως ταπεινός
καί ἤθελε νά συμφωνεῖ μέ τούς Πατέρες·
καί ἄν αὐτοί τόν ἐπέπλητταν γιά τά
ἐσφαλμένα του γραπτά καί τόν ὑποχρέωναν
σέ διόρθωση, «ἀσφαλῶς
–
μᾶς λέει ὁ π. Ρωμανίδης – θά
ἐδέχετο τήν διόρθωσιν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος
δηλοῖ τήν ἐπιθυμίαν του νά συμφωνῇ
εἰς ὅλα μέ τούς ἑλληνιστί γράψαντας
Πατέρας, [8]
τούς ὁποίους δέν ἠδυνήθη νά μελετήσῃ.
Φαίνεται σαφῶς ὅμως ὅτι οὔτε τόν
Ἀμβρόσιον ἐμελέτησεν». [9]
Ὁ
ἅγιος Ἀμβρόσιος, πού φέρεται ὡς
διδάσκαλος τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου,
ἀκολουθεῖ πιστότατα σέ ὅλα τούς
ἑλληνοφώνους Ρωμαίους (Ὀρθόδοξους)
Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Σέ οὐδέν
πρωτοτυπεῖ. Μεταξύ τοῦ Ἀμβροσίου καί
τοῦ Αὐγουστίνου ὑπάρχουν πολλές
διαφορές. Ἀρκεῖ μόνο νά σημειώσουμε
τήν τεράστια διαφορά μεταξύ τους ὡς
πρός τίς θεοφάνειες τῆς Παλ. Διαθήκης.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἀκολουθῶν τήν
ἀπόλυτα ὁμοιόμορφη παράδοση τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, δέχεται ὅτι ὁ
ἐμφανισθείς στούς προφῆτες Ἄγγελος
τοῦ Θεοῦ, Ἄγγελος τῆς δόξης, Μεγάλης
Βουλῆς Ἄγγελος ἤ Κύριος τῆς δόξης
εἶναι Αὐτός ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ
Χριστός. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ὅμως
ἀποκαλεῖ ὡς βλασφήμους ὅσους
ἰσχυρίζονται ὅτι ἐμφανίστηκε ὁ Ἴδιος
ὁ Λόγος στούς Προφῆτες ἄνευ μεσολαβήσεως
τινος. Ἀλλά στήν παρούσα μας μελέτη θά
μιλήσουμε καί γιά ἄλλες πρωτοτυπίες
τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Ὄχι
στόν τερματισμό τῆς
πατερικῆς θεολογίας
Ἀλλά
ἔχουμε καί ἄλλη πλάνη τῶν Φραγκολατίνων
περί τῶν Πατέρων, ὁμοία καί χείρονα
τῆς πρώτης: Ὅτι ἡ πατερική θεολογία
τερματίστηκε μετά τόν Μέγα Φώτιο. Τό
κακό δέ εἶναι ὅτι ἡ ἰδέα αὐτή περί
τερματισμοῦ τῆς πατερικῆς θεολογίας
βρῆκε εἴσοδο καί στόν ὀρθόδοξο ἑλλαδικό
χῶρο μας. Τό θέμα εἶναι ἁπλό καί ἔχει
ὡς ἑξῆς:
Οἱ
Φράγκοι στίς ἀρχές τοῦ 9ου αἰώνα
εἰσήγαγον στό Σύμβολο τῆς Πίστεως μας
τό Filioque,
ὅτι δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται
ὄχι μόνο ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά καί ἐκ
τοῦ Υἱοῦ. Τότε, τά πέντε Ρωμαϊκά
Πατριαρχεῖα (Ρώμης, Νέας Ρώμης,
Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων)
κατεδίκασαν ἐπίσημα, κατά τήν Η΄Οἰκουμενική
Σύνοδο τό 879, τήν Φραγκική αὐτή διδασκαλία
ὡς αἱρετική. Ἐπειδή δέ οἱ Φράγκοι δέν
μποροῦσαν νά ἀναγνωρίσουν ὡς Πατέρες
τούς πολεμήσαντας τό Filioque
τους, γι᾿ αὐτό ὑποχρεώθηκαν νά θεωρήσουν
ὅτι τόν 8ο αἰώνα τερματίστηκε ἡ πατερική
θεολογική παράδοση. Οἱ Φράγκοι ἐξάλλου
εἶχαν καταδικάσει τό 794 καί τήν Ζ΄
Οἰκουμενική Σύνοδο· ἔτσι δέν ἐδέχοντο
οὔτε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό ὡς
πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀργότερα ὅμως,
κατά τόν 12ο αἰώνα, οἱ Φράγκοι, μέ τήν
πίεση τῶν Ἰταλολογγοβάρδων καί τῶν
κατακτηθέντων Ρωμαίων τῆς Κάτω Ἰταλίας,
δέχθηκαν τελικά τήν Ζ΄Οἰκουμενική
Σύνοδο. Ἔτσι συμπεριέλαβαν καί τόν ἅγιο
Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό στούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας. Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοί
πιστεύουν ὅτι ὁ τελευταῖος «Γραικός»
Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἡ
ἀντίληψη αὐτή, ἡ αἵρεση αὐτή καλύτερα,
περί τερματισμοῦ τῆς πατερικῆς περιόδου
ἔγινε δεκτή καί ἀπό τούς Ρώσσους, [10] ἀλλά
μέ τήν διαφορά ὡς τελευταῖος Πατήρ νά
θεωρηθεῖ ὁ Μέγας Φώτιος. Ἔτσι οἱ Ρῶσσοι
μεταξύ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
συμπεριέλαβαν καί ἕνα Πατέρα, ὁ ὁποῖος
πολέμησε τό Filioque.
Τό κακό ὅμως εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση περί
τερματισμοῦ τῆς πατερικῆς θεολογίας
ἔγινε δεκτή καί ἀπό Νεοέλληνες, [11] πού
μᾶς μιλᾶνε γιά παλαιά «πατερική ἐποχή»
καί ὅτι δέν ὑπάρχουν πλέον ἅγιοι
Πατέρες στήν ἐποχή μας.
Ὅσοι
Φράγκοι, Ρῶσοι καί μέ αὐτούς Νεοέλληνες
δέχονται ὅτι τερματίστηκε ἡ πατερική
θεολογική περίοδος εἶναι ἀφορισμένοι
ἀπό τήν Ἐκκλησία μας· γιατί, ὅταν τό
1368 ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
ἀνεκήρυξε τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ ὄχι
μόνο ὡς «Ἅγιο» τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά
καί ὡς «Πατέρα», ἀφόρισε καί ὅσους δέν
τόν δέχονται ὡς Πατέρα ἰσόκυρο μέ τούς
παλαιότερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ἔζησε τόν 13ο αἰώνα, πολύ δηλαδή ἀργότερα
ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό ἤ
τόν Μέγα Φώτιο, πού τούς θεωροῦν ὡς
τούς τελευταίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Δηλαδή: Μέ τήν ἀναγνώριση ὑπό Συνόδου
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς
Πατρός καί τόν ἀφορισμό ὅσων δέν τόν
δέχονται ὡς Πατέρα ἰσόκυρο μέ τούς
παλαιοτέρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
καταδικάστηκε ἐπίσημα ἡ φραγκολατινική
αἵρεση περί τερματισμοῦ τῆς πατερικῆς
ἐποχῆς καί ἀφορίστηκαν οἱ Φράγκοι.
Παρά
τά φλυναφήματα τῶν Φράγκων καί Ρώσων
περί τερματισμοῦ δῆθεν τῶν Πατέρων
μέχρι τόν Δαμασκηνό ἤ τόν Φώτιο, ἐμεῖς
οἱ Ὀρθόδοξοι καί σ᾿ αὐτήν ἀκόμη τήν
σκληρή καί μαύρη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας
εἴχαμε φορεῖς τῆς γνησίας θεολογίας
καί πνευματικότητας τῶν παλαιοτέρων
ἁγίων Πατέρων, σάν τούς: Νικόδημον
Ἁγιορείτην, Εὐγένιον Βούλγαριν,
Νικηφόρον Θεοτόκην, Ἀθανάσιον Πάριον,
Μακάριον Νοταρᾶν, Κοσμᾶν Αἰτωλόν,
Μάξιμον τόν Γραικόν, Παχώμιον Ρουσσᾶνον,
Γεννάδιον Σχολάριον, Ἰάκωβον Μοναχόν,
Μάξιμον Πελοποννήσιον, Ἀγάπιον Λάρδον
καί Ἱεράρχας
καί Πατριάρχας, πού ἔλαβαν μέρος σέ
τόσες Συνόδους στήν Κωνσταντινούπολη
ἀπό τόν 17ο μέχρι τόν 19ο αἰώνα.
Τήν
πλάνη ὅτι τερματίστηκε ἡ πατερική
θεολογία τήν πολέμησε ἰδιαίτερα καί
τήν κατενίκησε ὁ ἰσχυρότατος θεολόγος
π. Φλωρόφσκυ καί ἔτσι βοηθήθηκαν καί
οἱ δικοί μας, ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν
Φραγκιά ὀρθόδοξοι, νά δεχθοῦν καί τήν
μετά τόν Μέγα Φώτιο πατερική θεολογία.
Πάντως
γιά τήν σωστή ἀντιμετώπιση τοῦ ὅλου
θέματος περί τερματισμοῦ τῆς πατερικῆς
θεολογίας πρέπει νά σπουδάσουμε καλῶς
τί εἶναι Ἐκκλησία [12] καί ποιά ἡ ἔννοια
τῆς λέξεως «Πατήρ». [13] Ὡς ἁπλό, ἀλλά
δυνατό, ἐπιχείρημα κατά τῆς ἰδέας περί
τερματισμοῦ τῶν Πατέρων ἔχουμε νά
ποῦμε τό ἑξῆς: Κάθε ἐποχή ἔχει ζωτικά
πνευματικά προβλήματα καί κρίσεις στά
ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία διά τῶν πατέρων της
δίνει τήν λύση· πάντοτε δηλαδή ἔχουμε
ἀνάγκη Πατέρων. Ἀλλά καί πάντοτε ὑπάρχει
στήν Ἐκκλησία τό Ἅγιο Πνεῦμα πού
ἀναδεικνύει Πατέρες. Ἄν λέγουν ὅτι
τερματίστηκε ἡ πατερική περίοδος, ἐνῶ
πάντοτε ἔχουμε τήν ἀνάγκη τῆς ἐμφανίσεως
τῶν Πατέρων, εἶναι ὡς νά λέγουν τήν
βλασφημία ὅτι ἔπαυσε νά ὑπάρχει στήν
Ἐκκλησία τό Ἅγιο Πνεῦμα...
Ὄχι
στήν Σχολαστική θεολογία
Ἀλλά,
ἄν γιά τούς Φράγκους τερματίστηκε ἡ
πατερική ἐποχή μετά τόν ἅγιο Ἰωάννη
τόν Δαμασκηνό ἤ τόν Μέγα Φώτιο, τί θά
ἔχουμε σέ συνέχεια αὐτῶν; Οἱ Φράγκοι
μᾶς προσφέρουν τήν Σχολαστική τους
θεολογία μέ τόν ἰσχυρισμό μάλιστα ὅτι
αὐτή ἡ θεολογία ὑπερέβη τήν τερματισθεῖσα
πατερική θεολογία!... Ὅσοι δέ ἀπό τούς
δικούς μας Ὀρθοδόξους ἐδέχοντο τόν
τερματισμό τῆς πατερικῆς παραδόσεως
σάν συνέχεια τῆς παραδόσεως αὐτῆς
εἶχαν νά παρουσιάσουν, κατά μίμηση τῶν
Φράγκων, κακογραμμένες κατηχητικοδογματικές
μελέτες καί ἄλλα σχολαστικά θεολογικά
ἔργα. Ἐνῶ, ὅπως ἤδη εἴπαμε, πάντοτε
ἡ Ἐκκλησία εἶχε τούς Πατέρες της καί
κατ᾿ αὐτήν ἀκόμη τήν δύσκολη ἐποχή
τῆς Τουρκοκρατίας.
Ἡ
ἰδέα ὅτι οἱ Φράγκοι Σχολαστικοί
ὑπερέβησαν τούς ἁγίους Πατέρες ἔχει
ὡς κύρια πηγή τήν γνώμη τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου ὅτι: Ἡ διδασκαλία περί
Filioque
ἀποτελεῖ λύση σέ θεολογικό πρόβλημα,
τό ὁποῖο παρέμεινε ἄλυτο ἀπό τούς
Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ
Αὐγουστῖνος σέ μιά ὁμιλία του τό 393
ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἀφρικῆς
γιά τό Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου εἶπε στούς ἐκεῖ Ἐπισκόπους
τό ἑξῆς ἐσφαλμένο καί περίεργο: Ὅτι
ἡ ὑποστατική ἰδιότητα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος εἶναι, ἔναντι τοῦ Πατρός
καί τοῦ Υἱοῦ, πρόβλημα γιά τήν Ἐκκλησία,
τό ὁποῖο πρόβλημα παρέμεινε ἄλυτο
στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Μή γνωρίζοντας
τώρα ἑλληνικά καί – ὅπως καί ὁ ἴδιος
μᾶς πληροφορεῖ ἀλλοῦ – μή ἔχοντας
μελετήσει οὔτε τά λατινικά περί Ἁγίας
Τριάδος ἔργα τῆς ἐποχῆς του, δέν
ἐγνώριζε ὅτι τό ἐν λόγω θέμα οὔτε
πρόβλημα ἦταν, οὔτε, πολύ περισσότερο,
ἄλυτο πρόβλημα. Παρά ταῦτα, ὄντας στήν
θεολογική του ἀπομόνωση, χωρίς δηλαδή
τήν βοήθεια σχετικῶν πατερικῶν ἔργων
ἐπί τοῦ θέματος, δαπάνησε συνέχεια τίς
δυνάμεις του ἐπί 35 χρόνια γιά νά βρεῖ
λύση. Καί ὡς λύση συνέλαβε στοχαστικά,
βάσει τῆς νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας,
τό Filioque!...
Τήν
λύση αὐτή τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ἀνεκάλυψαν οἱ Φράγκοι τόν 8ο αἰώνα καί
τήν πρόσθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Καί μαζί μέ τό Filioque
οἱ Φράγκοι υἱοθέτησαν καί τήν πλανεμένη
πάλι γνώμη τοῦ Αὐγουστίνου, ὅτι ἡ
Ἐκκλησία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου
ὁδηγεῖται μέ τήν βοήθεια τῶν στοχαστῶν
– ὅπως ἐκεῖνος – θεολόγων σέ πληρεστέρα
κατανόηση τῶν δογμάτων· ὅπως ἐκεῖνος
βρῆκε λύση στό πρόβλημα τάχα τῆς
Ἐκκλησίας γιά τήν ὑποστατική ἰδιότητα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δέν μπόρεσαν
νά βροῦν οἱ Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου.
Ὅταν
οἱ Ρῶσοι υἱοθέτησαν τήν Σχολαστική
θεολογική μέθοδο καί τήν λατινική γλώσσα
σάν ἐπίσημη θεολογική γλώσσα (τόν 18ο
αἰώνα), ἀπέκτησαν καί αὐτοί σάν τούς
Φράγκους τήν πεποίθηση ὅτι ὑπερέβησαν
στήν θεολογία τούς Ρωμηούς (Ὀρθοδόξους)
τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τό
περίεργο ὅμως εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν
Νεοέλληνες θεολόγοι οἱ ὁποῖοι,
ἐπηρεασθέντες ἀπό τούς Φράγκους καί
τούς Ρώσους, ζητοῦσαν γιά χρόνια συγγνώμη
ἀπό τήν Φραγκιά καί ἀπό τήν Φραγκευμένη
Ρωσία, γιατί δέν ἀπέκτησαν κατά τά
χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας Σχολαστική
καί Συστηματική θεολογία τοῦ τύπου τῆς
Εὐρώπης. Ὑπόσχονταν δέ ὅτι θά φιλοτιμηθοῦν
νά δημιουργήσουν καί αὐτοί τοιαύτη
θεολογία, ὥστε νά φθάσουν σύντομα στό
δῆθεν θεολογικό ὕψος τῆς Εὐρώπης.
Τώρα ὅμως πού ἀποσυντέθηκε πλήρως ἡ
Εὐρωπαϊκή θεολογία πολλοί Εὐρωπαῖοι
θεολόγοι ἐπανέρχονται στήν Πατερική
Παράδοση. Ἔτσι καί πολλοί Νεοέλληνες
ἐπανέρχονται καί αὐτοί, κατά μίμησή
τους, στήν Πατερική Παράδοση. Ἀλλά
παραπονεῖται ὁ πολύς πατήρ Ἰωάννης
Ρωμανίδης λέγοντας:
«Δυστυχῶς
ὅμως, ἀντί οὗτοι νά θεολογοῦν ἐντός
τῆς ἑρμηνευτικῆς παραδόσεως τῶν
Πατέρων, χρησιμοποιοῦν ὡς ἑρμηνευτικάς
κλεῖδας τούς Δυτικούς διδασκάλους των.
Δηλαδή ἑρμηνεύουν τούς Πατέρας βάσει
τῶν προϋποθέσεων τῆς Δυτικῆς θεολογίας
καί προβληματικῆς καί, οὕτως, οὔτε τήν
θεολογίαν τῶν Πατέρων, οὔτε τήν
πνευματικότητα αὐτῶν κατανοοῦν. Τοῦτο
διότι ἡ Πατερική θεολογία καί
πνευματικότης, ὡς ἐμφανίζεται εἰς τά
συγγράμματα τῶν Πατέρων, εἶναι ἀντιληπτή
μόνον εἰς τούς ἔχοντας τήν αὐτήν μέ
τούς Πατέρας πνευματικήν ἐμπειρίαν. Ἡ
θεολογία αὕτη εἶναι κεκρυμμένον
μυστήριον, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι μυστήριον
καί ἡ θεολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι
ἀπρόσιτος εἰς οἱανδήποτε ἀκαδημαϊκήν
μέθοδον. Μόνον οἱ ἔχοντες τήν χάριν
γνωρίζουν τήν χάριν, τήν ὁποίαν ἀποκτοῦν
διά τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς
ὑπό τήν καθοδήγησιν τοῦ ἔχοντος τήν
χάριν τῆς θεωρίας πνευματικοῦ πατρός». [14]
Ὄχι
στόν ρωσικό μυστικισμό,
ἀλλά
ὄχι καί στήν ἀποστροφή τῶν Νεοελλήνων
πρός τόν ἡσυχασμό καί στήν στροφή τους
πρός τούς Πατέρας τάχα τῆς δράσεως
Κατά
τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος κάποιοι
διανοούμενοι Ρῶσοι ἐντυπωσιάστηκαν
κατά πολύ ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό
τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού ἔφθασε στήν Ρωσία.
Δέν τόν κατενόησαν ὅμως στό βάθος του,
γιατί τόν ἐνέταξαν στίς θεωρίες τους
περί Σλαυϊκῆς ὑπεροχῆς. Εἶπαν, δηλαδή,
ὅτι ὁ ἡσυχασμός τοῦ «γεροντικοῦ»
τύπου εἶναι δικό τους χαρακτηριστικό·
ὅτι εἶναι χαρακτηριστικό τῆς Ρωσικῆς
παραδόσεως καί ψυχοσυνθέσεως καί δέν
ἀνήκει στόν «Λατινικό» καί «Γκραικικό»
χριστιανισμό, ὅπως τόν ἔλεγαν. [15]
Ἔτσι, οἱ Ρῶσοι νόμισαν ὅτι ὅπως
ξεπέρασαν τούς «Γραικούς» μέ τόν
Σχολαστικισμό τους, τούς ὑπερέβησαν
τώρα παρομοίως μέ τόν Ρωσικό τους
ἡσυχασμό. Λόγω δέ τῆς ἐντατικῆς ρωσικῆς
προπαγάνδας στήν Δύση ἡ ἰδέα αὐτή τῆς
ὑπεροχῆς τοῦ Ρωσικοῦ σχολαστικισμοῦ
καί ἡσυχασμοῦ ἔγινε συνείδηση στούς
ἑτεροδόξους, ἀλλά καί στόν χῶρο μας.
Ὡς ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἔχουμε τό νά
ἀγνοεῖται καί νά περιφρονεῖται καί
στήν Ἑλλάδα ἀκόμη ἡ Πατερική θεολογία
καί ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχασμός καί Ἕλληνες
θεολόγοι νά προσβλέπουν στούς ξένους,
γιατί τάχα αὐτοί, λόγω φυσικῆς τους
ἰδιότητας καί ἰδιοσυγκρασίας, ἐνόησαν
καλύτερα ἀπό ἐμᾶς τήν θεολογία καί
τόν ἡσυχασμό. Ἀκριβῶς αὐτό ἔλεγαν
καί προπαγάνδιζαν ἰσχυρά οἱ Σλαυόφιλοι
ὀπαδοί τοῦ Ἀλεξίου Κομμιακώβ: Ὅτι
αὐτοί οἱ Σλαῦοι, λόγω τῆς φυσικῆς
τους ἰδιοσυγκρασίας καί ψυχοσυνθέσεως,
κατενόησαν καλύτερα τόν χριστιανισμό
ἀπό τούς «Λατίνους» καί τούς «Γκραικούς»!...
Λάθος!
Γιατί οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες πού διά
μέσου τῆς Μολδοβλαχίας εἰσέδυσαν στήν
Ρωσία καί ἔφεραν σ᾿ αὐτούς τόν ἡσυχασμό
ἦταν ἑλληνόφωνοι Ρωμαῖοι καί ὄχι
Σλαῦοι. Ἐκτός αὐτοῦ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ,
πού μᾶς ἁγιάζει καί μᾶς θεώνει, δέν
ἔχει καμμιά σχέση μέ ἐθνικό σωβινισμό,
ἀλλά κάθε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζητάει
τόν Θεό, ἀπό ὁποιοδήποτε ἔθνος καί ἄν
προέρχεται, τόν ἐπισκέπτεται καί τόν
ἐνισχύει νά βιώσει τό Μυστήριο τῆς
πίστεώς μας καί νά πετύχει τήν ἁγιότητά
του. Εἶναι πολύ ὡραῖα αὐτά πού μᾶς
γράφει ὁ Καθηγητής πατήρ Ἰωάννης
Ρωμανίδης:
«Τό
θεμέλιον τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ θέωσις,
ἥτις νικᾷ τήν φύσιν καί ποιεῖ κατά
χάριν θεούς τούς ἀνθρώπους. Αὕτη εἶναι
ἡ πηγή τῆς ἀνωτάτης δυνατῆς ἐν τῷ
κόσμῳ τούτῳ κατανοήσεως τῆς θεολογίας,
ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν φύσιν τοῦ λόγου
καί τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου καί μηδεμίαν
σχέσιν ἔχει πρός ἐθνικόν τινα σωβινισμόν.
Τό ὅτι τήν πλειοψηφίαν τῶν θεωθέντων
κατά τήν ἱστορικήν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας
ἀποτελοῦν ἑλληνόφωνοι Ρωμαῖοι Πατέρες
καί Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, δέν σημαίνει
ὅτι δέν δύνανται καί οἱ ἄλλων γλωσσῶν
καί ἐθνικοτήτων πιστοί νά γίνουν ἐξ
ἴσου θεοφόροι, ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε σημαίνει
ὅτι δύνανται νά γίνουν ἀνώτεροι
θεολογικῶς καί πνευματικῶς. Ἀσφαλῶς
ὑπάρχουν ἀνώτερα ἤ διάφορα στάδια
θεώσεως, ὡς ἡ ἔλλαμψις, ἡ θέα καί ἡ
διαρκής θέα, ἀλλά ταῦτα οὐδεμίαν σχέσιν
ἔχουν πρός ἐθνικήν τινα ἰδιοσυγκρασίαν.
Οἱ Ἀπόστολοι εἰς τό ὄρος Θαβώρ καί
κατά τήν Πεντηκοστήν ἔλαβον τήν θέωσιν
εἰς τόν ἀνώτερον δυνατόν ἐν τῇ ζωῇ
ταύτῃ βαθμόν· καί ὁ Μωυσῆς ἐθεώρει
τήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σινᾶ
τεσσαράκοντα ἡμέρας καί νύκτας. Οὗτοι
οὔτε Ἕλληνες, οὔτε Λατῖνοι, ἀλλά οὔτε
καί Σλαῦοι ἦσαν». [16]
Αὐτά
ἁρμόζουν καί κατά τοῦ Πλεύρη, σχετικά
μέ τά ἀνιστόρητα καί βλάσφημα πού λέει
γραπτῶς καί προφορικῶς. Ἀλλά περί
αὐτῶν τῶν ἀνιστορήτων καί βλασφήμων
του θά ἀσχοληθοῦμε σέ εἰδική μελέτη
μας.
Βεβαίως
οἱ Νεοέλληνες θεολόγοι δέν δέχτηκαν
ἀπολύτως τόν ρωσικό ἡσυχασμό, τόν
λεγόμενο «ρωσικό μυστικισμό» καί
ἀντέδρασαν ἐναντίον του. Ἀντί ὅμως
νά στραφοῦν στόν πραγματικό καί ἀληθινό
ἡσυχασμό τῆς Ἐκκλησίας μας στράφηκαν,
ἀπό ἀντίδραση πρός τόν ρωσικό μυστικισμό,
μέ θαυμασμό σέ μιά μή ἡσυχαστική, ὅπως
τήν φαντάστηκαν, καί μή ἀσκητική τάχα
παράδοση τῶν Μεγάλων πρίν ἀπό τόν Φώτιο
Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἦταν δῆθεν ἄνδρες
τῆς δράσεως καί τοῦ φιλοσοφικοῦ
στοχασμοῦ καί ὄχι τοῦ μυστικισμοῦ.
Καί νόμισαν οἱ ταλαίπωροι αὐτοί
Νεοέλληνες ὅτι ἔτσι σκεπτόμενοι καί
πράττοντες ὀρθοδοξοῦν, γιατί: ἀφ᾿
ἑνός μέν πολεμοῦν τόν ἐσφαλμένο,
πραγματικά, ρωσικό μυστικισμό καί ἀφ᾿
ἑτέρου στρέφονται στούς Πατέρες, τούς
ὁποίους ὅμως βλασφημοῦσαν, ἀφοῦ,
πρῶτον μέν, τούς τερμάτιζαν μέχρι τόν
Μέγα Φώτιο, ἔπειτα δέ – ἀφοῦ δέν εἶχαν
αὐτοί οἱ Νεοέλληνες γεύση τοῦ ἡσυχασμοῦ
– παρουσίαζαν καί τούς Πατέρες ὡς μή
ἡσυχαστές, ἀλλά κοινωνικούς ἄνδρες,
ἄνδρες δράσεως καί μέ φιλοσοφικό
στοχασμό καί ὄχι ἄπραγους μοναχούς!...
Καί
θρηνεῖ γράφοντας ὁ μεγάλος θεολόγος
τοῦ αἰῶνος μας πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης:
«Ἀποτέλεσμα
τῶν ἀνωτέρω, καταστρεπτικόν διά τήν
Ὀρθοδοξίαν ἐν γένει εἶναι τό ὅτι ἡ
νεωτέρα θεολογία τῶν Ρώσσων καί
Νεοελλήνων ὄχι μόνον δέν συνετέλεσεν
εἰς τήν ἔνταξιν τῶν νέων εἰς τόν
παραδοσιακόν ἡσυχαστικόν μοναχισμόν,
ἀλλά καί συνέτεινεν εἰς τό νά ἀκολουθήσουν
Νεοέλληνές τινες τούς Ρώσσους εἰς τήν
ὑπ᾿ αὐτῶν περιφρόνησιν τοῦ παραδοσιακοῦ
μοναχισμοῦ καί εἰς θαυμασμόν τῶν
Φραγκικῶν μοναχικῶν ταγμάτων. Οὕτω
προέκυψαν αἱ θρησκευτικαί ἀδελφότητες
μέ ζωηρά αἰσθήματα κατωτερότητος ἔναντι
τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ ὁποίου
τά θρησκευτικά ἔργα μετέφραζον καί
ἐσκόρπιζον εἰς τόν ἐν Ἑλλάδι ὀρθόδοξον
λαόν. Τό παράδοξον εἶναι ὅτι αἱ
θρησκευτικαί ἀδελφότητες ἀντέδρων
ἐνστικτωδῶς κατά τῆς Ἀκαδημαϊκῆς
θεολογίας τῶν Νεοελλήνων, ἠγάπων τούς
Πατέρας, ἀλλά ἦσαν συγχρόνως θύματα
τῆς νεωτέρας ὡς ἄνω ἀντιλήψεως περί
τῶν Πατέρων καί ἐμιμοῦντο μίαν
φανταστικήν εἰκόνα περί αὐτῶν, οὕτω
δέ διέφερον οὐσιαστικῶς ἀπό τόν
δεσπόζοντα κατά τήν Τουρκοκρατίαν
ἡσυχαστικόν μοναχισμόν. Τοῦτο, διότι
ἐδέχοντο τήν ἐν λόγῳ διάκρισιν μεταξύ
τῶν Μεγάλων Πατέρων καί τῶν μετά τόν
Μέγαν Φώτιον δῆθεν μή πατέρων ἀσκητῶν
ἁγίων». [17]
Ὄχι
στήν θεωρία περί ἐπηρεασμοῦ
τῶν
Ἑλλήνων Πατέρων ἀπό τούς Ἕλληνες
φιλοσόφους
Οἱ
Προτεστάντες ἤ Διαμαρτυρόμενοι, ὅπως
λέγονται, τό ἤξεραν ὅτι ἡ Αὐγουστίνεια
θεολογία καί ἡ ἐπηρεασμένη ἀπ᾿ αὐτή
Φραγκική Σχολαστική θεολογία διατελοῦσαν
ὑπό τήν ἰσχυρή ἐπίδραση τοῦ Πλάτωνα
καί τοῦ Ἀριστοτέλη. Στούς κύκλους ὅμως
τῆς Γερμανικῆς κυρίως θεολογίας καί
φιλοσοφίας ἀναπτύχθηκε ἕνα ὑπερήφανο
αἴσθημα ὑπεροχῆς ἔναντι πάσης
παλαιοτέρας θεολογίας, γιατί πίστευαν
ὅτι αὐτοί οἱ Γερμανοί καλλιεργοῦν
ὑψηλότερη θεολογία βάσει τῶν νεωτέρων
Εὐρωπαϊκῶν φιλοσοφιῶν καί ὄχι βάσει
τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀπό
τούς ὁποίους ἦταν ἐπηρεασμένη ἡ
θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου καί ὁ ἀπ᾿
αὐτήν σχολαστικισμός τῶν Φράγκων. Μή
γνωρίζοντες δέ οἱ Γερμανοί, ὅπως οἱ
Φράγκοι πρόγονοί τους, τήν Ρωμαίικη
πατερική παράδοση, πίστευσαν ὅτι καί
οἱ Ἕλληνες, οἱ «Γραικοί», ὅπως τούς
ἔλεγαν, Πατέρες ἔχουν ἐπηρεαστεῖ καί
αὐτοί, ὅπως οἱ Φράγκοι, ἀπό τούς Ἕλληνες
φιλοσόφους καί ἑπομένως νόθευσαν τόν
Χριστιανισμό μέ τόν ἐπηρεασμό τους ἀπό
τήν ἑλληνική φιλοσοφία.
Τό
λυπηρό ὅμως εἶναι ὅτι καί Νεοέλληνες
πίστευσαν στήν ἐπιστήμη τῆς Εὐρώπης
καί παραδέχτηκαν ὅτι ἡ Πατερική θεολογία
ἔχει τήν βάση της στήν ἑλληνική
φιλοσοφία. Σάν Ἕλληνες ὅμως τήν ἐσφαλμένη
καί αἱρετική αὐτή θεωρία τήν δέχτηκαν
μέ πατριωτικό ἐνθουσιασμό, χωρίς βέβαια
νά δεχτοῦν τήν νόθευση τοῦ Χριστιανισμοῦ
ἀπό τούς Πατέρες, λόγω τοῦ ἐπηρεασμοῦ
τους τάχα ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία.
Ὥστε: Ἡ παρότρυνση πολλῶν, παλαιοτέρων
καί συγχρόνων, μεταξύ τῶν ὁποίων
ἰδιαίτερα τοῦ Πλεύρη, νά μελετοῦμε μέ
θαυμασμό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, γιατί
αὐτήν τάχα μελέτησαν καί οἱ Πατέρες
καί ἔγραψαν ὅσα σοφά ἔγραψαν, ἔχει ὡς
βάση τήν παραπάνω θεωρία τῶν Προτεσταντῶν,
πού λέχθηκε ἀπ᾿ αὐτούς ἀρνητικά, γιά
νά ποῦν ὅτι νοθεύτηκε ὁ Χριστιανισμός
ἀπό τούς Πατέρες λόγω τοῦ ἐπηρεασμοῦ
τους ἀπό τούς Ἕλληνες φιλοσόφους, ἔγινε
ὅμως δεκτή ἀπό τούς Νεοέλληνες θετικά,
λόγω τοῦ ἐθνικισμοῦ τους.
Βέβαια,
οἱ Ρῶσοι καί γενικά οἱ Σλαῦοι, σάν
Ὀρθόδοξοι, δέν ἦταν δυνατόν νά δεχτοῦν
τέτοιες θεωρίες ὅτι οἱ «Γραικοί»
Πατέρες, αὐτοί οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, ἐνόθευσαν τόν Χριστιανισμό·
ἰσχυρίστηκαν ὅμως ὅτι οἱ «Γραικοί»
καί οἱ «Λατῖνοι», σάν Κουσῖτες πού
ἦσαν, δέν κατενόησαν τόν Χριστιανισμό
στό βάθος του, ὅπως αὐτοί οἱ Ἰρανικοί
Σλαῦοι. Καί τοῦτο γιατί αὐτή ἡ φυσική
ἐθνική φιλοσοφία καί ἰδεολογία τῶν
Σλαύων συντελεῖ τάχα καλύτερα ἀπό
ὁποιαδήποτε ἄλλη στήν κατανόηση τοῦ
Χριστιανισμοῦ.
Δυνατό
καί ἀποτελεσματικό κτύπημα κατά τῶν
παραπάνω θεωριῶν, τῆς νοθεύσεως δῆθεν
τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τούς «Γραικούς»
Πατέρες, λόγω τοῦ ἐπηρεασμοῦ τους τάχα
ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί τῆς μή
πλήρους κατανοήσεώς του ἀπ᾿ αὐτούς,
ἐπειδή πάλι ἦταν «Γραικοί», ἐπέφερε
ὁ μεγαλύτερος Ρῶσος θεολόγος τοῦ 20ου
αἰῶνος, Καθηγητής καί Πρωτοπρεσβύτερος
π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ἐπί ἥμισυ καί
πλέον αἰώνα αὐτός ὁ πολύς Φλωρόφσκυ
ἤλεγχε ἰσχυρά τούς Ρώσους πού ἰσχυρίζονταν
ὅτι οἱ Πατέρες δέν κατανοοῦσαν ἐπαρκῶς
τόν Χριστιανισμό, ἐπειδή ἦσαν «Γραικοί»,
ἐνῶ αὐτοί, σάν Ἰρανικοί Σλαῦοι, μέ
τήν ἰδεολογία τους τόν κατενόησαν τάχα
πλήρως· καί ἤλεγχε ἰσχυρά, πάλι, τούς
Διαμαρτυρομένους, πού ἔλεγαν ὅτι οἱ
Πατέρες ἐνόθευσαν τόν Χριστιανισμό,
ἕνεκα τοῦ ἐπηρεασμοῦ τους τάχα ἀπό
τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ἐνῶ αὐτοί μέ
τήν σύγχρονη εὐρωπαϊκή τους φιλοσοφία
κατενόησαν καλύτερα τόν Χριστιανισμό.
Ὁ
π. Φλωρόφσκυ ἐτόνισε τήν μόνιμο σημασία
τοῦ ἑλληνισμοῦ τῶν Πατέρων γιά τόν
Χριστιανισμό. Καί μέ τήν συνεργασία μέ
ἄλλους Ρωμηούς θεολόγους τῆς Ἑλλάδος
καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνετέλεσε
στήν ἐπάνοδο στούς Πατέρες καί τόν
ἡσυχασμό τους ὡς τό θεμέλιο τῆς
Ὀρθοδόξου θεολογίας καί πνευματικότητας.
Ἔτσι γεννήθηκαν οἱ ἀναγκαῖες
προϋποθέσεις γιά τήν ὀρθή κατανόηση
τῶν Πατέρων μετά τόν Μέγα Φώτιο καί
κυρίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Γιατί, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὁ π.
Φλωρόφσκυ συνετέλεσε περισσότερο ἀπό
κάθε ἄλλον στήν κατάρριψη τῆς ἰδέας
περί τερματισμοῦ τῆς πατερικῆς
θεολογικῆς περιόδου καί ἀπέδειξε ὅτι
ἡ πατερική θεολογία ἐξακολουθεῖ
ἀσφαλῶς καί μετά τόν Φώτιο.
Ὄχι
στόν χωρισμό «Βιβλίζοντες»
καί
«Ἑλληνίζοντες» Πατέρες
Μερικοί
ὅμως νεώτεροι Ρῶσοι, ἄν καί πείστηκαν
ἀπό τόν θεολογικό ἀγώνα τοῦ π. Φλωρόφσκυ
ὅτι εἶναι ἀπόλυτος ἀνάγκη νά ἐπανέλθουν
στούς Πατέρες, ὅμως ἀπορρίπτουν τόν
ἑλληνισμό τους ἤ τούς «ἑλληνίζοντες»
Πατέρες, ὅπως τούς ὀνομάζουν. Ἰσχυρίζονται
δέ αὐτοί ὅτι πρέπει νά ἐπανέλθουμε
μόνο στούς «βιβλίζοντες» Πατέρες, στούς
ὁποίους τάχα ἀνήκουν αὐτοί. Φαίνεται
ἐδῶ καθαρά ὅτι δέν μπόρεσαν οἱ Ρῶσοι
νά ἀποκοποῦν ἀπό τά Σλαυόφιλα αἰσθήματα
καί χώρισαν τούς Πατέρες σέ βιβλίζοντες
καί ἑλληνίζοντες ἤ «Γραικίζοντες»,
ὅπως τούς ἔλεγαν.
Ὁ
χωρισμός αὐτός τῶν Πατέρων σέ βιβλίζοντες
καί ἑλληνίζοντες εἶναι μιά πρωτάκουστη
πλάνη, μιά μεγάλη αἵρεση, ἡ ὁποία
δυστυχῶς δέν πολεμήθηκε ἐπίσημα στό
χῶρο μας.
Ἡ
αἵρεση αὐτή διατυπώθηκε μέν ἀπό τούς
Ρώσους καί κυρίως ἀπό τόν John
Meyerdorff, [18]
ἡ ἀρχή της ὅμως εἶναι, πάλι, κυρίως
ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους: Ἀπό τόν 19ο
αἰώνα οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἄρχισαν νά
ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ θεολογία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς δέν ἦταν σέ ὅλα ὅμοια
μέ τήν μόνη γνωστή σ᾿ αὐτούς Αὐγουστίνεια
πατερική τους θεολογία, πού ἔχει ὡς
βάση τούς Ἕλληνες φιλοσόφους, Πλάτωνα
καί Ἀριστοτέλη. Ἔ-τσι, πολύ εὔκολα,
δημιουργήθηκε ὁ μύθος καί ἀναπτύχθηκε
ἀπό τούς Ρώσους ἡ πρωτάκουστη πλάνη
περί ἑλληνιζόντων Πατέρων, πού ἐνόθευσαν
τόν Χριστιανισμό καί περί τῶν βιβλιζόντων
Πατέρων. Πίστευαν ὅμως οἱ Ρῶσοι ὅτι
καί οἱ «Γραικίζοντες», ὅπως τούς ἔλεγαν,
δηλ. ἑλληνίζοντες, Πατέρες ἐκπροσωποῦν
καί αὐτοί μία παράδοση, τήν ἑλληνίζουσα
Πατερική παράδοση, στήν ὁποία ὑπάγονται
Μεγάλοι Πατέρες, [19] ἀλλά οἱ ὁποῖοι
ἐνόθευσαν τόν Χριστιανισμό μέ τήν
ἑλληνική τους φιλοσοφία.
Στά
χρόνια του ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
ἐπί κεφαλῆς τῆς Παραδόσεως αὐτῆς τῶν
ἑλληνιζόντων Πατέρων ἦταν δῆθεν ὁ
Βαρλαάμ. Καί ἐπί κεφαλῆς τῆς βιβλιζούσης
παραδόσεως ἦταν δῆθεν ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς. [20]
Ἡ
αἵρεση αὐτή εἶναι φρικτή· δηλαδή:
Διχοτομεῖται ἡ Πατερική Παράδοση σέ
βιβλική καί ἑλληνίζουσα καί γίνονται
ἔτσι παρατάξεις Πατέρων· ὁ δέ αἱρετικός
Βαρλαάμ φέρεται ὅτι ἀνήκει καί αὐτός
σέ Πατέρες, στούς «ἑλληνίζοντες», τάχα.
Ἀλλά μέ τήν καταδίκη τοῦ Βαρλαάμ τό
1368 στήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως
καταδικάστηκαν – κατά τήν αἵρεση αὐτή
τῆς διχοτομήσεως τῶν Πατέρων σέ
βιβλίζοντες καί ἑλληνίζοντες – καί
Μεγάλοι Πατέρες, σάν τούς Διονύσιον τόν
Ἀρεοπαγίτην, Γρηγόριον τόν Νύσσης,
Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν κ.ἄ., τούς
ὁποίους κατέτασσαν στήν ἴδια παράταξη
μέ τόν Βαρλαάμ. Ἀλλά ἡ θεολογία τῶν
Πατέρων αὐτῶν ἀπετέλεσε τήν βάση τῶν
ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί
τό θεμέλιο τῆς παιδείας τόσων Πατέρων
καί αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ. Πῶς, λοιπόν, τώρα παρουσιάζονται
οἱ Πατέρες αὐτοί ὡς ἀνήκοντες στήν
ἰδία παράταξη μέ τόν Βαρλαάμ καί ἄρα
καταδικαζόμενοι ὅπως καί αὐτός; Καί
πῶς παρουσιάζεται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς ὡς διαφωνῶν μέ τούς Πατέρες
αὐτούς – ἀφοῦ τόν κατατάσσουν σέ ἄλλη
παράταξη – μέ αὐτούς τούς Πατέρες, ἀπό
τούς ὁποίους ἐπαιδεύθη καί ὁμοιώθη
κατά πάντα, γιατί δέν πρωτοτύπησε; Τό
κωμικό τῆς ὑποθέσεως εἶναι ὅτι μέ τήν
βλάσφημο αὐτή θεωρία, περί ἑλληνιζόντων
τάχα καί βιβλιζόντων Πατέρων, παρουσιάζονται
Ἐπίσκοποι νά καταδικάζουν τούς... Πατέρες, ἀφοῦ κατεδίκασαν τήν παράταξη
τῶν ἑλληνιζόντων τάχα Πατέρων
καταδικάσαντες τόν ἀνήκοντα στήν
παράταξη αὐτή Βαρλαάμ στήν Σύνοδο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τό 1368.
Ὄχι
στίς διαφωνίες τοῦ Αὐγουστίνου μέ
τούς Πατέρες
καί
ὄχι στίς συμφωνίες του μέ
τους αἱρετικούς
Ἄς
τό ξαναγράψουμε, γιατί εἶναι σοβαρό:
Τό πρῶτο φρικτό στήν παραπάνω θεωρία
εἶναι ὁ χωρισμός τῶν Πατέρων σέ δύο
ἐχθρικές παρατάξεις, τούς βιβλίζοντες
καί τούς ἑλληνίζοντες. Τό δέ δεύτερο,
ἀκόμη φοβερώτερο, εἶναι ὅτι κατέταξαν
καί αὐτόν τόν αἱρετικό Βαρλαάμ στούς
Πατέρες, στούς Ἑλληνίζοντας, στούς
ὁποίους κατέτασσαν, ὅπως εἴπαμε,
Μεγάλους Πατέρες, σάν τούς Διονύσιο τόν
Ἀρεοπαγίτη, Γρηγόριο Νύσσης, Μάξιμο
τόν Ὁμολογητή κ.ἄ. Καί ὅμως, καμμιά,
καμμιά ἀπό τίς καταδικασθεῖσες αἱρέσεις
τοῦ Βαρλαάμ δέν περιέχεται στήν
διδασκαλία τῶν κακῶς χαρακτηρισθέντων
Ἑλληνιζόντων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντίθετα, ὅλες οἱ αἱρέσεις τοῦ Βαρλαάμ
βρίσκονται στό κέντρο τῆς Φραγκικῆς
Αὐγουστίνειας Παραδόσεως. Καί ἡ
σύγκρουση Βαρλαάμ καί ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ δέν εἶναι σύγκρουση
βιβλιζόντων τάχα καί ἑλληνιζόντων
Πατέρων, ἀλλά στό βάθος εἶναι σύγκρουση
τῆς Πατερικῆς καί Φραγκολατινικῆς
Αὐγουστινείου Παραδόσεως καί σ᾿ αὐτό
ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ μεγάλη σημασία
τῆς σύγκρουσης αὐτῆς. Καί ἄν θελήσουμε
νά ἐρευνήσουμε περισσότερο, θά βροῦμε
ὅτι ἡ σύγκρουση αὐτή τῆς Πατερικῆς
καί Φραγκολατινικῆς Αὐγουστινείου
Παραδόσεως ἔχει τήν προέλευσή της στήν
διαμάχη τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς
Ἀρειανούς καί Εὐνομιανούς κατά τήν
ἐποχή τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου.
Ἄς
τό ἀναλύσουμε αὐτό, γιατί εἶναι
οὐσιαστικό γιά τό θέμα μας καί θίγει
σοβαρές διαφορές τῆς Παράδοσής μας ἀπό
τήν ἀντίθετη Φραγκολατινική Αὐγουστίνεια
Παράδοση.
Ὅπως
ὡραῖα τά καταστρώνει καί τά κατοχυρώνει
ὁ μεγάλος σύγχρονος θεολόγος πατήρ
Ἰωάννης Ρωμανίδης, συγκεκριμένα ὁ
ἱερός Αὐγουστῖνος: α) Διαφωνοῦσε σέ
ὁρισμένα οὐσιαστικά σημεῖα, στά ὁποῖα
ὅμως συμφωνοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ
αἱρετικοί· β) συμφωνοῦσε, ὁ Αὐγουστῖνος
πάλι, μέ τούς Ἀρειανούς καί Εὐνομιανούς
σέ ἕνα σημεῖο ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων·
γ) σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ὅμως συμφωνοῦσε
μέ τούς Εὐνομιανούς ἐναντίον τῶν
Ὀρθοδόξων καί τῶν Ἀρειανῶν καί τέλος·
δ) συμφωνοῦσε μέν τυπικά μέ τό δόγμα
τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
ἀλλά ὅπως θά δοῦμε, οὐσιαστικά
συμφωνοῦσε μέ τίς προϋποθέσεις τῆς
διδασκαλίας τῶν Ἀρειανῶν καί Εὐνομιανῶν.
Θά
ἐξηγήσουμε καί τά τέσσερα αὐτά:
α) Ὅλοι
οἱ ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν σ᾿ αὐτό,
ὅτι ὁ ἐμφανισθείς στούς Προφῆτες τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ,
ὅπως τόν λέει τό ἱερό κείμενο, ἤ Ἄγγελος
τῆς δόξης ἤ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος ἤ
Κύριος τῆς δόξης, εἶναι ὁ Λόγος τοῦ
Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καί στήν Π.Δ. ἐμφανιζόταν
ὁ Χριστός, ἀσάρκως ὅμως. Τήν ἀλήθεια
αὐτή δέν τήν ἀρνοῦνταν οὔτε καί αὐτοί
οἱ αἱρετικοί Ἀρειανοί καί Εὐνομιανοί.
Δίδασκαν ὅμως αὐτοί ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος
στούς Προφῆτες Ἄγγελος Κυρίου, δηλαδή
ὁ Χριστός, ἦταν κτίσμα· γιατί ἰσχυρίζονταν
ὅτι ὁ Θεός ἀπεκάλυπτε ἤ φανέρωνε τόν
Ἑαυτόν Του διά κτισμάτων. Καί ὡς κτίσμα
αὐτοί πίστευαν καί τόν θεῖο Λόγο, τόν
Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
ἱερός Αὐγουστῖνος τήν πατερική αὐτή
διδασκαλία περί τῆς ἐμφανίσεως τοῦ
Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες τήν
χαρακτήριζε βλάσφημο· ἰσχυριζόταν δέ
ὅτι ὄχι μόνο ὁ Λόγος ἀλλά καί τά τρία
Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀπεκαλύπτοντο
διά μέσου γινομένων καί ἀπογινομένων
κτιστῶν συμβόλων τῆς θεότητος, γιά νά
ὁραθεῖ μέ αὐτά ἡ Ἁγία Τριάς ἀπό τίς
ἀνθρώπινες αἰσθήσεις. Αὐτήν δέ τήν
ἀποκάλυψη ὁ Αὐγουστῖνος τήν θεωροῦσε
κατωτέρα· ὡς ἀνωτέρα ἀποκάλυψη θεωροῦσε
αὐτήν πού χάριζε ὁ Θεός στόν νοῦ. Αὐτή
ἡ θεωρία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περί
θεοφανειῶν καί θείας ἀποκαλύψεως ἦταν
πρωτάκουστη καί αὐτήν παρέλαβαν οἱ
Φράγκοι γιά νά τήν ἀναπτύξουν περισσότερο.
Τήν Φράγκικη αὐτή διδασκαλία περί
θεοφανειῶν τήν ἔφερε στήν Ἀνατολή ὁ
αἱρετικός Βαρλαάμ. Ὁ Βαρλαάμ ἰσχυριζόταν
ἀκριβῶς τό ἴδιο: Ὅτι ἡ ἀποκάλυψη πού
ἔγινε μέ τό Θαβώριο Φῶς ἦταν «χείρω
νοήσεως»·
ἦταν, δηλαδή, κατώτερη ἀπ᾿ αὐτήν πού
γίνεται κατ᾿ εὐθεῖαν στόν νοῦ· κατώτερη
καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἁπλῆς νοήσεως. [21]
«Δύναταί
τις νά φαντασθῇ – λέει
ὁ π. Ρωμανίδης – τήν
ἀλγεινήν ἐντύπωσιν, τήν ὁποίαν
προεκάλεσαν οἱ τοιοῦτοι ἰσχυρισμοί
τοῦ Βαρλαάμ εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολήν,
ὅπου τό Θαβώριον Φῶς ἐθεωρεῖτο ὑπό
τῶν Πατέρων ὡς αὐτή αὕτη ἡ ἄκτιστος
θεότης καί βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος». [22]
β)
Ἀπό τά παραπάνω βλέπουμε ὅτι ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος διαφωνοῦσε πρός τούς
Ὀρθοδόξους καί τούς αἱρετικούς, τούς
Ἀρειανούς καί τούς Εὐνομιανούς, στό
ὅτι δέν παραδεχόταν πραγματικές
φανερώσεις τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς
Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Συμφωνοῦσε ὅμως μέ τούς αἱρετικούς
αὐτούς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων στό
ὅτι ἔλεγε ὅτι οἱ Προφῆτες καί οἱ
Ἀπόστολοι ἔβλεπαν κτίσμα, καί ὄχι
αὐτήν τήν Ἴδια τήν θεότητα.
Κατά
τούς ἁγίους Πατέρες μας, ἀντίθετα πρός
τόν Αὐγουστῖνο, οἱ Προφῆτες, οἱ
Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι πού ἔφτασαν
στήν θέωση, βλέπουν ἀοράτως καί ἀκούουν
ἀρρήτως ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τόν Πατέρα
διά τοῦ ἀκτίστου
Λόγου καί ὄχι μέ τήν μεσολάβηση κάποιου
κτίσματος.
γ)
Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι βλέποντες
καί ἀκούοντες οἱ θεούμενοι τόν Θεό διά
τοῦ Λόγου ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι μετεῖχαν
τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί
ὄχι τῶν θείων ὑποστάσεων τῶν Τριῶν
Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς
θείας Οὐσίας. Δηλαδή, οἱ ἅγιοι Πατέρες
κάνουν διάκριση στόν Θεό μεταξύ τῆς
θείας Οὐσίας, πού εἶναι ἀμέθεκτη (δέν
μπορεῖ, δηλαδή, νά μετάσχει κανείς
ἄνθρωπος ἤ ἄγγελος σ᾿ αὐτή παρά μόνο
τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος) καί
τῆς θείας ἐνεργείας, πού εἶναι μεθεκτή.
Τήν διάκριση αὐτή τήν ἔκαναν καί οἱ
αἱρετικοί Ἀρειανοί· καί αὐτοί δίδασκαν
ὅτι τά κτίσματα γνωρίζουν ὄχι τήν
οὐσία, ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Στά κτίσματα ὅμως οἱ Ἀρειανοί
περιελάμβαναν καί τόν θεῖο Λόγο καί
αὐτό ἦταν ἡ μεγάλη διαφορά τους μέ
τούς Ὀρθοδόξους. Ὁ Ἄρειος σάν ἀπόδειξη
ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα καί
ὄχι Θεός, ὅπως Τόν πιστεύουμε οἱ
Ὀρθόδοξοι, ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος δέν
γνωρίζει τήν οὐσία τοῦ Πατρός, ἀλλά
μετέχει, κατά χάριν, σέ μερικές ἐνέργειές
Του. Ἔκαναν, λοιπόν, καί οἱ Ἀρειανοί
διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν
Θεό.
Καί
ὅμως αὐτή τήν διάκριση δέν τήν ἔκανε
ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος. Ὁ Αὐγουστῖνος
εἶναι ὁ μόνος στήν ἀρχαία ἐποχή πού
ἐπεχείρησε νά θεολογήσει περί τῆς
Ἁγίας Τριάδος χωρίς νά ἔχει μελετήσει
πατερικά ἔργα, ἀλλά μέ βάση μόνο τήν
Ἁγία Γραφή καί τόν νεοπλατωνικό φιλόσοφο
Πλωτῖνο. Μή γνωρίζοντας, λοιπόν, ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος τήν πατερική θεολογία,
ταύτισε τήν θεία οὐσία μέ τήν θεία
ἐνέργεια. Τήν πλάνη αὐτή τήν εἶχαν
κάνει προηγουμένως οἱ αἱρετικοί
Εὐνομιανοί καί χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ
τούς ἀκολούθησε ὁ Αὐγουστῖνος καί
αὐτόν τόν ἀκολούθησαν οἱ Φραγκολατῖνοι. [23]
Ἀλλά, ἐάν ταυτίζεται ἡ θεία οὐσία μέ
τήν θεία ἐνέργεια, πῶς θεώνεται ὁ
ἄνθρωπος; Μετέχοντας στήν οὐσία τοῦ
Θεοῦ; Πῶς γνωρίζουμε τόν Θεό; Γνωρίζοντας
τήν οὐσία Του; Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος,
χωρίς νά τό γνωρίζει, δέχθηκε τήν
διδασκαλία τῶν Εὐνομιανῶν ὅτι οἱ
πιστοί μποροῦν, μέσω τῆς Ἁγίας Γραφῆς
καί τῆς φιλοσοφίας, νά γνωρίσουν τήν
οὐσία τοῦ Θεοῦ καί στήν ζωή αὐτή· στήν
δέ μέλλουσα ζωή οἱ σεσωσμένοι, ἔλεγε,
θά γνωρίσουν ἀπ᾿ εὐθείας τήν θεία
οὐσία. [24] «Δέν
θά ἀργήσω –
ἔλεγε ὁ Αὐγουστῖνος – νά
ἐρευνήσω τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἴτε διά
τῆς Ἁγίας Γραφῆς Αὐτοῦ εἴτε διά τοῦ
κτίσματος». [25]
Ἐπειδή
ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ταύτιζε τήν θεία
οὐσία μέ τίς θεῖες ἐνέργειες, γι᾿ αὐτό
καί ἔλεγε ὅτι στίς θεοπτίες τους οἱ
Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι
ἔβλεπαν κτιστά σύμβολα τῆς θεότητας
καί ὄχι τήν Ἴδια τήν θεότητα, γιατί
αὐτό γι᾿ αὐτόν θά σήμαινε ὅτι αὐτοί
βλέπουν τήν Ἴδια τήν θεία οὐσία, ἀφοῦ
δέν ἔκανε διάκριση θείας οὐσίας καί
θείων ἐνεργειῶν στόν Θεό. Εἶχε ἀκούσει,
φαίνεται, ὅτι οἱ Πατέρες ἀπέρριπταν
τήν ἰδέα ὅτι στήν Ἁγία Γραφή οἱ
κεχαριτωμένοι ἔβλεπαν τήν θεία οὐσία
καί γι᾿ αὐτό ὁ Αὐγουστῖνος ἀπέρριπτε
καί αὐτός τήν δυνατότητα αὐτή. [26]
Γι᾿ αὐτό, καί ὅλα τά φυσικά εἰκονικά
σύμβολα τῆς θεότητας πού συναντᾶμε
στήν Ἁγία Γραφή (ὅπως: γνόφος, φῶς,
δόξα, νεφέλη, ἀστραπή, καπνός, πῦρ, στήλη
πυρός, στήλη νεφέλης, πύρινες γλῶσσες,
τό «ὡσεί περιστερά») ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος
τά ἐξελάμβανε ὡς γινόμενα καί ἀπογινόμενα
κτίσματα πού συμβόλιζαν τήν θεία παρουσία
σ᾿ αὐτούς πού τά ἔβλεπαν, γιά νά ἀκουστεῖ
ἀπό τούς ἀνθρώπους ὁ Θεός μέσω τῶν
κτισμάτων αὐτῶν. Ἔλεγε δέ ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος καί ἀπ᾿ αὐτόν λέγουν οἱ
Φράγκοι, ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού
γίνεται στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ἀνώτερη ἀπό τίς παραπάνω, διά τῶν
κτισμάτων δῆθεν, γενόμενες ἀποκαλύψεις. [27]
Ἐπειδή
δέ οἱ Φραγκολατῖνοι πιστεύουν ὅτι οἱ
Προφῆτες εἶδαν καί ἄκουσαν κτίσματα,
πού ἀντιπροσωπεύουν ἤ ἐκπροσωποῦν
τόν Θεό, γι᾿ αὐτό, φυσικά, ὅπως τό λέει
ὁ π. Ρωμανίδης, ἐξέλαβαν τήν θεοπνευστία
τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὡς κατά γράμμα, ἀφοῦ
τά ὁραθέντα καί ἀκουσθέντα κατεγράφησαν
ὡς γενόμενα προσιτά στίς φυσικές
δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, στίς αἰσθήσεις
καί τήν λογική. Κατά τήν θεωρία αὐτή τό
ἀποκαλυφθέν ἀποκαλύπτεται γιά νά γίνει
ἀντιληπτό στήν λογική τοῦ ἀνθρώπου.
Κατά τόν ἱερό Αὐγουστῖνο ὁ ἄνθρωπος
δέχεται τά δόγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς
μέ τήν πίστη καί ἔπειτα προσπαθεῖ μέ
τήν διανοητική του ἱκανότητα, μέ τήν
λογική του, νά τά κατανοήσει βοηθούμενος
καί ἀπό τήν φιλοσοφία, ἰδιαίτερα τήν
Νεοπλατωνική. Ἡ μέθοδος αὐτή ἔγινε τό
θεμέλιο τῆς Φραγκολατινικῆς παραδόσεως
καί συνοψίζεται στό ρητό τοῦ Αὐγουστίνου
«CREDO
UT INTELLIGAM»,
δηλαδή «πιστεύω γιά νά κατανοήσω». Ἔτσι,
ὅπως εἴπαμε, ἔφτασε ὁ Αὐγουστῖνος
νά πεῖ: «Δέν
θά ἀργοπορήσω νά ἐρευνήσω τήν οὐσία
τοῦ Θεοῦ, εἴτε διά τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Αὐτοῦ εἴτε διά τοῦ κτίσματος».
Ὁ
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης λέει καθαρά καί
δυνατά: Ἡ
ὅλη βάσις τῆς θεολογίας τοῦ Αὐγουστίνου
συνοψίζεται εἰς τό ρητόν, πού ἐπεκράτησεν
ὡς θεολογικόν σύνθημα τῶν Φράγκων, τό
CREDO
UT INTELLIGAM,
δηλαδή πιστεύω ἵνα κατανοήσω. Κατά τήν
πεπλανημένην ταύτην μέθοδον, ὁ πιστός
πρῶτον ἀποδέχεται διά τῆς πίστεως τά
δόγματα καί ἐν συνεχείᾳ, ἄν ἔχῃ
φιλοσοφικήν κατάρτισιν, καταβάλλει
πᾶσαν προσπάθειαν νά μεταβάλῃ τήν
ἁπλῆν πίστιν εἰς γνῶσιν. [28]
δ)
Ἀντίθετα πρός τήν παραπάνω Αὐγουστίνειο
Φραγκολατινική πλάνη περί τῶν θεοφανειῶν,
οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ καί Β΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς κοινή βάση
συζητήσεών τους μέ τούς αἱρετικούς
Ἀρειανούς καί Εὐνομιανούς εἶχαν αὐτή
τήν ἀκλόνητη διδασκαλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ὅτι:
«Οἱ
Προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι
βλέποντες ἀοράτως καί ἀκούοντες ἀρρήτως
καί νοοῦντες ὑπερλόγως καί ὑπερνοητῶς
ἔβλεπον τήν δόξαν, βασιλείαν καί θεότητα
τοῦ Λόγου, ἤκουον καί ἐγνώριζον Αὐτόν
τοῦτον τόν Λόγον ἐν Πνεύματι καί δι᾿
αὐτοῦ τόν Θεόν Πατέρα» (π.
Ρωμανίδης). [29] Καί ἀκριβῶς γι᾿ αὐτόν
τόν λόγο μποροῦσε νά γίνει συζήτηση,
ἄν ὁ ἐμφανισθείς Λόγος εἶναι ὁμοούσιος
ἤ ὁμοιούσιος ἤ ἀνόμοιος μέ τόν Πατέρα.
Γιατί, ἄν ἑρμήνευαν οἱ Πατέρες καί οἱ
αἱρετικοί τίς θεοφάνειες ὅπως ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος καί ἄν ταύτιζαν κάθε θεῖο
Πρόσωπο μέ τήν κοινή θεία Οὐσία, ὅπως
τό κάνει αὐτός, δέν θά ὑπῆρχε πρόβλημα
ὁμοουσίου ἤ ὁμοιουσίου καί ἀνομοιουσίου
τοῦ Λόγου ἤ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός
τόν Πατέρα. Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι
ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος τυπικά μόνο
δεχόταν τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄καί Β΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιατί διαφωνοῦσε
μέ τίς προϋποθέσεις τῶν ἁγίων Πατέρων
στήν πολεμική τους μέ τούς αἱρετικούς.
Ἡ
ἄποψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περί
ἀποκαλύψεως, ὅτι δηλαδή οἱ Προφῆτες
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν εἶχαν θεοφάνεια
τοῦ Λόγου Θεοῦ, ἀλλά εἶδαν μόνο κτίσματα
γινόμενα καί ἀπογινόμενα καί ἡ ἄλλη
ἀντίληψή του περί τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος ὅτι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ
ἐκληρονόμησαν τήν ἐνοχή του, ὁδήγησαν
τήν Φραγκολατινική παράδοση στό νά
ὑποτιμήσει ὑπερβολικά τόν πρίν ἀπό
τήν Σάρκωση τοῦ θείου Λόγου λαό τοῦ
Θεοῦ, τόν λαό δηλαδή τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, τούς Πατριάρχες καί τούς
Προφῆτες. [30]
Κατά τούς Πατέρες ὅμως οἱ δίκαιοι τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ
ἀκόμη καί πρίν ἀπό τήν καταλλαγή τῆς
Σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ στόν
Γολγοθᾶ, γιατί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ
ἐνεργεῖτο σ᾿ αὐτούς. [31] Γι᾿ αὐτόν τόν
λόγο καί ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποιοῦν
τόν βίο τοῦ Μωυσέως ὡς παράδειγμα
τελειότητος στήν ζωή αὐτή.
Ὄχι
κτιστό τό πῦρ τῆς κολάσεως
Ἡ
πλανεμένη, πάλι, διδασκαλία τῶν
Φραγκολατίνων περί κολάσεως καί
καθαρτηρίου πυρός ὀφείλεται στό ὅτι
ἀκολούθησαν τόν Αὐγουστῖνο στά θέματα
περί ἀποκαλύψεως. Ὅπως εἴπαμε, ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος ὅλα τά φυσικά εἰκονικά
σύμβολα τῆς θεότητας πού συναντᾶμε
στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως π.χ. νεφέλη, φῶς
στήλη πυρός καί νεφέλης, πύρινες γλῶσσες
κ.ἄ., τά ἐξελάμβανε ὡς κτίσματα· ἔτσι,
κατά τόν ἴδιο τρόπο, καί οἱ ἀκολουθοῦντες
τόν Αὐγουστῖνο Φράγκοι φαντάστηκαν
ὡς κτιστό τό αἰώνιο πῦρ καί τό σκότος
τό ἐξώτερο τῆς κολάσεως. Ἀπό τήν
παρερμηνεία αὐτή, λοιπόν, ἔχουμε τά
παράδοξα καί δεισιδαίμονα τῶν Φράγκων
περί κολάσεως καί καθαρτηρίου πυρός,
τά ὁποῖα περιγράφει ποιητικά ὁ Δάντης,
ὁ ὁποῖος καί θεωρεῖται πατέρας τῆς
Δυτικῆς Ἀναγεννήσεως. [32]
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τό αἰώνιο πῦρ
καί τό ἐξώτερο σκότος εἶναι τό ἴδιο
μέ τήν δόξα καί τόν γνόφο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι
θά δοῦν τόν Θεό, τήν ἄκτιστη, βέβαια,
ἐνέργειά Του. Ὅσοι ὅμως ἔχουν καθαρή
καρδιά θά Τόν δοῦν ὡς δόξα καί γνόφο
(αὐτό εἶναι Παράδεισος), ἐνῶ ὅσοι
ἔχουν ἀκάθαρτη καρδιά θά Τόν δοῦν ὡς
καυστικό πῦρ (αὐτή εἶναι ἡ κόλαση μέ
τό αἰώνιο πῦρ καί τό σκότος τό ἐξώτερο).
Ἐπειδή ὅμως οἱ Φραγκολατῖνοι ἐπίστευσαν
ὅτι οἱ κολασμένοι δέν θά βλέπουν κάτι
τό ἄκτιστο, ἐξέλαβαν τό πῦρ τό αἰώνιο
τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὡς κτιστό, ὅπως
εἴπαμε. Τοὐλάχιστον, μέ ἁπλῆ σκέψη θά
ἔπρεπε νά ἀντιληφθοῦν, ὅτι τό πῦρ τό
αἰώνιο καί τό σκότος τό ἐξώτερο δέν θά
εἶναι αἰσθητό ἀπό τό γεγονός ὅτι
«ἡτοίμασται
τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». [33]
Αὐτοί ἀσφαλῶς δέν ἔχουν αἰσθήσεις
γιά νά βλέπουν αἰσθητῶς αἰσθητόν
σκότος ἤ πῦρ. Σάν κτιστό, λοιπόν, πού
ἐξέλαβαν οἱ Φραγκολατῖνοι τό αἰώνιο
πῦρ φαντάστηκαν, ὅπως καί οἱ ἀρχαῖοι,
τριώροφο τόν κόσμο τῆς σωτηρίας καί
τῆς ἀπωλείας, πού ἀποτελεῖται: Ἀπό
τόν ἀμετάβλητο οὐρανό γιά τούς
εὐδαίμονες, ἀπό τήν μεταβλητή γῆ γιά
τήν δοκιμασία τῶν ἀνθρώπων καί ἀπό τά
μεταβλητά καταχθόνια γιά τούς κολασμένους
καί καθαριζομένους!... «Ἀντιθέτως
πρός τήν Φραγκικήν ταύτην Παράδοσιν, ἡ
Ρωμαιοσύνη οὐδέποτε ἡρμήνευε τά περί
κολάσεως καί θεοπνευστίας κατά τρόπον
ὥστε νά υἱοθετήσῃ τήν κοσμολογίαν τοῦ
τριωρόφου σύμπαντος τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
ἀρχαίου κόσμου, μέ παράδεισον ὑπεράνω
τῶν οὐρανῶν, κόλασιν καί καθαρτήριον
πῦρ ὑπό τήν γῆν καί τόπον δοκιμασίας
ἐπί τῆς γῆς. Οὔτε ἐφαντάσθη ποτέ ὅτι
ὁ Θεός ὑπηγόρευσε λέξεις εἰς τούς
προφήτας καί ἀποστόλους παρ᾿ ἐκτός
μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Λόγου»
(π.
Ἰωάννης Ρωμανίδης). [34]
Ὄχι
γνώση Θεοῦ διά τῆς λογικῆς
καί
τῶν πλατωνικῶν ἀρχετύπων
Τέλος
θέλουμε νά μιλήσουμε γιά τήν πιό βασική
διαφορά μεταξύ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου
καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας: Ὁ
Αὐγουστῖνος πιστεύει, μαζί μέ τούς
Πλατωνικούς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν
λογική του μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό,
ἐνῶ ἀντίθετα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
μας διδάσκουν ὅτι ἡ λογική μπορεῖ νά
γνωρίσει μόνο τά κτιστά. Καί ἀφοῦ μεταξύ
τοῦ κτιστοῦ καί τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ
δέν ὑπάρχει ὁμοιότητα, ἡ δέ λογική
γνωρίζει μόνο τά κτιστά δέν μπορεῖ,
λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λογική του
νά γνωρίσει τόν Θεό. Τότε πῶς γνωρίζουμε
τόν Θεό; Μέ τό νά γίνουμε ἅγιοι, θεούμενοι!
Αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος γνώσεως
τοῦ Θεοῦ: ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Καί
ὄχι ἡ εὐφυής λογική τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά, καί ἄν ἡμεῖς δέν εἴμαστε ἅγιοι
γιά νά ἔχουμε προσωπική ἐμπειρία
θεώσεως, ὅμως, ζῶντες μέσα στήν Ἐκκλησία,
καταφεύγουμε στούς ἁγίους μας καί δι᾿
αὐτῶν ἔχουμε γνώση Θεοῦ. Διαβάζοντες
τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ζωή καί τήν
διδασκαλία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας
μας ἀποκτοῦμε δι᾿ αὐτῶν γνώση Θεοῦ.
Οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι
τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτοί εἶναι ἡ δική
μας αὐθεντία περί τοῦ Θεοῦ. Οἱ
Φραγκολατῖνοι ὅμως, διά τοῦ Αὐγουστίνου,
εἰσάγουν ἄλλο τρόπο γνώσεως τοῦ Θεοῦ
διά τῆς λογικῆς· ὅτι, δηλαδή, ἡ λογική
τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά γνωρίσει κατ᾿
εὐθεῖαν τόν Θεό καί χωρίς τήν ἐμπειρία
θεώσεως. [35]
Εἶναι ἡ περίφημη ἀρχή πού εἴδαμε, πού
ἀποτελεῖ τήν βάση τῆς θεολογίας τοῦ
Αὐγουστίνου, τό Credo
ut intelligam,
δηλ. «πιστεύω, ἵνα κατανοήσω». Κατά τήν
λανθασμένη αὐτή ἀρχή, ὅπως εἴπαμε, ὁ
ἄνθρωπος δέχεται μέ τήν πίστη ὅσα
γράφει ἡ Ἁγία Γραφή καί ἔπειτα μέ τήν
λογική του, βοηθούμενος καί ἀπό τήν
Φιλοσοφία, προσπαθεῖ νά κατανοήσει τά
ἀποκαλυφθέντα· καί ὅσο μάλιστα
περισσότερο εὐφυής εἶναι τόσο καί
περισσότερο γνωρίζει τόν Θεό!...
Τό
θέμα εἶναι πολύ σοβαρό, γιατί, μέ τήν
λανθασμένη αὐτή ἀρχή εἰσάγεται ἄλλος
τρόπος γνώσεως τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, διά
τῆς λογικῆς. Ἀλλά πῶς, κατά τόν ἱερό
Αὐγουστῖνο καί τούς Φραγκολατίνους,
πῶς ὁ ἄνθρωπος διά τῆς λογικῆς του
μπορεῖ νά γνωρίζει τόν ἄκτιστο Θεό;
Διά τῶν «ἀρχετύπων»! Οἱ Φραγκολατῖνοι
δέχονται τήν Πλατωνική διδασκαλία ὅτι
τά εἰς τόν κόσμο κτιστά πράγματα εἶναι
εἰκόνες τῶν ὑπερβατικῶν ἀρχετύπων.
Αὐτή ἡ πλανεμένη διδασκαλία ὅτι τάχα
στόν νοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν τά ἄκτιστα
ἀρχέτυπα εἴδη (ἤ ἰδέες ἤ λόγοι) καί
ὅτι τά στόν κόσμο κτιστά εἶναι εἰκόνες
αὐτῶν τῶν ἀρχετύπων ἰδεῶν, αὐτή,
λέγω, ἡ διδασκαλία ἀποτελεῖ τήν
γνωσιολογική βάση τῆς λεγομένης
Σχολαστικῆς θεολογικῆς καί φιλοσοφικῆς
παραδόσεως τῶν Φραγκολατίνων. Κατά τήν
ἀρχή αὐτή ὑπάρχει μιά ἀναλογία μεταξύ
τῶν κτιστῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου
τούτου καί τῶν ἀκτίστων ἀρχετύπων
τάχα εἰδῶν, πού ταυτίζονται μέ τήν θεία
Οὐσία κατά τούς Φραγκολατίνους. Ἔτσι,
κατ᾿ αὐτούς, σπουδάζοντες μέ τήν λογική
τά κτίσματα, ἐξιχνιάζουμε δι᾿ αὐτῶν
τήν θεία Οὐσία καί γνωρίζουμε, μᾶς
λέγουν, τόν Θεό.
Ὁ
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γράφει στό βιβλίο
Του ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τόμ.
Α΄ σ. 382:
«Ἀποδεχόμενος
ἐπίσης ὁ Αὐγουστῖνος τάς περί
ἀμεταβλήτων λόγων εἰδῶν τοῦ Πλάτωνος
καί ταυτίζων ταῦτα μέ τήν θείαν οὐσίαν
ἐθεμελίωσε τήν ὁμοιότητα μεταξύ κτιστοῦ
καί ἀκτίστου, βάσει τῆς ὁποίας αὐτός
καί οἱ Φραγκολατῖνοι ἠρεύνων τήν θείαν
οὐσίαν μέσῳ τῶν ἐν κόσμῳ κτιστῶν
εἰκόνων τῶν ἐν τῷ Θεῷ ἀκτίστων
ἀρχετύπων εἰδῶν».
Ἐφόσον,
κατά τήν πλανεμένη αὐτή ἰδέα, ὑπάρχει
ὁμοιότης μεταξύ τῶν κτισμάτων καί τῶν
ἀρχετύπων, κάθε κτίσμα ἔχει καί ἕνα
ἀρχέτυπο. Τό ἀρχέτυπο εἶναι ἡ ἀμετάβλητη
ἰδέα (ἤ εἶδος ἤ λόγος) καί κάθε κτίσμα
ὁμοιάζει μέ τό ἀρχέτυπό του, μέ τήν
οὐσία του, πού εἶναι στόν νοητό κόσμο.
Ἡ ψυχή δέ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὁμοιογένεια
μέ τά ἀρχέτυπα, γιατί εἶναι πνευματική
καί ἄυλη, ὅπως καί αὐτά· ὁπότε τό ὅμοιο
γνωρίζει τό ὅμοιο. Μελετώντας, λοιπόν,
ἡ ψυχή τά ἀντίγραφα τῶν ἀρχετύπων
στόν παρόντα κόσμο ἐνθυμεῖται τά
ἀρχέτυπα. [36]
Ὅταν δέ ἡ ψυχή, μέ τόν θάνατο, ἀπαλλαγεῖ
ἀπό τό σῶμα, τότε αὐτή ὄχι ἁπλᾶ θά
ἐνθυμεῖται, ἀλλά καί θά ἔχει ἄμεση
γνώση τῶν ἀρχετύπων αὐτῶν. Φωτισμός
κατά τούς Φραγκολατίνους εἶναι ἡ ψυχή
νά ἀσχολεῖται μέ αὐτά τά ἀρχέτυπα!...
Φοβερή ἡ πλάνη αὐτή ἀπό πλευράς
Ὀρθοδόξων. Γιά μᾶς τά ἀρχέτυπα τοῦ
Πλάτωνα δέν ὑπάρχουν. Τήν Κυριακή τῆς
Ὀρθοδοξίας διαβάζουμε καί ἀφορισμό
γιά ὅποιον δέχεται ὅτι τά ἀρχέτυπα
τοῦ Πλάτωνα ὑπάρχουν πραγματικά.
Ἐπαναλαμβάνουμε:
Μέ ὅλη τήν πλανεμένη παραπάνω διδασκαλία
τῶν Φραγκολατίνων, πού τήν παρέλαβαν
ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, εἰσάγεται
στόν Χριστιανισμό ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος
μπορεῖ διά τῆς λογικῆς του καί μόνο
νά γνωρίσει τόν ἄκτιστο Θεό καί αὐτήν
ἀκόμη τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ!... Πῶς;
Σπουδάζοντας τά κτίσματα, διεισδύοντας
μέ τόν ἀνθρώπινο λόγο του στήν οὐσία
καί τήν ἔννοια τῶν ὄντων, τά ὁποῖα
ὄντα εἶναι ἀντίγραφα τῶν αἰωνίων
τάχα ἀρχετύπων. Τά αἰώνια δέ αὐτά
ἀρχέτυπα ταυτίζονται, λέγουν, μέ τήν
οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπόν μέ τήν
σπουδή τῶν ὄντων τοῦ κόσμου τούτου
γνωρίζουμε τόν Θεό, αὐτήν ταύτην τήν
οὐσία Του!... Φοβερή ἡ πλάνη αὐτή
ξαναλέγουμε καί ἐνάντια πρός τήν
διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
μας, πού διδάσκουν ὅτι τόν Θεό τόν
γνωρίζουμε διά τῆς προσευχῆς καί τῆς
καθαρότητος τῆς καρδιᾶς, δηλαδή μέ τό
νά γίνουμε ἅγιοι. Χρειάζεται ἀσφαλῶς
χειραγωγία στήν ἄσκηση αὐτή τῆς
προσευχῆς, στόν ἀγώνα αὐτόν γιά τήν
κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη, γι᾿
αὐτό καί γιά ἐκεῖνον πού θέλει νά
γνωρίσει τόν Θεό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ
γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ μελέτη τοῦ
βίου καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. «Τό
ἰδεῶδες βεβαίως ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς
καί πνευματικῆς θά ἦτο νά εὕρισκε
πνευματικόν πατέρα γνήσιον, ἵνα δι᾿
αὐτοῦ μυηθῇ εἰς τά μυστήρια τῆς
Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί, ἀφοῦ εὑρεθῇ
καθ᾿ ὁδόν πρός τήν μύησιν αὐτήν,
μελετήσῃ ἐπισταμένως τήν Ἁγίαν Γραφήν
καί συγχρόνως τήν Πατερικήν ἑρμηνείαν
Αὐτῆς» (πατήρ
Ἰωάννης Ρωμανίδης)!!! [37]
YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1.
Γιά τό θέμα αὐτό βλ. τό βιβλίο τοῦ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου
Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ, Γέννημα
καί θρέμμα Ρωμηοί·
τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ π. ΙΩΑΝΝΟΥ
ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ρωμηοσύνη
καί Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας σ.
57 ἑξ., ὅπως καί τά σχετικά σημαντικά
ἔργα τοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου
Μεταλληνοῦ. Βλ. καί τό ἄρθρο μας, Γιά
τήν ἔκφραση «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία»
στό φυλλάδιό μας ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΚΑΤΗΧΗΣΗ, τεῦχ.
1.
2.
Καί «ὁ
ὀρθός ἱστορικός διαχωρισμός τοῦ
Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι μεταξύ “Λατίνων”
καί “Ἑλλήνων”, ἀλλά μεταξύ Φράγκων
καί Ρωμαίων ἤ μεταξύ Φραγκοσύνης καί
Ρωμαιοσύνης. Ὅλοι οἱ ἑλληνόφωνοι καί
ἐκτός τοῦ Αὐγουστίνου λατινόφωνοι
Ρωμαῖοι Πατέρες ἀνήκουν εἰς τήν
Ρωμαιοσύνην ἤ εἰς τήν ρωμαϊκήν θεολογικήν
παράδοσιν, ἡ ὁποία διακρίνεται σαφῶς
ἀπό τήν Αὐγουστίνειον φραγκικήν
θεολογικήν παράδοσιν» (π.
Ἰωάννης Ρωμανίδης στό βιβλίο του Ρωμαῖοι
ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σ.
58. Βλ. καί σ. 67).
3.
Στό ἀναφερθέν βιβλίο του Ρωμαῖοι
ἤ Ρωμηοί Πατέρες σ.
52.
4.
Ὅπου παραπ. σ. 55-56 σ. 104.
5.
Ἡ ἰδέα αὐτή σέ ἐμᾶς ἐμφανίστηκε γιά
πρώτη φορά μετά τήν Τουρκοκρατία.
6.
Βλ. ὅπου παραπ. σ. 55. 56.
7.
Ὁπ. παραπ. σ. 54-55.
8.
Αὐτό, λέγομε ἡμεῖς, ἡ ἐπιθυμία δηλαδή
τοῦ Αὐγουστίνου νά συμφωνεῖ μέ τούς
Πατέρες, παρά τό ὅτι ἐξ ἀγνοίας τῆς
διδασκαλίας των καί λόγω τοῦ μανιχαϊκοῦ
παρελθόντος του δέν συμφωνοῦσε, ἡ
ταπείνωσή του νά διόρθωνε τά ἐσφαλμένα
του σέ τυχοῦσα ὑπόδειξη καί πρό παντός
ἡ μετάνοιά του γιά τόν πρότερο ἁμαρτωλό
βίο του τόν ἀναδεικνύει ἅγιο τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ἔχει ὅμως, ἐπαναλαμβάνουμε,
ἐσφαλμένη θεολογία, πού ἔχει γίνει
δεκτή καθ᾿ ὅλα ἀπό τούς Φράγκους. Ἡ
σύγκρουση τῆς πατερικῆς θεολογίας μέ
τήν φραγκική ἤ ἡ σύγκρουση τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν Βαρλαάμ
εἶναι στήν βάση της σύγκρουση πατερικῆς
καί Αὐγουστινείου διδασκαλίας.
9.
Ὅπ. παραπ. σ. 59.
10.
Διά μέσου τοῦ Πέτρου Μογίλα (1633-1646) ὡς
φαίνεται.
11.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης λέει: «Μέ
τήν ἵδρυσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ κρατιδίου,
μετά τήν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, εἰσέβαλεν
ἐν αὐτῷ ἡ ἰσχυρά ἐπιρροή τῆς Ρωσσίας
καί τῆς Φραγκιᾶς, μέσῳ κυρίως τοῦ
Πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν, μέ ὀλέθρια
ἀποτελέσματα διά τήν Ρωμαιοσύνην, ἐφ᾿
ὅσον ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος καί ἡ
πνευματική ἡγεσία τῶν Νεοελλήνων
ἐμορφώθη μέ τόν πνεῦμα τῆς Φραγκιᾶς
(Εὐρώπης) καί τῆς Ρωσσίας» (ὅπ.
παρ. σ. 75). Λέει ὅμως σέ ἄλλη ἑνότητα τό
εὐχάριστο γιά τό «σήμερα» ὁ θεολόγος
συγγραφεύς πατήρ: «Σήμερον,
ὅτε ἡ Δυτική θεολογία εὑρίσκεται ἐν
συγκεχυμένῃ καί πεπτωκυίᾳ καταστάσει,
ἡ Πατερική θεολογία ἐπανῆλθεν εἰς τά
Ἑλλαδικά Πανεπιστήμια καί οὕτω δεσπόζει
ἐν Ἑλλάδι πρός ὄφελος τῆς Ρωμαιοσύνης»
(ὅπ.
παρ. σ. 80).
12.
Βλ. περιοδικό μας ΘΥΜΙΑΜΑ, τεῦχος 13.
13.
Βλ. τήν σπουδαία μελέτη τοῦ Καθηγητοῦ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ἔννοια,
Σημασία καί Κῦρος τοῦ Πατρός καί
Διδασκάλου εἰς ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑΝ του
τόμ. Α΄ σ. 17-79.
14.
Ὅπ. παρ. σ. 81.
15.
Γιά τήν σημασία τῆς γενομένης διακρίσεως
ὑπό τῶν Εὐρωπαίων καί Ρώσων μεταξύ
«Λατινικοῦ» καί «Γραικικοῦ» Χριστιανισμοῦ
βλ. τήν μελέτη τοῦ καθηγητοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδου, ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ,
Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσσαλονίκη
1975, κεφ. α΄.
16.
Ὅπ. παραπ. σ. 83.
17.
Ὅπ. παραπ. σ. 87.88.
18.
Δυστυχῶς καί πολλοί δικοί μας τά περί
τοῦ Μεγάλου Πατρός ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ γνωρίζουν ἀπό τό σχετικό
ἔργο αὐτοῦ τοῦ Meyerdorff
μεταφρασθέν στήν ἑλληνική.
19.
Σ᾿ αὐτούς τούς «ἑλληνίζοντες», ὅπως
τούς ἔλεγαν, Πατέρες κατέτασσαν τούς:
Διονύσιον Ἀρεοπαγίτην, Εὐάγριον
Ποντικόν, Γρηγόριον Νύσσης, Μάξιμον
Ὁμολογητήν κ.ἄ.
20.
Στήν στήριξη τῆς θεωρίας του περί
διακρίσεως τῶν Πατέρων σέ βιβλίζοντας
καί ἑλληνίζοντας ὁ Ρῶσος Meyerdorff
παρασύρθηκε
καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Βαρλαάμ καί
πρίν ἀπό τήν σύγκρουσή του μέ τόν Παλαμᾶ
εἶχε κηρυχθεῖ ὑπέρ τῆς ὑπεροχῆς τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔναντι τοῦ Πάπα
καί κατά τῆς ἐμμονῆς τῶν Λατίνων στόν
δογματικό χαρακτήρα τοῦ Filioque
καί
ἦταν ἄρα ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου καί ὄχι
τῆς Λατινικῆς παραδόσεως. Ἀλλά ἡ θέση
τοῦ Βαρλαάμ γιά τήν σχέση τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί τοῦ Πάπα, ὅπως φαίνεται
καθαρά, εἶναι μιά πρώτη μορφή τῶν
μετέπειτα θεωριῶν τῆς Δύσεως τῶν
λεγομένων Conciliaristes,
οἱ ὁποῖες ὑπεστήριξαν τήν ὑπεροχή
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τό ὅτι ὁ
Βαρλαάμ ἀκολουθεῖ τήν γραμμή αὐτή δέν
ἀποδεικνύει τήν Ὀρθοδοξία του. Ὑπῆρξε
ὁλόκληρο κίνημα στήν Δύση πού ὑπεστήριξε
ζωηρά τίς ἀπόψεις αὐτές ἀπό τόν ΙΔ΄
αἰώνα καί τό κίνημα αὐτό συνετέλεσε
στήν ἐπανάσταση τῶν Προτεσταντῶν κατά
τοῦ Πάπα τόν ΙΣΤ΄ αἰώνα. Ἐπίσης, στό
θέμα περί τοῦ Filioque
ὁ Βαρλαάμ τάχθηκε ὄχι μόνο κατά τῆς
θέσεως τῶν Λατίνων, ὅπως εἴπαμε
προηγουμένως, ἀλλά καί κατά τῆς ἐμμονῆς
τῶν Πατέρων περί τοῦ αἱρετικοῦ τοῦ
Filioque,
γιατί ἔλεγε ὅτι τό Filioque
δέν ἀνήκει στήν ἀποκάλυψη καί γι᾿ αὐτό
οἱ συλλογισμοί κατά ἤ ὑπέρ αὐτοῦ
εἶναι διαλεκτικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς ὅμως ἔλεγε ὅτι ἔχουμε
ἁγιογραφικά καί πατερικά δογματικά
ἀξιώματα πού ἀποτελοῦν τήν βάση
ἀποδείξεων γιά τό αἱρετικό τοῦ Filioque
καί
οἱ συλλογισμοί, λοιπόν, γι᾿ αὐτό δέν
ἔχουν διαλεκτικό χαρακτήρα, ἀλλά
ἀποτελοῦν δόγμα: Στόν Θεό ὑπάρχουν τά
κοινά καί τά ἀκοινώνητα, πού ἀνήκουν
σέ ἕνα μόνο
Πρόσωπο
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ
ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρέπει
νά εἶναι ἤ μόνο ἀπό τόν Πατέρα (ὁπότε
εἶναι ἀκοινώνητο ἰδίωμα) ἤ καί ἀπό
τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό καί ἀπό τό
Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν μπορεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα
νά ἐκπορεύεται καί ἀπό τόν Πατέρα καί
ἀπό τόν Υἱό (Filioque),
χωρίς τό κοινό ἰδίωμα τῶν δύο προσώπων
νά εἶναι ἰδίωμα καί τοῦ τρίτου προσώπου,
ὁπότε τό Ἅγιο Πνεῦμα θά μετέχει στήν
αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἑαυτοῦ Του!...
Ἡ πατερική, πάλι, διδασκαλία ὅτι ὁ
Πατήρ εἶναι ἡ μόνη πηγή θεότητος
σημαίνει καθαρά ὅτι τό Πνεῦμα ἔχει
τήν ὕπαρξή Του μόνο ἀπό τόν Πατέρα ὅπως
καί ὁ Υἱός. – Τό γεγονός, πάλι, ὅτι ὁ
Βαρλαάμ κατηγορεῖ τόν πρύτανι τῶν
Φραγκολατίνων θεολόγων Θωμᾶν Ἀκινάτην,
γιατί αὐτός ταυτίζει τά πάντα στόν Θεό
μέ τήν θεία οὐσία, παρέσυρε καί ἄλλους
νά νομίσουν ὅτι αὐτό εἶναι μιά ἄλλη
ἀπόδειξη ὅτι ὁ Βαρλαάμ ἀντιπροσωπεύει
μία Ὀρθόδοξη καί ὄχι Λατινική παράδοση
καί συνετέλεσε καί αὐτό πάλι στόν
χωρισμό τῶν Πατέρων σέ βιβλίζοντας καί
ἑλληνίζοντας. Τό ὅτι ὅμως ὁ Βαρλαάμ
ἐπικρίνει τόν Ἀκινάτη δέν σημαίνει
ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλά ὅτι ἀνήκει
στήν ἄλλη αἱρετική, πάλι, μερίδα ἐπί
τοῦ θέματος αὐτοῦ, τήν λεγομένη μερίδα
τῶν Σκωτιστῶν· γι᾿ αὐτό καί λέγει ὁ
Βησσαρίων (πρώην Νικαίας καί μετέπειτα
Καρδινάλιος τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας)
ὅτι ὁ Βαρλαάμ εἰσήγαγε τά Σκωτιστικά
(DUNS
SGOTUS)
ἀντιθωμιστικά ἐπιχειρήματα στήν
Ἀνατολή (βλ. π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὅπ.
παρ. σ. 124-130).
21.
«Τό
ἐν Θαβωρίῳ λάμψαν φῶς Θεότητος οὐκ
ἀπρόσιτον ἦν, οὐδέ κατά ἀλήθειαν
ὑπῆρχε φῶς Θεότητος, οὐδέ ἀγγέλων
ὅλως ἱερώτερον ἤ θειότερον, ἀλλά καί
χεῖρον καί κατώτερον καί αὐτῆς τῆς
ἡμετέρας νοήσεως. Πάντα γάρ τά τε νοήματα
καί τά νοούμενα σεμνότερά ἐστι τοῦ
φωτός ἐκείνου, ὡς τῇ ὄψει διά τοῦ
ἀέρος προσπίπτοτος καί αἰσθητικῇ
δυνάμει ὑποπίπτοντος, καί τά αἰσθητά
μόνα δεικνύντος τοῖς ὁρῶσιν, ὑλικοῦ
τε ὄντος καί ἐσχηματισμένου, καί ἐν
τόπῳ καί ἐν χρόνῳ φαινομένου καί τόν
ἀέρα χρωματίζοντος, καί νῦν μέν
συνισταμένου τε καί φαινομένου, νῦν δέ
διαλυομένου καί εἰς τό μή εἶναι
χωροῦντος, ἅτε φανταστοῦ, μεριστοῦ
τε καί πεπερασμένου. Διό καί ὁρώμενον
ἦν ὑπό τῶν στέρησιν πασχόντων τῶν
νοερῶν ἐνεργειῶν, μᾶλλον δέ μηδέπω
ταύτας ὅλως κτησαμένων καί μήπω
κεκαθαρμένων ὄντων, ἀλλά ἀτελῶν
ἀξιωθέντων τῆς τῶν θεοειδῶν νοήσεων.
Ἀναγόμεθα δέ ἀπό τοῦ τοιούτου φωτός
ἐπί νοήματα καί θεωρήματα, ἅ κρείττω
ἐστίν ἀσυγκρίτως τοῦ φωτός ἐκείνου.
Τοιγαροῦν οἱ λέγοντες αὐτό ὑπέρ νοῦν
καί ἀληθινόν καί ἀπρόσιτον καί τά
τοιαῦτα, πεπλανημένοι εἰσι καθάπαξ,
καί οὐδέν τῶν φαινομένων καλῶν
ὑψηλότερον εἰδότες, ἀσεβεῖς τε διά
τοῦτο καί ὀλεθριώτατα δόγματα εἰς τήν
Ἐκκλησίαν εἰσάγοντες» (Βλ.
Τόμον τοῦ 1341.8 Ἰωάννου Καρμίρη, Τά
Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, σ.
357).
22.
Ὅπ. παραπ. σ. 108. 109.
23.
Ἐπειδή οἱ Εὐνομιανοί πρῶτον ταύτισαν
τήν θείαν οὐσία καί τήν θεία ἐνέργεια,
γι᾿ αὐτό ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει ὡς
Εὐνομιανούς ὅσους δέν δέχονται τήν
διάκριση θείας οὐσίας καί ἀκτίστου
ἐνεργείας στόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς παραπονεῖται ἐναντίον τοῦ
Βαρλαάμ ὅτι οὔτε οἱ Ἀρειανοί εἴχαν
φθάσει ποτέ στό σημεῖο νά ταυτίσουν
τήν θεία ἐνέργεια μέ τήν θεία οὐσία.
Οἱ Ἀρειανοί ἔλεγαν ὅτι ὁ θεῖος Λόγος
εἶναι τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ καί ὄχι
τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Αἱρετικό αὐτό
πού ἔλεγαν περί τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου
τοῦ Θεοῦ, φαίνεται ὅμως ἀπ᾿ αὐτό ὅτι
ἔκαναν διάκριση μεταξύ θείας οὐσίας
καί θείας ἐνεργείας στόν Θεό. Γι᾿ αὐτό
καί ὁ Παλαμᾶς παρατηρεῖ: «Θέλησιν
δέ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ οὐδ᾿ οἱ θελήσεως
Υἱόν εἰπόντες τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ
ἐτόλμησαν εἰπεῖν» (Ὑπέρ
τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων, 3, 2, 6). Τό θέμα
τῆς διακρίσεως μεταξύ θείας οὐσίας
καί θείας ἐνεργείας βρίσκεται στήν
βάση τῆς διαμάχης μεταξύ τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ.
Αὐτό ἐκδηλώθηκε ἀπό τήν ἀρχή, στό
πρῶτο ἤδη στάδιο τῆς διαμάχης τους. Ἡ
διάκριση μεταξύ θείας οὐσίας καί θείας
ἐνεργείας ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς στήν
διάκριση, πάλι, στόν Θεό μεταξύ τοῦ
τρόπου ὑπάρξεως καί τῶν ἐνεργειῶν
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ τρόπος ὑπάρξεως
εἶναι τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ· ἀπό τόν
τρόπον δέ, ὅπως καί ἀπό τήν οὐσία,
διαφέρει καί διακρίνεται ἡ ἐνέργεια.
Οἱ τρόποι τῆς ὑπάρξεως κάθε ὑποστάσεως
τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὑποστατικοί·
κάθε δηλαδή τρόπος ὑπάρξεως ἀνήκει σέ
μιά μόνο θεία ὑπόσταση· ἡ θεία ὅμως
ἐνέργεια εἶναι φυσική ἀπό τήν οὐσία
καί γι᾿ αὐτό εἶναι κοινή. Ἀκριβῶς γιά
τόν λόγο αὐτό καί ἡ ἐκπόρευση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ὡς τρόπος ὑπάρξεως,
δέν μπορεῖ νά ταυτισθεῖ μέ τήν πέμψιν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
24.
Ἔλεγε ὅμως ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ὅτι
οἱ ἐν ἐκστάσει διατελοῦντες μποροῦν
νά δοῦν καί στήν ζωή αὐτή τήν οὐσία
τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Μωυσῆς καί ὁ Παῦλος.
Ἀλλά, γενικά, ὁ Αὐγουστῖνος, ὅπως ὅλοι
οἱ ἐν συνεχεία Φραγκολατῖνοι Σχολαστικοί
δέχονται τήν ἀπό τούς σεσωσμένους μετά
τόν θάνατό τους θέα τῆς θείας οὐσίας.
«Ἐν
τούτοις κατά τούς Ὀρθοδόξους Πατέρας
οἱ θεούμενοι οὔτε ἐν θεωρίᾳ εὑρεθέντες
ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ, οὔτε πέραν τοῦ τάφου
βλέπουν ἤ θά ἴδουν τήν θείαν οὐσίαν,
ἀλλ᾿ ἐντεῦθεν καί πέραν τοῦ τάφου
καί εἰς τήν κοινήν ἀνάστασιν βλέπουν
καί θά ἴδουν τήν φυσικήν καί ἄκτιστον
δόξαν καί βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, ὡς
εἶδον αὐτόν οἱ ἀπόστολοι ἐν Θαβώρ
καί κατά τήν Πεντηκοστήν. Τό αὐτό ἰσχύει
καί διά τούς ἀγγέλους, οἵτινες γνωρίζουν
μόνον τήν θείαν δόξαν καί θεότητα καί
οὐδόλως τήν θείαν οὐσίαν, γνωστήν μόνον
εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα» (π.
Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὅπ. παραπ. σ. 112).
25.
De
Trinitate
Βλ. Β΄ Πρόλ.
26.
Συνεδύαζε ὅμως, ὅπως φαίνεται ἀπό τά
προηγούμενα (βλ. ὑποσ. 22), τήν θέση αὐτή
τῶν Εὐνομιανῶν ὅτι οἱ πιστοί μποροῦν
καί στή ζωή αὐτή νά γνωρίσουν μέσω τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς φιλοσοφίας τήν
οὐσία τοῦ Θεοῦ.
27.
Ὁ π. Ρωμανίδης στό μνημ. βιβλίο του (σ.
118) λέει: «Ἐν
ἀντιθέσει πρός τήν Πατερικήν ταύτην
διδασκαλίαν αἱ ἀνωτέρω ἀποκαλύψεις
λαμπρινοῦ γνόφου, δόξης, φωτός, φωτεινῆς
νεφέλης, στήλης πυρός, στήλης νεφέλης,
πυρίνων γλωσσῶν εἶναι διά τόν Αὐγουστῖνον
ἐμφανίσεις γινομένων καί ἀπογινομένων
κτισμάτων, ὑποπιπτόντων εἰς τάς
αἰσθήσεις τῶν προφητῶν καί τῶν
ἀποστόλων καί, ὡς ἐκ τούτου, κατώτεραι
τῶν γιγνομένων ἀπ᾿ εὐθείας εἰς τόν
νοῦν ἀποκαλύψεων, ἐφ᾿ ὅσον εἰς αὐτά
δέν χρειάζεται ὁ νοῦς νά ἀφαιρῇ νοήματα
ἀπό τάς αἰσθήσεις. Διά τήν Αὐγουστίνειον
Φραγκολατινικήν παράδοσιν τοῦ Βαρλαάμ
ἡ ἀποκαλυφθεῖσα μέσῳ τῆς φιλοσοφίας
καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀλήθεια εἶναι
προσιτή διά τῆς πίστεως εἰς τήν λογικήν
τοῦ κατά τήν μόρφωσιν ἱκανοῦ πιστοῦ
καί μόνον τά μή οὕτως ἀποκαλυφθέντα
ὑπερβαίνουν τήν λογικήν».
28.
Ὅπ. παραπ. σ. 109-114.129.
29.
Ὅπου παραπ. σ. 114. Καί ὁ ἴδιος θεολόγος
Πατήρ ἀλλοῦ λέει πάλι: «Διά
τήν Ἁγίαν Γραφήν καί τούς Πατέρας ἡ
εἴσοδος τοῦ Μωυσέως, τῶν προφητῶν καί
τῶν ἐν Θαβώρ ἀποστόλων εἰς τήν φωτεινήν
νεφέλην, τήν δόξαν, τήν βασιλείαν, τόν
λαμπρινόν γνόφον, τό φωτεινόν σκότος,
τόν τόπον, ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός, τήν
στήλην πυρός, τήν στήλην νεφέλης, ὡς
καί ἡ μέθεξις τῶν πυρίνων γλωσσῶν τῆς
Πεντηκοστῆς σημαίνουν ὅλα τήν φανέρωσιν
καί μέθεξιν εἰς τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ,
τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην μορφήν τῆς
ἀποκαλύψεως καί τήν ὅλην βάσιν τῆς
Πατερικῆς θεολογίας, συνιστοῦν δέ
αὐτήν ταύτην τήν θέωσιν ἤ θεοπτίαν ἤ
θεωρίαν τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας καί
παρουσίας τοῦ Θεοῦ».
30.
Αὐτό, κατά τόν π. Ρωμανίδη, ὀφείλεται
στήν ἰσχυρή ἐπί τοῦ Αὐγουστίνου
Πλατωνική καί Μανιχαϊκή ἐπιρροή εἰς
τά θέματα περί τοῦ ἀνθρώπου, πτώσεως,
Θεοῦ καί Παλαιᾶς Διαθήκης.
31.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντίθετα
πρός τούς Φραγκολατίνους λέει: «Ὁ
τοῦ Χριστοῦ Σταυρός προανεκηρύττετο
καί προετυποῦτο μυστικῶς ἐκ γενεῶν
ἀρχαίων καί οὐδείς ποτε κατηλλάγη τῷ
Θεῷ χωρίς τῆς τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως...
Φίλοι δέ Θεοῦ πολλοί τῶν πρό νόμου καί
μετά νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ φανέντος,
ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ μεμαρτύρηνται·
καί ὁ βασιλεύς καί προφήτης Δαβίδ, ὡς
πάντως ὄντων τότε τῷ Θεῷ φίλων, “ἐμοί
δέ”, φησί, “λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι
σου ὁ Θεός”. Πῶς οὖν εἰσιν οἵ πρό τοῦ
Σταυροῦ φίλοι τοῦ Θεοῦ ἐχρημάτισαν,
ἐγώ ὑμῖν ὑποδείξω... Ὥσπερ μήπω
παραγενομένου τοῦ ἀνθρώπου τῆς
ἁμαρτίας, τοῦ υἱοῦ τῆς ἀνομίας, τοῦ
Ἀντιχρίστου λέγω, ὁ ἠγαπημένος τῷ
Χριστῷ φησι Θεολόγος “καί νῦν, ἀγαπητοί,
ὁ Ἀντίχριστός ἐστι”, οὕτω καί ὁ
Σταυρός ἦν ἐν τοῖς προγενεστέροις καί
πρό τοῦ τελεσθῆναι» (Ὁμιλία
ΙΑ΄ Εἰς
τόν Τίμιον καί Ζωοποιόν Σταυρόν. ΕΠΕ
9, 282 ἑξ. Συνιστοῦμε νά μελετηθεῖ ὅλη
ἡ ὁμιλία, ὅπου ἀποδεικνύει ὅτι οἱ
δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν
φίλοι τοῦ Θοῦ ἀκόμη καί πρίν ἀπό τήν
καταλλαγή μέ τήν Σταυρική θυσία τοῦ
Χριστοῦ).
32.
Ὁ Καθηγητής κ. Ν. Ματσούκας γράφει στό
βιβλίο του ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Β΄
σ. 548. 549 ὑποσ. 204: Στήν
Πολιτεία τοῦ Θεοῦ ὁ
Αὐγουστίνος περιγράφει τήν κτιστή
φωτιά τῆς κόλασης μέ φοβερές παραστάσεις.
Θέλοντας μάλιστα ν᾿ ἀποδείξει πώς
ὑπάρχει αἰώνια τό πῦρ τῆς κολάσεως,
δίχως ποτέ νά σβήνει οὔτε ποτέ νά
ἐκμηδενίζονται σ᾿ αὐτό τά ζωντανά
σώματα, ἐπιστρατεύει παραδείγματα ἀπό
τήν φυσική πραγματικότητα. Μᾶς λέγει
πώς ὑπάρχουν σκουλήκια πού ζοῦν σέ
ὑψηλότατες θερμοκρασίες (πράγματι
ὑπάρχουν τέτοιοι μικροοργανισμοί, ὅπως
καί ἄλλοι πού ζοῦσαν σέ χαμηλότατα
ὅρια θερμοκρασίας). Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά
εἶναι καί ἡ σαλαμάνδρα. (Μόνο πού κατά
τίς μυθικές ἀντιλήψεις ἐκείνης τῆς
ἐποχῆς ἡ σαλαμάνδρα σβήνει τή φωτιά,
ὅταν βρεθεῖ σ᾿ αὐτή). Τά ἡφαίστεια
τῆς Σικελίας φλέγονται καί δέν καίγονται
ποτέ. Ἐξάλλου ἡ σάρκα τοῦ νεκροῦ
παγωνιοῦ δέν λιώνει μέ κανέναν τρόπο.
(Ὁ ἴδιος ὁ Αὐγουστίνος μᾶς λέει ὅτι
σ᾿ ἕνα γεῦμα πῆρε κρυφά ἕνα κομμάτι
σάρκας παγωνιοῦ ἀπό τό τραπέζι καί
πειραματίστηκε). Ὁ ἀσβέστης εἶναι
αἰώνια μιά ζωντανή φωτιά πού δέν σβήνει
παρά μόνο μέσα σέ νερά. Βλ. De
Civitate Dei
21,2 καί PL
41, 700-712. Ἔτσι ὁ Αὐγουστίνος – ἤδη εἶχε
προηγηθεῖ ὁ Τερτυλλιανός – ἔδωσε μέ
τίς περιγραφές αὐτές μιά βάση γιά τούς
σχολαστικούς νά ὑποστηρίξουν ὅτι τό
πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι κτιστό. Ἄλλωστε
καί ἡ μή διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας
στόν Θεό ἐκεῖ ὁδηγεῖ. (Κτιστή
πραγματικότητα κατ᾿ ἀνάγκη πρέπει νά
ἔρχεται σέ σχέση μέ τούς κολασμένους,
καί ὄχι ἡ ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ). Ἡ
ὀρθόδοξη θεολογία βεβαίως δέν δέχεται
τούτη τήν ἄποψη. Ὁ Θεός μέ τίς ἄκτιστες
ἐνέργειες περιβάλλει τά πάντα. Οἱ
κολασμένοι νιώθουν ὀδύνη, ὡς τυφλοί,
πού δέν ἔχουν τή θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπίδραση
προέρχεται ἀπό τήν ἄκτιστη φωτιστική
ἐνέργεια πού γιά τούς τυφλούς κολασμένους
εἶναι ὀδυνηρή. Βλ. Νικηφόρου Γρηγορᾶ,
Ρωμαϊκῆς
Ἱστορίας 24,
9 PG
148,
1424C:
«Ἀκούομεν
δέ κάν τοῖς Εὐαγγελίοις πῦρ ἡτοιμασμένον
εἶναι τῷ Διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις
αὐτοῦ. Εἰ οὖν ἄκτιστον εἶναι κἀκεῖνο
κατά τόν Παλαμᾶν καί Θεός ἄν πρός τε
καί ἄναρχος εἴη ἄν αὐτό».
Ἐδῶ βλέπουμε πώς οἱ σχολαστικοί
εἰρωνεύονται τόν Παλαμά· θεωροῦν πώς
τό πῦρ τῆς κολάσεως δέν μπορεῖ νά εἶναι
ἄκτιστο. Σύμφωνα μέ τίς προϋποθέσεις
τους ἔχουν ἀσφαλῶς δίκαιο. Τό ἴδιο
μποροῦν νά λένε καί μερικοί ὀρθόδοξοι
θεολόγοι, ὑπό τήν ποϋπόθεση πώς θά
δηλώνουν ὅτι δέν ἑρμηνεύουν τήν ὀρθόδοξη
παράδοση. Καί ἄλλοτε τό εἶχα τονίσει·
ἡ θεολογία καί συγκεκριμένα ἡ δογματική
(πρόκειται δηλαδή ἐδῶ γιά τήν ἐπιστημονική
θεολογία) ἔχει τή μέθοδο τοῦ de
lege lata.
Περιγράφει τί κεῖται. Ὁ πατρολόγος
ὅμως Π. Χρήστου διαφωνώντας μαζί μου,
δίχως ἴσως νά τό συνειδοτοποιήσει
διαφώνησε μέ τούς ὀρθόδοξους πατέρες·
καί ὑποστηρίζει πώς τό πῦρ τῆς κολάσεως
εἶναι κτιστό. Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Μάξιμος
Ὁμολογητής καί Νικόλαος Ματσούκας,
Κληρονομία
12, 1, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 206-207. Βλ. καί
ἀπάντηση Νίκου Α. Ματσούκα, Μία
ἀπάντηση στόν κ. Παναγιώτη Χρήστου,
Θεσσαλονίκη
1981, σελ. 25-26.
33.
Ματθ. 25,41. Παραθέτουμε μία περικοπή τοῦ
ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (Ὑπέρ
τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων, 1,3,10),
ἡ ὁποία, ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ π.
Ἰωάννης Ρωμανίδης, «συνοψίζει κατά
τρόπον θαυμαστόν τήν οὐσίαν τῆς
Ὀρθοδόξου διδασκαλίας περί ἀποκαλύψεως,
θεώσεως, κολάσεως, γνώσεως τοῦ Θεοῦ,
θεμελίων τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας,
αὐθεντίας καί ἀλαθήτου»: «Νῦν
μέν οὖν οὕτω τοῖς ἐν ἀγάπῃ καθαρθεῖσιν
ὁ Θεός ὁρᾶται, τότε δέ φησι “πρόσωπον
πρός πρόσωπον”. Οἱ δέ τῷ μή παθεῖν τά
θεῖα, μηδ᾿ ἰδεῖν μηδαμῶς πιστεύοντες
ὡς φῶς ὑπέρ φῶς ὁρᾶσθαι τόν Θεόν,
ἀλλά λογικῶς μόνον θεωρεῖσθαι τυφλοῖς
ἑοίκασιν, οἵ τῆς τοῦ ἡλίου θέρμης
μόνης ἀντιλαμβανόμενοι τοῖς ὁρῶσιν
ἀπιστοῦσιν, ὅτι καί φαιδρός ἐστιν ὁ
ἥλιος. Εἰ δέ καί τούς ὁρῶντας οἱ τυφλοί
μεταδιδάσκειν ἐγχειροῦσιν, ὡς οὐ φῶς
ἐστιν ὁ ἐν αἰσθητοῖς φανότατος ἁπάντων
ἥλιος, καταγέλαστοι μέν οὗτοι τοῖς
αἰσθητῶς ὁρῶσιν ἔσονται. Ἐκεῖνοι
δέ οἱ τά παραπλήσια πάσχοντες περί τόν
τοῦ παντός ὑπερανιδρυμένον “τῆς
δικαιοσύνης ἥλιον”, οὐ παρά τῶν νοερῶς
ὡς ἀληθῶς ὁρώντων μόνον, ἀλλά καί
παρά τῶν πιστευόντων τοῖς ὁρῶσι
θρηνηθήσονται, μή μόνον ὅτι τοῦ Θεοῦ
δι᾿ ὑπερβολήν τῆς περί ἡμᾶς ἀγαθότητος,
ἐκ τοῦ πάντων ἐξῃρημένου καί ἀλήπτου
καί ἀφθέγκτου, πρός τό νῷ μεθεκτόν τε
καί θεωρητόν ἀοράτως συγκαταβαίνοντος
καθ᾿ ὑπερούσιον ἑαυτοῦ δύναμιν
ἀνεκφοίτητον, αὐτοί μένουσιν ἀνέραστοι
πρός τόν αὐτοπτικόν καί αὐτονόητον
ἐκεῖνον ἔρωτα, ἀλλ᾿ ὅτι καί τοῖς
πρός τό φῶς ἐκεῖνο χειραγωγοῦσι διά
τῶν λόγων ὑπό φιλανθρωπίας ἁγίοις οὐκ
ἐθέλοντες ἕπεσθαι, κατά κρημνῶν
φέρουσιν ἑαυτούς καί συγκατασπᾶν
ἐπιχειροῦσι τούς πειθομένους, ὡς ἄν
δήπου κοινωνούς σχοῖεν ὅταν “ὡς πῦρ
ἴδωσι” κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον
“ὅν ὡς φῶς οὐκ ἐγνώρισαν” (Ὁμιλία
κα΄, 2), οὐδέ ἐπίστευσαν. Ἀλλά γάρ καί
τό πῦρ ἐκεῖνο σκοτεινόν, μᾶλλον δέ τῷ
ἠπειλημένῳ σκότει ταὐτόν. Ταῦτα δέ
“τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ
προητοίμασται” κατά τόν τοῦ Κυρίου
λόγον. Οὐκοῦν οὔτε αἰσθητόν ἁπλῶς,
ἀμοιροῦσι γάρ αἰσθήσεως προητοίμασται
τοῖς πονηροῖς ἀγγέλοις, οὐθ᾿ ἁπλῶς
ἄγνοια τουτί τό σκότος, οὐ γάρ ἀγνοήσουσι
τότε μᾶλλον τόν Θεόν ἤ νῦν οἱ νῦν τοῖς
κληρονόμοις τοῦ σκότους ἐκείνου
πεπεισμένοι, μᾶλλον μέν οὖν καί βέλτιον
εἴσονται· “πᾶσα” γάρ φησι “σάρξ
ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός” ἀμήν.
(Φιλιππησίους Β΄ 11). Οὐκ ἄρ᾿ οὐδέ τό
φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν κυρίως, οὐδέ μέν
οὖν γνῶσις, εἴπερ μηδέ ἄγνοια τό
ἀντιδιαστελλόμενον πρός τοῦτο σκότος.
Εἰ δέ μή τό φῶς ἐκεῖνο γνῶσις, παρεκτικόν
δέ μᾶλλον τῆς μυστικῆς καί ἀπορρήτου
γνώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί ὁ
ἀρραβών νῦν τοῖς κεκαθαρμένοις τήν
καρδίαν ἐνορώμενος, οὐ γνῶσίς ἐστιν
ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἀναλόγου μέν γνώσεως
χορηγός, αὐτός δέ φῶς νοητόν καί νοερόν,
μᾶλλον δέ πνευματικόν, πνευματικῶς
ἐγγινόμενός τε καί ὁρέμενος, ὑπεροχικῶς
ἐξῃρημένος πάσης γνώσεως καί ἀρετῆς
καί τῆς ἐνταῦθα κατά χριστιανούς
τελειότητος παρεκτικός μονώτατος, οὐκ
ἀπό μιμήσεως ἤ φρονήσεως προσγινομένης,
ἀλλ᾿ ἀποκαλύψει καί χάριτι τοῦ
Πνεύματος» (Γρηγορ.
Θεολόγου, Ὁμιλία κα΄, 2). Καί ἐπακολουθεῖ
σπουδαιοτάτη κατοχύρωση καί ἀνάπτυξη
τῶν σημείων αὐτῶν.
34.
Ὅπ. Παραπ. σ. 135.
35.
Ἔχουν γραφεῖ καί σέ μᾶς βιβλία μέ βάση
τήν ἀρχή αὐτή, π.χ. «Ὁμιλοῦν
οἱ σοφοί περί τοῦ Θεοῦ»!... Καί
νά σκεφθεῖ κανείς γιά νά ἀποτροπιάσει,
ὅτι αὐτοί οἱ «σοφοί», πού παρέθεταν
τίς γνῶμες τους περί Θεοῦ ἦταν
Προτεστάντες ἤ Φραγκολατῖνοι!...
36.
Καί λέγω «ἐνθυμεῖται» τά ἀρχέτυπα,
γιατί, κατά τήν πλανεμένη αὐτή Πλατωνική
ἰδέα, ἡ ψυχή γνώριζε αὐτά τά ἀρχέτυπα
προτοῦ νά φυλακισθεῖ στό σῶμα. Αὐτή
ἡ Πλατωνική ἀντίληψη μέσα στόν
Χριστιανισμό πῆρε τήν μορφή περί ἐμφύτου
γνώσεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
37.
Ρωμαῖοι
ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ.
1, σ. 54.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου