Κοντά
στην μονή του Ευαγγελισμού βρίσκεται και άλλο ένα ρώσικο κελλί, το
οποίο ανήκει στο μοναστήρι του Χιλανδαρίου- το κελλί της Αγίας Τριάδας.
Το κελλί αυτό δημιουργήθηκε από τον ιερομόναχο Νιφότομ.
Αυτή η παλιά μονή κρατάει τις ρίζες της από τον 12ο
αιώνα από τον Άγιο Σάββα. Δεν υπάρχει κανένα ντοκουμέντο που να
εξιστορεί την ιστορία αυτού του κελλιού, όμως υπάρχουν μύθοι. Κάποτε
όταν ζούσε ο άγιος Σάββας ο Σέρβος πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα στο
μοναστήρι του Χιλανδαρίου (το οποίο και αναστήλωσε), τον επισκέφτηκαν
δυο αδέρφια, που ήταν πλούσια, όμως για να σώσουν τις ψυχές τους άφησαν
τα πλούτη τους, και απομονώθηκαν στον Άθω. Μένοντας μερικά χρόνια στον
μοναστήρι, άρχισαν να αποφεύγουν την πολυκοσμία, μιας και με τον καιρό η
σκήτη γέμιζε με κόσμο. Τότε ο Άγιος Σάββας τους ευλόγησε για μια
ερημική ζωή, και τα αδέρφια εγκαταστάθηκαν κάπου μέσα στις βαθιές
ερημιές, σε απόσταση μια μισής ώρας οδοιπορίας από την μονή. Εδώ
πέρασαν πολλά χρόνια κάνοντας μια αυστηρή ζωή, σχεδόν μέχρι το τέλος της
ζωής τους. Με τις ευλογίες και πάλι του Αγίου Σάββα χτίστηκε ο ναός
στο όνομα της Αγίας Τριάδας, ο οποίος υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Αργότερα
το κελλί αυτό έγινε σκήτη, όμως σταδιακά γνώρισε την απόλυτη ερήμωση.
Στην σκήτη υπήρχαν τρεις ναοί, ο πρώτος της Αγίας Τριάδας , ο δεύτερος
της Γεννήσεως της Παναγίας και ο τρίτος του μεγαλομάρτυρα Δημητρίου.
Δίπλα στην σκήτη, στην σχισμή ενός τεράστιου βράχου, ήταν μια σπηλιά,
όπου αγαπούσε ιδιαίτερα να απομονώνεται για να προσευχηθεί ο μεγάλος
σέρβος Άγιος.
Η
σκήτη έχει δεχθεί αρκετές επιθέσεις από και το 1850 είχε καταστραφεί
ολοσχερώς. Οι συμμορίες από ληστές και δολοφόνους άφησαν στους τοίχους
του ναού της σκήτης τα σημάδια τους: έβγαλαν τα μάτια των αγίων στις
τοιχογραφίες με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Μετά από αυτό η σκήτη
μετατράπηκε σε στάβλο.
Ύστερα
από τον ρώσο- τούρκικο πόλεμο το 1877 ο αρχιμανδρίτης Μελχισέντεκ
προσπάθησε να αναστηλώσει την μονή, όμως χωρίς επιτυχία. Κατάφερε να
καθαρίσει το κελλί από τα σημάδια των ζωντανών που ήταν εκεί και να
καθαρίσει τον κεντρικό ναό.
Ο
ιερομόναχος Νιφόντιος ( ο κατά κόσμων Παύλος Κρασνόβ του Βασιλείου)
ήρθε και βρήκε την μονή σε αυτή την κατάσταση. Όταν είχε γίνει 10
χρονών, είχε μπει δόκιμος σε ένα από τα ρώσικα μοναστήρια. Έγινε μοναχός
και αργότερα αρχιμανδρίτης. Μετά από 6 χρόνια μοναστηριακής ζωής ο
μελλοντικός μοναχός του Άθω αρρώστησε βαριά, πέρασε δυο χρόνια στο
κρεβάτι και ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατος. Όμως είχε δώσει όρκο να
επισκεφτεί τα Ιεροσόλυμα, να προσευχηθεί στον τάφο του Κυρίου, και
ύστερα να πάει στον Άθω. και έγινε ένα θαύμα- ο νεαρός ανάρρωσε, έγινε
ρασοφόρος, και σε πέντε μήνες πέθανε ο καθηγούμενός του, και του
ανοίχτηκε ο δρόμος για τον Άθω.
Ο
νεαρός μοναχός έφτασε στην σκήτη του Προφήτη Ηλία στις 30 Οκτωβρίου
του 1872. Όμως ήταν δύσκολο στον νεαρό ρώσο δόκιμο να ζει στην μικρή
ρώσικη σκήτη, η οποία αποτελούνταν κυρίως από Κοζάκους, και ο Νιφόντιος,
έχοντας κάποια ψυχικά όπλα, ζήτησε βοήθεια από εκεί, από οπού την
ζητούσαν όλοι οι ρώσοι μοναχοί εκείνο τον καιρό. Πήγε στο μοναστήρι του
Αγίου Παντελεήμονα στο Ιερώνυμο. Και εκείνος τον ευλόγησε στέλνοντάς
τον στα Καρούλια σε έναν ρώσο γέροντα. Αυτός που έχει δει τα Καρούλια,
έστω και σε φωτογραφίες, μπορεί να φανταστεί την δύσκολη ζωή τν μοναχών
εκεί. Δεν έχει πρασινάδα, και το καλοκαίρι δεν υπάρχει μέρος για να
κρυφτείς από τον καυτό ήλιο. Οι μοναχοί εδώ ζουν πραγματικά σαν
εσώκλειστοι, αφού το κάθε βήμα έξω από το κελλί απαιτεί μεγάλη
προσπάθεια. Ο Νιφόντιος διάλεξε ένα πολύ αυστηρό γέροντα-ερημίτη, με
την κρυφή σκέψη να μείνει κοντά του ως το θάνατο.
Ο
Νιφόντιος είχε την ικανότητα να φτιάχνει χειροποίητους σταυρούς από
κυπαρίσσι. Η βασική δυσκολία της ζωή στα Καρούλια ήταν τα συχνά και
αναγκαία ταξίδια στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, από όπου
προμηθευόταν τρόφιμα. Για να φτάσουν στο ρώσικο μοναστήρι, έπρεπε να
περπατήσουν σχεδόν την μισή χερσόνησο του Άθω , με τους δύσβατους
δρόμους του. Αυτό που τον ταλαιπωρούσε ιδιαίτερα, ήταν όταν έφευγε από
το μοναστήρι και κουβαλούσε σάκους με στάρι και ζάχαρη πάνω στου όμως
του διασχίζοντας τους απότομους και γλιστερούς βράχους , που καλύπτουν
σχεδόν όλο τον Άθω, αυτό τον αποδυνάμωνε και σχεδόν έχανε τις αισθήσεις
του, ιδιαίτερα του καλοκαιρινούς μήνες. Εκτός από αυτά, όταν έφτανε, ο
γέροντας τον επέπληττε λέγοντας ότι έπρεπε να φέρει τρείς σάκους και
αυτός έφερε μονό δύο, ξεχνώντας τους δρόμους του Άθω. Τελικά τον έμαθε
να περπατάει ξυπόλητος στον καύσωνα του καλοκαιριού και τις παγωμένες
μέρες του χειμώνα. Ζώντας με το γέροντα, και οι δύο τους έφτιαχναν
σταυρούς από κυπαρίσσια και με αυτά τρεφόντουσαν. Όμως αυτό που
τυραννούσε ακόμα την συνείδηση του νεαρού ήταν το ότι δεν είχε πάει
ακόμα στον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα. Ο πνευματικός Ιερώνυμος , άκουσε
την επιθυμία του μοναχού και τον ευλόγησε για να το πραγματοποιήσει.
Για να καταφέρει ο νεαρός τον στόχο του, δούλευε για τρείς μήνες μέρα
και νύχτα και μάζεψε 800 πιάστρες, που αντιστοιχούσαν σε 64 ρούμπλι.
Ο
Νιφόντιος επισκέφτηκε τον Πανάγιο τάφο, περιπλανήθηκε σε όλη την μονή
εκεί, προσκύνησε όλους τους Αγίους και γύρισε στον Άθω. Όμως δεν πρόλαβε
τον γέροντα του εν ζωή. Με τις ευλογίες του πνευματικού του πήγε στο
κελλί του Αγίου Νικολάου του μοναστηρίου των Ιβηρών. Το 1881
χειροτονήθηκε και πάλι σε διάκονο, και την άλλη μέρα, στις 3 Αυγούστου,
σε ιερομόναχο. Όμως ο γέροντας του κελλιού, ο Νικόλας, συμπαθώντας
ιδιαίτερα τον νεαρό ιερομόναχο, τον ευλόγησε να πάει στο ρώσικο κελλί.
Και σαν πραγματικός μοναχός, ο Νιφόντιος πήγε να εκτελέσει την νέα
δοκιμασία.
Και
να 30 Ιουλίου 1883, με τις ευλογίες του γέροντα και την συγκατάθεση του
μοναστηρίου, μετακόμισε στην σκήτη της Αγίας Τριάδας. Η ζωή στην σκήτη
αυτή ήταν και πάλι πολύ δύσκολη. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η έλλειψη
νερού, το οποίο μπορούσε κανείς να προμηθευτή από την μεγάλη πηγή.
Εκτός από αυτό, η γη γύρω από την σκήτη ήταν πετρώδης και ανώμαλη.
Όμως ο Θεός δεν τον αφήνει αβοήθητο αυτόν που προσπαθεί, και σύντομα
γύρω του άρχισαν να μαζεύονται και άλλα αδέρφια. Για την αναστήλωση της
σκήτης μαζί με τον Νιφόντιο έρχεται και ρώσος μοναχός Γεννάδιος.
Σύντομα στην αδελφότητα έρχεται και ο όσιος Αθανάσιος, ο οποίος για 43
χρόνια ήταν ιερέας στην Ρωσία και στο τέλος της ζωής του ήρθε στον Άθω.
Ο Νιφόντιος αμέσως διέκρινε στον γέρο ιερέα ένα πνευματικό άνθρωπο.
Και δεν έκανε λάθος. Ο γέροντας αυτός στα 8 χρόνια παραμονής του στο
Άγιον Όρος καθημερινά εκτελούσε την Θεία Λειτουργία. Στα 83 του χρόνια
εκτελούσε τα καθήκοντα όπως και οι νέοι. Όλοι οι ερημίτες του
απευθύνονταν σαν να ήταν πνευματικός. Ο γέροντας πέθανε το 1902.
Κάτω
από εκείνες τις συνθήκες για να αναστηλώσουν την σκήτη γινόταν μόνο με
την ελπίδα της βοήθειας της Παναγίας, όπως και έγινε. Ο Αθωνίτης
ιερομόναχος Αγαθός έδωσε δυο χιλιάδες ρούμπλια, και σε διάστημα 8
χρόνων η σκήτη απέκτησε μια αξιοπρεπή εμφάνιση.
Σήμερα
στο κελλί της Αγίας Τριάδας δίπλα στον μοναστήρι του Χιλανδαρίου,
έχει μείνει το κτήριο του διώροφου ναού, και γύρω από αυτό, ένα
γκρεμισμένο. Το μέρος ξεχωρίζει για την ησυχία που επικρατεί εκεί
παρόλο που δεν απέχει πολύ από τον αυτοκινητόδρομο. Από το Χιλανδάρι
μέχρι το κελλί είναι 30 λεπτά με τα πόδια μέσω ενός μονοπατιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου