Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΑΦΟΠΛΑΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΥΡΟΜΑΓΟΥΛΟΥ ΣΥΝ ΤΟΙΣ ΟΠΑΔΙΣΚΟΙΣ ΑΥΤΟΥ!!!

«Τὸ ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρώτερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων»


Καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.
Γένεση β' 7.



Ποικίλα δημοσιεύματα, κατ καιρούς, περαμύνονται τς «Θεωρίας τς ξελίξεως» ς συμβατς μ τν πατερικ νθρωπολογία, πορρίπτοντας ταυτοχρόνως τν ντι-ξελικτικ ρμηνεία τς δημιουργίας το νθρώπου ς «παπικ θεωρία», κα ρα «ντιπατερικ κα ντορθόδοξη» [1]. 
Τ ζήτημα βεβαίως εναι τεράστιο, κα γι’ ατ θ ρκεσθ ν διατυπώσω μόνον κάποιους προβληματισμούς.
Εναι ληθς τι προσπάθεια το δυτικο σχολαστικισμο ν κατοχυρώσ διαλεκτικς τν χριστιανικ πίστι, φερε τν Λατινικ κκλησία ντιμέτωπη μ τν διαλεκτικ (κα κατ’ πέκτασιν πιστημονικ) μφισβήτησι τς θεολογίας της, θώντας την τσι σ μίαν πολογητικ ντορθοδόξων, ν πολλος, προϋποθέσεων. λλ κα σύγχρονη «διαλογικ» συνάντησις τς ρθοδόξου Θεολογίας μ τν πιστήμη ποκαλύπτει μίαν λανθάνουσα σχέσι «πίστεως» πολλν ρθοδόξων πρς τν πιστήμη: ρκε μία θεωρία ν περιβληθ τ «κύρος» το πιστημονικο δεδομένου, γι ν μβάλ τος θεολόγους κα θεολογοντας σ μίαν ναγώνιο προσπάθεια κριτικς «μεθερμηνεύσεως» τς θεολογικς μας Παραδόσεως, χάριν τς ναρμονίσεώς της πρς τ κάστοτε κρατον πιστημονικ «εδωλο». Σάν, κατ βάθος, ν μς τρομάζ περισσότερο μομφ τς «ντιεπιστημονικότητος», παρ τ νδεχόμενο τς ντιπατερικότητος. Ἐὰν μως σχύ κάτι τέτοιο, τότε κα τ «φόβητρο» τν «δυτικν πιρρον» π τς ρθοδόξου θεολογίας λειτουργε, σως, ς τ καλύτερο λλοθι γι τν ξορθολογισμ τς Πίστεως...
«ξελικτικ νθρωπολογία», τν ποίαν κατ καιρος προβάλλουν τ διάφορα δημοσιεύματα, δράζεται στ ξς δύο «θεολογικ» πιχειρήματα:
Α’) Κάποιοι Πατέρες, πως λ.χ. γιος Γρηγόριος Νύσσης, μιλον περ τς θεόθεν «συλλήβδην ν καρε» καταβολς τν «φορμν» κα «ατιν» πάντων τν ντων. Σ ατν τν «σπερματικ» δημιουργικ καταβολ μπεριέχεται, (κατ τος ποστηρικτς τς «ξελίξεως»), κα σπερματικ δημιουργικ καταβολ το νθρώπου, πότε «σπερματικς» καί, κατ’ ξέλιξιν, λοκληρωθες «βιολογικς» νθρωπος προϋπρχε το στορικο δάμ [2].
Προσεκτικώτερη, μως, μελέτη τν σχετικν πατερικν κειμένων ποδεικνύει τι «συλλήβδην ν καρε» καταβολ τν φορμν κα ατιν πάντων τν ντων, φορ σ λη τν λικ κτίσι πλν το νθρώπου. Σαφέστατα γιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει πώς, ταν «γκαταβεβλημένη τ κτίσει δύναμις» νηργήθη «κα πας κατ τν κτίσιν πλοτος ... τοιμος ν, μετέχων οκ ν» [3]. Κα δν πρχε χι πλς μετέχων το Θεο, λλ οτε « πολαύων τν κατ τν γν γαθν δι τς μογενος ασθήσεως» [4], δηλαδ οτε κν «βιολογικς» νθρωπος. Μόνον κατόπιν τς «δυναμικς» λοκληρώσεως τς κτίσεως, Θες «τς κατασκευς (το νθρώπου) τς φορμς καταβάλλεται, τ γηΐν τ θεον γκαταμίξας να δι’ μφοτέρων συγγενς τε κα οκείως πρς κατέραν πόλαυσιν χ, το Θεο μν δι τς θειοτέρας φύσεως, τν δ κατ γν γαθν δι τς μογενος ασθήσεως πολαύων» [5].
Ατ ποδηλώνει κα «διακεκριμένη» δημιουργικ νέργεια το Θεο, φο «τ καθ’ καστον πάντα, αθήρ, στέρες, δι μέσου ήρ, θάλαττα, γ, ζα, φυτά, πάντα λόγ πρς γένεσιν γεται. Μόν δ τ το νθρώπου κατασκευ περιεσκεμμένως πρόσεισιν το παντς ποιητής, ς κα λην ατ τς συστάσεως προετοιμσαι, κα ρχετύπ τιν κάλλει τν μορφν μοισαι, κα πραθέντα τν σκοπόν, ο χάριν γενήσεται, κατάλληλον ατ κα οκείαν τας νεργείαις δημιουργσαι τν φύσιν, πιτηδείως πρς τ προκείμενον χουσαν» [6].
μιλν, μάλιστα, «περ τς κατ τ σμα διαπλάσεως», πορρίπτει «προφητικς» τν ξελικτικ θεωρία, λέγοντας π λέξει: «Ε πλς επεν ( Μωϋσς) τι ποίησεν ( Θεός), νόμισας ν τι ποίησεν ς τ κτήνη, ς τ θηρία, ς τ φυτά, ς τν χόρτον. να ον φύγς τν πρς τ λογα κοινωνίαν, τν διάζουσαν περ σ το Θεο φιλοτέχνησιν λόγος παρέδωκεν. “λαβεν Θες χον π τς γς”. κε, (στν φράσι “ποίησεν Θες τν νθρωπον”), επεν τι ποίησεν· νταθα δ πς ποίησεν» [7]. Σ ντίθεσι πρς τν σύγχρονη θεολογικ σκέψι, πο ποστηρίζει τι « θεωρία τς ξελίξεως ... εναι επρόσδεκτη κατ τ τι ποδεικνύει τι νθρωπος εναι ρρηκτα δεμένος μ τν πόλοιπη κτίση» [8], Πατερικ Θεολογία ριοθετε θεολογικς τν τρόπο δημιουργίας το νθρώπου, στε ν ποτρέψ «τν πρς τ λογα κοινωνίαν», κα τοτο διότι, πως θ δειχθ κατωτέρω, σύστασις τς νθρωπίνης φύσεως δν εναι σχετη πρς τ «κατ’ εκόνα κα καθ’ μοίωσιν».
Συνεπς, ρθόδοξος Θεολογία βλέπει, στν σχετικ διήγησι τς Γενέσεως, χι μόνον τν δημιουργία το νθρώπου ς «θεολογικο ντος» λλ κα ς βιολογικο ντος.
Β’) περ τς πλάσεως το νθρώπου βιβλικ διήγησις δν ποδηλώνει, (κατ τος ποδεχομένους τν «ξέλιξι»), τν δημιουργία δύο φύσει διακεκριμένων οσιν, (σώματος κα ψυχς), πο συναποτελον τν νθρωπίνη παρξι, κ τν ποίων μν μία δημιουργεται «π τς γς», δ λλη «κ τς θείας πνος». Μία τέτοια ρμηνευτικ κδοχή, (σχυρίζονται), εναι ξένη πρς τν βραϊκ-βιβλικ τρόπο το σκέπτεσθαι, (στν ποον δθεν δν πάρχει τ «δισύνθετον»), συνεπάγεται τν χρονικ διαφορ ψυχς κα σώματος, χει πλατωνικ προέλευσι, εσάγει τν αρετικ δυαλισμ στν ρθόδοξο Θεολογία κα λλοιώνει, (ποτίθεται), τ χριστολογικ δόγμα. ς κ τούτου, (ποστηρίζουν), «πνο ζως» (Γέν. β΄ 7) θ πρέπ ν κλειφθ ποκλειστικς κα μόνον ς Χάρις το γίου Πνεύματος, πο δόθη στν κ τν προτέρων «γθεν» λοκληρωμένη νθρωπίνη φύσι, γι ν τν ναγάγ π τ πίπεδο το «γηΐνου νθρωποειδος» σ ατ το «θεουμένου προσώπου».
Κατ’ ρχάς, ερέως διαδεδομένη ποψις τι τ «δισύνθετον» ντιτίθεται στν βραϊκ (κα βιβλικ) περ νθρώπου ντίληψι εναι ντελς σφαλμένη κα χει νασκευασθ πλήρως π τν νεώτερη βιβλικ ρευνα [9], ποία πιστρέφει στν παραδεδομένη πατερικ ρμηνεία, κατ τν ποίαν γία Γραφ προϋποθέτει τν φυσικ διάκρισι ψυχς κα σώματος, πρς ξαρσιν μως το μυστηρίου τς νώσεώς τους σ μίαν πόστασι «πολλαχο τ πν π μέρους προσαγορεύει, κα π μν π τς ψυχς πάντα καλε τν νθρωπον, π δ π τς σαρκς λον τ ζον δηλο» [10].
Δεύτερον, δν εσάγεται κανένας πλατωνικς νθρωπολογικς δυαλισμός, διότι πλούστατα ρθόδοξος Θεολογία πορρίπτει τν θεωρητικ βάσι το δυαλισμο, δηλαδ τν «διαρχία» (παραδοχ δύο ντολογικν ρχν).
Τρίτον, δν διαστέλλεται χρονικς (στν βιβλικ διήγησι) δημιουργία σώματος κα ψυχς, διότι νθρωπίνη γλσσα, ς ποκειμένη στν χρονικ κολουθία, δυνατε στν διηγηματική της κφορ ν ποδώσ τ μόχρονον τν «διακεκριμένων» θείων νεργειν: «πλάσεως» το σώματος κα «συστάσεως» τς ψυχς. διδασκαλία τς κκλησίας εναι τι «μα τ σμα κα ψυχ πέπλασται» [11].
Τέταρτον, τ «δισύνθετον» χι μόνον δν ντιτίθεται στν Χριστολογία, λλ τρόπον τιν «πορρέει» κ το χριστολογικο δόγματος. Δυστυχς, ο θιαστες τς «ξελίξεως», καταπολεμώντας τ διφυς το νθρώπου, πιστρατεύουν τ τραγικ «θεολογικ» πιχείρημα, τι «ν νθρωπος ταν, πως λένε, δισύνθετος, ν ταν σύνθεση δύο διαφορετικν φύσεων, τότε Χριστός, σαρκωθες Λόγος το Θεο, δν χει δύο φύσεις, λλ τρες, τν Θεότητα κα τς δύο νθρώπινες φύσεις, τ σμα κα τν ψυχή, τν πνευματικ νθρώπινη φύση κα τν λικ νθρώπινη φύση! Κάτι τέτοιο, φυσικά, κανες χριστιανς δν θ τ σχυριζόταν. Κα μως, ατο πο μιλον γι δισύνθετο δν ναλογίζονται τι ατ στν πραγματικότητα λένε» [12]. μως λησμονον, ς φαίνεται, τν πάντησι το ερο Δαμασκηνο «πρς τος λέγοντας· ε δύο φύσεων νθρωπος, νάγκη π Χριστο τρες φύσεις λέγειν». ξίζει ν παρατεθ να πόσπασμα ατς τς παντήσεως, διότι ξεκαθαρίζει κατ τν καλύτερο τρόπο τ πίμαχο ζήτημα:
« μν καθ’ καστα νθρωπος κ δύο συγκείμενος φύσεων, ψυχς τε κα σώματος, κα ταύτας μεταβλήτους χων ν αυτ, δύο φύσεις εκότως λεχθήσεται· σώζει γρ κατέρων κα μετ τν νωσιν τν φυσικν διότητα. Οτε γρ τ σμα θάνατον λλ φθαρτόν, οτε ψυχ θνητ λλ’ θάνατος [13], οτε τ σμα όρατον, οτε ψυχ σωματικος φθαλμος ρατή, λλ’ μν λογικ κα νοερ κα σώματος, τ δ παχύ τε κα ρατν κα λογον. Ο μις δ φύσεως τ κατ’ οσίαν ντιδιαιρούμενα· ο μις ρα οσίας ψυχή τε κα σμα... Ε δ λέγοιτο ποτε μις φύσεως νθρωπος, ντ το εδους τ τς φύσεως παραλαμβάνεται νομα... Πν γάρ, κοινς κα ν πολλος θεωρεται, ο τινι μν πλέον, τιν δ λαττον πάρχον, οσία νομάζεται. πε ον πς νθρωπος κ ψυχς στ συντεθειμένος κα σώματος, κατ τοτο μία φύσις τν νθρώπων λέγεται... Κα πάλιν· ο τατν στ τ κατ’ εδος το νθρώπου ν κα τ κατ’ οσίαν ψυχς τε κα σώματος ν. Τ μν γρ κατ’ εδος το νθρώπου ν τν ν πσι τος νθρώποις παραλλαξίαν νδείκνυται, τ δ κατ’ οσίαν ψυχς τε κα σώματος ν ατ τ εναι ατν λυμαίνεται ες νυπαρξίαν ατ παντελ γον· γρ τ ν ες τν το τέρου μεταποιηθήσεται οσίαν ξ τέρων τερον γενήσεται κα μφότερα τραπήσονται, π τν δίων ρων μένοντα δύο φύσεις σονται· ο γρ τατν κατ’ οσίας λόγον τ σμα τ σωμάτ... Οτω κα π το Κυρίου μν ησο Χριστο ο τ μέρη τν μερν σκοπομεν, λλ τ προσεχς συντεθέντα, θεότητά τε κα νθρωπότητα» [14].
[Νεοελληνικ πόδοσις: κάθε νθρωπος, ποτελούμενος π δύο φύσεις νωμένες συγχύτως στ πρόσωπό του, δηλαδ π ψυχ κα σμα, δύναται κάλλιστα ν χαρακτηρισθ διφυής, φόσον κα κατ τν νωσι τν δύο ατν φύσεων σ μίαν πόστασι, διασώζονται σύγχυτα τ φυσικά διώματα κάστης· διότι, οτε τ σμα εναι θάνατον λλ φθαρτόν, οτε ψυχ θνητ λλ θάνατος· οτε πάλι τ σμα εναι όρατο κα ψυχ ρατή, λλ μέν ψυχ εναι λογική, νοερ κα υλος, ν τ σμα λικόν, ρατν κα λογον. πειδ λοιπόν ατ πο διαφέρουν κατ τν οσία δν μπορον ν ποτελον μίαν φύσι, πεται τι κα ψυχ κα τ σμα δν μπορον ν κληφθον ς μία οσία... Ἐὰν παρατατα, λέγεται νίοτε πς νθρωπος εναι μία φύσις, τότε ρος «φύσις» χρησιμοποιεται πρς δήλωσιν το νθρωπίνου εδους... Διότι κάθε τι πο πάρχει ξ σου σ πολλ τομα λέγεται οσία. φο λοιπόν λοι ο νθρωποι χουν ψυχ κα σμα, ατ κριβς τ κοιν (ψυχοσωματικ) γνώρισμα λων τν π μέρους νθρώπων, νομάζεται «μία νθρωπίνη φύσις»... πιπλέον: Τ ν λέγομε τι νθρωπίνη φύσις εναι «μία» ς πρς τ εδος της, δν εναι τ διο μ τ ν λέγομε τι εναι μία ς πρς τν ψυχοσωματικ σύστασί της. Διότι ταν λέγεται μία ς πρς τ εδος της δηλοται πλς τ κοιν γνώρισμα λων τν νθρώπων· ταν, μως, λεχθ μία ς πρς τν ψυχοσωματικ σύστασί της, εναι σν ν ρνούμεθα εθέως τν παρξι δύο συστατικν οσιν· διότι θ ποδηλώνεται ετε τι μία οσία φωμοίωσε τν λλην ετε τι συνεχωνεύθησαν ο δύο κα προέκυψε κάτι λλο· μ συγχεομένων μως τς ψυχς κα το σώματος, δν μπορον παρ ν γίνουν δεκτ ς δύο φύσεις· λλωστε δν εναι δυνατν ν ταυτίζεται τ λικ μ τ ϋλον... Στν περίπτωσι, πομένως, το Κυρίου μν ησο Χριστο, (ταν μολογομε τι χει δύο φύσεις) δν ναφερόμεθα στ μέρη τν μερν (δηλ. στν κατ’ οσίαν ποδιαίρεσι τς νθρωπίνης φύσεώς του σ ψυχ κα σμα) λλ σ ατ πο μεσα νώθησαν, δηλαδ τν θεία φύσι κα τν νθρωπίνη].
φαρμόζοντας ερς Δαμασκηνς φόβως τν χριστολογικ ρολογία π τς νθρωπολογίας κα ρμηνεύοντας τοιουτοτρόπως τ πλάσμα, βάσει το ρχετύπου του [15], μιλε περ «κάστης ποστάσεως (ς) δύο φύσεις χούσης κα ν δυσ τελούσης τας φύσεσι, ψυχς λέγω κα σώματος» [16]. Διότι, κατ τν γιον Γρηγόριο Νύσσης, «καθ’ μοίωσιν τς το Λόγου σαρκώσεως τ σύνθετον τς μν ψυχς τε κα το σώματος» [17]. Κάθε μφισβήτησις, συνεπς, το δόγματος το δισυνθέτου πορρέει π τν (νεπίγνωστη, μλλον) υοθέτησι - κατ’ κριβ ναλογία - τς προβληματικς τν χριστολογικν αρέσεων.
Πέμπτον, σον φορ στν ρμηνεία το χωρίου: «Κα πλασεν Θες τν νθρωπον, χον π τς γς, κα νεφύσησεν ες τ πρόσωπον ατο πνον ζως κα γένετο νθρωπος ες ψυχν ζσαν» (Γεν. β΄ 7), τ πλέον νδεδειγμένο θεολογικό της πλαίσιο ποτελε συνοπτικ περ ψυχς διδασκαλία το γίου Γρηγορίου το Παλαμ:
«Πσα λογικ κα νοερ φύσις, ετ’ γγελικν εποι τις ετ’ νθρωπίνην, οσίαν χει τν ζωήν, δι’ ν κα διαμένοι πίσης καθ’ παρξιν θάνατος, διαφθορν οκ πιδεχομένη. λλ’ μν ν μν λογικ κα νοερ φύσις ο μόνον οσίαν χει τν ζωήν, λλ κα νέργειαν· ζωοποιε γρ κα τ συνημμένον σμα, δι’ κα τούτου λέγοιτ’ ν ζωή· κα ταν τούτου λέγται ζωή, πρς τερον ζω λέγεται κα νέργεια στν ατς· πρς γρ τερον οδέποτ’ ν λέγοιτο οσία καθ’ ατήν... τν λόγων ζώων κάστου ψυχή, ζω στ το κατ’ ατν μψύχου σώματος· κα οκ οσίαν λλ’ νέργειαν χει τατα τν ζωήν, ς πρς τερον οσαν λλ’ ο καθ’ ατήν. Ατη γρ οδν τερον χουσα ρται, τι μ τ νεργούμενα δι το σώματος· δι’ κα λυομέν τούτ, συνδιαλύεσθαι νάγκη· θνητ γρ στι το σώματος οχ ττον, πε πν περ στί, πρς τ θνητόν στί τε κα λέγεται. Δι’ κα θανόντι συναποθνήσκει. τν νθρώπων κάστου ψυχή, στι μν κα το κατ’ ατν μψύχου σώματος ζωή κα ζωοποιν χει τν νέργειαν, λλ κα οσίαν χει τν ζων ς ζσα καθ’ ατήν. χουσα γρ ρται τν λογικν κα νοερν ζωήν, φανερς τέραν οσαν παρ τν το σώματος κα τν σα δι το σώματος. Δι’ κα λυομένου το σώματος ατη ο συνδιαλύεται [18]· πρς δ τ μ συνδιαλύεσθαι κα θάνατος διαμένει, ς μ πρς τερον ρωμένην, λλ’ οσίαν χουσα τν καθ’ ατν ζωήν» [19].
[Νεοελληνικ λευθέρα πόδοσις: Κάθε λογικ κα νοερ φύσις, ετε γγέλου ετε νθρώπου, χει τν ζω ς οσία, λόγ τς ποίας παραμένει θάνατη, ς νεπίδεκτη φθορς παρξις. νοερά, μως, κα λογικ φύσις μν τν νθρώπων (δηλ. ψυχ) δν χει τν ζω μόνον ς οσία, λλ κα ς νέργεια, δι τς ποίας ζωοποιε κα τ νωμένο (μ τν ψυχ) σμα, κα ατ εναι «βιολογικ» ζωή· ταν λοιπόν ρος «ζω» χρησιμοποιται ν «βιολογικ» ννοί δηλώνεται πάντοτε κατ’ νέργειαν σχέσις τς ψυχς πρς τ σμα... ψυχ τν λόγων ζώων ταυτίζεται μ τν «βιολογική» τους ζωή· διότι τ λογα ζα δν χουν ψυχικ οσία παρ μόνον ψυχικ νέργεια, πο φίσταται μόνον σ σχέσι πρς τ σμα. ψυχή τους, συνεπς, «ξαντλεται» στ βιολογικό της περιεχόμενο, δι κα διάλυσις το σώματος τους συνεπάγεται τν «διάλυσι» τς ψυχς τους. φο ψυχικ νέργεια πάρχει μόνον σ σχέσι πρς τ θνητ σμα, πεται τι εναι ξίσου θνητ μ τ σμα. Πεθαίνοντας λοιπν τ σμα τν ζώων πεθαίνει κα ψυχή τους. ψυχή, μως, το νθρώπου χει βεβαίως κα βιολογικ περιεχόμενο, λόγ τς ζωοποιούσης τ σμα νεργείας της, λλ’ χει π πλέον κα δίαν ντότητα («σχέτως» πρς τ σμα) λόγ τς οσίας της. νθρωπίνη, πομένως, ψυχ δν περιορίζεται στ «βιολογικό» της περιεχόμενο, λλ χει κα (σώματη) λογικ κα νοερ ζωή. Γι’ ατ κα δν πεθαίνει μαζ μ τ σμα, λλ παραμένει ναλλοίωτη κα θάνατη, φο παρξίς της δ συναρτται π τ σμα, λλ π τν διαιτέρα οσία της.]
κ τν νωτέρω προκύπτει τι μεταξ τς κτιστς φύσεως τν (λοιπν) μψύχων ντων, κα τς κτιστς φύσεως το νθρώπου «χάσμα στήρικται», κα τοτο διότι θάνατος οσία τς ψυχς το νθρώπου, ς πρωτογενς φυσικ συστατικ τς πάρξεώς του (φιστάμενον, ς προελέχθη, «μα τ σώματι»), πουσιάζει π τν πόλοιπη μψυχη κτίσι. πότε νθρωπος περέχει κ μόνης τς φυσικς του συστάσεως πάσης τς πρ ατο κτίσεως.
Πότε, μως, θάνατος οσία τς νθρωπίνης ψυχς λαβε τν ρχή της; Σύμπασα πατερικ παράδοσις ρίζει ς «στιγμ» δημιουργίας τς μις κ τν δύο συστατικν οσιν το νθρώπου τ «νεφύσησεν ες τ πρόσωπον ατο πνον ζως κα γένετο νθρωπος ες ψυχν ζσαν» (Γέν. β΄ 7) [20]. Χαρακτηριστικς τονίζει γιος Γρηγόριος Παλαμς «μ τ πν σχεν (τν νθρωπον) κ τς λης ταύτης κα το κατ’ ασθησιν κόσμου, καθάπερ τλλα τν ζώων λλ τ σμα μόνον· τν δ ψυχν κ τν περκοσμίων, μλλον δ παρ’ ατο το Θεο δι’ μφυσήματος ποῤῥήτου ς μέγα τι... ποτέλεσμα» [21]. ρκε ν προσεχθ τ ξς λεπτ δογματικ σημεο: π τν φράσι «πνον ζως» δηλοται κατ τος Πατέρας κτιστος θεία νέργεια, ποία δν καθίσταται ατ καθ’ αυτν ψυχ το νθρώπου, λλ μφυσουμένη «ες τ πρόσωπον» [22] το δάμ δημιουργε τν θάνατη νοερ κα λογικ οσία του. Προσφυέστατα, λοιπόν, πισημαίνεται στν κκλησιαστικ γραμματεία: «μηδες πονοείτω, τι τ πνεμα, περ νεφύσησεν Θες ν τ νθρώπ, κενο γένετο ψυχή· μ γένοιτο· λλ τ πνεμα κενο ψυχν δημιούργησεν ... λογικν κα νοεράν ... (τις) είζωος πάρχει κα τελεύτητος» [23].
Συναφς κα γιος Κύριλλος λεξανδρείας διερωτται: «Τ δ μφυσηθν ξ ατο πάντως που εναι νοεται κα διον ατο... Πς ν τ κ το Θεο πνεμα μεταβέβληται ες φύσιν ψυχς;» [24]. Κα Μ. Φώτιος, ρμηνεύοντας τν γιο Γρηγόριο Θεολόγο, τονίζει πς μεταξ «θείας πνος» κα «ψυχς ζώσης» πρέπει ν πονοηθ δημιουργικ πρξις [25]. πομένως, «δι το επεν “νέπνευσεν Θες κα γένετο νθρωπος”, δειξεν τι χει Θες κα πνεμα κα τ πνεμα τοτο δημιουργν στί· δημιουργς δ τν ψυχν μόνος Θεός» [26]. ς πρς δ τν φράσι «ψυχν ζσαν», ρμηνεύων ερς Χρυσόστομος λέγει τι «ψυχ» εναι «οσία τις σώματος κα θάνατος πολλν πρς τ σμα τν περοχν κεκτημένη, κα τοσαύτην, σην εκς τ σώματον το σώματος»· ταυτοχρόνως, μως, εναι κα «ζωτικ δύναμις», γι’ ατ Γένεσις τν χαρακτηρίζει «ζσαν, τοτ’ στιν νεργοσαν, κα τν αυτς τέχνην δι τς τν μελν κινήσεως πιδείκνυσθαι δυναμένην» [27]. Κα γιος Γρηγόριος Παλαμς, πίσης, βλέπει στν «ζσαν ψυχν» τν κτιστ οσία τς ψυχς, «τν είζωον, θάνατον, τατν δ’ επεν λογικήν· γρ θάνατος λογική· κα ο τοτο μόνον λλ κα κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γρ ντως ζσα ψυχή» [28], διακρίνων τσι μεταξ «(κτίστου) χάριτος πνεύματος ορανίου, (κτιστς) ψυχς λογικς κα (κτιστο) γηΐνου σώματος» [29].
Συνεπς, μεταξ τς κτιστς φύσεως το νθρώπου κα τς φύσεως παντς «νθρωποειδος» δν μπορε ν πάρχ ξελικτικ ξάρτησις, φ’ σον « μν τν κτηνν (ψυχ) κ γς λαβε τν δημιουργίαν... δ νθρωπος κ τς θείας μπνεύσεως σχηκε τν ψυχήν» [30]· πότε μ ποδεδειγμένη θεολογικς τν κτίσι τς ψυχς δι το θείου μφυσήματος, πορρίπτεται παρξις βιολογικο «προγόνου» το δάμ, «ς ν μ ατς αυτο προγενέστερός τε κα νεώτερος γένοιτο, το μν σωματικο προτερεύοντος ν ατ, το δ τέρου φυστερίζοντος» [31]. Ατς εναι κα λόγος γι τν ποον, (ο σπαζόμενοι τν «ξελικτικ θεωρία» ρθόδοξοι), πορρίπτουν μετ’ μμονς τν πατερικ ρμηνεία το Γεν. β΄ 7, γι ν μν ναγκασθον, δηλαδή, ν ποδεχθον τν «στορικ δμ» ς τν παρχ τς ψυχοσωματικς ντότητος το νθρώπου.
Πρέπει, ν τούτοις, ν διευκρινισθ τι δημιουργία τς ψυχς «κ τς θείας μπνεύσεως» δν σημαίνει τι Βιβλικ διήγησις ξαντλεται στν φυσικ δημιουργία το νθρώπου. ντιθέτως, μπεριέχει κα τν διαιτέρα γιοπνευματικ χαρίτωσί του, δηλαδ τν ταυτόχρονη μ τν φυσική του δημιουργία μόρφωσί του ες «μέτοχον» Θεο. Τ ρμηνευτικ σφάλμα τν ποστηρικτν τς «ξελικτικς ρμηνείας» γκειται στ τι κλαμβάνουν τν «θεολογικ» πλσι το δάμ, ς ποκλείουσα τν «φυσικ» πλσι του. Πατερικ νθρωπολογία, μως, συνδέουσα χρονικς τς δύο «πλάσεις» διδάσκει – δι το γίου Γρηγορίου Παλαμτι « Θες τν μέτερον ποτε προπάτορα κατ’ εκόνα κα μοίωσιν αυτο κτίσας, κακίαν οδεμίαν νέθηκεν ατ, λλ μετ τς ψυχς νέπνευσεν ατ κα τν το θείου Πνεύματος χάριν συντηροσαν ατν ν καινότητι κα περιέπουσαν ατ τν μοίωσιν» [32].
Συμφωνομε, ν κατακλείδι, μ τ πολλάκις προβαλλόμενο πιχείρημα τι «ξελικτικ ρμηνεία» μπορε ν ναρμονισθ μ τν Ατιοκρατία, τν ποδοχ δηλαδ δημιουργικς ατίας το σύμπαντος [33]. Δν συμφωνομε, μως, χάριν νς (προσφιλος κα στν σχολαστικ Δύσι) «τελολογικο» πιχειρήματος περ τς πάρξεως μις προσδιορίστου «νωτέρας ρχς» (σχέτου πρς τν Θεν «τν πατέρων μν»), ν κυρώνωνται θεμελιώδεις δογματικς προϋποθέσεις τς ρθοδόξου νθρωπολογίας. Στν ναμενομένη νστασι τι πάρχουν κάποιες «πειστικς» πιστημονικς ποδείξεις πρ τς ξελίξεως το νθρώπου, πάντησις προκύπτει βιάστα:
«Τ πλον τς πίστεως σχυρώτερον στω τν λογικν ποδείξεων» [34].
Μετ τιμς,
Γ. Παναγιώτου.
Σημειώσεις:


[1] Κυριώτερος ἐκπρόσωπος τῶν ἀπόψεων αὐτῶν θὰ πρέπῃ μᾶλλον νὰ θεωρηθῇ ὁ Ἀλέξανδρος Καλόμοιρος (†1989), (πρβλ. τὸ ἔργο του: «Οἱ ἕξι αὐγές», ἔκδ. «Ζέφυρος», Θεσσαλονίκη 1993). Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ, ἐν προκειμένῳ, ὅτι ὁ Ἀλ. Καλόμοιρος θεωροῦσε κάθε διαφωνία πρὸς τὶς θέσεις του ἐνδεικτικὴ «δυτικῆς», «σχολαστικῆς» προσεγγίσεως τοῦ θέματος. Ὅπως, ὅμως, τοῦ ἀπέδειξε σὲ ἐκτενῆ ἐπιστολή του ὁ ἀείμνηστος ἱερομόναχος Σεραφεὶμ Ρόουζ, ἡ «ἐξελικτικὴ ἑρμηνεία» παρουσιάζει ἐντυπωσιακὲς συγκλίσεις πρὸς τὶς ἀνθρωπολογικὲς προϋποθέσεις τῆς Θωμιστικῆς (σχολαστικῆς) θεολογίας. (Πρβλ. ἱερομ. Δαμασκηνοῦ (Κρίστενσεν), «π. Σεραφεὶμ Ρόουζ. Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του», τόμ. Β΄, ἐκδ. «Μυριόβιβλος», Ἀθήνα 2006, σελ. 264-294).
[2] Καλομοίρου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 17-22. Πρβλ. Καρδάση Ἰ., «Ἡ θεωρία τοῦ Δαρβίνου», ἐφημ. «Ο.Τ.», φ. 1669/15.12.2006, σελ. 5.
[3] «Περὶ τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου», α΄, (PG 44, 132).
[4] PG 44, 133.
[5] Αὐτόθι.
[6] PG 44, 136.
[7] PG 44, 280-281. Ἀπὸ τὴν τελευταῖα φράσι ἐμφαίνεται ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνον περὶ τοῦ ποιητικοῦ αἰτίου τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, («ὅτι ἐποίησεν), ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν θεολογικῶν πλαισίων προσεγγίσεως τοῦ τρόπου τῆς δημιουργίας, («πῶς ἐποίησεν), καθισταμένη τοιουτοτρόπως κριτήριον θεολογικῆς ἐξετάσεως τῆς «ἐξελικτικῆς ἑρμηνείας». Ἄρα κρίνεται ἄστοχος ἡ ἄποψις ὅτι: «...Εὐτυχῶς ποὺ στὰ τελευταῖα χρόνια μερικοὶ ὀρθόδοξοι ἐρευνητὲς τῆς ἀληθείας δὲν ἀρκέστηκαν στὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, ἡ ὁποία ἄλλωστε δὲν δίνει ἀπάντηση στὸ πῶς, ἀλλὰ μόνο στὸ ποιὸς δημιούργησε τὸν κόσμο... (ἀλλὰ) ἔσκυψαν καὶ μελέτησαν στοὺς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ πῶς δημιουργήθηκε ὁ κόσμος καὶ ὁἄνθρωπος» (Καρδάση, ἔνθ’ ἀνωτ.).
[8] Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου (Ζηζιούλα) στὸ Ὀρθόδοξο Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο: «Ἐπιστῆμες, Τεχνολογίες αἰχμῆς καὶ Ὀρθοδοξία» (4-8 Ὀκτωβρίου 2002).
[9] Πρβλ. Μπρατσιώτου Ν., «Ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης», Ἀθῆναι 1976, σελ. 52-122, 169-171. Τὰ ἐπὶ τοῦ θέματος συμπεράσματα τῆς ἐν λόγῳ μελέτης, (ποὺ ἀποτελεῖ καὶ διεθνῶς τὴν πρώτη εἰδικὴ μελέτη ἐπὶ τῆς βιβλικῆς ἀνθρωπολογίας), ἀποδεικνύουν ἀδιασείστως τὸ αὐθαίρετον τῆς παλαιοτέρας ἑρμηνευτικῆς προϋποθέσεως τῆς Βιβλικῆς Ἐπιστήμης, ἐνισχύονται δὲ καὶ ἀπὸ μεταγενέστερες μελέτες ἄλλων.
[10] Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, «Περὶ τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως», ιη΄, (PG 75, 1448).
[11] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», Β΄, (12), 26, (ΕΠΕ 1, 210). Ἐξαίρεσι, ἐν προκειμένῳ, ἀποτελεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ μερικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς ἀντιοχειανῆς «σχολῆς», (καθὼς καὶ κάποιοι μεταγενέστεροι Πατέρες), οἱ ὁποῖοι πρὸς καταπολέμησι τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένους περὶ προϋπάρξεως τῆς ψυχῆς, πρὸς ἀποτροπὴν τοῦ ἐνδεχομένου νὰ ἐκληφθῇ ἡ ἐμψύχωσις τοῦ ἐμβρύου ὡς ἐγγενὴς ἰδιότης τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος, ἄνευ θείας δημιουργικῆς ἐνεργείας, καὶ πρὸς ἀνάδειξι τῆς «ὑπεροχῆς» τῆς ψυχῆς, ὁμιλοῦν περὶ προκατασκευῆς τοῦ σώματος. (Πρβλ. ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «Εἰς τὴν Γένεσιν», Ὁμιλία ΙΓ΄, β΄-γ΄, - PG 53, 107-108).
[12] Καλομοίρου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 74.
[13] Τὸ περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς δόγμα οὐδεμία πλατωνικὴ ἐπίδρασι ἐνέχει, διότι ἐνῶ στὸν πλατωνισμὸ ἡ ψυχὴ θεωρεῖται «ἀπόρροια» τῆς θείας οὐσίας, φύσει θεία καὶ ἀθάνατος, (ἄρα συνεπαγομένη τὸν πανθεϊσμό), κατὰ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι ἡ ψυχή, ὡς κτιστή, «ἀθάνατος ἐστίν, οὐ δήπου φύσει ἀλλὰ χάριτι» (ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, «Ἐπιτομὴ τῶν Θείων τῆς Πίστεως Δογμάτων», Λειψία ͵αωςʹ, σελ. 266). Ἐπειδή, ὅμως, τὸ χάριτι ἀθάνατον τῆς ψυχῆς εἶναι, κατὰ θείαν βουλήν, ἀμετάκλητον – δὲν πρόκειται δηλαδὴ κάποια ψυχὴ νὰ ἀνακληθῇ θεόθεν «εἰς τὸ μὴ ὄν», ἀλλὰ θὰ παραμείνῃ ἐσαεὶ ἀναλλοίωτος οὐσία – δύναται (καταχρηστικῶς) νὰ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς ὡς «ἀθανάτου κατὰ φύσιν μενούσης» (ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Περὶ θεοποιοῦ μεθέξεως», 8, – «Συγγράμματα», ἔκδ. «Κυρομάνος», Θεσσαλονίκη 1994, τόμ. Β΄, σελ. 144). Ἡ τελευταῖα ἐπισήμανσις κρίνεται σκόπιμη, διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων οἱ φιλο-ἐξελικτικοὶ – παρερμηνεύοντας τὴν περὶ «σαββατισμοῦ» τῆς ψυχῆς πατερικὴ διδασκαλία – ὑποστηρίζουν ἕναν παρηλλαγμένο θνητοψυχισμό («ψυχοπαννυχία»).
[14] «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», Γ΄, (16), 60, (ΕΠΕ 1, 376-380).
[15] Πρβλ. ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Οὐ μίαν τινα εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος κέκτηται, ἀλλὰ καὶ δευτέραν καὶ τρίτην... καὶ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ ἑνὸς τῆς ἁγίας Τριάδος Θεοῦ Λόγου σαφῶς προγράφων. Καὶ κατ’ εἰκόνα μὲν ἐστὶ γυμνὴ ἡ ψυχὴ τῆς θεότητος, καθ’ ὁμοίωσιν δὲ τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως τὸ σύνθετον τῆς ἡμῶν ψυχῆς τε καὶ τοῦ σώματος» (PG 44, 1329).
[16] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», Γ΄, (3), 47, (ΕΠΕ 1, 288-290).
[17] PG 44, 1329.
[18] ‘Υποστηρίζεται συχνὰ (καὶ ἀπὸ τοὺς φιλο-ἐξελικτικοὺς) ὅτι ἡ διδασκαλία περὶ διατηρήσεως ζωντανῆς καὶ αὐτοσυνειδήτου τῆς ψυχῆς μετὰ θάνατον σχετικοποιεῖ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἀπονοηματοδοτώντας κατ’ ἐπέκτασιν τὴν προσδοκία τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν πραγματικότητα, συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: Ἡ ὑπόστασις (πρόσωπον) τοῦ θνήσκοντος, διατηροῦσα ἐνεργὸ τὴν αὐτοσυνειδησία της ἐν τῇ μιᾷ ἀθανάτῳ οὐσία της, δηλαδὴ τὴν ψυχή, δὲν βιώνει τὴν διάζευξι τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα «πλατωνικῶς» (ὡς «λύτρωσι» δηλαδὴ ἐκ τοῦ σώματος - «σήματος»), ἀλλὰ ὡς τὸ «φοβερώτατον ... μυστήριον· πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμὸς θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται»· μολονότι λοιπόν ἡ ψυχὴ «λέλυται τοῦ σώματος καὶ τῶν δι’ αὐτοῦ παθημάτων, τῆς μέντοι φυσικῆς πρὸς αὐτὸ σχέσεως οὐδ’ ὁπωσοῦν διεζεύχθη. Καὶ ἀποπτᾶσα γὰρ ἔτι πρὸς τὸ οἰκεῖον ἐνδιαίτημα τείνει τὸ ὄμμα, κἄν διαλυθῇ πρὸς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, λέγω δὴ τὰ στοιχεῖα, κἄν ὅτι οὖν ὑποστῇ, δεσμός τις ἄῤῥητος διϊκνεῖται μέσος, συνάπτων αὐτὴν τῷ οἰκείῳ σώματι, καὶ τοῖς μερισαμένοις στοιχείοις, ἐξ ὧν καὶ αὖθις αὐτὸ περιθήσει» (ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, «Περὶ Ἀναστάσεως» - «Θεολογία», τόμ. ΚΒ΄, τεῦχος Α΄, σελ. 56). Προσδοκοῦσα ἔτσι τὴν ἀνάστασι τοῦ σώματος, καὶ ὄχι τοῦ «συναμφοτέρου» (ὅπως ὑποστηρίζεται), καθόσον «τοῦ πεπτωκότος καὶ θανόντος ἡ ἀνάστασις, οὐχὶ δὲ τοῦ ἀεὶ ἑστῶτος, καὶ ἐν ἀφθαρσίᾳ διαμένοντος, οἷόν περ ἐστὶν ἡ ψυχή» (Μ. Φωτίου, «Ἐπιστολὴ Η΄», ιδ΄, - PG 102, 645).
[19] «Κεφάλαια ρν΄, Φυσικὰ καὶ Θεολογικὰ», 30-32, (Συγγρ., τόμ. Ε΄, σελ. 51-52).

Ἂς μᾶς συγχωρηθῇ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ (ὑπὸ μορφὴν ἀποδεικτικοῦ συλλογισμοῦ) διατύπωσις μιᾶς ἀπορίας ἐπὶ τοῦ διαλόγου τῆς Θεολογίας μὲ τὶς Ἀνθρωπολογικὲς Ἐπιστῆμες: Κατὰ τὸ ἀνωτέρω κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἡ «ψυχὴ» τοῦ ἀνθρώπου διακρίνεται σὲ «οὐσία» καὶ «ἐνέργεια», ὅπως ἄλλωστε καὶ τὸ Ἀρχέτυπό της, ἀφοῦ «κατ’ εἰκόνα ἐστὶ γυμνὴ ἡ ψυχὴ τῆς θεότητος» (ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, PG 44, 1329). Ὅπως, λοιπόν, ἡ θεότης, θεοπρεπῶς διακρινομένη σὲ «οὐσία» καὶ «ἐνέργεια», γνωρίζεται μόνον κατ’ ἐνέργειαν (δυνάμει τῆς «σχέσεως» Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου), οὐδέποτε ὅμως κατ’ οὐσίαν (ἀφοῦ - ἐξαιρέσει τῆς ἐν Χριστῷ ὑποστατικῆς ἑνώσεως - δὲν «κοινωνεῖται» ἡ θεία οὐσία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο,), ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ γνωσθῇ μόνον κατ’ ἐνέργειαν, στὴν σχέσι της δηλαδὴ πρὸς τὸ σῶμα («πρὸς ἕτερον»)· ὄχι, ὅμως, καὶ κατ’ οὐσίαν, ἀφοῦ ἡ οὐσία της ὑπάρχει «καθ’ αὑτὴν» καὶ οὐδέποτε «πρὸς ἕτερον». Ὅμως, ἡ γνῶσις τῆς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς δὲν συνεπάγεται καὶ τὴν ἀποδοχὴ οὐσίας της (περίπτωσις τῶν ἀλόγων ἐμψύχων). Λόγῳ λοιπὸν τοῦ ἀδυνάτου ἐπιστημονικῆς ἐπιβεβαιώσεως τῆς ψυχῆς ὡς οὐσίας, πῶς μπορεῖ ἡ Ἐπιστήμη νὰ ἀναχθῇ σὲ μία κοινὴ μὲ τὴν Θεολογία «βιοηθικὴ» κατανόησι τοῦ ἀνθρώπου;
[20] Σχολαστικὴ παράθεσις τῶν σχετικῶν πατερικῶν παραπομπῶν κρίνεται περιττή· ἀρκεῖ νὰ προσφύγῃ κανεὶς σὲ οἱονδήποτε πατερικὸ σχολιασμὸ τοῦ ἐν λόγῳ βιβλικοῦ χωρίου γιὰ νὰ διαπιστώσῃ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Τὴν παραδοσιακὴ πατερικὴ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου συνοψίζει ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς στὴν κλασσικὴ φράσι του: «ἐκ γῆς μὲν τὸ σῶμα διαπλάσας, ψυχὴν δὲ λογικὴν καὶ νοερὰν διὰ τοῦ οἰκείου ἐμφυσήματος δοὺς αὐτῷ» («Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», Β΄, (12), 26 - ΕΠΕ 1, 210).
[21] «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα», 24, (Συγγρ., τόμ. Ε΄, σελ. 48).
[22] Ὁ ὅρος «πρόσωπον», ἐν προκειμένῳ, δὲν ἔχει τὸ περιεχόμενο ποὺ τοῦ ἀποδίδει ἡ σύγχρονη «περσοναλιστικὴ» θεολογικὴ σκέψις, ἀλλ’ ἔχει τὴν βιβλικὴ ἔννοια τῆς σωματικῆς μορφῆς. Πρβλ.: «οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ» (Ἰακ. α΄ 23)

[23] «Περὶ ὅρων», ζ΄, (PG 28, 545-548). (Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο ἀπεδίδετο ἐκ παραδόσεως στὸν Μ. Ἀθανασίο). Πρβλ. Διοδώρου Ταρσοῦ, «Ἀποσπάσματα ἐκ τῶν Σειρῶν: εἰς τὴν Γένεσιν», (PG 33, 1565).
[24] «Κατὰ Ἀνθρωπομορφιτῶν», 2, (PG 76, 1081).
[25] «Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἔλεγε· “Παρ’ ἑαυτοῦ δὲ πνοὴν ἐνθείς, ὅ δὴ νοερὰν ψυχὴν καὶ εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος...” Κἀνταῦθα πνοὴν εἰπὼν ἐνθείς (ὅ τὴν δημιουργικὴν ἰσχὺν ἐπεῖχε τῆς ψυχῆς), ἀντὶ τοῦ ταύτην τῇ ἑρμηνείᾳ τὴν διάνοιαν κατὰ μερισμὸν καὶ διάστασιν ἐξαπλῶσαι, συνοπτικῶς ἀπεφήνατο λίαν... διαπλούμενος δ’ ἄν τῷ νοήματι ἔφη· “ἥτις τὴν νοερὰν ψυχὴν ἐδημιούργησέ τε καὶ προήγαγεν, ἣν εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος”». («Ἀμφιλόχια», λς΄, - PG 101, 257).
[26] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας», 8, (Συγγρ., τόμ. Γ΄, σελ. 154).
[27] «Εἰς τὴν Γένεσιν», Ὁμιλία ΙΓ΄ β΄-γ΄, (PG 53, 107). Ἡ ὑπὸ τοῦ Μωϋσέως παράλληλος χρῆσις τῆς φράσεως καὶ γιὰ τὴν ἄλογη ἔμψυχη κτίσι προϋποθέτει τὴν διαφορὰ μεταξὺ «οὐσίας» καὶ «ἐνεργείας» τῆς ψυχῆς, ὅπως τὴν ἀναλύει στὸ προπαρατεθὲν ἀπόσπασμά του ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς.
[28] «Ἀποδεικτικὸς Λόγος Β΄», 8, (Συγγρ., τόμ. Α΄, σελ. 85).

[29] «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», 1, 3, 43, (Συγγρ., τόμ. Α΄, σελ. 454).
[30] «Περὶ ὅρων», ζ΄, (PG 28, 545).
[31] Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, «Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου», κθ΄, (PG 44, 233).
[32] «Ὁμιλία ΝΔ΄», 9, (ΕΠΕ 11, 360).
[33] Πρβλ. ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «...Εἰ ἁπλῶς εἶπεν ὅτι ἐποίησεν (τελολογικὸν ἐπιχείρημα), ἐνόμισας ἄν ὅτι ἐποίησεν ὡς τὰ κτήνη, ὡς τὰ θηρία, ὡς τὰ φυτά, ὡς τὸν χόρτον (ἐξελικτικὴ θεωρία)...» (PG 44, 281).
[34] Μ. Βασιλείου, «Εἰς τὴν Ἐξαήμερον», Ὁμιλία Α΄, 10, (PG 29, 25).
http://antiairetikos-vs-exeldim.blogspot.gr/2013/09/blog-post_28.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου