«Τὸ ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρώτερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων»
Καὶ
ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.
Γένεση β' 7.
Ποικίλα δημοσιεύματα, κατὰ καιρούς, ὑπεραμύνονται τῆς «Θεωρίας τῆς ἐξελίξεως» ὡς συμβατῆς μὲ τὴν πατερικὴ ἀνθρωπολογία, ἀπορρίπτοντας ταυτοχρόνως τὴν ἀντι-ἐξελικτικὴ ἑρμηνεία τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς «παπικὴ θεωρία», καὶ ἄρα «ἀντιπατερικὴ καὶ ἀντορθόδοξη» [1].
Τὸ ζήτημα βεβαίως εἶναι
τεράστιο, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ ἀρκεσθῶ
νὰ διατυπώσω μόνον κάποιους
προβληματισμούς.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ
προσπάθεια τοῦ δυτικοῦ
σχολαστικισμοῦ νὰ κατοχυρώσῃ
διαλεκτικῶς τὴν
χριστιανικὴ πίστι, ἔφερε
τὴν Λατινικὴ ἐκκλησία ἀντιμέτωπη μὲ
τὴν διαλεκτικὴ
(καὶ κατ’ ἐπέκτασιν
ἐπιστημονικὴ)
ἀμφισβήτησι τῆς
θεολογίας της, ὠθώντας την ἔτσι
σὲ μίαν Ἀπολογητικὴ ἀντορθοδόξων, ἐν
πολλοῖς, προϋποθέσεων. Ἀλλὰ καὶ ἡ σύγχρονη «διαλογικὴ»
συνάντησις τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας μὲ τὴν ἐπιστήμη ἀποκαλύπτει
μίαν λανθάνουσα σχέσι «πίστεως» πολλῶν ὀρθοδόξων πρὸς
τὴν ἐπιστήμη: Ἀρκεῖ μία θεωρία νὰ περιβληθῇ
τὸ «κύρος» τοῦ ἐπιστημονικοῦ δεδομένου, γιὰ
νὰ ἐμβάλῃ
τοὺς θεολόγους καὶ
θεολογοῦντας σὲ
μίαν ἐναγώνιο προσπάθεια κριτικῆς «μεθερμηνεύσεως» τῆς θεολογικῆς
μας Παραδόσεως, χάριν τῆς ἐναρμονίσεώς της πρὸς
τὸ ἑκάστοτε κρατοῦν
ἐπιστημονικὸ
«εἴδωλο». Σάν, κατὰ
βάθος, νὰ μᾶς τρομάζῃ
περισσότερο ἡ μομφὴ
τῆς «ἀντιεπιστημονικότητος»,
παρὰ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς
ἀντιπατερικότητος. Ἐὰν ὅμως ἰσχύῃ κάτι τέτοιο, τότε καὶ τὸ «φόβητρο» τῶν «δυτικῶν ἐπιρροῶν» ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας λειτουργεῖ, ἴσως, ὡς τὸ καλύτερο ἄλλοθι γιὰ τὸν ἐξορθολογισμὸ τῆς Πίστεως...
Ἡ «ἐξελικτικὴ ἀνθρωπολογία»,
τὴν ὁποίαν
κατὰ
καιροὺς
προβάλλουν τὰ διάφορα δημοσιεύματα, ἑδράζεται
στὰ ἑξῆς
δύο «θεολογικὰ» ἐπιχειρήματα: