"Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ">Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΥΪΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ>Αιρετικές ερμηνείες>Η Ορθόδοξη άποψη
"Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ"
Ο πλαστουργός και κτίστης Θεός πήρε από τη Μαρία έμψυχη
σάρκα και την ένωσε με την δική του ακατάληπτη και απρόσιτη Θεότητα. Ένωσε
πραγματικά όλη την υπόσταση της Θεότητός του με την δική μας φύση και την έκανε
άγιο ναό του.
Δανείστηκε τη σάρκα από την αειπάρθενο και Θεοτόκο Μαρία και
αφού την έλαβε χωρίς σπορά, πήρε ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος. Ώστε όπως
ακριβώς ο Αδάμ με την παράβαση του έγινε η αρχή της γεννήσεως μας στην φθορά
και στον θάνατο, έτσι και ο Χριστός και Θεός μας με την εκπλήρωση κάθε
δικαιοσύνης έγινε η απαρχή της αναγεννήσεώς μας στην αφθαρσία και την αθανασία.
Επειδή λοιπόν ο Χριστός έγινε τέλειος άνθρωπος κατά
την ψυχή και το σώμα, όμοιος με μας σε όλα εκτός από την αμαρτία, μας μεταδίδει
την Θεότητά του λόγω της πίστης μας σ' αυτόν και μας καθιστά συγγενείς του κατά
την φύση και την ουσία της Θεότητάς του. Ο Θεός Λόγος έλαβε από μας σάρκα, που
δεν είχε εκ φύσεως και έγινε άνθρωπος. Από τότε μεταδίδει στους πιστούς την
χάρη της Θεότητάς του, την οποία κανείς από τους αγγέλους ή τους ανθρώπους δεν
είχε αποκτήσει, και μ' αυτόν τον τρόπο γίνονται θεοί κατά χάρη. Έτσι χαρίζει
στα κτίσματά του την εξουσία να γίνονται τέκνα Θεού.
Ο Θεός λοιπόν του παντός με την σωματική του παρουσία στην
γη ήλθε για να αναπλάσει και να ανακαινίσει τον άνθρωπο και να ευλογήσει όλη
την κτίση που επέσυρε επάνω της την κατάρα εξαιτίας του ανθρώπου. Και πρώτα
ζωοποίησε την ψυχή που έλαβε και αφθαρτώντας την την θέωσε, ενώ το άχραντο σώμα
του, αν και το θέωσε, όμως το κρατούσε ακόμη φθαρτό και υλικό. Γιατί το σώμα
που τρώει και πίνει, κοπιάζει και ιδρώνει, δένεται και σέρνεται, υψώνεται στον
σταυρό και καρφώνεται, είναι βέβαια φθαρτό και υλικό, αφού μάλιστα πέθανε και
τοποθετήθηκε νεκρό στο μνημείο. Μετά την ανάστασή του συνανέστησε και το σώμα
του άφθαρτο, πνευματικό, όλο θείο και άυλο, γι' αυτό και δεν συνέτριψε τις
σφραγίδες του μνήματος, εισερχόταν και εξερχόταν ελεύθερα μέσα από τις κλειστές
πόρτες.
Και επειδή ο Αδάμ τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό ευθύς με
την παράβαση πέθανε κατά την ψυχή, ενώ κατά το σώμα ύστερα από πολλά χρόνια.
Γι' αυτό και ο Χριστός πρώτα ανέστησε και ζωοποίησε την ψυχή που τιμωρήθηκε με
το επιτίμιο του θανάτου και έπειτα οικονόμησε να απολαύσει και το σώμα την
αφθαρσία δια της αναστάσεως, αυτό που δια του θανάτου επέστρεφε στην γη κατά
την αρχαία απόφαση. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά κατέβηκε στον άδη ελευθερώνοντας
από τα δεσμά τις ψυχές των εκεί φυλακισμένων ενάρετων και τις κατέταξε σε
τόπο αναπαύσεως και ανεσπέρου φωτός. Τα σώματά τους όμως δεν τα ανέστησε, αλλά
τα άφησε στους τάφους μέχρι την κοινή ανάσταση.
Ο Υιός του Θεού και Θεός, αφού εισήλθε στα σπλάχνα της
Παναγίας Παρθένου και έλαβε σάρκα απ' αυτήν, γεννήθηκε τέλειος άνθρωπος και
τέλειος Θεός ασυγχύτως.
******
Η χάρη του Πνεύματος στον Χριστόπροέρχεται από την θεία του
φύση και ουσία. Όμως το σώμα του δεν έχει την ίδια προέλευση, αλλά προέρχεται
από την πάναγνη και αγία σάρκα της Θεοτόκου, την οποία προσέλαβε κατά το ιερό
λόγιο: «ο Λόγος σάρξ εγένετο» (κατά Ιωάννην 1,14). Έκτοτε ο Υιός του Θεού και
της αχράντου Παρθένου μεταδίδει στους ενάρετους την χάρη του Πνεύματος, δηλαδή
την θεότητα, καθώς και μέσω του προφήτη λέγει: «Θα συμβεί τούτο κατά τις
έσχατες ημέρες, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο» (Ιωήλ 3:1),
εννοώντας κάθε πιστό, από δε την φύση και ουσία εκείνης που κυρίως και αληθώς
τον γέννησε την σάρκα, την οποία έλαβε από αυτή.
Το μυστήριο λοιπόν αυτό που συντελέστηκε για όλο τον κόσμο
με την ένσαρκη οικονομία του Χριστού, το ίδιο γίνεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα
σε κάθε πιστό. Γιατί λαμβάνοντας την πανάμωμο σάρκα του Δεσπότη και Θεού μας
συμμετέχουμε στην θεότητά του, γινόμαστε αληθινά και εξ ολοκλήρου
σύσσωμοι του Χριστού και συγγενείς του. Έτσι γινόμαστε κατά χάριν όμοιοι με τον
φιλάνθρωπο Θεό και Δεσπότη μας ανακαινισμένοι στην ψυχή, άφθαρτοι και
αναστημένοι από νεκροί που ήμαστε. Τότε βλέπουμε αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει
όμοιός μας και βλεπόμαστε απ' αυτόν, που μας αξίωσε να γίνουμε όμοιοί του, όπως
κάποιος βλέπει από μακριά το πρόσωπο του φίλου του και διαλέγεται μ' αυτόν και
συνομιλεί και ακούει την φωνή του.
Αν την μεταλαμβάνουμε άξια, έχουμε μέσα μας όλον τον
σαρκωθέντα Θεό και Κύριό μας Ιησού Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού, ο οποίος
λέει: «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου
και εγώ μέσα του» (κατά Ιωάννη 6,56). Εμείς δεν τον αισθανόμαστε σαν σάρκα, αν
και βρίσκεται μέσα μας, αλλά υπάρχει ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος
ανέκφραστα με την φύση μας και την ουσία μας και θεοποιώντας μας, επειδή γίναμε
σύσσωμοι μ' Αυτόν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και ιερότερο μυστήριο της
ανέκφραστης οικονομίας και συγκαταβάσεως του Θεού.
Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΥΪΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
Έπρεπε να έρθει ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός για να μας
αποκαλύψει ολόκληρη την αγάπη του Θεού Πατέρα. Μας φανέρωσε ότι πήρε τη φύση
μας και μας δίνει τη δική του, γινόμαστε αδελφοί του, και επομένως ο Πατέρας
του είναι και Πατέρας μας. Μας δίδαξε ότι στο όνομά του μπορούμε να
διαλεγόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό Πατέρα, και με το Πνεύμα που μας
επισκέπτεται μπορούμε να αισθανόμαστε τη γνήσια και θερμή πατρική συγγένεια με
τον Θεό σε μοναδικό προσωπικό επίπεδο.
Αιρετικές ερμηνείες
Η θεότητα του Ιησού Χριστού και η ισότητα του Υιού προς τον
Πατέρα κηρύσσεται μέσα στην Καινή Διαθήκη και αποτελεί δόγμα της Εκκλησίας
αναντίρρητο. Επομένως δεν υπάρχει καμία πρόθεση ή διάθεση μέσα στην πατερική
παράδοση να εννοηθεί μείωση του Υιού προς τον Πατέρα. Μόνο αιρετικοί και
αιρετίζοντες διατύπωσαν αντίθετες προτάσεις. Οι αιρετικές ερμηνείες
διακρίνονται σε δύο θεωρίες, στη θεωρία της υποταγής του Υιού στον Πατέρα ως
κατωτέρου και στη θεωρία της άρνησης της θεότητος του Υιού.
Η θεωρία της υποταγής εμφανίσθηκε πρώτη κατά το τέλος του β'
αιώνα και υποστηρίχθηκε από τον Ωριγένη και τον Ευσέβιο Καισαρείας στην
Ανατολή, και από τον Τερτυλλιανό και τον Νοβατιανό στη Δύση. Σύμφωνα μ' αυτούς
ο Υιός είναι υποδεέστερος από τον Πατέρα, ανώτερος όμως κατά πολύ από όλα τα
κτίσματα. Η αντίληψη αυτή ευοδώθηκε στους μεν δυτικούς από επίδραση της θύραθεν
φιλοσοφίας, που ευνοεί τη γενεαλογία και την ιεράρχηση των θεοτήτων, στον δε
Ωριγένη και Ευσέβιο υπαγορεύθηκε από το σύστημα του Ιουδαίου Φίλωνος, ο οποίος
δέχεται ως μεσίτη Θεού και λογικών όντων μία ενδιάμεση ύπαρξη, έναν κατώτερο
θεό, τον Λόγο. Τη θεωρία της υποταγής επαναλαμβάνουν στα νεότερα χρόνια πολλοί
ετερόδοξοι κυρίως Προτεστάντες.
Η θεωρία της άρνησης της θεότητος του Χριστού είναι η θεωρία
του Αρείου και των συνεχιστών του. Αποτελεί προέκταση της θεωρίας της υποταγής
και προήλθε από τις θεωρίες του Φίλωνα, του Ωριγένη και της Αλεξανδρινής
Σχολής. Συνδετικός κρίκος μεταξύ ωριγενισμού και αρειανισμού θεωρείται ο
Ευσέβιος Καισαρείας. Σύμφωνα με τον Άρειο ο Υιός είναι ανώτερος απ’ όλους, αλλά
είναι αποκύημα του Πατέρα και οφείλει την ύπαρξή του σ' αυτόν, τον οποίο
μάλιστα ως Θεό ο Υιός δεν γνωρίζει κατά την ουσία.
Ο Ευνόμιος στη συνέχεια υποστηρίζει ότι ο Υιός δεν είναι
ίσος με τον Πατέρα αφού γεννιέται απ' αυτόν, υπονοώντας μία χρονική αρχή
γέννησης. Κατά τη γνώμη του σύγκριση γίνεται μόνο μεταξύ ανόμοιων πραγμάτων εφ'
όσον ο Χριστός συγκρίνεται με τον Πατέρα και τον αποκαλεί «μείζονα»,
συνεπάγεται ότι δεν είναι ομοούσιος με εκείνον.
Τέλος, ο Απολλινάριος δέχεται μέσα στην αγία Τριάδα τρεις
ουσίες, τη μία ανώτερη από την άλλη το μέγα, το μείζον, το μέγιστον, όπου
μέγιστον ο Πατέρας, μειζον ο Υιός, κατώτερος από τον Πατέρα, και μέγα το άγιο
Πνεύμα κατώτερο από τ' άλλα δύο.
Τις αιρετικές αυτές απόψεις απέρριψε και κατέρριψε η
Εκκλησία με πλήθος επιχειρημάτων, λογικών και θεολογικών, τα οποία ανέπτυξαν οι
πατέρες σε συγγράμματα και ομιλίες τους και κατοχύρωσαν οι οικουμενικές σύνοδοι
με όρους και δόγματα.
Κακόδοξες ερμηνείες
Παρουσιάσθηκαν εν τούτοις, και ορισμένες ερμηνείες, οι
οποίες, αν και δεν χαρακτηρίζονται αιρετικές, διότι δεν είχαν την πρόθεση της
αίρεσης, είναι όμως κακόδοξες, διότι ευνοούν την αίρεση. Οι ερμηνείες αυτές
είναι η ερμηνεία της κένωσης, η ερμηνεία της κατ' επίνοιαν διαίρεσης και η
ερμηνεία του κοινού προσώπου.
Ερμηνεία της κενώσεως ονομάζεται η άποψη ότι ο Υιός υπέστη
μείωση της θείας ουσίας του και ελαττώθηκε ως προς τον Πατέρα με το γεγονός της
κένωσης, κατά το ότι υπέμεινε τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, όταν
ενανθρώπισε, ενώ ο Πατέρας έμεινε πάντα ο ίδιος. Η μείωση αυτή της ισότητος
θεωρείται ότι ίσχυσε μόνο από τον καιρό της συλλήψεως μέχρι της αναλήψεως,
οπότε ο Υιός αποκαταστάθηκε πάλι στο πρώτο του ύψος. Σ' εκείνο ακριβώς το
διάστημα αναφέρεται και ο λόγος του Κυρίου ότι «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί».
Την ερμηνεία αυτή εισηγήθηκαν λίγοι εκκλησιαστικοί
συγγραφείς όπως ο Ιλάριος Πικταβίου, ο Δίδυμος Αλεξανδρέας, ο Φοιβάδιος και ο
Προκόπιος Γαζαίος. Την απαρίθμησε ως ξεχωριστή ερμηνεία, την ερμηνεία του
ανθρωπίνου, πρώτος ο Φώτιος. Η κένωση που ανέχθηκε ο Χριστός κατά την
ενανθρώπηση δεν σημαίνει μείωση της θείας φύσης του, όπως εννοούν οι εν λόγω
ερμηνευτές, αλλά έγκειται μόνο στο ότι καταδέχθηκε να αναλάβει την ανθρώπινη
φύση που ήταν ανάξια της θείας μεγαλειότητός του, ενώ δεν έχασε ούτε στιγμή την
πλήρη θεότητα. Με την εσφαλμένη αυτή ερμηνεία της κένωσης προϋποθέτουμε τη
θεωρία της υποταγής και οδηγούμαστε στο μονοφυσιτισμό, ο οποίος καταδικάστηκε
με σύνοδο το 1166 μ.Χ.. Σήμερα, εν τούτοις, είναι η πιο διαδεδομένη ερμηνεία
στον προτεσταντισμό, αν και παρατηρούνται διάφορες παραλλαγές μεταξύ των
υποστηρικτών της.
Ερμηνεία της κατ' επίνοιαν διαίρεσης ονομάζεται η άποψη ότι
ο Χριστός παρουσιάζεται κατώτερος από τον Θεό Πατέρα ως άνθρωπος, αλλά τούτο
γίνεται μόνο κατά φαντασίαν, διότι σύμφωνα με αυτή την άποψη στην
πραγματικότητα η ανθρώπινη φύση του είναι τελείως ξένη και ξεχωρισμένη από τη
θεία φύση του, ωσάν να μην έγινε υποστατική ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπό
του και ωσάν να είναι φανταστική η ανθρωπότητά του.
Αυτή η θεωρία προέρχεται από διαστρέβλωση κάποιων λόγων του
Ιωάννη Δαμασκηνού και όπως γίνεται φανερό μία τέτοια ερμηνεία είναι καθαρά
μονοφυσιτική, γι' αυτό και καταδικάσθηκε από τη σύνοδο του 1166 μ.Χ., αλλά και
από τη σύνοδο του 1170 μ.Χ..
Ερμηνεία τού κοινού προσώπου ονομάζεται η άποψη ότι ο
Χριστός εμφανίζεται κατώτερος από τον Θεό Πατέρα μιλώντας όχι ως Υιός ειδικά
για τον εαυτό του, αλλά γενικά ως κοινός θνητός για κάθε άνθρωπο. Και αυτή η
θεωρία προέρχεται από διαστρέβλωση λόγων του Ιωάννη Δαμασκηνού γι' αυτό
καταδικάσθηκε και αυτή από τη σύνοδο του 1166 μ.Χ..
Εκτός από τις κακόδοξες ερμηνείες, διατυπώθηκε και μία άποψη
η οποία επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Είναι η λεγομένη ερμηνεία της
τιμητικής αναφοράς, κατά την οποία νομίζεται ότι η λέξι «μείζων» στο χωρίο
«Πατήρ μου μείζων μου εστιν» (Ιω. 14,28) δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά μία
τιμητική αναφορά του Υιού για τον Πατέρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ερμηνεία
αυτή προήλθε από παρανόηση ορισμένων πατερικών χωρίων, ενώ στην πραγματικότητα
κανένας πατέρας δεν την εννοούσε. Μνημονεύθηκε στη σύνοδο του 1166, αλλά ούτε
καν συζητήθηκε.
Η Ορθόδοξη άποψη
Ο Ιησούς Χριστός, κατά τη Θεϊκή του φύση, είναι ίσος με τον
Πατέρα. Κατώτερος είναι μόνο κατά την αιτία, καθώς ο Πατέρας είναι η πρώτη
αιτία, και γεννά τον Υιό, ενώ εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Τη Θεϊκή αυτή ισότητα
του Πατρός με τον Υιό, την αναφέρει καθαρά και ρητά η Αγία Γραφή, στην προς
Φιλιππισίους επιστολή του αποστόλου Παύλου.
Αρχαίο Ελληνικό Κείμενο Φιλιππσσίους 2,6-7 6 ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν
ηγήσατο το είναι ίσα Θεω, 7 αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν
ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος.
Μετάφραση
Φιλιππσσίους 2,6-7 6
ο οποίος αν και υπήρχε με μορφή Θεού, δεν θεώρησε αρπαγμό (=ευκαιρία προς ίδιον
όφελος) το να είναι ίσα με τον Θεό, 7 αλλά άδειασε τον εαυτό του παίρνοντας
μορφή δούλου, γινόμενος όμοιος με τους ανθρώπους.
Φιλιππσσίους 2,6-7
Ορθόδοξες ερμηνείες του χωρίου «Πατήρ μου μείζων μου εστιν»
(Ιω. 14,28), οι οποίες δικαιούνται υπολήψεως, είναι τέσσερις: η ερμηνεία του
ανθρωπίνου, η ερμηνεία του αιτίου, η ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων και η
ερμηνεία της συγκατάβασης. Οι δύο πρώτες, του ανθρωπίνου και του αιτίου,
θεωρούν ότι η φράση εκφράζει δόγμα. Οι δύο άλλες, της υπόνοιας και της
συγκατάβασης, εξετάζουν τη φράση ως κοινή έκφραση.
Η ερμηνεία του ανθρωπίνου είναι η αρχαιότερη από όλες και
απαντά πρώτη φορά στον Ειρηναίο. Σύμφωνα με αυτήν «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί»
σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό ως άνθρωπο, εφ' όσον ο Υιός
με την ενανθρώπηση έγινε τέλειος άνθρωπος χωρίς να παύσει βέβαια να είναι και
τέλειος Θεός. Το χωρίο κατατάσσεται σε μία ομάδα χωρίων που αναφέρονται στην
ανθρώπινη φύση του Χριστού και χρησιμοποιούνται από τους πατέρες κατά της
αίρεσης του αρειανισμού, αλλά και κατά των αιρέσεων του μονοενεργητισμού και
του μονοθελητισμού. Έτσι, η εν λόγω ερμηνεία υποστηρίχθηκε από τους
περισσότερους πατέρες και ορθοδόξους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Η ερμηνεία τον αιτίου είναι η δεύτερη κατά σειρά αρχαιότητος
και συχνότητος στην Ορθόδοξη παράδοση, συναντάται για πρώτη φορά στον Αλέξανδρο
Αλεξανδρείας τον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτήν ο Πατέρας λέγεται «μείζων» του Υιού
κατά το ότι είναι αίτιός του με την έννοια όχι ότι δημιούργησε τον Υιό, αλλά
ότι τον γεννά αενάως. Η διάκριση αυτή δεν είναι διάκριση ουσίας αλλά διάκριση
υποστάσεως. Δεν αποτελεί η διαφορά, δηλαδή, ουσιαστική ιδιότητα των προσώπων
της θεότητος, αλλά προσωπικό ιδίωμα του Πατέρα έναντι του Υιού. Ο Πατήρ γεννά
και ο Υιός γεννάται, χωρίς να συμβαίνει καμία ανισότητα μεταξύ τους και ούτε ο
Υιός να είναι νεότερος από τον Πατέρα ή ο Πατέρας ισχυρότερος από τον Υιό. Την
ερμηνεία του αιτίου ανέπτυξε πληρέστερα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, την ασπάζονται
και οι περισσότεροι πατέρες και συγγραφείς της Εκκλησίας. Μάλιστα, η σύνοδος
του 1170 την πρόβαλε ως υπόδειγμα ορθοδόξου ερμηνείας.
Σύμφωνα με την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων η φράση
«ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» λέχθηκε μέσα σε κάποια συνάφεια και οφείλει να
έχει πρώτα απ' όλα μία νοηματική εξήγηση και έπεται η δογματική. Πρώτος ο
Χρυσόστομος διευκρίνισε ότι το δόγμα και η αποκάλυψη δεν ελλοχεύουν σε κάθε
πρόταση της Γραφής, αλλά φανερώνονται σε ορισμένες προτάσεις και κυρίως στο
νόημα μιας συνάφειας. Και ο Χρυσόστομος πάλι ανέδειξε ως ασφαλή ερμηνευτική
μέθοδο την ερμηνεία με βάση τη θέση του χωρίου μέσα στην περικοπή του αλλά και
με οδηγό το πνεύμα και τη νοοτροπία όλης της Γραφής. Με αυτό το σκεπτικό ο
Χρυσόστομος εισηγήθηκε για το χωρίο μας την ερμηνεία της υπόνοιας των
ακουόντων, κατά την οποία ο Ιησούς Χριστός σύμφωνα με την αντίληψη που είχαν οι
μαθητές του γι' αυτόν και όχι σύμφωνα με την όντως αλήθεια για τον εαυτό του.
Τούτο δεν δηλώνει ούτε υπόκριση ούτε υπόδυση, αλλά μόνο σεβασμό προς την
αδυναμία των ακροατών του και ακόμη παιδαγωγική σοφία στη διδασκαλία του, με
την οποία διακριτικά επιτελούσε την αποκάλυψή του. Οι μαθητές του Ιησού είχαν
την ιδέα οπωσδήποτε ότι ο Διδάσκαλος τους ήταν κατώτερος από τον Θεό Πατέρα. Και
ο Ιησούς θέλοντας να τους παρηγορήσει, καθώς τους αναγγέλλει ότι φεύγει από
κοντά τους, προσαρμόζεται στην ιδέα που είχαν γι’ αυτόν και την χρησιμοποιεί,
μάλιστα, για να τους πείσει να μη λυπούνται που θα φύγει. «Αν με αγαπούσατε»,
τους λέει, «θα έπρεπε να χαρείτε που σας είπα ότι πηγαίνω προς τον Πατέρα μου,
διότι ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από μένα»• εννοεί ότι η πορεία του προς
τον Πατέρα είναι τιμή και ασφάλεια για τον Υιό και χαρά για τους αγαπητούς του.
Η ερμηνεία αυτή είναι πράγματι εύστοχη και επί πλέον δεν
αποκλείει τις ορθόδοξες ερμηνείες που αφορούν στο δόγμα. Την ακολουθούν
επιφανείς αρχαίοι ερμηνευτές και υπομνηματιστές και μνημονεύθηκε στη σύνοδο του
1166, αν και δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής, καθ' όσον το ενδιαφέρον της ήταν
δογματικό.
Παρεμφερής είναι, τέλος, η ερμηνεία της συγκατάβασης, κατά
την οποία ο Χριστός από συγκαταβατικότητα προς την αδυναμία των ακροατών του
εκφράζεται ταπεινά για να γίνει κατανοητός. Την ερμηνεία αυτή την αναφέρει ο
Φώτιος και η διαφορά της από την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων έγκειται
στο ότι κατ' αυτήν ο Χριστός δεν επωφελείται από την ασθενή αντίληψη των
ακροατών του γι' αυτόν, όπως κατά την άλλη ερμηνεία, αλλά απλώς προϋποθέτει την
αδυναμία τους και συμμορφώνεται μ' αυτήν.
Ο Χριστός χρησιμοποιώντας για τον Θεό το χαρακτηρισμό «ο
Πατήρ μου» υπαινίσσεται πλέον την καινούργια αντίληψη για τον Θεό, την οποία
εγκαθιδρύει με τον εαυτό του και θα γνωστοποίηση στον κόσμο με την Εκκλησία
του. Αυτός ο Θεός, ο οποίος όντως είναι «μείζων πάντων», και ακόμη «μείζων»
ενός διδασκάλου, όπως αυτόν που γνώρισαν οι μαθητές του στο πρόσωπο του, είναι
ο Πατέρας του.
Όταν ύστερα από λίγο καιρό οι μαθητές του Ιησού θα τον δουν
αναστημένο, θα καταλάβουν καλά τι σήμαινε πλήρως αυτός ο λόγος. Ο Ιησούς δεν
ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος, είναι και τέλειος Θεός και έχει Πατέρα φυσικό τον
Θεό του κόσμου. Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση κατέστησε δυνατό για τον
άνθρωπο να γίνει γιος κι αυτός του επουρανίου Πατέρα, να μπορεί να αποκαλεί τον
Κύριο «ο Πατήρ μου» και να είναι βέβαιος γι' αυτή την αμετάκλητη υιοθεσία, που
την υπέγραψε με το αίμα του ο Ιησούς Χριστός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου