Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Τὰ ἄυλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας. Γέροντας Πορφύριος

Τὰ ἄυλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας. Γέροντας Πορφύριος


Τὰ ἄυλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας
Σὲ συγγενῆ νευροπαθοῦς, ὁ Γέροντας συνιστοῦσε νὰ προσέχει τὸν ἑαυτό του, μήπως μολυνθεῖ κι ἐκεῖνος. Σὲ ἐρώτησή του, πῶς μπορεῖ νὰ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια δὲν εἶναι κολλητική, ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
“Δὲν εἶναι ἔτσι ὅπως τὸ λές. Τὰ ἄυλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας πετᾶνε, πετᾶνε ὅπως τὰ κουνούπια καὶ προσβάλλουν τὴν ψυχή. (Ἔκανε ἀναπαράσταση τῆς πτήσεως τῶν μικροβίων αὐτῶν, κινώντας ἐκφραστικὰ τὰ δάχτυλα τοῦ χεριοῦ του). Καλὸ εἶναι νὰ βοηθᾶς τὸ νευροπαθή, ἀλλὰ πρέπει νὰ προστατεύεις καὶ τὴ δική σου ψυχή, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ”.
“Κανεὶς δὲ μὲ θέλει, δὲ μὲ καταλαβαίνουν δὲ μ’ ἀγαποῦν” λένε ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ τους οἱ ψυχικῶς ἀσθενεῖς
“Οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες εἶναι οἱ πιὸ εὔκολες νὰ θεραπευθοῦν”, ἔλεγε ὁ γέροντας.
“Ἂν ὅλα τὰ συναισθήματά σου τὰ στρέψεις πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἁγιάζονται. Μὲ τὴν ἴδια δύναμη ὁ ἅγιος θεραπεύει καὶ ὁ κακὸς σκοτώνει. Κατάλαβες; Γι’ αὐτὰ μιλᾶνε κι αὐτοὶ οἱ θεόσοφοι. Λένε:  ”Ἅμα θέλεις, τὸ κάνεις. Δυνάμωσε τὴ θέληση”.
Μιλᾶνε ὅμως ἀνθρώπινα, στηρίζονται στὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Δυναμώνουν τὴ θέληση, φορτσάρονται καὶ κάποια στιγμὴ σπάζουν καὶ ἀνισορροποῦν. Ἐνῶ ἐδῶ, ὁ τρόπος ποὺ διδάσκει ἡ πίστη μας νὰ ἐξαγιάζεται εἶναι ὁ φυσικὸς, ἔτσι ὅπως ταιριάζει στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὴ φύση του.
Εἶναι ὅλα γραμμένα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε.
Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ καταλαβαίνουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες θεραπεύονται μὲ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα. Οἱ περισσότεροι σοῦ λένε: “Κανεὶς δὲ μὲ θέλει, εἶμαι ἄχρηστος. Δὲ μὲ καταλαβαίνουν, δὲ μ’ ἀγαποῦν”. 
Αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὸν ἐγωισμό τους. Ὅταν ὅμως στραφεῖς πρὸς τὸν Χριστό -πραγματικὰ καὶ ὄχι μὲ τὰ λόγια- δὲν ζητᾶς τίποτα, δὲν εἶσαι ὁ ἀνικανοποίητος ἄνθρωπος. Εἶσαι μὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλους εὐχαριστημένος. Ἀγαπᾶς τοὺς ἄλλους καὶ εἶσαι εὐχάριστος”.

(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σ. 450, 452)

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου για την Romfea.gr

ierotheos
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου για την Romfea.gr


Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ή της ελευθερίας του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στις ημέρες μας, δεν στηρίζεται στην πατερική-ορθόδοξη θεολογία, αλλά είναι κυρίως υπόθεση της σύγχρονης φιλοσοφίας και μετα­φέρεται από μερικούς στην θεολογία.
Θα εντοπισθούν μερικά σημεία γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα, για να φανή το πρόβλημα που παρουσιάζεται από της πλευράς της πατερικής θεολογίας και οι συνέπειες που έχει αυτή η θεωρία στην εκκλησιαστική ζωή.
1. Η θέληση-βούληση στην δυτική θεολογία και φιλοσοφία
Ο καθηγηγής Γεώργιος Παναγόπουλος, αναλύοντας τα σχετικά με την δυτική θεολογία, επισημαίνει ότι ο σχολαστικός θεολόγος Ιωάννης Δούνς Σκώτος, εκφραστής της Φραγκισκανικής θεολογίας, εισήγαγε τον βολονταρισμό (βουλησιοκρατία) σε αντίθεση με την οντολογία του Θωμά Ακινάτη.
Ο Δούνς Σκώτος έκανε λόγο για την «θεία παντοδυναμία», την «απόλυτη ελευθερία του Θεού και την απουσία κάθε εξαναγκασμού από το θείο είναι». Μέ αυτήν την άποψη άνοιξε «μιά καινούργια ατραπό σκέψης στην δυτική θεολογία», αφού «τό βουλητικό στοιχείο ανατιμάται σε σχέση με το οντολογικό» και προοιώνισε «ένα από τα κεντρικά αιτήματα της Μεταρρύθμισης, την απόλυτη ελευθερία και προτεραιότητα του Θεού στο ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου».
Έτσι, ο βολονταρισμός-βουλησιοκρατία από την σχολαστική θεολογία πέρασε στην Μεταρρύθμιση και τον Προτεσταντικό κόσμο και από εκεί έφθασε και στην δυτική φιλοσοφία, στην οποία άλλοτε γίνεται λόγος για την προτεραιότητα της οντολογίας και άλλοτε για την προτεραιότητα της βουλησιοκρατίας.
Ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο για την βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ότι πρόκειται για το φιλοσοφικό εκείνο σύστημα «στό οποίο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει η βούληση, κατ' αντιδιαστολή προς το λόγο».
Επίσης, γράφει ότι ενώ οι αρχαίοι φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν τα διάφορα ζητήματα που τους απασχολούσαν έχοντας ως γνώμονα τον λόγο, ο Αριστοτέλης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της βουλήσεως «στό πλαίσιο του πρακτικού συλλογισμού». Όμως, ιδιαίτερα στην νεώτερη εποχή διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Κάντ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε και ο Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στην βούληση και μάλιστα στην ελευθερία της βουλήσεως.
Κατά τον Σωκράτη Γκίκα η βουλησιοκρατία υποστηρίζει ότι «η βούληση αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης προσωπικότητας, το πιο δυναμικό της στοιχείο, γιατί κατευθύνει την δράση του ατόμου.
Η νόηση και το συναίσθημα έρχονται σε δεύτερη μοίρα». Η ψυχολογική βουλησιοκρατία αναπτύχθηκε από τον Βούντ, σύμφωνα με την οποία η βούληση επιδιώκει να πραγματοποιήση τους σκοπούς που επιλέγει η νόηση, και το συναίσθημα ή παρωθεί την βούληση ή στέκεται εμπόδιο στην βουλητική προσπάθεια.
Επίσης, από τον Σοπενχάουερ υποστηρίχθηκε «ο μεταφυσικός βουλητισμός», σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει «η παγκόσμια τυφλή βούληση», αφού «όλα στον κόσμο κατευθύνονται από την θεϊκή βούληση» και η οποία «βρίσκεται πίσω από τους φυσικούς και βιολογικούς νόμους».
Επίσης, η ελευθερία, κατά την σύγχρονη φιλοσοφία, είναι «η δυνατότητα του ανθρώπου ή μιας ομάδας να αυτοορίζεται, να μήν πιέζεται ή καταδυναστεύεται, να κινείται όπως θέλει, να αναπτύσσει δράση, να πραγματώνει τους σκοπούς που θέλει». Ο Κάντ έκανε λόγο για «τήν ηθική ελευθερία» ως δυνατότητα επιλογής.
Ο Φίχτε ομίλησε «γιά την απεριόριστη ελευθερία του ανθρώπου, τελικά όμως θεώρησε μια τέτοια ελευθερία ιδιότητα του Θεού».
Ο Σάρτρ υποστήριζε ότι «η ελευθερία αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης», είναι ασταμάτητη και «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε ελευθερία», αφού «μέ την ελευθερία του δημιουργεί τον εαυτό του από το μηδέν».
Ακόμη, η ελευθερία από την ψυχολογική άποψη «είναι η απουσία εσωτερικών συγκρούσεων, συμπλεγμάτων, έμμονων ιδεών και συνηθειών, καταναγκαστικών πράξεων και ψυχαναγκα­στικών τάσεων».
Είναι φανερό ότι για την ελευθερία και την βούληση του ατόμου ή του προσώπου έγινε ιδιαίτερος λόγος τα τελευταία χρόνια από πλευράς φιλοσοφίας, υπαρξισμού και ψυχολογίας, γιατί παραβιάζονταν τα ατομικά δικαιώματα από ποικιλώνυμες εξουσίες.
Κανείς δεν αρνείται την αξία της κοινωνικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με τα καθήκοντα, και μάλιστα σε περιόδους που καταπιέζονται οι πολίτες.
Το πρόβλημα όμως είναι όταν σύγχρονοι θεολόγοι επηρεάζονται από τα ρεύματα αυτά και προσπαθούν να δουν το πρόσωπο του ανθρώπου μέσα από την προοπτική της ελεύθερης βούλησης και κατ' αυτόν τον τρόπο αλλοιώνεται ή υπονομεύεται η ορθόδοξη διδασκαλία περί του Τριαδικού Θεού, του Χριστού και του ανθρώπου.
2. Η θέληση στην ορθόδοξη θεολογία
Το θέμα της βούλησης-θέλησης ετέθη επανειλημμένως στις θεολογικές συζητήσεις από τον 4ο αιώνα και μετά, όταν το ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας εισήλθε μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, οπότε οι Πατέρες προσπάθησαν να αντικρούσουν τους αιρετικούς που χρησιμοποιούσαν την ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το δόγμα της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.
Κυρίως όμως δυό φορές έγινε σοβαρή συζήτηση και ελήφθησαν αποφάσεις.
Την πρώτη φορά ήταν κατά τον 4ο αιώνα καί, βεβαίως, απεφάνθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε το θέμα εάν ο Πατήρ εγέννησε τον Λόγο από την ουσία Του, οπότε είναι ομοούσιος και άκτιστος, ή εάν ο Λόγος δημιουργήθηκε από την βούληση του Πατρός, όπως όλη η κτίση, οπότε ήταν κτίσμα.
Ο όρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός». Αυτό στρεφόταν εναντίον των Αρειανών, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός «ούκ εστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός», αλλά είναι κτίσμα και δημιουργήθηκε εν χρόνω «αλλότριος δε της ουσίας του Πατρός και τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν».
Στις αποφάσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου, εκτός από τις προσθήκες στο Σύμβολο της Πίστεως, έγινε αλλαγή ορολογίας (επειδή διακρίθηκε η υπόσταση από την ουσία), δεν έγινε όμως αλλαγή θεολογίας.
Στο τελικό κείμενο δεν υπάρχει το «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός», αλλά σαφέστατα υπονοείται, άλλωστε υπάρχει η λέξη «ομοούσιος», και οπωσδήποτε οι Πατέρες διδάσκουν ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα εκ της ουσίας Του και δεν είναι δημιούργημα της βουλήσεώς Του.
Ο Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά την εύστοχη φράση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και στο Άγιον Πνεύμα δια της εκπορεύσεως».
Την δεύτερη φορά που έγινε συζήτηση για την θέληση ήταν τον 7ο αιώνα και μάλιστα στην Χριστολογία.
Οι Μονοθελήτες έλεγαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση. Ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δίδασκαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι γνωρίσματα της φύσεως, και εφ' όσον ο Χριστός έχει δύο φύσεις, έχει και δύο θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη.
Έτσι, κάθε φύση στον Χριστό ήθελε και ενεργούσε τα δικά της, αλλά σε κοινωνία με την άλλη, ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Θεού και Λόγου.
Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής αναπτύσσοντας το θέμα των δύο θελήσεων στον Χριστό θα πή ότι το θέλημα θα είναι ή φυσικό ή υποστατικό ή παρά φύσιν. Άν το θέλημα χαρακτηριστή υποστατικό, τότε ο Χριστός θα παρουσιασθή «ετερό­βουλος» από τον Πατέρα, αφού το υποστατικό θέλημα θα είναι γνώρισμα μόνον της υπόστασης.
Άν το θέλημα το χαρακτηρίσουν παρά φύσιν, τότε δογματίζουν την έκπτωση των ουσιών, αφού τα παρά φύση είναι φθαρτικά των κατά φύση. Επομένως, το θέλημα είναι φυσικό, δηλαδή είναι χαρακτηριστικό της φύσεως, και όχι υποστατικό, δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπόστασης.
Πάνω στο θέμα αυτό αποφάνθηκε η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία μεταξύ των άλλων, δογμάτισε:
«Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν.
Και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο, καθώς οι ασεβείς έφησαν αιρετικοί, αλλ' επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον, ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ούν και υποτασσόμενον τώ θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι...».
Ο Χριστός έχει δύο φυσικά θελήματα στο ένα πρόσωπό Του, τα οποία φυσικά θελήματα δεν αντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι το θέλημα δεν είναι γνώρισμα του προσώπου, γιατί τότε ο Χριστός θα είχε ένα θέλημα, αλλά είναι ιδιότητα της φύσεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχονται πλήρως τις αποφάσεις των Οικου­μενικών Συνόδων και γι' αυτό κάνουν την διάκριση μεταξύ θελήσεως-βουλήσεως που συνδέεται με την φύση, και της προαιρέσεως, που κάνει την επιλογή στους ανθρώπους. Δηλαδή, στους Πατέρες η θέληση-βούληση δεν είναι η ελευθερία, όπως την ορίζουν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες θεολόγοι.
Για να μη γίνη καμμία σύγχυση και παρεξήγηση στα όσα θα λεχθούν στην συνέχεια, πρέπει να σημειωθή ότι, σύμφωνα με την θεολογία της Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει υπόσταση χωρίς ουσία, ούτε ουσία χωρίς υπόσταση, αλλά η υπόσταση-πρόσωπο ορίζεται ως ουσία με τα ιδιώματα.
Έτσι, η ενέργεια είναι ουσιώδης κίνηση της φύσης, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποφαίνεται: «άλλο εστίν ενέργεια και άλλο ενεργητικόν και άλλο ενέργημα και άλλο ενεργών». Ενέργεια είναι «η δραστική και ουσιώδης της φύσεως κίνησις». Ενεργητικό είναι «η φύσις εξ ής η ενέργεια πρόεισιν». Ενέργημα είναι «τό της ενεργείας αποτέλεσμα». Και ενεργών είναι «ο κεχρημένος τη ενεργεία ήτοι η υπόστασις».
Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει τους ορισμούς για την θέληση, την βούληση, το θελητό, το θελητικό και τον θέλοντα. Θέληση είναι «η απλή δύναμις του θέλειν».
Βούληση είναι «η περί τι θέλησις», δηλαδή η θέληση για κάτι. Θελητό είναι «τό υποκείμενον τη θελήσει πράγμα». Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα για να δείξη την διαφορά.
Η απλή όρεξη για βρώση είναι η θέληση, η όρεξη προς βρώση είναι η βούληση, η τροφή είναι το θελητό. Ακόμη, θελητικό είναι αυτό που έχει την θελητική δύναμη, όπως ο άνθρωπος. Και θέλων είναι «ο κεχρημένος τη θελήσει».
Έχοντας υπ' όψιν τις βασικές θεολογικές αυτές αρχές, γνωρίζουμε ότι η θέληση είναι όρεξη της μιας ενιαίας φύσεως και κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά θέλων είναι και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Έτσι, ο θέλων είναι ο Τριαδικός Θεός, η θέληση ανάγεται στην φύση, όμως η θεία φύση είναι αδιανόητη χωρίς τις υποστάσεις και το αντίστροφο.
Αυτό σημαίνει ότι η αιτιότητα του Πατρός, ότι αυτός είναι αίτιος της υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος, δεν ταυτίζεται με την θέληση, η οποία είναι κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού κοινή είναι η φύση και η ενέργεια.
Επίσης, στον άνθρωπο υπάρχει η βούληση της φύσης και η προαίρεση «ήγουν επιλογή» ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πράγματα.
Έτσι, υφίσταται διαφορά μεταξύ βούλησης και προαίρεσης στον άνθρωπο. Όμως, στον Θεό «βούλησιν μεν λέγομεν, προαίρεσιν δε κυρίως ου λέγομεν ου γάρ βουλεύεται ο Θεός».
Ούτε ακόμη μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή του Χριστού είχε βουλή ή προαίρεση, γιατί δεν είχε άγνοια και γνωμικό θέλημα, λόγω της ενώσεως της ανθρώπινης με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου.
Έτσι, η αγία ψυχή του Χριστού δεν ήταν εναντίον του θείου θελήματος ούτε παρά το θείον θέλημα.
3. Η διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την ελευθερία, την θέληση και την προαίρεση
Αναλύοντας το θέμα της ελευθερίας της θέλησης και της προαίρεσης, θα περιορισθώ στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ιδιαιτέρως κωδικοποίησε την θεολογία του σοβαρού αυτού θέματος.
Κατ' αρχάς ο άγιος Μάξιμος δεν κάνει ιδιαίτερο λόγο για την ελευ­θερία με την έννοια που την εκλαμβάνουν οι φιλοσο­φούντες θεολόγοι. Στά σχόλιά του στο έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου «περί θείων ονομάτων» κάνει λόγο για τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Χριστού και γράφει: «αμαρ­τίαν γάρ πάντη αγνοήσας, κατηξίωσεν υπέρ ημών, μη εκ­στάς των οικείων, αναμαρτήτως αμαρτία δια της δι' εαυτού ημών υιοθεσίας εις την αρχαίαν επαναγάγη ελευθερίαν».
Είναι προφανές ότι οι Πατέρες δεν αναφέρονται στην «ελευθερία του Θεού από την θεότητά Του», με την «δυνατότητά Του να ενανθρω­πίζει», αφού ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, δεν εξί­σταται της θείας φύσεώς Του, «τών οικείων». Δηλαδή οι άγιοι Πατέρες δεν προσδιο­ρίζουν την ελευθερία ως δυνατότητα εκστάσεως από την θεία φύση, αλλά κάνουν λόγο για την επάνοδο του ανθρώπου στην αρχαία ελευθερία, που είναι η κοι­νωνία του ανθρώπου με τον Θεό.
Και σε άλλα σημεία της διδασκαλίας του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο για την ελευθερία όχι ως δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής, αλλά ως αναμαρτησία, ως ελευθερία από τα πάθη.
Αναφερόμενος στην γέννηση του Χριστού γράφει: «τή μεν γενέσει φυσικώς εις ταυτόν τώ ανθρώπω κατά την ζωτικήν αγόμενος έμπνευσιν, εξ ής το κατ' εικόνα λαβών ως άνθρωπος άπρακτον διέμεινεν έχων της ελευθερίας της αναμαρτησίας και άχραντον». Η γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου ήταν ελεύθερη, απαθής, αυτοπροαίρετη και αγνή. Ακόμη, συνδέει την ελευθερία του ανθρώπου με το «ανείδεον κάλλος».
Όμως, σε άλλο σημείο ομιλεί για το ότι δούλος είναι αυτός που επιλέγει τα πάθη, ενώ αντίθετα ο αγώνας για την αρετή είναι «ψυχής ελευθερία».
Έπειτα, ο άγιος Μάξιμος ο Ομο­λογητής, ενώ δεν κάνει λόγο για ελευθερία, αλλά ομιλεί για προαίρεση, όμως θεωρεί ότι η προαίρεση δεν είναι θέληση-βούληση, η οποία είναι όρεξη της φύσεως, αλλά είναι όρεξη διασκεπτική για όσα εξαρτώνται από μάς, δηλαδή η προαίρεση είναι ένα κράμα, από όρεξη, βουλή και κρίση.
Γράφει: «τήν προαίρεσιν όρεξιν βου­λευτικήν των εφ' ημίν. Ουκ έστι ούν προαίρεσις η θέλησις», «η προαίρεσις ορέ­ξεως και βουλής και κρίσεως σύνοδος» «ουκ έστιν ούν θέλησις η προαίρεσις». Επίσης, κάνει λόγο για το ότι ο Χριστός με την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αμέσως με την πρόσληψή της, οδήγησε την προαίρεση σε ατρεψία, πράγμα το οποίο το ζουν εν Χριστώ και οι άγιοι.
Επομένως, στην πατερική διδασκαλία, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν ανευρίσκεται η έκφραση «ελευθερία της βούλησης» ή «ελεύθερη βούληση του προσώπου», αφού η βούληση είναι όρεξη της φύσεως, ενώ η προαίρεση συνδέεται με το πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό εξηγείται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην σύγχρονη φιλοσοφία. Και οπωσδήποτε η πατερική διδασκαλία περί ελευθερίας και προαιρέσεως δεν μπορεί να συνδυασθή με την ελευθερία, όπως την χαρακτηρίζει η σύγχρονη φιλοσοφία και η σύγχρονη φιλοσοφούσα θεολογία.
Θα πρέπει να δούμε με συντομία όλα αυτά στην Τριαδολογία, την Χριστολογία και την ανθρωπολογία, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που έκανε μεγάλο αγώνα για τα θέματα αυτά.
Εισαγωγικά πρέπει να σημειωθή ότι υπάρχουν πολλά χωρία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τα οποία αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ενεργείας, όμως εδώ θα γίνη απλώς μια νύξη.
Ο Θεοδόσιος, Επίσκοπος Καισαρείας της Βιθυνίας, μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι πρέπει να λέμε «μίαν ενέργειαν του Χριστού υποστατικήν», δηλαδή συνέδεε την ενέργεια με την υπόσταση. Όμως, ο άγιος Μάξιμος απάντησε ότι μια τέτοια άποψη «μόνων γάρ αιρετικών πολυθεούντων εστιν». Η ενέργεια είναι φυσική και όχι υποστατική.
Όταν κανείς απονέμη υποστατικές ενέργειες στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε η μακαρία θεότητα θα έχη τέσσερεις ενέργειες, δηλαδή τρεις ενέργειες που χωρίζουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και μία φυσική ενέργεια που δηλώνει την κατά φύση κοινότητα των τριών υποστάσεων. Όποιος υποστηρίζει μια τέτοια άποψη νοσεί την νόσο της τετραθεΐας.
Όμως, κατά τον άγιο Μάξιμο οι Πατέρες διδάσκουν: «φυσικήν γάρ, αλλ' ουχ υποστατικήν πάσαν είναι ενέργειαν». Εννοείται ότι κατά τον ίδιο τρόπο αναφερόμαστε στην φυσική και όχι υποστατική θέληση.
Ύστερα από αυτήν την εισαγωγική παρατήρηση θα δούμε το θέμα της θελήσεως στην Τριαδολογία.
Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν προσωπική ελευθερία ή υποστατική ελευθερία, γιατί αν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε Πρόσωπο θα είχε το δικό του θέλημα, την δική του ελευθερία, πράγμα που θα διασπούσε την ενότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο προκειμένου να εξασφαλισθή η «ελευθερία του προσώπου» δημιουργεί πρόβλημα τριθεΐας στην Αγία Τριάδα. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στην Αγία Τριάδα, αποδίδει με σαφήνεια την θέληση στην φύση και όχι στο πρόσωπο.
Γράφει ότι θα ρωτούσε ευχαρίστως τους μονοθελήτες αν ο Θεός και Πατήρ όλων θέλη επειδή είναι Πατήρ ή επειδή είναι Θεός, δηλαδή αν το θέλημά Του συνδέεται με το πρόσωπο του Πατρός ή με την θεότητά Του.
Εάν θέλη επειδή είναι Πατήρ, τότε θα είναι άλλο το θέλημα του Πατρός και άλλο το θέλημα του Υιού, γιατί είναι διαφορετικά πρόσωπα. Άν όμως θέλη επειδή είναι Θεός, τότε επειδή και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεοί, αυτό σημαίνει ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δηλαδή είναι θέλημα φυσικό.
Ο Θεός είναι Τριαδικός, είναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, τα οποία έχουν μία φύση, μία ενέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία.
Η περσοναλιστική φιλοσοφία και θεολογία εγκλωβίζεται στην ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας και γι' αυτό είναι αναπόφευκτη η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο και η εξ αυτής υποτιθέμενη «εν ελευθερία» βουλητική γέννηση του Υιού και βουλητική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Θεό Πατέρα, η οποία συνεπάγεται Αρειανισμό.
Ο άγιος Μάξιμος, όμως, και πάλι αποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ότι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι «υπέρ την θέλησιν», δηλαδή δεν μεσολαβεί η θέληση μεταξύ του Πατρός και του Υιού, ούτε η θέληση του Πατρός προεπινοείται του Υιού, επειδή ούτε προϋπήρχε ο Πατήρ του Υιού.
Επειδή ο Πατήρ και ο Υιός είχαν «άμα το είναι», γι' αυτό έχουν και μία θέληση, «απλήν τε και αδιαίρετον», όπως έχουν και μία ουσία και μία φύση.
Το ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό εκ της ουσίας Του δεν συνεπάγεται αναγκαιό­­τητα ή ανελευθερία, διότι είναι αδιανόητη η απόδοση οποιασδήποτε αναγκαιότητας στην άκτιστη φύση.
Ο άγιος Μάξιμος παρατηρεί ότι εάν το φυσικό είναι και αναγκασμένο, και ο Θεός είναι κατά φύση Θεός, κατά φύση αγαθός και κατά φύση δημιουργός, τότε ο Θεός θα είναι και κατ' ανάγκη Θεός και αγαθός και δημιουργός, πράγμα που είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.
Γιατί «τίς γάρ ο την ανάγκην επάγων;», δηλαδή, ποιός είναι εκείνος που επιβάλλει την ανάγκη; Παραπέμπει δε στο χωρίο του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: «Μηδέν φυσικόν είναι εν τη νοερά φύσει ακούσιον».
Την ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας, εκτός από τους Αρειανούς, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν προκειμένου να αποδείξουν την κτιστότητα του Θεού Λόγου δια της εκ της βουλήσεως του Θεού Πατρός γέννησή Του, την χρησιμοποιούσαν και οι φιλονεστοριανοί Αντιοχειανοί, όπως για παράδειγμα ο Θεοδώρητος Κύρου, προκει­μένου να αποδείξουν το αδύνατον της καθ' υπόστασιν ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Θεού Λόγου.
Η νεστοριανική αντιπρόταση για την ένωση θεότητας και ανθρωπότητας στον Χριστό ήταν η «συνάφεια», ένωση σχέσης δυό ξεχωριστών υποστάσεων, ανθρώπου και Θεού, η οποία έσωζε κατ' αυτούς την ελευθερία του Θεού Λόγου από μια αναγκαστική ένωση, με αποτέλεσμα ωστόσο την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.
Όμως, η ορθόδοξη θεολογία δεν πέφτει σε τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ότι η βούληση είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου.
Ας δούμε με συντομία το θέμα της βουλήσεως-θελήσεως στην ανθρωπο­λογία.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού. Πολλοί Πατέρες τον όρο κατ' εικόνα τον προσδιορίζουν ως το νοερό και το αυτεξούσιο, «η δε αυτεξουσιότης εστίν αυτοκρατής του θελήματος κίνησις». Πάντως, ο Αδάμ και η Εύα είχαν την δυνατότητα της επιλογής.
Όμως, το πρώτο ανδρόγυνο δεν είχε την τελειότητα, αλλά έπρεπε να φθάση σε αυτήν, ήταν νήπιοι και έπρεπε να ολοκληρωθούν, η φύση τους ήταν ατελής.
Η κακή χρήση της προαίρεσης τους οδήγησε στην πτώση. Έτσι, η δυνατότητα της επιλογής, της προαίρεσης ήταν έκφραση της ατέλειάς τους.
Επομένως, και στον άνθρωπο η θέληση είναι όρεξη της φύσεως, είναι φυσική θέληση και όχι υποστατική, η θέληση δεν κάνει επιλογή, την οποία επιλογή κάνει η προαίρεση. Το προοδευτικό σχήμα που διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως το είδαμε και προηγουμένως, είναι: θέληση-βουλή-γνώμη-προαίρεση.
Το «θέλημα είναι φυσικόν ήγουν θέλησιν, δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν». «Η προαίρεσις περί ταύτά εστι μετά την κρίσιν, περί ά η βουλή προ της κρίσεως».
Λέγοντας, όμως, ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δεν αγνοούμε ότι ορίζουμε την υπόσταση ως ουσία μετά ιδιωμάτων, οπότε δεν μπορεί να κάνουμε λόγο για προτεραιότητα της φύσεως έναντι του προσώπου ούτε για προτεραιότητα του προσώπου έναντι της φύσεως.
Οι Πατέρες διακρίνουν το «θέλειν» από το «πώς θέλειν», γι' αυτό και δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ της θελήσεως, που είναι της φύσεως, και του πώς εκφράζεται η θέληση, που είναι του προσώπου.
Ο άγιος Μάξιμος γράφει ότι «ου ταυτόν το θέλειν και το πώς θέλειν», όπως δεν είναι το ίδιο «τό οράν και το πώς οράν».
Το να θέλη και να βλέπη κανείς είναι της φύσεως και υπάρχει σε όλα τα ομοφυή και ομογενή, αλλά «τό πώς θέλειν», όπως και «τό πώς οράν», δηλαδή το να θέλη να περπατήση ή να μη θέλη, το να βλέπη σε κάθε κατεύθυνση «τρόπος εστιν της του θέλειν και οράν χρήσεως». Αυτό δηλαδή το «πώς θέλειν» είναι «τώ κεχρημένω προσόν» που τον χωρίζει από τους άλλους, κατά την λεγομένη κοινώς διαφορά.
Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται σύγχυση μεταξύ του «θέλειν», που είναι της φύσεως, και του «πώς θέλειν» που είναι προσόν αυτού που χρησιμοποιεί την θέληση. Αυτή είναι η χρυσή τομή μεταξύ της ουσιοκρατίας και του περσοναλισμού και δείχνει ότι η Πατερική διδασκαλία αποφεύγει τόσο την σχολαστική ουσιοκρατία όσο και τον φιλοσοφικό περσοναλισμό.
Ας δούμε το θέμα της θελήσεως στην Χριστολογία.
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, την ένωσε με την θεία φύση στην υπόστασή Του, την θέωσε. Άν και έγινε προς Χάρη μας άνθρωπος, Αυτός που είναι «ο ποιητής των ανθρώπων», όμως, «ημίν δηλονότι και την ατρεψίαν κατώρθωσε της προαιρέσεως, ως ατρεψίας δημιουργός».
Έτσι, «τό ανθρώπινον του Θεού» (τού Χριστού) «κατά προαίρεσιν ως ημείς ου κεκίνηται», κάνοντας με την εξέταση και την κρίση τον διαχωρισμό των αντιθέτων, «ίνα μη φύσει κατά προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν».
Αλλά, αφού έλαβε το είναι, αμέσως μετά την ένωσή του με τον Θεόν Λόγον «αδίστακτον, μάλλον δε στάσιμον την κατ' όρεξιν φυσικήν, ήτοι θέλησιν, κίνησιν έσχεν».
Οπότε, η προαίρεση στον Χριστό δεν κινήθηκε.
Οι άνθρωποι ως ατελείς, με την γέννησή τους, έχουν την προαίρεση, αφού έχουν την δυνατότητα να κινηθούν προς τα δύο, «τά καλά τε λέγω και τα κακά». Αυτή, όμως, η δυνατότητα της επιλογής –τής προαίρεσης– παύει να υφίσταται στους αγίους, που ενώνονται με τον Χριστό και γίνονται μέλη του Σώματός Του, αφού και αυτοί αποκτούν την ατρεψία της προαίρεσης, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ', 8). Στην Βασιλεία του Θεού δεν θα υπάρχη δυνα­τότητα επιλογής, οι άγιοι θα έχουν εν Χριστώ ατρεψία της προαίρεσης, αφού δεν θα υπάρχουν αντίθετες καταστάσεις.
Επομένως, τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν ελευθερία, όπως την εννοούν οι φιλοσοφούντες θεολόγοι.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν έχει δυνατότητα επιλογής, ήτοι γνωμικό θέλημα, αφού έχει ατρεψία προαίρεσης. Και ο άνθρωπος στην πτωτική κατάσταση έχει μεν δυνατότητα προαίρεσης, αλλά όταν φθάνη στην θέωση αποκτά εν Χριστώ την ατρεψία της προαίρεσης και οδηγείται με την εν Χριστώ άσκηση και την μυστηριακή ζωή από το γνωμικό θέλημα στο φυσικό θέλημα.
Έτσι, η ελευθερία της βουλήσεως και η ελευθερία του προσώπου, την οποία οι θεολόγοι σήμερα επαινούν υπερβαλλόντως, ως στοιχείο του Θεού και του ανθρώπου, ως έκφραση και καθοριστικό γνώρισμα του ανθρώπου που συνιστά την τελειότητά του, είναι απαράδεκτη από θεολογικής πλευράς.
Η ελευθερία δεν είναι υποστατική, αλλά φυσική. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι έτσι διατρανώνεται η καλή λίαν δημιουργία του Θεού.
Αντιθέτως, το πρόσωπο είναι εκείνο που κάνοντας παράχρηση της θεόσδοτης ελευθερίας της φύσεως καταλήγει στην αμαρτία. Επομένως, δεν «υπερβαίνει το πρόσωπο δια της ελευθερίας την αναγκαιότητα της φύσεως», αλλά αντίστροφα, κάθε άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και την δική του συνέργεια δια της φυσικής θελήσεως, μπορεί να αχθή πέραν των ορίων της φύσεώς του και να φθάση στην θέωση. Αντίθετα, το πρόσωπο είναι εκείνο που αν δεν κάνη καλή χρήση του αυτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο της αμαρτίας και υποδουλώνει την φύση στα πάθη. Συνεπώς, η απόδοση αναγκαιότητας στην φύση δείχνει είτε άγνοια των πατερικών κειμένων είτε ερμηνευτικό εκβιασμό τους με σκοπό την εξαγωγή των ποθουμένων περσοναλιστικών συμπερασμάτων.
4. Οι συνέπειες του περσοναλισμού στην εκκλησιαστική ζωή
Πρέπει να επισημανθή κάτι πολύ σημαντικό και αξιοπρό­σεκτο, που έχει σχέση με την λεγομένη μεταπατερική θεολογία της ελευθερίας του προσώπου.
Η μεταφορά της συγκεκριμένης περσοναλιστικής τριαδολογικής απόψεως στην σημερινή χριστιανική ανθρωπολογία με την θρυλούμενη «ελευθερία του προσώπου», η οποία μάλιστα προβάλλεται και ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της ορθόδοξης Ανατολής σε σχέση με την ουσιοκρατία της χριστιανικής Δύσης. έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, όπως την συχνή κριτική που ασκείται στην ορθόδοξη ασκητική ως αντιστρατευόμενη την «ελευθερία του προσώπου».
Όπως πάντοτε, έτσι και στην περίπτωση αυτή, η εσφαλμένη δογματική άποψη οδηγεί σε ποικίλες ερμηνευτικές παρεκτροπές που έχουν συνέπεια στην εκκλησιαστική ζωή και τον τρόπο με τον οποίο ζή ο Χριστιανός ως μέλος της Εκκλησίας.
Θα τονισθούν μερικές συγκεκριμένες παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ζωής από αυτούς που ομιλούν για την λεγόμενη ελευθερία της βούλησης ή της θέλησης και της ελευθερίας του προσώπου.
Πρώτον, η εκκλησιαστική τάξη των πραγμάτων, ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται μέσα από την θεωρία της ελευθερίας του προσώπου και της αγάπης, όπως ερμηνεύθηκαν από τον Αλέξη Χομιακώφ και τον Αφανάσιεφ. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές στην εκκλησιαστική ζωή έχει μεγάλη σημασία η βίωση της ελευθερίας και της αγάπης, ανεξάρτητα από τις κανονικές προϋποθέσεις που έχουν θεσπίσει οι Πατέρες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Έτσι, η εκκλησιαστική ζωή κρίνεται στην πράξη με όρους «αστικής δημοκρατίας», προκειμένου να στοχοποιηθούν ιεραρχικές δομές της Εκκλη­σίας και να κριθούν ως καταπιεστικές και απάδουσες της πρώτης «δημοκρατικώς φερομένης» αρχαίας Εκκλησίας.
Στην συνέχεια χρησιμοποιείται η εσφαλμένη αυτή δογματική θέση στο επίπεδο της θεολογίας, ώστε να εισαχθούν διάφορες ουμανιστικές και προτεσταντικές απόψεις για την μετοχή στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ανεξάρτητα από τις θεολογικές και κανονικές προϋποθέσεις, ωσάν η πνευματική ζωή να είναι μια «δημοκρατία αστικού τύπου», στην οποία όλοι απολαμβάνουν τα δώρα του Αγίου Πνεύματος απροϋποθέτως.
Είναι βέβαιο ότι με τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιούνται και υπονομεύονται Πατερικά έργα, όπως τα Αρεοπαγητικά συγγράμματα, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ότι δήθεν κατοπτρίζουν άκαμπτες εκκλησιαστικές δομές που έγιναν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από τον Κλήρο.
Δεύτερον, η ασκητική του ησυχασμού κρίνεται ότι κατοπτρίζει την λογική της ατομιστικής σωτηρίας, η οποία δεν έχει άμεση αναφορά στην «οντολογία του προσώπου», δηλαδή στο «υπάρχειν ελευθέρως εν σχέσει», αλλά στην προοπτική μιας ατομιστικής καθάρσεως των παθών χωρίς αναφορά στον Άλλο άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί την προϋποθετική συνθήκη του «υπάρχειν προσωπικώς».
Έτσι, διασπάται η ενότητα μεταξύ Μυστηρίων και ασκητικής ζωής, η οποία στην πράξη είναι η ευαγγελική ζωή, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Χριστού, αμφισβητείται άμεσα ή έμμεσα η ασκητική θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων ως ωριγενική και νεοπλατωνική, αλλά υπονομεύεται ύπουλα και η διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «πνευματοκρατική».
Τρίτον, η εκκλησιαστική και ασκητική ευλάβεια, που επαινείται από τους ασκητικούς Πατέρες, επικρίνεται από τους εκφραστές της θεωρίας «τής ελευθερίας του προσώπου», ως ανελεύθερος δυτικός ευσεβισμός και ηθικισμός, αλλά και ως «θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού βιώματος».
Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο να κρίνεται και να υπονομεύεται το περιεχόμενο της «Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών Πατέρων», ότι δήθεν συνιστά μια «θεραπευτική εκκλησιολογία», η οποία ανέτρεψε την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» της πρώτης Εκκλησίας!
Τέταρτον, η υπακοή σε Πνευματικό Πατέρα κρίνεται ως κολόβωση της «ελευθερίας του προσώπου» και απέκδυση της ευθύνης της ύπαρξης, «τού υπάρχειν ελευθέρως», από τον ίδιο τον εξομολογούμενο και μετάθεση αυτής της «προσωπικής ευθύνης» στον Γέροντα.
Βεβαίως, δεν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τα οποία γίνονται στον τομέα αυτό, είτε από Πνευματικούς Πατέρες είτε από πνευματικά παιδιά, αλλά δεν είναι δυνατόν από τέτοια λάθη να υπονομεύεται η πορεία του ανθρώπου από την δουλεία στην ελευθερία των τέκνων του Θεού, όπως περιγράφεται στην πορεία του Ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο στην Γή της Επαγγελίας με την θεοπτική καθοδήγηση του Μωϋσέως.
Επομένως, η λανθασμένη θεωρία περί της «ελευθερίας της βούλησης-θέλησης» και της «ελευθερίας του προσώπου» και περί συνδέσεως της θέλησης με το πρόσωπο, έχει σημαντικές προεκτάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο.
Μέ τέτοιες θεωρίες υπονομεύεται η ζωή της Εκκλησίας και οι προϋποθέσεις του αγιασμού, και ουσιαστικά παρερμηνεύεται ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία, αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες που ομιλούν για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ελεύθερη βούληση του προσώπου από θεολογικής πλευράς, διότι η θέληση-βούληση είναι χαρακτηριστικό της φύσης και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή από τον άνθρωπο γίνεται με την προαίρεση, η οποία συνιστά μεν ατέλεια της φύσης, αλλά οι άγιοι αποκτούν εν Χριστώ και την ατρεψία της προαίρεσης.
Τα περί οντολογίας και ελευθερίας του προσώπου για να αποφευχθή δήθεν η αναγκαιότητα της φύσης είναι δυτικός περσοναλισμός, μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία, είναι η πεμπτου­σία της λεγόμενης «μεταπατερικής θεολογίας».
(Σημείωση: Οι παραπομπές του κειμένου αυτού θα δημοσιευθούν στο βιβλίο που θα κυκλοφορήση προσεχώς)

Οι πατέρες της Θετικής σκέψης ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ


Οι πατέρες της Θετικής σκέψης





  ΟΙ «ΠΑΤΕΡΕΣ» ΤΗΣ «ΘΕΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ»
π.ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

      Η κίνηση γύρω από τη «δύναμη της σκέψης» εμφανίζεται ήδη στον περασμένο αιώνα. Ο Ralph Νaldο Emersοn (1803-1882) διακήρυξε πώς η μόνη πραγματικότητα είναι το «θεϊκό στοιχείο», πού βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο, χρησιμοποίησε την ύπνωση με σκοπό να αφυπνίσει τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου και υποσχέθηκε με τη μέθοδο του ν' οδηγήσει στην πληρότητα της ύπαρξης. Παρόμοιες ιδέες διακήρυξε και ο Γάλλος Φαρμακοποιός Emile Cοue (1856-1926).
Όμως σαν «πατέρας» της «θετικής σκέψης» λογίζεται ο Jοseph Murphy (+1981). Βασικοί «ιεραπόστολοι» είναι ο Nοrmn Nincenτ Peale, ο Ε. Freiτag κα. Τα βιβλία τους κυκλοφορούν σήμερα σε πολλά εκατομμύρια αντίτυπα.

Η «συνταγή»

Όπως αναφέραμε, το βασικότερο δόγμα πίστεως της νέας τάσης είναι ότι η σκέψη του ανθρώπου ταυτίζεται με την πράξη μπορεί ν' αλλάξει τη ζωή του ανθρώπου φθάνει να «περάσει» και να κυριαρχήσει στο υποσυνείδητο. Τότε ενεργοποιούνται απεριόριστες δυνάμεις πού μεταβάλλουν οποιαδήποτε αρνητική κατάσταση σε θετική όλα τα δυσάρεστα και αρνητικά στον κόσμο και στον άνθρωπο αντιμετωπίζονται με θετικές σκέψεις.
Όπως παρατηρεί ο R. Dahlke (ΒΙΟ 4/1987, σ.68) σύμφωνα με τη «θετική σκέψη», αν κανείς δεν νοιώθει καλά, μπορεί να καταφύγει στην κλασσική φράση: «από μέρα σε μέρα είμαι πάντοτε όλο και καλύτερα». Θετικές σκέψεις, πού γίνονται αντικείμενο διαλογισμού, ατομικού ή ομαδικού, εισχωρούν στο υποσυνείδητο και λαμβάνουν από εκεί τη δύναμη τους. Για να επιτευχθούν τέτοιες καταστάσεις χρησιμοποιούνται βοηθητικά μέσα υποβολής, όπως διαλογιστική μουσική σε υπνωτική κατάσταση, τα όποιο «λειτουργούν καλά», καταλήγει στην έκθεση του ο Dahlke αναφερόμενος στις αντιλήψεις της νέας τάσης.
Η «συνταγή» ανήκει στον Ε. Cοue, ο οποίος συμβούλευε: «Σ' ολόκληρη τη ζωή σας, κάθε πρωί, όταν ξυπνήσετε, και κάθε βράδυ, όταν πάτε στο κρεβάτι, κλείστε τα μάτια σας, μετρήστε μηχανικά τούς 20 κόμβους ενός κομποσχοινιού χωρίς να καθηλώνετε τη σκέψη σας σε κάτι συγκεκριμένο και επαναλάβετε με κίνηση των χειλιών σας δυνατά για να τα ακούτε, αυτά τα λόγια: «Κάθε μέρα είμαι από κάθε άποψη πάντοτε καλύτερα» (Ε. Cοue, ΝΝas ich sage, Basel, 19806).
Ο Jοseph Murphy πρόσθεσε στη «συνταγή» Βιβλικά εδάφια, ψυχολογικές και ασιατικές αντιλήψεις με κάποιεςπαραλλαγές. Αλλά με όποιες παραλλαγές κι αν προσφέρεται ή «μέθοδος», θεμελιώνεται στις ίδιες κοσμοθεωριακές αντιλήψεις.
Και ο Murphy δεχόταν μόνο μία «Ατέλειωτη Δύναμη» πού βρίσκεται στον καθένα άνθρωπο και καθιστά δυνατή την εκπλήρωση κάθε επιθυμίας είναι ο «Θεός, πού βρίσκεται μέσα μας» (J. Murphy, Die kοsmische dimensiοn ihrer krafτ. Pοsiτives Denken im einkιang miτ dem universum des geisτes, Mίinchen 1982, σ. 11.27). Τίποτε στον κόσμο δεν είναι ισχυρότερο από αυτή τη δύναμη «μπορεί να εκπληρώσει οποιαδήποτε επιθυμία σας. Αυτή είναι η πνευματική φύση και βρίσκεται μέσα μας είναι το πνεύμα, πού είναι μέρος του Παγκοσμίου Πνεύματος και ένα μ' αυτό» (J. Murphy, Die Geseτze des Denkens und Glaubens, Mlinchen 1983, σ. 13).
«Η δύναμη του υποσυνείδητου σας» (Τhe pοwer οf yοur subcοnsciοus mind»), αυτός είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος βιβλίου του Murphy. Έτσι ο άνθρωπος κατασκευάζει στο υποσυνείδητο του την ευτυχία ή τη δυστυχία του, «ο Θεός (το υποσυνείδητο), πού σας έδωσε την επιθυμία, θα σας δείξει και το δρόμο για την εκπλήρωσή της... Πίστευε στον εαυτό σου (!) και στις δυνάμεις πού υπνώττουν μέσα σου» (Murphy, Die Geseτze, σ. 108)!
Ο άνθρωπος μπορεί να ενεργοποιήσει αυτό το «θεό- μέσα του» με τη σκέψη. Είναι «απεριόριστης σοφίας» «κάθε φορά πού σκέπτεται, χρησιμοποιεί την ατέλειωτη δύναμη - για το καλό ή για το κακό», ανάλογα με τη σκέψη του. Ο Murphy επικαλείται το Δάσκαλό του Raλph ΝΝaldο Emersοn: «Ο άνθρωπος είναι αυτό πού σκέπτεται στο εσωτερικό της καρδίας του» (Murphy, Die Kοsmische Dimensiοn, σ. 100). «Κάθε φορά πού ο άνθρωπος σκέπτεται, μορφοποιεί τη δημιουργική του δύναμη... Ο άνθρωπος δημιουργεί το δικό του ουρανό ή τη δική του κόλαση ανάλογα με την σκέψη, την πίστη, την αίσθηση έχετε την ελευθερία να διαλέξετε την υγεία ή την ασθένεια, τον πλούτο ή τη φτώχεια», ο άνθρωπος έχει το «θεϊκό δικαίωμα» να διαλέξει και να αποφασίσει να είναι υγιής, ευτυχισμένος, πετυχημένος στη ζωή και να ευημερεί μπορεί να εγκαταστήσει στον κόσμο του την κυριαρχία τού καλού, «μέσω της σκέψης και της πίστης»- τα πάντα μπορεί να τα κάνει πραγματικότητα στη ζωή του (Murphy, Die Kοsmische Dimensiοn, σ. 105, 112).
Η «Κοσμική Δύναμη» μέσα μας γνωρίζει όλες τις «θεραπευτικές διαδικασίες». Όταν κανείς τη δραστηριοποιήσει μπορεί να κάνει «θαύματα». Έτσι ο Murphy, αναφέρει το παράδειγμα μιας γυναίκας πού θεράπευσε το χέρι ως με την «εντολή»: «Μέσω της δύναμης τού Παντοδύναμου μέσα μου κινώ ελεύθερα το χέρι μου»! «Αν ένας ασθενής οδηγήσει τη σκέψη του συνειδητά σε θεάρεστα κανάλια και διαμορφώσει τη σκέψη του συνειδητά σε θεάρεστα κανάλια και διαμορφώσει έτσι θετικά το υποσυνείδητο, ελευθερώνεται καθαρμός και ατέλειωτη θεραπευτική παρουσία Κοσμικής διάστασης... και αυτό το θαύμα της θεραπείας πραγματοποιείται» Murphy, Die Kοsmische Dimensiοn, σ. 67).
Το κοσμοθεωριακό αυτό δόγμα οδηγεί τούς οπαδούς της «θετικής σκέψης» σε απέραντη αισιοδοξία. Πολλοί «δάσκαλοι» κάνουν σήμερα «χρυσές δουλειές» πουλώντας σεμινάρια, ιδιαίτερα σε επιχειρηματίες, και υπόσχονται σίγουρη επιτυχία στον επιχειρησιακό τομέα αλλά ταυτόχρονα και τη «βασιλεία τού Θεού». Το έγκυρο περιοδικό Psychοlοgie Heuτe σχολιάζει:
«Θεραπευτές με επιχειρησιακό πνεύμα ανακάλυψαν για τον εαυτό τους τη θετική σκέψη και την προπαγάνδισαν ως θεραπευτικό μέσο για όλα» (ΡΗ τ. 88, σ. 22). Έτσι ο Ε. Freiτag διακηρύσσει πώς είναι «ολοκληρωτικά σε εγρήγορση» και εκτός από αυτό, «απόλυτα υγιής» και «βέβαιος» πώς αυτό πού κάνει είναι «δίκαιο» (S. Τοnies, ΡΗ 11/1988, σ. 22-26).
Ο Αμερικανός ψυχολόγος της «θετικής σκέψης» Alberτ Ellis ίδρυσε τη λεγόμενη Ratiοnal - Emοtive Τherapie με βασική αρχή: «είμαστε αυτό πού σκεπτόμαστε». Το κακό ή οι αρνητικές αντιλήψεις για τον εαυτό μας και για τη συναισθηματική μας ζωή καταστρέφουν την αξιολογική αυτοσυνειδησία μας και δημιουργούν τα προβλήματα, λέγει, και διδάσκει τούς ανθρώπους να χρησιμοποιούν στη λύση των προβλημάτων τους τη δική τους λογική και να μη βασίζονται σε ηθικά αξιώματα της κοινωνίας (G. ΝΝarga, ΝΝirsin was wir Denken, Psychοlοgie Heuτe, σ. 29-32).
Ο Murphy και άλλοι απόστολοι της «θετικής σκέψης» πού προπαγανδίζουν τη συνταγή τους στη Δύση χρησιμοποιούν χριστιανικούς όρους, όπως «πίστη» και «προσευχή». Όμως οι όροι αυτοί δηλώνουν διαλογιστικές καταστάσεις και ταυτίζονται με τη σκέψη και με νοητικές στάσεις.
 
Επιστημονική μέθοδος;

Οι απόστολοι της «θετικής σκέψης» διακηρύσσουν πώς η μέθοδός τους είναι επιστημονική και οι «τεχνικές» τους είναι «αποδειγμένες και εναρμονισμένες στην πράξη» (J. Murphy, Die Machτ Ihres Unτerbewussτseins, Genf 1981 - εξώφυλλο).
Κατ' αρχήν πρέπει να πούμε πώς η επίδραση της «θετικής σκέψης» προϋποθέτει οπωσδήποτε πίστη σ' αυτήν και στις «θετικές» της επιδράσεις. Όμως όπως παρατηρεί ο Bernhard Flοssdοrf δεν είναι δυνατόν να εξετάσει κανείς μια πίστη «πειραματικά» και «διαγνωστικά» (ΡΗ 11/1988, σ. 65). Αν επιχειρούσε κανείς να ερευνήσει πειραματικά το ζήτημα αυτό θα ήταν αντίθετο με την ιατρική δεοντολογία, γιατί όπως υπογραμμίζει ο Τοnies, κάτι τέτοιο θα σήμαινε να αφήσει κανείς αβοήθητους τούς ασθενείς να τούς στερήσει από οποιαδήποτε ανεγνωρισμένη ιατρική βοήθεια και να τους προσφέρει σαν μοναδική «ανακούφιση» τη θετική σκέψη (Sven Τοnies, ΡΗ 11/1988, σ. 22-28).
Κατά τον Τοnies είναι ανοικτό το ζήτημα κατά πόσο οι συχνές αρνητικές σκέψεις οδήγησαν σε σωματικές - ψυχικές ανωμαλίες ή κατά πόσον οι σκέψεις αυτές είναι έκφραση διαταραγμένης υγείας. «Κατά τις παρατηρήσεις μου, λέγει, θετική και αρνητική σκέψη είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη και δεν επηρεάζουν η μία την άλλη. Όσο και να μιλάμε στον εαυτό μας με ευχαριστημένο τρόπο, αυτό δεν έχει καμία επίδραση στο μέτρο των δυσάρεστων σκέψεων πού κάνουμε για τον εαυτό μας και δεν συμβαίνει ούτε το αντίθετο. Θετικά και αρνητικά συναισθήματα είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο»!
Ο Τοnies επικαλείται έρευνα, της Αμερικανίδας Barbie Cassleτh, η όποια έγινε σε 359 καρκινοπαθείς και απέδειξε πώς η ψυχική τους κατάσταση δεν είχε καμία επίδραση στο χρόνο του θανάτου και στη συχνότητα υποτροπής.
Ο Τοnies δεν αρνείται πώς ο θετικός επηρεασμός της ψυχικής κατάστασης του ασθενούς, σαν κάτι πού προστίθεται στη θεραπευτική αγωγή, μπορεί ίσως να λειτουργήσει βοηθητικά. Όμως κάθε λεγόμενη «καλυτέρευση στην υγειά», είναι μόνο κάτι στιγμιαίο, όπως συμβαίνει και με τον διαλογισμό. Ο Τοnies έκανε πειράματα σε διάφορες ομάδες πού ασκούσαν τη «θετική σκέψη» και σε άλλες πού διαλογίζονταν τα αποτελέσματα ήσαν τα ίδια, συμπεραίνει.
Η μέθοδος των «θεραπευτών» της «θετικής σκέψης» στηρίζεται στην αυθυποβολή. Ο Ε. Cοue ανέπτυξε ειδική μέθοδο ύπνωσης για να βοηθηθεί η «θετική σκέψη». Ένα είδος προγραμματισμού της σκέψης. Ο Murphy ,οικοδόμησε πάνω στη μέθοδο του Cοue και την επένδυσε με θρησκευτική γλώσσα. Η χρήση της αυθυποβολής προϋποθέτει τις ανθρωπολογικές δοξασίες των ομάδων της «θετικής σκέψης», ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχουν δυνάμεις «αυτοθεραπείας», τις οποίες πρέπει κανείς να ενεργοποιήσει με την υποβολή, με συνεχή επανάληψη «θετικών» φράσεων, κάτω από καταστάσεις υπνωτικές ή ήμι-υπνωτικές. Τέτοιες φράσεις αυτό-υποβολής είναι: «Μέρα με τη μέρα γίνομαι καλύτερα», «είμαι τέλειος και τέλεια αρμονία διαπερνά τα σώμα μου» κ.ο.κ.
Η δραστικότητα των αυθυποβολών στο ψυχοσωματικά πεδίο γίνεται αποδεκτή, αφού πολλές σωματικές ανωμαλίες είναι αποτέλεσμα ψυχικής επίδρασης. Γι' αυτά και μερικές φορές χρησιμοποιούνται πλασματικά φάρμακα. Όμως είναι λάθος να πούμε πώς όλες οι αρρώστιες έχουν αυτήν την αιτία και θεραπεύονται με τέτοιες μεθόδους. Η παράλειψη της λήψης φαρμάκων ή η περιφρόνηση του γιατρού μπορεί να αποβούν μοιραίες. Το θύμα της «θετικής σκέψης» παρασύρεται από την αποκρυφιστική «πίστη» σε λαθεμένη συμπεριφορά, πού οδηγεί πολλές φορές σε απογοητεύσεις. Έτσι όταν ο Murphy ή όποιος άλλος απόστολος της «θετικής σκέψης» κάνει λόγο για θετικά αποτελέσματα, λέει τη μισή αλήθεια.
Μερικές ομάδες προβάλλουν σαν «αποδείξεις» για τα θετικά αποτελέσματα της «συνταγής» ομολογίες πρώην ασθενών. Αυτό κάνει η Σαηεντόλοτζυ του Ρόν Χάμπαρτ, η οργάνωση Σίλβα Μάϊντ Κοντρόλ, ο «Υπερβατικός Διαλογισμός» του Μαχαρίσι Μαχές Γιόγκι και πολλές άλλες. Όμως τέτοιες «μαρτυρίες» δεν έχουν αντικειμενική αξία.
Το να ασκήσει κανείς κριτική στη «μέθοδο» ή να τοποθετηθεί αρνητικά απέναντι της σημαίνει πώς δεν έχει «την πιο βασική προϋπόθεση» για θετικά αποτελέσματα, την πίστη στην παντοδυναμία της «συνταγής». Αυτό σημαίνει πώς δεν ασκεί την «θετική σκέψη», πώς κυριαρχείται από σκέψεις «αρνητικές», πράγμα πού «οδηγεί αναπόφευκτα» σε αρνητικές καταστάσεις! Γι' αυτό και κάθε κριτική ή αμφιβολία θεωρείται ανεπίτρεπτη. Η «Ψυχοδυναμική» του Θεοφάνη Μπούκα, για τον οποίο θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο σημείο, υπογραμμίζει ότι δεν επιτρέπεται κριτική στη μέθοδο, ούτε πρέπει να αμφισβητήσει κανείς τα αποτελέσματα της ή να πιστέψει στα «φαινόμενα» πού απατούν ακόμη κι αν βλέπει κάποιο αγαπητό του πρόσωπο να πεθαίνει από φρικτή αρρώστια, πρέπει να «πιστεύει» πώς είναι υγιέστατο, ότι η αποκατάσταση της υγείας έχει ήδη συντελεσθεί, κι ας μη φαίνεται αυτό εξωτερικά. Η μέθοδος της «ψυχοδυναμικής» είναι παντοδύναμη, υποστηρίζει ο Θεοφάνης Μπούκας.
Όσοι χρησιμοποιούν τον όρο «πίστη» αντί για τον όρο «σκέψη», αραδιάζουν πολλά Γραφικά εδάφια πού μιλούν για πίστη και προσευχή, και υπογραμμίζουν πώς δεν μπορείς να προσευχηθείς για κάτι δύο φορές. Γιατί όταν το κάνεις δηλώνεις μ' αυτό τον τρόπο πώς δεν πιστεύεις ότι το έλαβες και αυτό είναι αρνητική σκέψη (ή «πίστη»), πού οδηγεί στην αποτυχία. Γι' αυτό συνιστούν: αν κανείς «προσευχηθεί» και «ζητήσει» οτιδήποτε από τον «θεό», ύστερα πρέπει μόνο να εκφράσει τη βεβαιότητα πώς το «έλαβε» και να «ευχαριστήσει», όχι να το επαναλάβει σαν αίτημα στην «προσευχή»!
Έτσι η «τεχνική», σε ο, τι αφορά την ευθύνη του θεραπευτή, σε περίπτωση αποτυχίας, έχει πλήρη κάλυψη. Η αποτυχία δεν χρεώνει τον «θεραπευτή» αλλά το ίδιο το θύμα, πού δεν έδειξε «πίστη». Η «μέθοδος» αυτή οδήγησε πολλούς δυστυχείς ανθρώπους σε απόγνωση. Γιατί άραγε να μη καταλογίσουμε την αιτία της αποτυχίας στους ίδιους τούς θεραπευτές, αφού η ενοχοποίηση των θυμάτων τους αποτελεί επίσης αρνητική σκέψη; Σύμφωνα με τη «συνταγή», οφείλουν να σκέπτονται «θετικά», ότι οι ασθενείς «σκέπτονται όλο και θετικότερα», «βρίσκονται όλο και περισσότερο σε τέλεια αρμονία με το σώμα τους» και «μέρα με τη μέρα γίνονται καλύτερα»!
Όπως και να έχει το πράγμα η κίνηση της «θετικής σκέψης» δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «επιστημονική μέθοδος». Γι' αυτό επώνυμοι επιστήμονες τού κλάδου της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής την απορρίπτουν και την θεωρούν επικίνδυνη για την σωματική υγεία και την πνευματική ακεραιότητα των ανθρώπων.
Υπογραμμίζεται πώς οι άνθρωποι αυτοί δεν διαθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να καταπιαστούν με θέματα υγείας. Άλλωστε οι ίδιοι παραδέχονται πώς στερούνται των προϋποθέσεων πού προβλέπει ο νόμος, πού κατοχυρώνει τα διάφορα επαγγέλματα στο χώρο της υγείας. Γι' αυτό και μερικές από τις ομάδες αυτές, όπως η Σαηεντόλοτζυ (ΚΕΦΕ - Κέντρο Εφηρμοσμένης Φιλοσοφίας Ελλάδος), το Σίλβα Μάϊντ Κοντρόλ κ. ά. έσπευσαν να οργανωθούν σε «εκκλησίες» ή «θρησκευτικές» και «κοσμοθεωριακές» κινήσεις, παρακάμπτοντας τον εισαγγελέα και ταυτόχρονα αποκτώντας και όλα τα προνόμια των θρησκευτικών κινήσεων.
Με ποικίλους τρόπους καταβάλλεται προσπάθεια να «ξεφύγουν» την σχετική νομοθεσία στις χώρες πού υπάρχει, ή να χρησιμοποιήσουν σε άλλες χώρες, εκεί πού η νομοθεσία είναι ελλιπής ή ανύπαρκτη, όλα τα νομικά κενά. Ο Ε. Freiτag, στο βιβλίο του «Γνώρισε την πνευματική σου δύναμη», γράφει: «Μη αφήνεις να σε πείσει και τόσο πολύ η διάνοιά σου πώς δεν έχεις γι' αυτό ή για εκείνο άδεια, ή πώς χρειάζεσαι να έχεις σπουδάσει Είναι πολύ εύκολο να ζητήσεις κάποιον και ν' αρχίσεις μαζί του κάτι εντελώς καινούργιο. Ο άλλος έχει το δίπλωμα, εσύ έχεις τα χρήματα ή την ιδέα. Επί παραδείγματι ένας γνωστός μου είχε ένα φυσιοθεραπευτικό κατάστημα (ιατρείο) χωρίς να είναι πρακτικός θεραπευτής αυτό δεν είναι καθόλου πρόβλημα»! (παραπομπή στον Τhοmas Kirshcner, Pοsiτiv:ΝΝenken - Krafτig Zahιen, ΡΗ 11/1988, σ. 35).
Το πρόβλημα των κενών της νομοθεσίας γίνεται αυτό τον καιρό περισσότερο αισθητό. γι' αυτό και επώνυμοι ψυχολόγοι, ψυχίατροι και άλλοι ειδικοί επισημαίνουν τον κίνδυνο και απαιτούν τη λήψη νομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της απειλής πού προέρχεται από τις «θεραπευτικές» ομάδες της λεγόμενης «θετικής σκέψης».
Ο Τοnies στην έρευνα πού μνημονεύσαμε (ΡΗ 11/1988, σ. 22-28) καταλήγει στο συμπέρασμα πώς αυτό-ονομαζόμενοι θεραπευτές, πού οργανώνουν εκδηλώσεις και σεμινάρια με δήθεν «θεραπείες», εκμεταλλεύονται για όφελος των την ανάγκη πολλών δυστυχισμένων ανθρώπων, πού ζητούν βοήθεια.
Ο Hermann J. Elling τού «Rica - Insτiτuτ Munsτer» αναφέρει: «Καθημερινά έχω να κάνω με ανθρώπους πού έπεσαν στην παγίδα τέτοιας ψυχοθεραπείας. Οι εκθέσεις τους είναι σχεδόν ίδιες: Ύστερα από μια ροζ πλύση εγκεφάλου, οι βασανισμένοι ασθενείς (πελάτες) παραδίδονται ευχαρίστως γεμάτοι ελπίδα στην αυταπάτη πώς στο εξής θα υπάρξει γι' αυτούς μόνο καλυτέρευση. Όμως η θετική σκέψη με κανένα τρόπο δεν διατηρείται, αντίθετα μ' εκείνο πού υπόσχονται οι λύκοι με ένδυμα προβάτου της ψευτο-ψυχοσκηνής. Τούτο γίνεται περισσότερο σαφές, όταν, ύστερα από μια αστραπιαία απογείωση στα σύννεφα των προσδοκιών, χτυπήσουν το κεφάλι τους στο καπάκι με το οποίο ήθελαν να σκεπάσουν το καζάνι των προβλημάτων τους. Και όταν γίνεται όλο και πιο σαφές πώς το αποτέλεσμα στο όποιο απέβλεπαν δεν έρχεται, οι θετικοί θεραπευτές ρίχνουν αμέσως το φταίξιμο στους ίδιους, λέγοντας: δεν έκανες σωστά την άσκηση. Αυτή η σύμφορα πού αναφέρεται στην αίσθηση της αυτοαξιολόγησης, σπρώχνει εκείνον πού αναζητάει βοήθεια βαθύτερα στο έλος από το όποιο προσπαθεί να βγει, τραβώντας τα μαλλιά του. Το γκρέμισμα από τα ροζ σύννεφα γίνεται με ελεύθερη πτώση και μετά από μία τέτοια θεραπεία πολλοί είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση παρά πριν από αυτή. Με τα θύματα πρέπει τότε να ασχοληθούν οι σοβαροί θεραπευτές και συχνά χρειάζονται πολύ χρόνο για να συναρμολογήσουν τη θρυμματισμένη πορσελάνη» (Η.Ι. Elling, ΠΗ 2/1989, σ. 65-66).
Αυτά αποδεικνύουν πώς οι «απόστολοι» της «θετικής σκέψης», πού ισχυρίζονται ότι πρόκειται για «επιστημονική αλήθεια» και «τεχνική» πού έχει αποδειχθεί πειραματικά, διαπράττουν απάτη, αν, φυσικά, δεν εκφράζουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιων επιστημόνων, τούς όποιους τυχόν επικαλούνται, και οι όποιοι θέτουν τη «θρησκευτική τους αλήθεια» πάνω από επιστημονικά δεδομένα.
Πρόκειται ασφαλώς για «θεραπευτές» με «επιχειρησιακό πνεύμα», όπως καταγγέλλει το περιοδικό Psychologie Heuτe (11/1988, σ. 22), οι οποίοι «εκμεταλλεύονται την κατ' αρχήν σωστή θέση, ότι ο άνθρωπος μπορεί να εμπνεύσει στον εαυτό του θάρρος και να χρησιμοποιήσει τις σκέψεις του εναντίον τού φόβου και της κατάθλιψης. Και η σοβαρή ψυχοθεραπεία αναγνώρισε το ρόλο τού «εσωτερικού διαλόγου». Όμως το να απολυτοποιήσει κανείς το πράγμα και να προβάλλει τη «θετική σκέψη» σαν «γενική συνταγή», αυτό είναι πράξη εγκληματική. Το κράτος οφείλει να προστατεύσει τούς πολίτες του από τέτοιους ασυνείδητους εκμεταλλευτές, πού θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και την ψυχική τους ισορροπία.
 
Ιδεολογική αντιπαράθεση - Χριστιανική θεώρηση

Κατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμίσουμε πώς η νέα «συνταγή» στηρίζεται σε αντιχριστιανικές αντιλήψεις περί Θεού, περί κόσμου, περί ανθρώπου.
Κατά τη Χριστιανική πίστη ο Θεός είναι Τριαδικός και κοινωνία προσώπων, δεν είναι κάποια απρόσωπη δύναμη πού σκορπίζεται παντού.
Αντίθετα, σύμφωνα με τις δοξασίες των αποστόλων της νέας τάσης, δεν υπάρχει προσωπικός Θεός. «Θεός» ονομάζεται «η ολότητα τού Πνεύματος», η «συμπαντική Κοσμική Αρχή της Ζωής». Επίσης υπογραμμίζεται πώς αυτός είναι ο «θεός» πού αναφέρεται στη Βίβλο και πού έχει πολλά ονόματα, «Θεός, Αλλάχ, Βράχμα, Παν-Πνεύμα κ.ο.κ. (J. Murphy, Die Kosmische Dimension, σ. 102).
Σε άλλο σημείο ο Murphy αναφέρει: «Αν το δει κανείς ψυχολογικά, Θεός γίνεται για σας αυτό πού εκλαμβάνετε για Θεό... είτε τον ονομάζετε Αγία Τριάδα ή Δημιουργό, είτε Αλλάχ, Βράχμα ή Bίσνoυ, Ανώτατη Ψυχή ή Πρόνοια, άπειρη Σοφία ή Πανταχού Παρουσία, Κατασκευαστή τού Σύμπαντος ή Θεϊκό Πνεύμα, Ανώτατο Όν, Αρχή της Ζωής, Ζώντα Θεό ή Δημιουργική Παντοδυναμία, δεν έχει σημασία» Murphy, Die Geseτze, σ. 67).
Ο «θεός» πού κηρύττει η κίνηση της «θετικής σκέψης» είναι «άλλος θεός», δεν είναι ο Θεός της αγίας Γραφής, ο οποίος είπε: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου... ουκ εσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού, ου ποιήσεις σεαυτό είδωλον;.. εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου, Θεός Ζηλωτής» (Έξοδ. κ. 2-5). Δεν είναι Εκείνος, πού στο πρόσωπο τού γιου και Λόγου Του διευκρίνισε: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η Ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι' εμού» (Ιω. ιδ' 6). Δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα στον προσωπικό Θεό των Χριστιανών, πού είναι Πατέρας, και στις περί Θεού αντιλήψεις της νέας κίνησης, στο «θεό μέσα μας». Στη «θετική σκέψη» τη θέση του Θεού παίρνει ο ίδιος ο άνθρωπος. Μέσα μας, λέγει ο Murphy, και οι οπαδοί του, βρίσκεται η απεριόριστη θεϊκή δύναμη. Αυτό θυμίζει την αντίληψη των κατοίκων της Σαμάρειας για τον Σίμωνα μάγο: «ούτος εστίν η δύναμις του Θεού η μεγάλη»! (Πράξ. η' 10).
Οι πιστοί της «θετικής σκέψης» στρέφονται αυτοερωτικά στον εαυτό τους και προβάλλουν ιδιαίτερα την αυτo-αγάπη. Ο ίδιος ο Murphy, μιλάει γι' αυτό. Αγάπη προς τον εαυτό μας», λέγει, «σημαίνει κατά την ορθή Βιβλική (!) έννοια, να γνωρίζουμε το Ζων πνεύμα μέσα μας, να το τιμούμε, να το δοξάζουμε, να το σεβόμαστε και να του είμαστε πιστοί χωρίς περιορισμούς»(Murphy, Die Kosmische Dimension, σ. 45).
Εδώ απολυτοποιούνται οι δυνατότητες τού ανθρώπου και ο ίδιος θεοποιείται προς αυτή την κατεύθυνση εργάζεται η όλη τάση της «θετικής σκέψης» πού δεσπόζει στις περισσότερες αποκρυφιστικές ομάδες και της λεγόμενης «Νέας εποχής». Η προσδοκία της κίνησης εκφράστηκε από τη φεμινίστρια Gloria Sτeinlem: «Ελπίζω ότι στο έτος 2000 θα διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά μας να πιστεύουν στις δυνατότητες τού ανθρώπου και όχι πλέον στον Θεό» σ' αυτό αποβλέπουν και όλες οι ψυχο-λατρείες, στις όποιες συγκαταλέγονται οι ομάδες πού προβάλλουν σαν «συνταγή» τη «θετική σκέψη».
Υπογραμμίζουν πώς για να επιτύχει κανείς δραστικά αποτελέσματα είναι ανάγκη να ακολουθήσει τις τεχνικές πού προσφέρουν αυτές στα διάφορα σεμινάρια (D. Hunτ - Τ.Α. MCmahon, Die VeIfuhrung des Chrisτenτums, Facτum 6/1987, σ. 9).
Ο Murphy, χρησιμοποιεί εδάφια από την αγία Γραφή και χριστιανικούς όρους. Το ίδιο κάνει και ο Jose Silva, ο Θεοφάνης Μπούκας και άλλοι. Όμως αυτό και μόνο δεν δικαιώνει τις δοξασίες της «θετικής σκέψης» με βάση τη Χριστιανική πίστη. Όταν αυτοί μιλούν για «πίστη», εννοούν κάτι πού δεν αναφέρεται έξω από τον άνθρωπο, αλλά μέσα στον άνθρωπο, τη σκέψη και τη διανοητική στάση. «Πίστη» σημαίνει εδώ θετική σκέψη, πεποίθηση στις απεριόριστες δυνατότητες του «εαυτού» μας, του υποσυνείδητου, πού ταυτίζεται με τον «θεό». Μεταξύ πίστης και σκέψης δεν υπάρχει διάφορα, λέγει ο Murphy. Γι' αυτό και δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να πιστεύει σε κάποια δύναμη έξω από τον εαυτό του. Με τον «προγραμματισμό» της «πίστης» ή της «σκέψης», μπορεί ν' αλλάξει τα πάντα, «αυτό πού πιστεύετε, γίνεσθε» (Die Geseτze, σ. 35), «σκέπτεστε καλό, αποτέλεσμα είναι το καλό, σκέπτεστε κακό, ακολουθεί κακό» (J. Murphy, Das Ι Ging Orakel Ihres Unτerbeννussτseins, Genf 1980, σ. 39).
Αυτού του είδους η «πίστη» είναι μόνο στάση της σκέψης και εμπιστοσύνη στη δύναμη του υποσυνείδητου. Μια τέτοια «πίστη» ενισχύεται με τις τεχνικές των διαφόρων ομάδων, πού υπόσχονται την κατασκευή του «υπεράνθρωπου». Η «πίστη» έχει την αναφορά της σε μυστικές δυνάμεις πού δήθεν υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο, τις οποίες ο αποκρυφισμός της «θετικής σκέψης» υπόσχεται να δραστηριοποιήσει, σύμφωνα με τις επιθυμίες του ανθρώπου. Έτσι η τάση αύτη συνδέεται με τις αποκρυφιστικές ομάδες και τα τελετουργικά της μαγείας.
Ακόμη και αν γίνεται λόγος για τον Ιησού Χριστό ή χρησιμοποιούνται Γραφικά εδάφια, η «πίστη» δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο του Χριστιανικού όρου.
Η Χριστιανική πίστη έχει την αναφορά της στον Θεό, πού είναι πρόσωπο και ΟΧΙ κάποια απρόσωπη «Συμπαντική» Δύναμη. Δεν αναφέρεται στον εαυτό μας ούτε αποτελεί δύναμη «καθ' εαυτήν», πού δρα επειδή ο άνθρωπος «πιστεύει» σ' αυτήν. Αν ήταν έτσι, δεν θα επρόκειτο για πίστη στον Θεό, αλλά για δύναμη πού απευθύνεται «στον Θεό», με σκοπό να τον εξαναγκάσει να κάνει αυτό πού ο άνθρωπος «πιστεύει», ένα είδος «προγραμματισμού» του «Θεού», προσαρμοσμένου στην ανθρώπινη θέληση!
Αν ο άνθρωπος «θεραπεύεται», επειδή πιστεύει ότι η θεραπεία θα γίνει, η δύναμη βρίσκεται στη σκέψη του ανθρώπου. Τότε ο «Θεός» θα ήταν μόνο «βοηθητικό» μέσο για την ενίσχυση της σκέψης, ή, όπως παρατηρήθηκε από ξένο ερευνητή, «ένα ναρκωτικό πού δραστηριοποιεί λίγο πιο πολύ την πίστη μας αν όλα λειτουργούν με το νόμο της επιτυχίας, τότε ο Θεός περιττεύει και η Χάρη Του είναι χωρίς νόημα»!
Ο χριστιανός δέχεται την πίστη όχι σαν αποτέλεσμα δικών του προσπαθειών, αλλά σαν δώρο Θεού, σαν καρπό του Αγίου Πνεύματος. Πιστεύει ακόμη πώς και η αληθινή χαρά και η ειρήνη είναι δώρα του Θεού, όχι αποτελέσματα κάποιων «τεχνικών» πού προσφέρονται με υψηλή αμοιβή στα διάφορα σεμινάρια των κινήσεων της «θετικής σκέψης» (πρβλ. Γαλ. ε' 22). Κάθε πιστός Χριστιανός δεν εμπιστεύεται στον εαυτό του, σε κάποιες «δυνάμεις μέσα του», αλλά αναμένει βοήθεια «από τα έξω». Ή πίστη του αναφέρεται στον Θεό, δεν είναι πίστη στην πίστη. Αυτό το βεβαιώνει η αγία Γραφή: «Έχετε πίστιν Θεού...!» (Μαρκ. ια' 22).
Αύτη η πίστη είναι «ανοικτή» σε διόρθωση από τα έξω, όχι «από τα μέσα», όπως λόγου χάρη κηρύττει ο Jose Silva, πού μιλάει για νοησιαρχική «διόρθωση» και παρακινεί τούς οπαδούς του να διαλογιστούν απλώς τη λέξη: «άκυρον, άκυρον»!! Η δική μας πίστη δεν είναι «διαλογιστική», περιλαμβάνει και την τήρηση των εντολών του Θεού. Μ' αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται η σχέση υπακοής ανάμεσα στον άνθρωπο και στο αντικείμενο της πίστης του, δηλαδή στον πανάγαθο Θεό. Ο χριστιανός παρακινείται να αγωνίζεται για την πίστη, πού παραδόθηκε «άπαξ» στους αγίους (Ιούδα 3) όχι για την πίστη πού ταυτίζεται με τις δικές μας προσωπικές επιθυμίες.
Η «πίστη» των ομάδων της «θετικής σκέψης» είναι είδος αυθυποβολής. Πιστεύεται πώς το αποτέλεσμα δεν εξαρτάται από τη Θεία Βούληση, αλλά από τη βεβαιότητα της «πίστης», από την ένταση με την οποία ασκείται η «θετική σκέψη».
Για τον Χριστιανό τα πάντα βρίσκονται στην κυριότητα του Θεού και Εκείνος μοιράζει τα χαρίσματά Του, σύμφωνα με τη Θεία Του βούληση (Α' Κορ. ιβ' Π. Έβρ. β' 4). Όμως η θετική σκέψη ή «πίστη» υπόσχεται: «Τα πάντα είναι δικά σας σεις οι ίδιοι είσθε οι δημιουργοί, αρκεί να σκεφθείτε δημιουργικά». Έτσι η Κυριότητα του Θεού παραδίδεται στη δύναμη της σκέψης, είτε θετική είναι, είτε αρνητική. Ό απόλυτος «κύριος» είναι πλέον η σκέψη ή η «πίστη» μας και ο «θεός» πρέπει να κάνει αυτό πού περιμένουμε από αυτόν, γιατί όσα πιστέψουμε ή σκεφθούμε, πρέπει να γίνουν πραγματικότητα με αυτόματες διαδικασίες δεν χρειάζεται προσωπική σχέση αγάπης με τον προσωπικό Θεό.
Αυτή η «πίστη» μπορεί να ενισχυθεί από την «προσευχή» ισχυρίζεται ο Murphy. Αλλά και πάλι εδώ χρησιμοποιείται χριστιανικός όρος με άλλο περιεχόμενο. Οι «προσευχές» του Murphy, είναι στην πραγματικότητα «συζήτηση με τον εαυτό μας». Ο Murphy, λέγει: «Χριστιανοί, βουδιστές, μωαμεθανοί και ορθόδοξοι Ιουδαίοι εισακoύoνται με όμοιο τρόπο... Μόνο και μόνο επειδή πνευματικά και ψυχικά διαπερνώνται από την πεποίθηση ότι θα εισακουσθούν οι προσευχές τους... Βασικά το ότι μια προσευχή εισακούεται, δεν είναι τίποτε άλλο, από την πραγματοποίηση μερικών επιθυμιών της καρδιάς». Ο Murphy, κάνει μάλιστα λόγο για «επιστημονική προσευχή» και μ' αυτό τον όρο κατανοεί «την αρμονική σύμπραξη των συνειδητών και υποσυνείδητων πνευματικών δυνάμεων, πού χρησιμοπoιούνται για, την πραγμάτωση ορισμένου σκοπού, με την βοήθεια επιστημονικά ασφαλών μεθόδων» (Murphy, Das Ι ging Orakel, σ. 17.15).
Αν κανείς προσευχηθεί «σωστά», τότε τίθεται σε λειτουργία ένας παγκόσμιος νόμος και φέρνει αποτελέσματα, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς! Αύτη η αντίληψη κυριαρχεί και σε αμερικανικούς κύκλους νεoπεντηκοστιανών «ευαγγελιστών - θεραπευτών», πού ακολουθούν την κίνηση της λεγόμενης «θετικής ομολογίας».

Έτσι ο Charles Capps, ηγετικό στέλεχος αυτής της τάσης, αναφέρει: «Δεν είναι απλά θεωρία, αλλά πραγματικότητα. Εδώ πρόκειται για πνευματικό νόμο. Λειτουργεί κάθε φορά, με την προϋπόθεση πώς θα σκεφθούμε σωστά. Τούς πνευματικούς νόμους τούς θέτει κανείς αμέσως σε κίνηση, μόλις εκφράσει τις λέξεις... τότε όλα όσα πει κανείς, θα συμβούν». Ο πάστορας Υonggi Choe, από την ίδια κίνηση, το διατυπώνει αυτό: «Με το λόγο πού εκφράζουμε, δημιουργούμε μόνοι μας τις συνθήκες» (D. Hunτ - Τ.Α. MCmahon, σ. 7). Εδώ υποστηρίζεται πώς ο ίδιος ο Θεός υπόκειται στους «πνευματικούς νόμους». Όμως αυτό αποτελεί τη βάση κάθε τελετουργικού στο σκηνικό της μαγείας και γενικότερα στον αποκρυφισμό. Δεν είναι η χάρη του Θεού πού ενεργεί, η όποια προϋποθέτει ταπείνωση από μέρους του ανθρώπου, πού καλείται να εκζήτηση το έλεος του Θεού. Ό Θεός μπορεί κατά την αντίληψη αυτή να εξαναγκασθεί από τούς «νόμους».
Αυτό πού μένει για τον άνθρωπο είναι να ανακαλύψει τούς «νόμους» και να εφαρμόσει τις κατάλληλες τεχνικές για να τούς δραστηριοποιήσει. Αυτό είναι ακριβώς εκείνο πού ο αρχαίος Όφις συνεβούλευσε την Εύα!
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα, πού διηγείται η Gloria Copeland, οπαδός της «θετικής ομολογίας». Πρόκειται για την εκπλήρωση της επιθυμίας της να αποκτήσει ένα σπίτι:
«Παρατήρησα με τον καιρό πώς είχα πλέον την εξουσιοδότηση γι' αυτό το σπίτι και την εξουσιοδότηση για τα χρήματα πού χρειαζόμουν να το αποκτήσω. Τότε είπα: «Στο όνομα του Ιησού παίρνω τώρα την εξουσιοδότηση για τα χρήματα πού χρειάζομαι (ανέφερα ακριβώς το ποσό). Σε διατάσσω να έλθεις σε μένα... στο όνομα του Ιησού. Σεις, πνεύματα διακονίας, πηγαίνετε και φέρτε το μου εδώ. Και αφού μιλάμε για αγγέλους... αν σεις γίνεσθε η φωνή του Θεού στη γη, με το να βάζετε τα λόγια Του στο στόμα, τότε στείλτε τούς αγγέλους σας να δουλέψουν, είναι πολύ εκπαιδευμένοι και ικανοί βοηθοί, γνωρίζουν πολύ καλά πώς να καταπιαστούν με το ζήτημα» (Gloria Copeland, God's Will is prosperiτy, Harison House 1987, σ. 48-49).
Οι άνθρωποι της «θετικής ομολογίας» παραπέμπουν στην αγία Γραφή, παρακινούν τούς πιστούς να προσεύχονται, να ζητούν από τον Θεό και τούς βεβαιώνει πώς αυτό πού ζητούν θα τούς δοθεί, αν έχουν πίστη, θα λάβουν όσα ζητούν στην προσευχή. Δεν παραλείπουν βέβαια να παραπέμπουν στην αγία Γραφή (Ματθ. Ζ' 7 και 22).
Αλλά η προσευχή του χριστιανού δεν απευθύνεται στο υποσυνείδητο του, δεν ταυτίζεται με τη «σκέψη», αναφέρεται στο όνομα και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, γιατί αυτός είναι ο «δρόμος» (Ιω. ιδ' 6, Ματθ. ιστ' 24. ιη' 20). Ό Χριστός δεν βρίσκεται «μέσα μας», δεν είναι ο «εαυτός μας» σε «Χριστική κατάσταση». Πρέπει να τον καλέσουμε να έλθει (Αποκ. γ' 20). Η χριστιανική προσευχή όλα τα περιμένει από τον Θεό, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τη «δύναμη της συνείδησης», αλλά έχει προσωπική υπόσταση.
Ο Θεός είναι ελεύθερος να ακούσει τις προσευχές μας ή και να μη τις εισακούσει. Εμείς τότε πρέπει να λέμε: «Γεννηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. στ. 10). Ό Κύριος μας αγαπά γι' αυτό και δεν ικανοποιεί ανόητες επιθυμίες, πού τυχόν θα του ζητήσουμε, οι οποίες εάν εισακούοντο θα οδηγούσαν στην καταστροφή. Οι χριστιανοί γνωρίζουμε πώς αυτά πού ζητάμε στην προσευχή πρέπει να είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και όχι σύμφωνα με την δική μας επιθυμία. Μόνο τότε μας ακούει ο Θεός και ανταποκρίνεται στα αιτήματα μας (Ίω. ε' 14-15).
Ο χριστιανός ξεκινάει πάντοτε από την αγάπη προς τον Θεό, όχι από τον εαυτό του. Γι αυτό και παρακαλεί τον Θεό να του διδάξει Εκείνος πώς πρέπει να προσευχηθεί και τι πρέπει να ζητήσει στην προσευχή του. Ή προσευχή λοιπόν υπόκειται στη διόρθωση του Θεού. Η αγία Γραφή μας λέγει πώς ο πιστός προσεύχεται οδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα, όχι από τη δική του προσωπική θέληση (Ρωμ. η' 15).
Ακόμη ο χριστιανός πρέπει να διαθέτει αγνή καρδιά, μόνο τότε μπορεί να απευθυνθεί στον Θεό με την προσευχή και να περιμένει το έλεος του Θεού. «Αγαπητοί, εάν η καρδιά μας δεν μας κατακρίνει, τότε έχομε το θάρρος να πλησιάσομε τον Θεό και παίρνομε από αυτόν ό,τι ζητάμε, διότι τηρούμε τας εντολάς του και κάνομε εκείνα πού είναι αρεστά. Και αυτή είναι η εντολή Του: Να πιστεύομε εις το όνομα του Υιού αυτού Ιησού Χριστού και να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, σύμφωνα με την εντολή πού μας έδωκε. Όποιος τηρεί τας εντολάς του μένει εν τω Θεώ και ο Θεός εν αυτώ» (Α' Ίω. γ' 21-24).
Η αγάπη μας στο Χριστό αποτελεί προϋπόθεση της αγάπης του Θεού Πατέρα και προϋπόθεση για να εισακουσθούν οι προσευχές μας, πού γίνονται στο όνομα του Χριστού (Ίω. ιστ' 26-27).
Οι απόστολοι της νέας «συνταγής» κηρύττουν πώς η «θετική σκέψη» οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη πρόοδο και πώς η «άλλη πλευρά» είναι ανύπαρκτη, γιατί η ευημερία έχει την αίτια της στη «θετική σκέψη» και μόνο σ' αυτήν. Όμως αυτό δεν είναι η ελπίδα των χριστιανών. Η αγία Γραφή υπογραμμίζει και την πραγματικότητα του πόνου και της ασθένειας του σταυρού, πού αξιολογείται θετικά και όχι αρνητικά.
Η Βίβλος δεν κηρύττει την αυτό-ύψωση, αλλά την πίστη στο σταυρό του Κυρίου. Το κήρυγμα του σταυρού δεν είναι για τον χριστιανό μωρία, αλλά καύχημα και πηγή σωτηρίας είναι «δύναμις Θεού» (Α' Κορ. α' 18. 22-23. Γαλ στ' 14). Η ειρήνη για τον χριστιανό θεμελιώνεται στο σταυρό του Χριστού, όχι σε κάποιες δικές μας «θετικές σκέψεις» (πρβλ Εφεσ. β' 14-16)' δεν υπάρχει άλλου η σωτηρία (Πράξ. δ' 12. Ίω. ιδ' 6).
Ο πιστός γνωρίζει πώς πρόκειται να έλθουν δύσκολες ήμερες και καιρός «αποστασίας» (Β' Θεσ. β' 1-2) και ότι πρέπει να αγρυπνεί, γιατί όλα θα έλθουν ξαφνικά (Λουκ. κα' 34-35)' δεν φθάνουν κάποιες «θετικές σκέψεις». Ο απόστολος Παύλος είναι εναντίον της αισιοδοξίας. Δεν κηρύττει την ευημερία και την επιτυχία σ' αυτό τον κόσμο, αλλά την κρίση. Η τελευταία εκπλήρωση της προφητείας θα είναι ο Αντίχριστος. Θα έλθουν πολλοί και θα ισχυρίζονται πώς είναι «ο Χριστός». Ο άνθρωπος του Σατανά, ο Αντίχριστος, θα διεκδικήσει τη θέση του Χριστού και θα πλανήσει πολλούς (Ματθ. κδ' 5. 24).
Ο Χριστός δεν μας απαλλάσσει από τη θλίψη, αντίθετα, μας λέγει πώς θα έχουμε θλίψη μέσα στον κόσμο. Όμως δεν πρέπει να χάνουμε το θάρρος μας, γιατί Εκείνος νίκησε τον κόσμο (Ματθ. κδ' 9.21. 2930. Ιω. ιστ' 33). Όποιος αρνείται αυτή την πλευρά της αλήθειας σμικραίνει την αλήθεια του Θεού και είναι ψευδοδιδάσκαλος. Αν βέβαια πηγαίνουν όλα καλά, ο καθένας μπορεί εύκολα να γίνει οπαδός της «θετικής σκέψης». Όμως σε καιρούς κρίσης έρχεται η άλλη όψη της αλήθειας στην επιφάνεια και οδηγεί σε ανασφάλεια και σύγχυση.
Ο Χριστιανός έχει άλλη αντίληψη για την ευτυχία και τη σωτηρία. Την ταυτίζει με την αρμονία και την ειρήνη με τον Θεό και τούς συνανθρώπους. Δεν την εκλαμβάνει εγωκεντρικά, αλλά σε αναφορά με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Γι' αυτό μπορεί να χαρεί μ' εκείνους πού χαίρονται και να κλάψει μ' εκείνους πού κλαίουν (Ρωμ. ιβ' 15. Α' Κορ. ιβ' 26). Μπορεί να ευχαριστήσει τον Θεό επειδή οι περιστάσεις της ζωής του είναι ευχάριστες, αλλά και για τα βάρη πού κλήθηκε να σηκώσει στη ζωή του, και τα δύο σημαίνουν σωτηρία, όχι μόνο το ένα (Α' Θεσ. ε'18. Έφεσ. ε' 20).
Εκείνος πού θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό πρέπει πρώτα να απαρνηθεί τον εαυτό του, και αν θέλει να σώσει την ψυχή του, πρέπει να πεθάνει γιατί τι θα ωφεληθεί αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του; (Ματθ. ιστ' 24-26). Στη νέα κίνηση βλέπουμε ακριβώς το αντίθετο. Αυτό φαίνεται από την έννοια πού δίδεται στον όρο αμαρτία.
Για τον πιστό η αμαρτία ταυτίζεται με την αυτονομία του ανθρώπου. Γι' αυτό ο απόστολος Πέτρος παρακινεί: «Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού ίνα υμάς υψώσει εν καιρώ» (Α' Πέτρ. ε' 6). Ό ίδιος ο Κύριος εταπείνωσε τον εαυτό του, «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου» και ο απόστολος συμπεραίνει πώς πρέπει να υπάρχει και σε μας το ίδιο φρόνημα, «Ο και εν Xριστώ Ιησού», ο οποίος «εκένωσεν εαυτόν»(Φιλ β' 5-8).
Αντίθετα οι οπαδοί της «θετικής σκέψης» παρακινούνται να έχουν αίσθηση της δικής τους αξίας και να αποκτήσουν τη «γνώση» των δήθεν απεριορίστων δυνατοτήτων τους. Ή μόνη «αμαρτία» πού υπάρχει γι' αυτούς είναι η άγνοια των νόμων πού τούς προσφέρουν αυτές τις «δυνατότητες»: «Αμαρτάνειν σημαίνει... να προσπεράσει κανείς το νόημα της ζωής και να χάσει το δρόμο της υγείας, της ανθρώπινης ευτυχίας και της εσωτερικής ειρήνης», λέγει ο Murphy (Die Geseτze, σ. 45). Αμαρτία δεν είναι η αποστασία του ανθρώπου από την αγάπη του Θεού, αλλά η άγνοια των «νόμων» πού λειτουργούν αυτόματα. Αυτό είναι, λέγουν, εκείνο πού οδηγεί στην ασθένεια και στη δυστυχία.
Το να είναι κανείς ασθενής, πτωχός, θλιμμένος, αυτό είναι αμαρτία. Ο τελικός σκοπός της «ηθικής τάξης» είναι η ηδονή. Η όλη διδαχή αποσκοπεί στην απόκτηση της ηδονής ενώ ηδονή και ευτυχία ταυτίζονται. «Χρήματα δεν είναι κάτι καλό, αλλά κάτι πολύ καλό». «Φτώχεια είναι πνευματική αρρώστια» (Murphy, Daνν Ι ging Οrakel, σ. 123-124). Όποιος είναι φτωχός, δεν έχει σωστή πνευματική στάση. Όποιος σκέπτεται θετικά, ικανοποιεί όλες του
Το να θελήσει κανείς να «σταυρώσει» τον εαυτό του, ακόμη και όταν πρόκειται για τη σωτηρία των άλλων είναι αμαρτία, γιατί χάνει «το σκοπό του», πού είναι η ηδονή και όχι ο πόνος. «Το να χάσεις το σκοπό σου η να μην τον φθάνεις, είναι αμαρτία - τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Γι αυτό αν δεν επιδιώκετε υγειά, ευημερία επιτυχία, ψυχική ειρήνη, αγάπη και ευτυχία - γνήσια αυτοπραγμάτωση, είναι αμαρτία» (Murphy, Energie aus dem kοsmοs, Genf 1977, σ.87).
Το να θεωρήσει κανείς τον εαυτό του αμαρτωλό, λογίζεται «αρνητική σκέψη», μόνο τότε γίνεται «αμαρτωλός» και αυτοβυθίζεται στη δυστυχία. Δεν είναι αυτό το «αντίστροφο ευαγγέλιο»; Ό Χριστός δεν κήρυξε ένα τέτοιο «ευαγγέλιο». Αντίθετα ήλθε να αναζητήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο, εκείνον πού παραδέχεται την αμαρτωλότητά του, και να τον οδηγήσει στη μετάνοια. Όχι στην αυτοσωτηρία, αλλά στην εν Xριστώ σωτηρία (Λουκ. ε' 32. Α' Τιμ. α' 15). Ή αγία Γραφή δεν διδάσκει πώς οι ενάρετοι θα ευδοκιμούν, αλλά το αντίθετο, «πάντες οι θέλοντας ευσεβώς ζην εν Xριστώ Ιησού διωχθήσονται», ενώ οι πονηροί άνθρωποι και «γόητες», δηλαδή οι απατεώνες, «θα προκόψουν εις το χειρότερο, πλανώντες και πλανώμενοι». Γι' αυτό και ο απόστολος παρακινεί τον Τιμόθεο: «Συ όμως, μένε σ' αυτά πού έμαθες και για τα όποια απέκτησες βεβαιότητα» (Β' Τιμ. γ' 12-14).
Ο χριστιανός δεν αποβλέπει στην αυτοσωτηρία, ή στη λεγόμενη «αυτοπραγμάτωση». Αντίθετα, για την κίνηση της «θετικής σκέψης», η «αυτοπραγμάτωση» είναι ο ανώτατος στόχος πού επιτυγχάνεται με την εναρμόνιση του ανθρώπου στους «νόμους», πού δρουν τυφλά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνήλθε το Α' Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νέας Σκέψης», για να τονισθεί με απόλυτο τρόπο η «αυτό-υπευθυνότητα, η αυτονομία, η αυτοσυναίσθηση και αυτοπραγμάτωση του ανθρωπίνου ατόμου, σε συμφωνία με τη φύση, το Δημιουργό της, δηλαδή τον Θεό και την Βίβλο, όπως και με άλλες άγιες Γραφές» (Der Naτurarτz 8/1983, σ. 20).
Οι πιστοί της «Νέας σκέψης» δεν αποβλέπουν λοιπόν στην εν Xριστώ σωτηρία. Η αναζήτηση τους δεν βρίσκεται σε αρμονία ούτε με την αληθινή φύση του ανθρώπου, πού κατά την Χριστιανική πίστη είναι κοινωνία προσώπων και όχι εγωιστικό ον, κλεισμένο στον εαυτό του επειδή έχει τη συναίσθηση της αυτάρκεως. Δεν βρίσκεται σε αρμονία ούτε με τον Θεό, όπως αποκαλύπτεται στην αγία Γραφή, ούτε και με το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο (ευαγγέλιο). Είναι «σωτηρία» προερχόμενη από το υποσυνείδητο. Γι αυτό και σχετικό άρθρο του Ιοτhar Gassmann, πού δημοσιεύθηκε γι' αυτό το θέμα στο περιοδικό Facτum έχει τίτλο: «σωτηρία από το υποσυνείδητο» (Facτum 6/1984, σ. 18-28).
Ο Murphy δεν μπορεί να μετανοήσει ή να ζητήσει συγχώρηση από τον Θεό, αλλά μόνο από τον εαυτό του, «αν εμείς συγχωρούμε τούς εαυτούς μας θα συγχωρηθούμε», λέγει και καταλήγει: «αυτοκαταδίκη είναι κόλαση, αυτοδικαίωση είναι η ειρήνη του ουρανού» (Παραπομπή, βλ. στον Ι. Gassmann, Facτum 6/1984,σ.20).
Ο Murphy και όσοι ακολουθούν τις δοξασίες του μένουν ασυγχώρητοι και μακριά από τη σωτηρία, γιατί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του. Και ο Θεός δεν σώζει εκείνους πού δεν επιθυμούν τη δική Του σωτηρία, δεν σώζει όσους υψώνουν το δικό τους θέλημα πάνω από το θέλημα του Θεού. Εκείνους πού συνειδητά περιφρονούν το σχέδιο της αγάπης του Θεού και το αντικαθιστούν με οποιοδήποτε σχέδιο «αυτοσωτηρίας», μέσω της «Γνώσης». Το μόνο πού μπορούν να επιτύχουν με μια «γνώση» ξεκομμένη από τον Θεό, θα είναι η Γνώση της δικής τους γυμνότητας, όχι η επίγνωση της αλήθειας πού ελευθερώνει(Ίω. η' 32).
Αυτή η αλήθεια δεν βρίσκεται στο υποσυνείδητο του ανθρώπου, αλλά είναι ο Ιησούς Χριστός, πού είπε: «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι' εμού» (Ίω. ιδ' 6).


ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ-ΑΥΤΟΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ-ΣΩΤΗΡΙΑ
ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ - ΔΡ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Read more: http://www.egolpion.net/pateres_thetikhs_skepsis.el.aspx#ixzz2dCL8DcuL

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Διδαχές Αγίου Κοσμά του Αιτωλού - Β'

Διδαχές Αγίου Κοσμά του Αιτωλού - Β'

«Ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού. Και εν τω σπείρειν αυτόν ο μεν έπεσε παρά την οδόν, και κατεπατήθη, και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγον αυτό. Και έτερον έπεσεν εις την πέτραν, και φυέν, ανατείλαντος του ήλιου διά το μη έχειν ικμάδα ηξηράνθη. Και έτερον έπεσεν αναμέσον των ακανθών και έπνιξαν αυτό. Και άλλο έπεσεν εις την αγαθήν γην και φυέν εποίησεν ο μεν τριάκοντα, ο δε εξήκοντα, ο δε εκατόν. Ταύτα λέγων εφώνει. Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω».

Γράφει ο απόστολος και ευαγγελιστής Ματθαίος εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον: Ήτο ένας γεωργός και εβγήκεν από το σπίτι του, επήρε σπόρον και επήγαινε να σπείρη εις τους αγρούς του. Και εκεί οπού έσπερνεν, άλλος σπόρος έπεσεν εις την οδόν, άλλος εις την πέτραν, άλλος εις τας ακάνθας και άλλος εις καλήν γην. Εκείνος ο σπόρος οπού έπεσεν εις την οδόν δεν εφύτρωσε, διότι η γη ήτο σκληρά και καταπατημένη και ήλθον τα πετεινά και τον έφαγον και έμεινεν η οδός άκαρπος. Άλλος σπόρος έπεσεν εις την πέτραν, είχεν ολίγον χώμα, εφύτρωσεν, αλλ’ ευθύς οπού εβγήκεν ο ήλιος, ως μη έχων ρίζαν εξηράνθη και έμεινεν άκαρπος και αυτός ο σπόρος. Άλλος έπεσεν ανάμεσα εις τα αγκάθια και τον έπνιξαν και αυτόν. Εκείνος οπού έπεσεν εις την καλήν γην καρποφόρησε. Π.χ έσπειρεν ένα κιλόν και έκαμεν εκατόν. Άλλος έπεσεν εις κατωτέραν γην και έκαμεν εξήκοντα, άλλος εις έτι κατωτέραν και έφερε τριάκοντα.

Μου φαίνεται ότι εκαταλάβατε αυτήν την παραβολήν. Αλλά διά να εννοήσητε καλύτερα, λέγομεν και τα ακόλουθα και προσέχετε ν’ ακούσητε τους λόγους του ιερού Ευαγγελίου. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται Θεός, Υιός Θεού, Υιός ανθρώπου, σοφία, ζωή, ανάστασις και γεωργός. Ο Κύριος λοιπόν εβγήκεν από τον οίκο Του, δηλαδή από τους πατρικούς κόλπους, διά της ενσάρκου οικονομίας. Κατεδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και εσαρκώθη εις την κοιλίαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και όλος πανταχού παρών.

Και καθώς ένας άνθρωπος ημπορεί να είναι ο νους του όλος εις την πόλιν και όλος εις τον οίκον του, και πάλιν όλος ο νους του να είναι μέσα εις το κεφάλιν του, ο άνθρωπος οπού είναι πλάσμα του Θεού έχει αυτό το χάρισμα, και ο Θεός δεν δύναται να είναι όλος εις τους ουρανούς, και όλος εις κάθε μέρος; Ούτως εβγήκεν, αδελφοί μου, ο Κύριος από τον οίκο του και επήρε σπόρον να σπείρη τα χωράφια του, τας καρδίας των ανθρώπων. Ποιός είναι ο σπόρος; Το άγιον Ευαγγέλιον, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας. Ποία είναι η οδός; Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, οπού είναι σκληρά καταπατημένη η καρδία του από τας βιωτικάς μερίμνας. Ακούει τον λόγον, αλλά δεν εμβαίνει εις την καρδίαν του, και έρχονται οι δαίμονες και παίρνουν το λόγον του Θεού, και μένει άκαρπος, ήγουν χωρίς ψυχικήν ωφέλειαν. Πέτρα είναι η καρδία εκείνου οπού ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά χαράς, μα έχει ολίγην ευλάβειαν εις τον Χριστόν, και άμα του έλθει ο πειρασμός, τον αρνείται και πηγαίνει με τον διάβολον. Άκανθαι είναι εκείνος οπού ακούει τον λόγο του Θεού, και ύστερον έρχονται τα πονηρά πάθη και τον πνίγουν, και μένει και αυτός άκαρπος. Η καλή γη είναι ο τέλειος άνθρωπος, όστις έφερεν εκατόν, ο μεσαίος εξήκοντα και ο κατώτερος τριάκοντα.

Μα τον κεκρυμμένον νόημα της παραβολής δεν το εννοήσατε, και πρέπει εις έκαστον μέρος να είπωμεν από ένα παράδειγμα.

Τον παλαιόν καιρόν ήτο ένας βασιλεύς των Εβραίων λεγόμενος Μανασσής, ο οποίος τους εβασάνιζε με πολλά παιδευτήρια. Τον εσυμβούλευαν οι προφήται και διδάσκαλοι να κυβερνά τον λαόν με πραότητα, αλλ’ αυτός δεν ήκουε τον λόγον του Θεού, δεν μετενόησε. Βλέπων ο Θεός την κακήν του γνώμην τι να κάμνει; Σηκώνει ένα βασιλέα από την ανατολήν και τον πολεμεί και τον παίρνει σκλάβον, και τον κλειδώνει μέσα εις ένα καζάνι δια να τον κάψη. Τι κάμνει εκεί ο Μανασσής, μέσα εις το χάλκωμα; Ενεθυμήθη τας αμαρτίας του, έκλαυσε, παρακάλεσε τον Θεόν να τον ελευθερώση και πλέον δεν αμαρτάνει. Βλέπων ο Θεός την καλήν του γνώμην ήκουσε την μετάνοιά του, εδέχθη τα δάκρυά του και έστειλε ένα άγγελον και τον ελευθερώνει από εκείνον τον κίνδυνον. Ύστερον επώλησε τα πράγματά του και τα έδωσε ελεημοσύνην και υπήγε και ασκήτευεν εις όλην του την ζωήν με νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, και επήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Ανίσως, αδελφοί μου, και είναι κανείς από σας και είναι σκληρόκαρδος ωσάν τον Μανασσή και ενθυμηθή τας αμαρτίας του και μετανοήση και κλαύση, ας είναι βέβαιος ότι δέχεται την μετάνοιάν του καθώς του Μανασσή.

Να είπωμεν δε και διά την πέτραν. Έχομεν πολλά, αλλά μόνον ένα παράδειγμα θα είπωμεν, του αποστόλου Πέτρου. Τη Μεγάλη Πέμπτη το εσπέρας ηξεύροντας ο Κύριος ως καρδιογνώστης Θεός όλα τα μέλλοντα, και μάλιστα την καρδίαν των Εβραίων και του Ιούδα, εκάθησε και εδίδαξε τους αγίους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Μεταξύ των άλλων τους είπε και τούτον τον λόγον: Να ηξεύρετε ότι ένας από σας θα με πωλήση εις τους Εβραίους διά τριάκοντα φλωρία, και θα με περιγελάσουν οι Εβραίοι, θα με υβρίσουν, θα με δείρουν και θα με σταυρώσουν. Όμως μη λυπείσθε, διότι εγώ θέλω να σταυρωθώ, διά να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να δώσω ζωήν εις τους ανθρώπους, και την τρίτην ημέραν ν’ αναστηθώ και να χαροποιήσω υμάς και τον ουρανόν και την γην, και να φαρμακώσω τον άδην και τους Εβραίους και μάλιστα τον διάβολον. Μάθετε δε και τούτο, μαθηταί μου, ότι τότε θα με αφήσετε όλοι και θα φύγετε. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: Κύριε, όλοι και να σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι ποτέ. Του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι. Όχι, Κύριε, είμαι έτοιμος να χύσω και το αίμα μου διά την αγάπην Σου Του λέγει ο Κύριος: Καλά Πέτρε ο καιρός θα δείξει. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, μη γένοιτο να σε αρνηθώ ποτέ. Λέγει ο Κύριος: Εσύ οπού λέγεις ότι με αγαπάς, θα με αρνηθής απόψε. Πριν λαλήση ο πετεινός δις, θα με αρνηθής τρις. Διότι καλύτερα ήξευρεν ο Κύριος την καρδίαν του Πέτρου παρά ο ίδιος. Πάλιν λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε. όλοι αν σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι. Του λέγει ο Κύριος: Το σιτάρι όταν το πυρώση ο ήλιος τότε φαίνεται πως είναι ριζωμένον, αν δεν ξηρανθή. Ομοίως και κάθε χριστιανός. όταν του έλθη πειρασμός και δεν αρνηθή τον Χριστόν, τότε είναι αληθής χριστιανός.

Ήλθεν η ώρα, παρεδόθη ο Κύριος θεληματικώς εις τους Ιουδαίους. ευθύς έφυγον οι Απόστολοι, καθώς είπεν ο Κύριος. επήραν οι Εβραίοι τον Χριστόν και τον επήγαν εις τα παλάτια του Άννα και Καϊαφα και ήρχισαν να τον εξετάζουν πόθεν είναι. Επήγεν ο Πέτρος και ίστατο μακρόθεν διά να ίδη τα πάθη του Χριστού μας. Έρχεται ένα Εβραίος και λέγει του Πέτρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Απεκρίθη ο Πέτρος: Όχι, δεν τον γνωρίζω τι άνθρωπος είναι. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν ο Πέτρος; Ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγεν με τον διάβολον. Πρωτύτερα έστεκε να ιδή τι κάμνουν του Χριστού. ύστερον εκοίταζε την πόρτα να φύγη. Έρχεται και άλλος και λέγει του Πέτρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Λέγει πάλιν ο Πέτρος: Δεν ηξεύρω τι μου λέγεις. Όταν εζύγωσε κοντά εις την πόρταν να φύγη, τον πιάνει και άλλος Εβραίος και του λέγει: Και συ μαθητής του είσαι; Λέγει ο Πέτρος: Να έχω το ανάθεμα αν ηξεύρω αυτόν τον άνθρωπον. Ακούετε, αδελφοί μου, ότι εκείνος, όστις έλεγεν ότι χύνει το αίμα του διά την αγάπην του Χριστού, τώρα τον αρνείται; Και καθώς ηρνήθη το τρίτον, ώ του θαύματος! Ελάλησεν ο πετεινός, καθώς είπεν ο Κύριος. Ακούσας ο Πέτρος τον πετεινόν αναθυμήθη τον λόγον του Κυρίου, και εξελθών έξω έκλαυσε με μαύρα δάκρυα, και εις όλην του την ζωήν, όταν ήκουε τον πετεινόν, έκλαιεν ενθυμούμενος την άρνησιν.

Εσταυρώθη ο Κύριος, ανέστη την τρίτην ημέραν, εφανερώθη εις τας μυροφόρους και τας λέγει: Υπάγετε και είπατε εις τους Αποστόλους και εις τον Πέτρον ότι ανέστην, και τους περιμένω εις την Γαλιλαίαν. Διατί εξεχώρισε τον Πέτρο; Διά να μάθη ότι εδέχθη την μετάνοιά του ο Κύριος και τον εσυγχώρησεν. Επήγαν οι Απόστολοι εις τον Χριστόν και έλαβον την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Επήγε και ο Πέτρος, αμή έστεκε σκυθρωπός. Του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, με αγαπάς; Και τον ηρώτησε τρεις φοράς, εις διόρθωσιν των τριών αρνήσεων, και τον επανέφερεν εις την πρώτην του αξίαν.

Έπειτα διήλθε δύσιν και ανατολήν και έκαμε χιλιάδας χριστιανούς. Τον συνέλαβεν ένας βασιλεύς της Ρώμης και του έλεγε ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Ο δε Πέτρος του λέγει: Δεν τον αρνούμαι. Όθεν τον εσταύρωσε με το κεφάλι κάτω και παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Χριστού μας και επήγεν εις τον παράδεισον.

Να ειπούμεν και διά την καλήν γην. Η αγία Παρασκευή ήτο δώδεκα χρονών κόρη από γένος ευγενικόν. Μείνασα ορφανή εμοίρασεν όλην της την περιουσία εις τους φτωχούς, και με αυτά ηγόρασε τον παράδεισον. Και μετεχειρίζετο ως φτιασίδια τα δάκρυα, ενθυμούμενη τας αμαρτίας της. Ως σκουλαρίκια είχε τα ωτά της ανοιχτά διά να ακούη τας Αγίας Γραφάς. Ως κορδόνι είχε τας πολλάς νηστείας, οπού έκαμνον τον λαιμόν της και έλαμπε ως ο ήλιος. Ως δακτυλίδια τους κόμβους των δακτύλων της από τας πολλάς μετανοίας οπού έκαμνεν. Ως χρυσούν ζωνάριον την παρθενίαν οπού εφύλαξεν εις όλην της την ζωήν. Ως φόρεμα την εντροπήν οπού είχεν εις τον εαυτόν της και ο φόβος του Θεού οπού την εσκέπαζεν. Έτσι εστολίζετο η Αγία. Ανίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλη να στολίζεται, ας στοχασθή τι έκαμνεν η Αγία, να κάμνη και εκείνη, αν θέλη να σωθή. Έτσι αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφώτατη. Και διά την καθαρότητά της την ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε και θαύματα. Ιάτρευε τυφλούς, κωφούς. Ανέστηνε νεκρούς. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάμνη θαύματα, την εφθόνησαν και την διέβαλον εις τον βασιλέα Αντωνίνον ως χριστιανήν. Την κράζει λοιπόν ο βασιλεύς και της λέγει ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τους θεούς, να την κάμη βασίλισσαν. Λέγει του η Αγία: Εγώ δεν είμαι ανόητη ωσάν εσένα, να αρνηθώ τον Χριστόν και να υπάγω εις τον διάβολον. ν’ αφήσω την ζωήν και να υπάγω εις τον θάνατον. Άμποτε να άφηνες και σύ το σκότος και να ήρχεσο εις το φως. Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλή με τοιαύτην παρρησίαν εμπρός εις ένα βασιλέα; Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβήται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλομεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχομεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας. Λέγει ο βασιλεύς της Αγίας: Σου δίδω τρεις ημέρας διορίαν. Αν δε μου υπακούσης, θα σε θανατώσω. Λέγει του η Αγία: Βασιλεύ, εκείνο όπου θέλεις να κάμεις εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και άναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσαν και θειάφι και βράζει καλά. Βλέπουσα η Αγία το καζάνι εχαίρετο, ότι έμελλε ν’ αναχωρήση από τούτον τον ψεύτικον κόσμον και να υπάγη εις εκείνον τον αληθινόν και αιώνιον. Προστάζει ο βασιλεύς να βάλουν την Αγίαν εις το καζάνι διά να καή. Η Αγία έκαμε τον σταυρόν της και εμβαίνει μέσα. Περιμένει δύο-τρεις ώρας ο βασιλεύς και βλέπων οπού δεν καίεται η Αγία της λέγει: Παρασκευή, διατί δεν καίγεσαι ; Λέγει του η Αγία: Διότι ο Χριστός εδρόσισε το νερό και δεν καίομαι. Λέγει της ο βασιλεύς: Ράντισόν με και εμέ διά να ίδω, καίει ; Επήρεν η Αγία με τας δύο της χείρας και του ρίπτει εις το πρόσωπον και ευθύς, ώ του θαύματος! Ετυφλώθη και εγδάρθη το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών και εις αυτόν πιστεύω και εγώ. Και έβγα να με βαπτίσης. Εβγήκεν η Αγία και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον. Έπειτα την απεκεφάλισεν άλλος βασιλεύς και υπήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν κατά τον λόγον του Κυρίου.

Να είπωμεν και δι’ εκείνον οπού έφερε τα εξήκοντα. Εις τας 9 του Οκτωβρίου εορτάζει η Εκκλησίαν μας τον άγιον Ανδρόνικον με την σύζυγόν του Αθανασίαν. Τους είχε χαρίσει ο άγιος Θεός δύο παιδία αρσενικά, και μίαν ημέραν απέθανον και τα δύο. Κλαίουσα η Αθανασία διά τα τέκνα της, έχεται άγγελος Κυρίου και της λέγει: Αθανασία, διατί κλαίεις; Τα τέκνα σου χαίρονται εις τον παράδεισον και θα τα απολαύσης εις την Δευτέραν Παρουσίαν, και μη λυπείσαι. Και έτσι την επαρηγόρησε. Λέγει η Αθανασία του Ανδρόνικου: Αφέντη, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην των την ζωήν. Ημείς υπανδρευθήκαμεν και απελαύσαμεν τα σωματικά. Δεν γινόμεθα καλόγηροι να κάμωμεν και τα ψυχικά, να υπάγωμεν και εις τον παράδεισον; Απεκρίθη και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει: Ας γίνη, αδελφή μου, το θέλημα του Θεού. Και απ’ εκείνην την ώραν έζων ως αδελφοί. Εμοίρασαν την περιουσίαν των, επήγαν και οι δύον εις μοναστήριον και έγιναν καλόγηροι και έζησαν με νηστείας και σκληραγωγίας και επήγαν εις τον παράδεισον. Αυτοί έκαμον τα εξήκοντα, διότι έκαμον πρώτον τα σωματικά και δεύτερον τα ψυχικά. Αυτοί βέβαια είναι κατώτεροι από την αγίαν Παρασκευήν. Ανίσως και θέλει κανένας από σας να κάμει τα εξήκοντα, ας αγωνίζεται ωσάν τον άγιον Ανδρόνικον και την αγίαν Αθανασίαν και σώζεται.

Πάλιν αν δεν ημπορήτε να κάμετε τα εξήκοντα, μιμηθήτε εκείνον όπου έκαμε τα τριάκοντα. Εις την ανατολήν ήτο ένας άνθρωπος ιερεύς, το όνομα Ιωάννης, υπανδρευμένος. Είχεν είκοσι παιδιά. Μιαν ημέραν υπήγεν ένας Δεσπότης εις το σπίτι του παπά, βλέπει τα παιδιά και ερωτά τίνος είναι. Ιδικά μου, λέγει ο παπάς, είναι: ο Θεός μου τα εχάρισε. Του λέγει ο Δεσπότης: Πόσους χρόνους είσαι υπανδρευμένος; Δεκαοκτώ, λέγει ο παπάς. Τότε λέγει ο Δεσπότης: Διά δεκαοκτώ χρόνους έχεις 20 παιδία; Εσύ πρέπει να καθαιρεθής. Λέγει του ο παπάς: Να εξομολογηθώ, Δεσπότη μου, και αν το εύρης εύλογον, ας γίνη ορισμός του Θεού. Ήρχισεν ο παπάς και λέγει: Εγώ, Δεσπότη μου, έμαθα γράμματα Ελληνικά, έγινα δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, εικοσιπέντε διάκονος και τριάκοντα ιερεύς χωρίς να δώσω καν ένα άσπρο. Κατά τους θείους νόμους υπανδρεύτηκα. Πρώτον εξωμολογηθήκαμεν με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν, έπειτα εκοινωνήσαμεν τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τρεις ημέρας εσμίξαμεν. Και ωσάν εγκαστρώθη, εχωρίσαμεν έως οπού εγέννησεν. Εσαράντισε, και τότε πάλιν εσμίξαμεν, και πάλιν εχωρίσαμεν, και με τέτοιον τρόπον εκάμαμε τα είκοσι τέκνα, πανιερώτατε. Λέγει ο Δεσπότης: Συγχωρημένος και ευλογημένος να είσαι. να κάμης πενήντα και εκατόν τέκνα. Έτσι ο ευλογημένος Ιωάννης έμαθε τα τέκνα του γράμματα, τα επαίδευσε με νουθεσίας καλάς, και επέρασεν εδώ καλά και επήγεν εις τον παράδεισον. Αυτός έκαμε τα τριάκοντα. Θέλεις και συ, αδελφέ μου, να κάμης τα τριάκοντα; Μιμήσου τον παπά Ιωάννην τώρα οπού έχεις καιρόν.

Αυτήν είναι η εξήγησις της παραβολής. Οδός είναι οι Εβραίοι, οι οποίοι είναι διά την κόλασιν. Πέτρα είναι οι ασεβείς. Και καλή γης είναι οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι σώζονται. Αλλά πώς σώζονται; Ο καθένας καθώς έπραξεν αν δηλαδή έκαμε καλά, πηγαίνει εις τον παράδεισον. Αν κακά, πηγαίνει εις την κόλασιν.

Εγώ εδιάβασα και περί ιερέων, και περί ασεβών, αιρετικών και αθέων. τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα. όλαι αι πίστεις είναι ψεύτικες. τούτο κατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των Ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και άγια, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τούτο σας λέγω τώρα εις το τέλος. να ευφραίνεστε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίεται δια τους ασεβείς και αιρετικούς, οπού περιπατούν εις το σκότος. Ημείς, χριστιανοί μου, τι είμεθα, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Άνισος και είμεθα δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. ει δε και είμεθα αμαρτωλοί, τώρα είναι καιρός να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμνωμεν τα καλά. διότι η κόλασις μας καρτερεί. Πότε θα μετανοήσωμεν; Όχι αύριον και μεθαύριον, αλλά σήμερον, διότι έως αύριον δεν ηξεύρομεν τι θα πάθωμεν. Προσέχετε, λοιπόν αδελφοί μου, να μη υπερηφανεύεσθε, να μη φονεύητε, να μη μοιχεύητε, να μη κάμνητε όρκους, να μη λέγητε ψεύματα, να μη συκοφαντήτε, να μη προδίδητε, να μη στολίζητε το σώμα, διότι θα το φάγουν οι σκώληκες, αλλά να στολίζητε την ψυχήν, οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Να προσεύχεσθε, να νηστεύετε, να δίδετε ελεημοσύνην, να έχετε τον θάνατον έμπρος'θεν σας, πότε να φύγετε από τούτον τον ψεύτικον κόσμον, να υπάγετε εις εκείνον τον αιώνιον. Ακούσατε, αδελφοί μου: καθώς ένα άρχοντα έχει δέκα δούλους και σφάλλει ένας εξ αυτών τον διώκει και βάνει άλλον, ούτω και ο Κύριος, ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα των αγγέλων, επρόσταξεν ο Θεός και έγινεν ούτος ο κόσμος, και έκαμεν ημάς τους ανθρώπους, και μας βάλη εις τον τόπον των αγγέλων. Ημείς, χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα. Διά τούτο και ο Θεός μας έκαμε με το κεφάλι ορθούς, και μας έβαλε το νου εις το επάνω μέρος, διά να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας. Ώθεν, αδελφοί μου, να σας διδάσκω και συμβουλεύω, πλην τολμώ πάλιν και παρακαλώ τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν να στείλη ουρανόθεν την Χάριν Του και την ευλογίαν Του εις αυτήν την χώραν, και όλους τους χριστιανούς, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας, και τα έργα των χεριών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να σας ευσπλαγχνίση και να συγχώρηση τας αμαρτίας σας και να σας αξιώση να διέλθητε και εδώ καλήν και ειρηνικήν αυτήν την ματαίαν ζωήν και μεταθάνατον εις τον παράδεισον, και στην πατρίδα μας την αληθινήν, να χαιρώμεθα πάντοτε, να δοξάζωμεν και προσκυνώμεν την Αγίαν Τριάδα εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.

Παρακαλώ σας, αδελφοί μου, να ειπήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς: συγχωρήσατέ με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας.

Πηγή: Ορθόδοξα Ωφελήματα: Διδαχές Αγίου Κοσμά του Αιτωλού - Β' http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.com/2013/08/blog-post_5664.html#ixzz2csNc6ODb