Ο Φαρισαίος με τον τρόπο
που προσευχόταν έδειξε πώς ζούσε μια δαιμονιώδη πνευματικότητα, μια
διεστραμμένη πνευματική κατάσταση, που ήταν αλύτρωτη. Ο Τελώνης με
την προσευχή "ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ" (Λουκ. ιη’, 13)
έδειξε την πνευματική του υγεία, γι’ αυτό "κατέβη δεδικαιωμένος"
(Λουκ. ιη’, 14). Όσο κανείς επιδιώκει μόνος του να δικαιώση τον εαυτό
του, τόσο και αποκόπτεται από την λύτρωση, ενώ όσο κανείς μαστιγώνει
ανηλεώς τον εαυτό του, θεωρώντας τον ανάξιο του θείου ελέους, τόσο
γίνεται δέκτης της θείας Χάριτος.
Πάντοτε η φαρισαϊκή δικαιοσύνη είναι έξω από την ατμόσφαιρα της θείας Χάριτος,
γιατί είναι μια ευσεβιστική κατάσταση. Εδώ πρέπει να κάνουμε την
διάκριση μεταξύ του ευσεβούς και του ευσεβιστού, γιατί η περίπτωση του
Φαρισαίου και όλων των δια μέσου των αιώνων Φαρισαίων υπενθυμίζει τον
ευσεβιστή.
Κατ’
αρχάς πρέπει να υπογραμμισθή ότι η ευσέβεια δεν είναι μια εξωτερική
παρουσίαση, αλλά η ένωσή μας με το Χριστό και δι’ Αυτού με όλη την
Παναγία Τριάδα. Ο Απόστολος Παύλος ταυτίζει το μυστήριο της ευσεβείας
με την ενανθρώπηση του Χριστού. "Και ομολογουμένως μέγα εστί το της
ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι,
ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω ανελήφθη εν
δόξη" (Α' Τιμ. γ', 16)169.
Επομένως η ευσέβεια δεν είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ενέργεια αλλά ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Από την αρχή αυτή ξεκινώντας μπορούμε να πούμε ότι ο ευσεβιστής έχει
μερικές επιφανειακές αρετές και κάνει μερικά εξωτερικά έργα "πρός το
θεαθήναι τοις ανθρώποις". Οι αρετές του δεν είναι καρπός της εν
Χριστώ ζωής, δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά είναι
ανθρώπινα έργα που γίνονται στην προσπάθειά του να προβληθή. Αντίθετα
τα έργα και οι αρετές του ευσεβούς είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος,
αποτέλεσμα της ενώσεώς του με τον Χριστό. Δηλαδή οι αρετές έχουν ένα
βαθύ θεολογικό νόημα. Δεν είναι ένας φυσικός τρόπος ζωής, ή μια
συνήθεια, αλλά δώρα και χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δίνονται στον
άνθρωπο εκείνο που με την εργασία των εντολών του Θεού υπέταξε το
σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον Θεό. Έτσι στον ευσεβιστή όλες οι
πράξεις είναι ανθρώπινες, είναι πράξεις "τής αυτόνομης ηθικής
δεοντολογίας", ενώ στον ευσεβή όλες οι πράξεις είναι θεανθρώπινες.
Ύστερα από αυτήν την διάκριση γίνεται αντιληπτό ότι τα έργα αυτά καθ’ εαυτά δεν δικαιώνουν τον άνθρωπο, γιατί
"καλές πράξεις" μπορούν να κάνουν όλοι οι αιρετικοί και όλα τα
ανθρώπινα αλύτρωτα συστήματα, χωρίς όμως να εξασφαλίζουν την σωτηρία.
Όσες "καλές πράξεις" δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά
με το πνεύμα της αυτοδικαιώσεως, χωρίζουν περισσότερο τον άνθρωπο από
τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει πώς "τού Θεού μη
ενεργούντος εν ημίν πάν το παρ’ ημών γενώμενον αμαρτία". Μπορεί
κάποιος να κάνη ελεημοσύνη, να εξασκή την εγκράτεια κλπ. αλλ’ επειδή
δεν έχει το πνεύμα της ταπεινώσεως και δεν συνδέεται μυστηριακά με
την Εκκλησία, είναι χωρισμένος από τον Θεό και συνεπώς όλη του η ζωή
(έστω κι αν είναι εγκρατής) είναι αμαρτωλή.